Η Ψυχοκοινωνική θεωρία του Eric Erikson
Ως μαθητής του Freud, o Erikson (δίχως σχετική τυπική επιστημονική μόρφωση, είναι δάσκαλος και ζωγράφος, διδάσκει καλές τέχνες και παίρνει το πτυχίο του γύρω από την παιδική ανάλυση το 1933) στρέφεται στη μελέτη της εξελικτικής διαδικασίας της ανάπτυξης των παιδιών. Βασίζεται στη φροϋδική προσέγγιση γύρω από την κατά στάδια ανάπτυξη των παιδιών από τη γένεσή τους έως την ολοκλήρωση της εφηβικής ηλικίας και οικοδομεί μια δική του θεωρία που καλύπτει όλο τον ανθρώπινο βίο. Συχνά αποκαλείται ψυχολόγος του Εγώ, καθώς θεωρούσε ότι το Εγώ διαδραματίζει τον πλέον θεμελιακό ρόλο στη συμπεριφορά των ατόμων.
Το Εγώ σύμφωνα με τον Erikson λειτουργεί ως μια δομή που ενοποιεί τον ανθρώπινο ψυχισμό, διασφαλίζοντας την έκφραση της ανθρώπινης ορθολογικότητας. Το εγώ θέτει στόχους, επιλέγει μέσα για την επίτευξή τους και διαμεσολαβεί ανάμεσα στο Αυτό και το Υπερεγώ. Αντίθετα από ότι πίστευε ο Freud, o Erikson θα υποστηρίξει ότι το Εγώ είναι παρόν κατά τη γέννηση σε κάποια ανώριμη μορφή, ενώ ο Freud υποστήριζε ότι το Εγώ διαμορφώνεται ως ένα προϊόν του Αυτό μετά τη γέννηση του παιδιού και την απαρχή της ψυχολογικής εξέλιξής του.
Σύμφωνα με τον Erikson η ψυχολογική μας ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις βιολογικά προσδιορισμένες ορμές και ανάγκες και το κοινωνικό και πολιτισμικό μας περιβάλλον. Υπό αυτήν την έννοια, η ανάπτυξη περιγράφεται με ψυχο-κοινωνικούς όρους και όχι με όρους σεξουαλικών και επιθετικών ορμών όπως στον Freud.
Η θεωρία του υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι θα διατρέξουν συγκεκριμένα εξελικτικά στάδια, τα οποία και περιέγραψε ως τις «οκτώ εποχές του ανθρώπου». Τα εξελικτικά στάδια προσδιορίζονται αφενός από υποστηρικτικές δυνάμεις που ωθούν προς την ωρίμανση, και αφετέρου από συγκρούσεις ή κρίσεις που μοιραία θα εμφανιστούν. Σε κάθε ένα από τα οκτώ ψυχο-κοινωνικά στάδια θα εκδηλωθεί μια ορισμένη κρίση, η υπέρβαση της οποίας διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για την είσοδο σ’ ένα νέο στάδιο ανάπτυξης.
Ο Erikson υποστήριξε ότι οι διαδικασίες βιολογικής και οργανισμικής ωρίμανσης διαμορφώνουν το αρχικό πλαίσιο για την διαδοχή των σταδίων ανάπτυξης, όμως θεωρούσε ότι εξαιρετικά κρίσιμες είναι οι κοινωνικές απαιτήσεις που διαμορφώνονται στο κοινωνικό περιβάλλον των παιδιών και των ωρίμων ανθρώπων. Οι κοινωνικές απαιτήσεις και το κοινωνικό περιβάλλον είναι οι ισχυρές δυνάμεις που προσδιορίζουν την ανάπτυξή μας, την κοινωνική και την ατομική μας συμπεριφορά. Η ανάπτυξη λοιπόν συντελείται μέσα από την επίλυση των κρίσεων που θα εμφανιστούν σε κάθε στάδιο της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Πρώτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (στοματικό-αισθητηριακό, 1ο έτος ηλικίας): Θεμελιώδης Εμπιστοσύνη ενάντια στη Θεμελιώδη Δυσπιστία.
