Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ Ἐ κοίταα, κι ἤ τανε μακρι ὰ ἀ κόμη τ ᾿ ἀ κρογιάλι· « ἀ στροπελέκι μου καλό, γι ὰ ξαναφέξε πάλι!».

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
ΚΑΝΕΤΕ ΚΛΙΚ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ!
Advertisements

Μια όμορφη ιστορία του Paulo Coelho
H ιστορία της Φλανδρώς.  Εγώ είμαι η Φλανδρώ, το όνομα μου θα πει Φιλανδρώ και Φιλανδρώ θα πει μια που αγαπά τον άνδρα της.  Τον καιρό εκείνο ήταν ένας.
Κράτησα τη ζωή μου….
Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο…
Νερο και ποιηση 1)Θεόδωρος Τσούνης 2)Παναγιώτης Φιορέτος
Μετάφραση – Προσαρμογή στο Power Point: Μαρία Κασαπίδη
Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ.
27 ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών Το Απέραντο Γαλάζιο.
Κώστας Βάρναλης.
Το μοιρολόγι της φώκιας Εσπερινό Λύκειο Ναυπλίου
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στην Εκπαίδευση
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΟΛΩΝΟΣ ΧΡΥΣΗΒΙΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Το θαύμα της γέννησης Η ιστορία ενός παιδιού.
Ἀληθής Ἱστορία Ένα ταξίδι επιστημονικής φαντασίας Τμήμα Α’4
Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Ε Υ Σ Τ Α Θ Ι Α Δ Η Σ Τ Α Ξ Η : ΑΤ’1
Τσιρίκου Ρόζα- Σταυρούλα
 Με μια πρώτη ματιά, ο πίνακας αυτός δεν τράβα το βλέμμα του παρατηρητή. Ωστόσο, παρατηρώντας τον πιο προσεκτικά διακρίνουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά,
17ο ΔΗΜ. ΣΧΟΛ. ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ ΤΑΞΗ Δ-2 ΣΧΟΛ. ΕΤΟΣ
Αν μ’αγαπάς κι ειν’ όνειρο
Το ποτάμι τρέχει να συναντήσει τη θάλασσα
Ένα παράδειγμα σεβασμού προς τους γονείς
Διονύσιος Σολωμός “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” Σχεδίασμα Β΄ Απόσπασμα 1ο
Όλα τώρα γύρω μου γελούνε κι απ’ αγάπη τώρα με μεθούνε σαν φιλώ γλυκά τα δυο σου χείλη που `ναι σαν τριαντάφυλλα τ’ Απρίλη.
Τραγουδια απο την κατεχομενη γη μασ
Ελένη Γιώργου Σεφέρη.
All things in time Αφήνω το γόνο να γίνει γονιός 1 ο Δημοτικό Σχολείο Πύργου Δ τάξη Εκπαιδευτικός: Σοφία Κουζούλη
Διονύσιος Σολωμός Ο Κρητικός Αγάθη Γεωργιάδου.
Ποίηματα Να προλάβω κάθε πόνο να ’χω τα δόντια μου γερά το γιατρό βλέπω το χρόνο πάνω κάτω μια φορά. Ξέρω καλά τι θε να κάνω να ’χω τα δόντια καθαρά.
ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ( ) ( ) ( )
Music: Smoke gets in your eyes Pictures By: Unknown source Edited by AMRA.
Η Γ΄ τάξη του 4ου Γυμνασίου Χίου γράφει χαϊκού. Αν και βρέχει αν και φυσάει στον ουρανό υπάρχουν αστέρια.
Το θαύμα της γέννησης Η ιστορία ενός παιδιού
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΤΙΓΜΕΣ MASTER TEMPO FEAT KIM.
Αναγνωσεις & ακουσματα
1ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΡΔΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Ε΄ ΤΑΞΗ
21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
ΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΔΟΤΙΚΗ ΜΟΝΟΠΤΩΤΑ ΡΗΜΑΤΑ.
