ΚΑΜΑΡΑΤΟΥ-ΓΙΑΛΟΥΣΗ ΕΙΡΗΝΗ 20ο ΔΗΜ. ΣΧΟΛ. ΙΛΙΟΥ 26 -2- 2010 ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΜΑΡΑΤΟΥ-ΓΙΑΛΟΥΣΗ ΕΙΡΗΝΗ
ΚΑΜΑΡΑΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥΣΗ ΕΙΡΗΝΗ
Η Ειρήνη Καμαράτου-Γιαλλούση γεννήθηκε στην Κάρπαθο, μεγάλωσε στον Πειραιά και είναι μητέρα δύο παιδιών. Δίδαξε αγγλικά και σπούδασε την ιταλική γλώσσα όταν ζούσε στην Ιταλία. Είναι μέλος του Δ.Σ. του σωματείου για χαρισματικά παιδιά ΑΠΛΟΥΝ, μέλος της MENSA, καθώς και της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Με τα βιβλία της προσπαθεί να απλουστεύσει κάθε έννοια που ένα παιδί δυσκολεύεται να κατανοήσει, χρησιμοποιώντας τον μύθο. Ορισμένα από τα βιβλία της που κυκλοφορούν είναι: ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΣ, ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ, ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΠΟΥΛΙ, ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ, ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΕΞΩΓΗΙΝΗΣ, ΤΟ ΞΕΝΟΛΟΥΛΟΥΔΟ, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΩΣΙΒΙΟΣ ΧΑΧΑΧΑ, ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΔΙΤΣΑΣ. Το 1999 έκανε την είσοδό της και στη λογοτεχνία για ενήλικες με το μυθιστόρημα «Ανοίγματα». Πολλά από τα έργα της έχουν παιχτεί από σχολικούς θιάσους και έχουν πάρει τιμητικές διακρίσεις
Η ΚΟΥΚΛΑ ΜΟΥ Η ΝΥΦΗ Σύντομη περιγραφή Στα γενέθλιά μου η γιαγιά μού χάρισε μια κούκλα και μου ζήτησε ένα φιλί. Εγώ της έδωσα δυο φιλιά, αλλά δεν πήρα δύο κούκλες! "Τι την ήθελες την άλλη κούκλα;" θα μου πείτε. Να, επειδή η κούκλα μου ήταν νύφη, ήθελα κι ένα γαμπρό. Η γιαγιά θα μου χαρίσει του χρόνου, είπε, το γαμπρό... Μα μέχρι τότε, τι θα κάνω; Πρέπει κάτι να κάνω...
Ο ΖΗΛΙΑΡΟΥΛΗΣ Η αδελφή μου είναι δύο και μιλάει μωρουδίστικα. "Τι ωραία που μιλάει!" λέει ο μπαμπάς. Εγώ είμαι πέντε και μιλάω μωρουδίστικα όπως η αδελφή μου. "Γιατί δε μιλάς καθαρά;" με ρωτάει ο μπαμπάς. "Μην παριστάνεις το μωρό", λέει και η μαμά. Εγώ θυμώνω, πάω στο δωμάτιό μου και κρύβομαι μέσα στην ντουλάπα. "Αντώνη, Αντωνάκη," με ψάχνει η μαμά. Εγώ δε βγαίνω. Θέλω να με ψάχνει, όλο να με ψάχνει και να ανησυχεί όπως ανησυχεί και για την Αννούλα. .
Ο ΘΥΜΙΟΥΛΗΣ Ο μπαμπάς μου είναι ναυτικός. Η μαμά κι εγώ μένουμε με τον παππού και την γιαγιά για να μην είμαστε μόνοι μας όταν λείπει ο μπαμπάς. Ο παππούς έχει όλο κόκκινο πρόσωπο και τα φρύδια του όλο ακουμπάνε το ένα με το άλλο. Δηλαδή ο παππούς όλο είναι θυμωμένος. Η γιαγιά του κάνει όλα τα χατίρια για να μην πάθει τίποτα η καρδιά του όταν θυμώνει. Εγώ μοιάζω του παππού. Η μαμά μου κάνει όλα τα χατίρια γιατί πονάω το κεφάλι μου όταν θυμώνω.