Το βρέφος αποκτά τις πρώτες του εμπειρίες από την αλληλόδραση με τους οικείους του και ειδικότερα με τη μητέρα του. Στο στάδιο αυτό, «η πρώτη επίδειξη κοινωνικής εμπιστοσύνης στο βρέφος εκδηλώνεται με την ευκολία με την οποία τρώει, τη βαθύτητα του ύπνου του και τη χαλάρωση των εντέρων του». Οι ικανοποιήσεις που αισθάνονται οδηγούν τα βρέφη στη σύνδεσή τους με ορισμένους ανθρώπους.
«Το πρώτο κοινωνικό κατόρθωμα του νηπίου είναι να αφήσει τη μητέρα του να εξαφανιστεί χωρίς υπερβολικό άγχος ή οργή, γιατί η μητέρα έχει γίνει εσωτερική βεβαιότητα καθώς και εξωτερικά προβλεπτή». Οι αρχικές εμπειρίες της τροφής, των χαδιών, των ομιλιών, της περιποίησης (ή των αντίθετών τους) διαμορφώνουν «κάποια στοιχειώδη αίσθηση ταυτότητας του εγώ που εξαρτάται από την αναγνώριση ότι υπάρχει ένας εσωτερικός κόσμος απομνημονευμένων και προσδοκώμενων εντυπώσεων και εικόνων που σχετίζονται σταθερά με τον εξωτερικό κόσμο οικείων και προβλέψιμων προσώπων και πραγμάτων».
Η εμπιστοσύνη προς τα πρόσωπα του περιβάλλοντος σημαίνει και την απαρχή μιας εμπιστοσύνης προς τον εαυτό, ανακάλυψης «των ικανοτήτων των ίδιων των οργάνων να αντιμετωπίσουν τις ορμές». Το βρέφος, λοιπόν, δοκιμάζει και εξετάζει διαρκώς τις σχέσεις του με το εξωτερικό του περιβάλλον. (Μια σημαντική στιγμή σ’ αυτό το πρώτο στάδιο ανάπτυξης αφορά στην έναρξη της οδοντοφυΐας, καθώς εμφανίζεται ένας έντονος πόνος στο στόμα και οι παρόντες στο περιβάλλον του παιδιού δεν είναι σε θέση να το ανακουφίσουν.)
Η απουσία της Θεμελιακής ή Βασικής Εμπιστοσύνης σ’ αυτό το στάδιο της ανάπτυξης οδηγεί σε σημαντικά ψυχολογικά προβλήματα και ασθένειες. Η διαδικασία διαφοροποίησης του εαυτού από το εξωτερικό περιβάλλον διαμορφώνει το έδαφος για την ανάπτυξη κρίσιμων αμυντικών μηχανισμών (προβολή: η εσωτερική βλάβη επενδύεται σε άτομα του κοινωνικού περιβάλλοντος, ενδοπροβολή: η εξωτερική καλοσύνη γίνεται εσωτερική βεβαιότητα).
Στο στάδιο αυτό, όσο ευνοϊκές κι αν είναι οι συνθήκες ανατροφής των παιδιών εισάγεται στον ψυχισμό τους μια αίσθηση «διχασμού και μια καθολική νοσταλγία για κάποιον χαμένο παράδεισο». Η θεμελίωση της βασικής εμπιστοσύνης βοηθά στα επόμενα στάδια ανάπτυξης να αντιμετωπίσουμε αισθήματα στέρησης, διχασμού ή εγκατάλειψης.
Καταληκτικά, στο στάδιο αυτό η ψυχο-κοινωνική κρίση αφορά στο κατά πόσο το παιδί μπορεί να εμπιστευτεί ή όχι τον κόσμο. Η υπερβολική δυσπιστία μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική επιφυλακτικότητα ενώ η υπερβολική εμπιστοσύνη σε αφέλεια. Όσα παιδιά δεν επιλύουν με επιτυχία την κρίση εμπιστοσύνης-δυσπιστίας δεν θα είναι σε θέση να επιλύσουν με επιτυχία τις κρίσεις των επόμενων σταδίων ανάπτυξης.
Δεύτερο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (μυϊκό-πρωκτικό, 2ο -3ο έτος ηλικίας): Η Αυτονομία ενάντια στην Ντροπή και την Αμφιβολία
Αναδιατυπώνονται εδώ οι αναλύσεις για το πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης και τη σημασία της εκμάθησης της κατακράτησης και της κένωσης. Για τον Erikson σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η μυϊκή ωρίμανση και «οι βασικές συγκρούσεις [που αναπτύσσονται] μπορούν να καταλήξουν ή σε εχθρικές ή σε αγαθές προσδοκίες και στάσεις». Στο στάδιο αυτό τα παιδιά αρχίζουν να μαθαίνουν ότι μπορούν να ελέγχουν δυνάμεις ικανές να επηρεάσουν τη ζωή τους. Ενώ στον Freud ο εξελικτικός στόχος του πρωκτικού σταδίου αφορά στην απόκτηση του ελέγχου των σχετικών μυών, στον Erikson ο έλεγχος γενικεύεται σε όλο το μυϊκό σύστημα του ανθρώπου και εκτείνεται στην απόπειρα ελέγχου των εσωτερικών παρορμήσεων.
Η αίσθηση του ελέγχου που αναπτύσσεται στο στάδιο αυτό οδηγεί σε μια αίσθηση ατομικής αυτονομίας και ελέγχου της συμπεριφοράς σε αντιδιαστολή προς τα αναπτυσσόμενα αισθήματα της ντροπής ή/και της αμφιβολίας, τα οποία υποδηλώνουν κάποιου βαθμού μειωμένο έλεγχο της συμπεριφοράς. «Ο εξωτερικός έλεγχος σ’ αυτό το στάδιο πρέπει να είναι σταθερά καθησυχαστικός […] Μια και το περιβάλλον του ενθαρρύνει το παιδί ‘να σταθεί στα ίδια του τα πόδια’ πρέπει να το προστατέψει από τις χωρίς νόημα και αυθαίρετες εμπειρίες της ντροπής και της πρώιμης αμφιβολίας».
Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται τα παιδιά αυτής της ηλικίας. Αν το κοινωνικό περιβάλλον διαμορφώνει ευκαιρίες για την αναζήτηση πρωτότυπων απαντήσεων («αυτονομία της ελεύθερης εκλογής»), αν ενισχύει την ανεξαρτησία των παιδιών τότε αναμένεται ότι τα παιδιά θα ανιχνεύσουν και θα συναισθανθούν τα όρια τους. Αντίθετα, αν το περιβάλλον των παιδιών τοποθετείται απέναντί τους με όρους υπερβολικής προστασίας και αυστηρότητας ως προς τα ενδεικνυόμενα κοινωνικά πρότυπα και κανόνες τότε πιθανώς θα αναπτυχθούν συναισθήματα ντροπής και αμφιβολίες για την ικανότητά τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του κοινωνικού κόσμου.
«Η ντροπή εκφράζεται στην αρχή με την παρόρμηση να κρύψουμε το πρόσωπό μας ή να βουλιάξουμε, εκείνη τη στιγμή και σ’ εκείνο το σημείο, μέσα στη γη. Πράγμα που κατά τη γνώμη μου δεν είναι παρά οργή που έχει στραφεί ενάντια στον εαυτό μας […] Η αμφιβολία είναι η αδερφή της ντροπής […] Από μια αίσθηση αυτοελέγχου χωρίς απώλεια της αυτοεκτίμησης πηγάζει μια διαρκής αίσθηση καλής πρόθεσης και περηφάνιας. Από μια αίσθηση απώλειας του αυτοελέγχου και του ξένου υπερβολικού ελέγχου πηγάζει μια διαρκής τάση για αμφιβολία και ντροπή».
Τρίτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (4ο -5ο έτος ηλικίας): Η Πρωτοβουλία ενάντια στην Ενοχή
Αντιστοιχεί στο φροϋδικό στάδιο του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος και του Συμπλέγματος της Ηλέκτρας. Ο Erikson υποστηρίζει ότι στο στάδιο αυτό πέρα από την επίλυση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος και την ταύτιση των παιδιών με τους γονείς του ίδιου φύλου, τα παιδιά αρχίζουν να απεξαρτώνται από τους γονείς τους και σταδιακά αποκτούν την ικανότητα να απαντούν μόνα τους στις ανάγκες τους. Αναλαμβάνουν συνθετότερες πρωτοβουλίες που οδηγούν σε μεγαλύτερες ικανοποιήσεις από εκείνες που απολάμβαναν όταν βρίσκονταν σε εξάρτηση από τους γονείς τους.