Ο ΤΕΜΠΕΛΑΚΟΣ Ο αδελφός μου μοιάζει με μυρμήγκι. Όταν μοιάζεις με μυρμήγκι όλοι σε θαυμάζουνε και σου λένε "μπράβο". Εμένα δε μου λέει κανένας μπράβο γιατί όλο μ'' αρέσει να είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου ανάσκελα, να ακουμπάω τα πόδια μου στον τοίχο και να κοιτάζω τα δαχτυλάκια μου. Όταν το κάνεις αυτό, δε σε λένε μυρμήγκι, δηλαδή εργατικό, σε λένε κηφήνα, δηλαδή τεμπέλη.
ΜΗΠΩΣ ΜΟΙΑΖΩ ΜΕ ΠΙΘΗΚΑΚΙ; Στο νηπιαγωγείο μου αρέσει ένα κοριτσάκι. Έχει πάρα πολύ ωραία κοτσιδάκια με φιογκάκια. Δεν πασαλείβεται ποτέ με σοκολάτα και η μύτη της δεν τρέχει ποτέ μυξούλες. Όλο γελάει και δεν γκρινιάζει καθόλου. Ήθελα να την ζητήσω σε γάμο αλλά δεν της είπα τίποτα γιατί ξέρω τι θα πει από μέσα της: "Σιγά μην πάρω για σύζυγό μου αυτόν που είναι κοντός, άσχημος, κουτός και κακιασμένος".
Η ΠΕΙΣΜΑΤΑΡΑ Σήμερα είναι Κυριακή και έχουμε πάει σ' ένα εστιατόριο. Όλοι τρώνε χαρούμενοι. Εγώ έχω μία μπουκιά στο στόμα μου, όμως δεν τη μασάω, δεν την καταπίνω αλλά και ούτε τη φτύνω. -Ροδούλα, τι πείσμα είναι πια αυτό; λέει ο μπαμπάς. Δεν ήρθαμε στο εστιατόριο για να φας γαριδάκια? Εγώ δεν απαντώ. Πώς να μιλήσω έτσι μπουκωμένη που είμαι;
Ο ΑΤΑΚΤΟΥΛΗΣ Η μαμά μου είναι πολύ καλή. Είναι τόσο καλή που την κάνω ότι θέλω. Η μαμά με φωνάζει: "Αντώνη, Αντωνάκη, τακτοποίησε παιδί μου τα παιχνίδια σου και έλα να φας. Σε λίγο πρέπει να πας για ύπνο." Τα παιχνίδια στο δωμάτιό μου είναι ένα βουνό. Βαριέμαι να τα τακτοποιήσω. Είναι όλα μπροστά στην πόρτα και δεν μπορώ να βγω έξω. Πάτησα πάνω στο αστυνομικό αυτοκίνητο και άρχισε να σφυρίζει η σειρήνα. Μετά γλίστρησα πάνω στο πάνινο σκυλάκι κι εκείνο άρχισε να γαυγίζει
Ο ΠΟΝΗΡΟΥΛΗΣ Το Σάββατο πήγαμε στα γενέθλια της Τασούλας. Πάνω σε ένα τραπεζάκι ήταν ένα μπολ με τα αγαπημένα μου μπισκότα. Για να μην τα δούνε και μου τα φάνε, τα σκέπασα με μια χαρτοπετσέτα. Έπαιζα με τα άλλα παιδιά και έκανα τον αδιάφορο. Κάθε τόσο πήγαινα κρυφά και έτρωγα ένα μπισκότο μέχρι που τα έφαγα όλα. Μετά πονούσε η κοιλιά μου και δεν μπορούσα να παίξω.
Ο ΨΕΥΤΑΚΟΣ Η μαμά φωνάζει από την κουζίνα: "Μανόλη, εσύ έσπασες το ποτήρι;" "Όχι!" της απαντάω εγώ. "Ποιος το έσπασε;" "Η Βούλα." Η Βούλα έρχεται τρέχοντας στο δωμάτιό μου. Φοράει μόνο μία παντόφλα. "Δεν το έσπασα εγώ, είσαι ένας ψεύτης." μου λέει. Σε λίγο ήλθε και η μαμά. "Μαμά, ο Μανόλης είπε ψέματα ότι το έσπασα εγώ." της λέει η Βούλα. Από την κουζίνα ακούγεται ένας κρότος. Τρέχουμε όλοι μαζί. Έσπασε ένα βάζο. Το έριξε ο δυνατός αέρας που φυσούσε από το ανοικτό παράθυρο