«Ο κίνδυνος αυτού του σταδίου είναι μια αίσθηση ενοχής για τους σκοπούς που σχεδιάστηκαν και τις πράξεις που υποκινήθηκαν […] πράξεις επιθετικού χειρισμού και εξαναγκασμού που σύντομα ξεπερνούν την εκτελεστική ικανότητα του οργανισμού και του μυαλού και κατά συνέπεια απαιτούν κάποια δραστήρια ανάσχεση της προβλεπόμενης πρωτοβου-λίας του ατόμου».
Η υποστήριξη των παιδιών ως προς την ανάληψη πρωτοβουλιών θα οδηγήσει στην απαρχή της ανεξαρτησίας τους ενώ αντίθετα ο αυστηρός γονεϊκός έλεγχος, «τιμωρώντας» τις πρωτοβουλίες θα διαμορφώσει το έδαφος για την ανάπτυξη συναισθημάτων ενοχής.
«Όταν το παιδί, που τώρα είναι έτοιμο να υπερ-χειριστεί τον εαυτό του, μπορεί σταδιακά να αναπτύξει μια αίσθηση ηθικής ευθύνης, όταν μπορεί να αποκτήσει κάποια γνώση για τους θεσμούς, τις λειτουργίες και τους ρόλους που επιτρέπουν την υπεύθυνη συμμετοχή του, θα ανακαλύψει ευχάριστη εκπλήρωση στο χειρισμό των εργαλείων και των όπλων, στο χειρισμό παιχνιδιών με νόημα – και στη φροντίδα για τα μικρότερα παιδιά».
Τέταρτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (Λανθάνουσα περίοδος): Η Εργατικότητα (Φιλοπονία) ενάντια στην Κατωτερότητα
Στο στάδιο αυτό το παιδί ενσωματώνεται στους εκπαιδευτικούς θεσμούς και αρχίζει να αποδεσμεύει την ψυχική του ενέργεια από σεξουαλικές παρορμήσεις, επενδύοντάς την στις διεργασίες της μάθησης και της πνευματικής ανάπτυξης. Κατά το τέταρτο ψυχο-κοινωνικό στάδιο αναμένεται να αναπτυχθούν συναισθήματα φιλοπονίας που συσχετίζονται με νέες δεξιότητες, χρήσιμες στον κοινωνικό συναγωνισμό και την επίτευξη των κοινωνικών στόχων που εσωτερικεύονται στο περιβάλλον των σχολικών θεσμών.
«Το παιδί πρέπει να ξεχάσει τις ελπίδες και τις επιθυμίες του παρελθόντος, ενώ η πληθωρική φαντασία του εξημερώνεται και περιορίζεται στους κανόνες των απρόσωπων πραγμάτων […] μαθαίνει τώρα να κατακτά την αναγνώριση με την παραγωγή πραγμάτων […] και ετοιμάζεται να ασχοληθεί με δεδομένες εργασίες και καθήκοντα […] Αναπτύσσει μια αίσθηση εργατικότητας». Η φιλοπονία οδηγεί σε συναισθήματα πληρότητας και ικανοποίησης: Το παιδί μαθαίνει να προσηλώνεται σ’ ένα στόχο, να δαπανά ενέργεια για την επίτευξή του και να ολοκληρώνει τις προσπάθειές του.
Το πρόβλημα που μπορεί να αναδειχθεί στο στάδιο αυτό αφορά στη διαμόρφωση μιας «αίσθησης ανεπάρκειας και κατωτερότητας» του παιδιού. Τούτο θα προκύψει από την απουσία δεξιοτήτων και ικανοτήτων, πραγματική ή φανταστική. Αυτή η κατάσταση μπορεί να εξισωθεί με την απώλεια του κοινωνικού κύρους και να οδηγήσει τα παιδιά που θα βιώσουν τέτοια συναισθήματα στο να αποσυρθούν και να νοιώσουν «καταδικασμένα να ζουν στη μετριότητα ή την ανεπάρκεια». Η ανάπτυξη της εργατικότητας και των σύστοιχων με αυτήν ειδικότερων δεξιοτήτων, σ’ αυτό το στάδιο ανάπτυξης, θα βοηθήσει τους νέους κατά το επόμενο στάδιο, της εφηβείας, να πορευθούν με σταθερά σημεία αναφοράς και να οικοδομήσουν μια σχετικά σταθερή ατομική ταυτότητα.
Πέμπτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (Εφηβεία): Η Ταυτότητα ενάντια στη Σύγχυση των Ρόλων
Η είσοδος στο στάδιο αυτό σημαίνει το τέλος της παιδικής ηλικίας και την είσοδο στη νεότητα. Βιολογικά ο οργανισμός ξαναρχίζει να αναπτύσσεται με ραγδαίο τρόπο. Οι νέοι ενδιαφέρονται έντονα «για το πώς φαίνονται στα μάτια των άλλων σε σύγκριση με αυτό που αισθάνονται πως είναι και για το πώς θα συνδέσουν τους ρόλους και τις επιδεξιότητες που καλλιεργήθηκαν προηγουμένως με τα τρέχοντα επαγγελματικά πρότυπα». Οι έφηβοι διαμορφώνουν τα σχέδια τους ως προς την επαγγελματική τους τροχιά και τις σπουδές τους, αναπτύσσουν περισσότερο τις δεξιότητες που είναι κρίσιμες κατά τη διαδικασία του ανταγωνισμού με τους άλλους και αρχίζουν να συνάπτουν συναισθηματικούς δεσμούς, προεικονίζοντας τη δυνατότητά τους να συγκροτήσουν οικογένεια στο μέλλον.
Κατά την εφηβεία οι νέοι διαμορφώνουν την ταυτότητά τους, η οποία «είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των ταυτίσεων της παιδικής ηλικίας. Είναι η αυξημένη εμπειρία της ικανότητας του Εγώ να ολοκληρώνει: α) όλες τις σεξουαλικές ταυτίσεις, β) τις ικανότητες που αναπτύχθηκαν χάρη σε κάποιο ταλέντο και γ) τις επιλογές που αφορούν στους κοινωνικούς ρόλους». Η ομαλή ψυχοκοινωνική ανάπτυξη κατά το στάδιο της εφηβείας διαμορφώνει ένα αίσθημα ασφάλειας. Τούτο ισχύει εφόσον στα προηγούμενα στάδια ανάπτυξης το παιδί έχει αναπτύξει την εμπιστοσύνη, μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και να έχει αναπτύξει ορισμένες δεξιότητες.
Σύμφωνα με τον Erikson «ο κίνδυνος αυτού του σταδίου είναι η σύγχυση των ρόλων». Η σύγχυση ρόλων στους εφήβους μπορεί να «βασίζεται σε κάποια ισχυρή προηγούμενη αμφιβολία σχετικά με τη σεξουαλική ταυτότητα του ατόμου ή/και την ανικανότητα να κατασταλάξουν σε κάποια επαγγελματική ταυτότητα. Για να διατηρήσουν τη συνοχή τους προσωρινά υπερταυτίζοται, σε τέτοιο βαθμό που φαινομενικά χάνουν εντελώς την ταυτότητά τους, με τους ήρωες των συμμοριών και των μαζών».
Ο εφηβικός έρωτας ως μια απόπειρα ορισμού της ταυτότητας μέσα από την προβολή της ασαφούς εικόνας του εγώ σε κάποιον άλλο. Φατριασμός και σκληρότητα των εφήβων απέναντι στους «διαφορετικούς» (άμυνα που προβάλλει σε καταστάσεις ταυτοτικής σύγχυσης).
Έκτο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (Πρώιμη ενήλικη ζωή): Η Οικειότητα ενάντια στην Απομόνωση
Μετά τη συγκρότηση της ταυτότητάς τους στο στάδιο της εφηβείας, ο νέος και η νέα ενήλικος «είναι πρόθυμος και διατεθειμένος να συγχωνεύσει την ταυτότητά του με την ταυτότητα των άλλων. Είναι έτοιμος για οικειότητα, δηλαδή να δεσμεύεται σε συγκεκριμένες σχέσεις και να αναπτύσσει την ηθική δύναμη να παραμένει πιστός σ’ αυτές τις δεσμεύσεις, ακόμα κι αν απαιτούνται θυσίες και συμβιβασμοί». Η ανάγκη για οικειότητα είναι η κυρίαρχη ανάγκη στο στάδιο αυτό και τούτο προϋποθέτει ότι το νεαρό άτομο έχει κάποιο βαθμό αυτονομίας και θεμελιακής εμπιστοσύνης που μπορούν να του επιτρέψουν να συνάψει σχέσεις οικειότητας. Σε τέτοιες σχέσεις ο εαυτός «δίνεται» σε κάποιον άλλο που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη και την εκτίμησή του.
«Το αντίθετο της οικειότητας είναι η αποστασιοποίηση: η ετοιμότητα να απομονώσει κανείς και, αν είναι ανάγκη, να καταστρέψει εκείνες τις δυνάμεις και τους ανθρώπους που η ύπαρξή τους είναι επικίνδυνη για τη δική του και που ο ‘χώρος’ τους εμφανίζεται να καταπατά το χώρο των στενών του σχέσεων».
Όταν ο νέος ενήλικας δεν μπορεί να μοιραστεί τα συναισθήματά του ή να τα εξωτερικεύσει πιθανώς να βιώσει συναισθήματα απόρριψης ή/και μειωμένης αυτοεκτίμησης, καθιστώντας δυσχερή τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης. Στο στάδιο της νεότητας προβάλλει η ανάγκη για τη σύναψη ισχυρών φιλικών και συναισθηματικών δεσμών ενώ η έλλειψη τους οδηγεί τα άτομα στη μοναχικότητα, την κοινωνική απομόνωση, η οποία πιθανώς θα τα συνοδεύει στο υπόλοιπο του βίου τους.
Έβδομο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (Ενήλικη ζωή): Η Γενεσιουργικότητα (παραγωγικότητα) ενάντια στη Στασιμότητα (αδράνεια).
Στο στάδιο αυτό αναπτύσσεται «το ενδιαφέρον για τη θεμελίωση και την καθοδήγηση της επόμενης γενιάς […] η έννοια της γενεσιουργικότητας περιλαμ-βάνει τα πολύ δημοφιλή συνώνυμα παρα-γωγικότητα και δημιουργικότητα». (Παραγωγικότητα με την έννοια της πλήρους αφοσίωσης στην εργασία και στις σχέσεις, και το αντίθετό της με την έννοια της απώλειας του ενδιαφέροντος για την εργασία και την οικοδόμηση επιφανειακών σχέσεων)
Με την έννοια της γενεσιουργικότητας ο Erikson θέλει να υποδείξει ότι η ανάπτυξη είναι μια συνεχής διαδικασία που δεν σταματά με την ολοκλήρωση της νεότητας. Γενεσιουργικότητα δεν σημαίνει μόνο ότι ο ενήλικας θέλει να αποκτήσει παιδιά, αλλά και να μη διστάζει να τροποποιεί την καθημερινότητά του και να επιδιώκει την ατομική αυτο-ολοκλήρωση και πληρότητα.
Όγδοο Ψυχοκοινωνικό Στάδιο (Ωριμότητα ή γήρας): Η Συνοχή του Εγώ ενάντια στην Απόγνωση (απελπισία)
Αναστοχασμός της προηγούμενης ζωής και ανάπτυξη μιας αίσθησης ικανοποίησης, αρμονίας αρχικών στόχων, αντιλήψεων και πράξεων (ολοκλήρωση του Εγώ αποδοχή των γηρατειών και του φυσικού τέλους). Αντίθετα, η αίσθηση του ανικανοποίητου και η μη αποδοχή των γηρατειών (φόβος του θανάτου και πικρία για τα μη εκπληρωμένα).