A Β για το φως και τη σκιά Ένα αλφάβητο.
3. Πλάγιες ερωτήσεις Ορισμός: ονομάζονται έτσι, διότι μεταφέρονται εμμέσως (πλαγίως) από ένα πρόσωπο σε άλλο.
Ο Δουλευτάρης και ο Ακαμάτης
Μέρος της παρουσίασης από το αφιέρωμα για το Πάσχα Από κείμενο του
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΒΟΥΝΑΡΓΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ
ΘΡYΛΟΙ, ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Εσπερινό Λύκειο Ναυπλίου
Ας βάλουμε στίχους στις εικόνες!! Α1 – Α Σοφία Χαντζή
ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΕΩΡΓΟΣ Μαρία Ιγγλέζου Α1 – Β Αρσάκειο Ψυχικού (Λύκειο)
Πατριωτισμός - Εθνικισμός Στην ποίηση και τη λογοτεχνία
Ο Γιώργος Σεφέρης ( Βουρλά, Σμύρνη 13 Μαρτίου 1900 – Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε.
« ένα άλλο πιθανό … τέλος ». Την κρίσιμη μέρα τύλιξε τα παπούτσια, τα πήρε στο σπίτι και τα έκρυψε. Προς το απόγευμα έβαλε τα καλά του, ετοιμάστηκε και.
‘’ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Η ΠΟΙΗΣΗ’’  PROJECT ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ:  ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ.  Πράξη Συλλόγου: 43/  ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ 21 η ΜΑΡΤΙΟΥ  Η ΟΠΟΙΑ ΕΠΙΣΗΜΑ.
1 BΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ. 2) Ω ΧΑΡΑ 5 TΑ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΤΩ ΚΑΜΠΟ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 Ο Ιησούς υπερασπίστηκε και εξύψωσε τις γυναίκες και τα παιδιά στην καινούρια ανθρωπότητα Μπραϊμάκης Αχιλλέας.
ΞΕΝΙΤΙΑ Ονοματεπώνυμο: Κόνιαρη Ζωή Όνομα Καθηγητή: κ. Ζάχου Μάρθα
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ
Α α Το αρκουδάκι ακουμπά ένα αστέρι και γελά και στην άμμο περπατά
1.Βλέπω στα μάτια σου τη θλίψη. Νοιώθω την τελευταία σου χαρά.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΜΕ ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΛΤΑΣ
Ο Σμυρνιός.
Κοιτάμε για ένα λεπτό πολύ προσεκτικά την εικόνα και προσπαθούμε να θυμόμαστε όσα περισσότερα μπορούμε!
ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
Η παράδοση της Αθήνας. ε ἰ σι ό ντας δ’ α ὐ το ὺ ς ὄ χλος περιεχε ῖ το πολ ύ ς, φοβο ύ μενοι μ ὴ ἄ πρακτοι ἥ κοιεν· ε ἰ σι ό ντας δ’ α ὐ το ὺ ς ὄ χλος.
Μια όμορφη ιστορία του Paulo Coelho
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ Θεοφάνεια σημαίνει Φανέρωση το ῦ Θεο ῦ, ἀ πό τίς λέξεις Θεός + φαίνομαι.
Ο Θεοσ στην εντατικη Ψαλμός 22.
Μαθαίνω ορθογραφία με τη Β΄1
Μεταγράφημα παρουσίασης:

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ

Ἐ κοίταα, κι ἤ τανε μακρι ὰ ἀ κόμη τ ᾿ ἀ κρογιάλι· « ἀ στροπελέκι μου καλό, γι ὰ ξαναφέξε πάλι!».

Τρία ἀ στροπελέκια ἐ πέσανε, ἕ να ξοπίσω στ ᾿ ἄ λλο, πολ ὺ κοντ ὰ στ ὴ ν κορασιά, μ ὲ βρόντημα μεγάλο·

τ ὰ πέλαγα στ ὴ ν ἀ στραπ ὴ κι ὁ ο ὐ ραν ὸ ς ἀ ντήχαν, ο ἱ ἀ κρογιαλι ὲ ς κα ὶ τ ὰ βουν ὰ μ ᾿ ὅ σες φων ὲ ς κι ἂ ν ε ἶ χαν.

Πιστέψετε π ᾿ ὅ,τι θ ὰ π ῶ ε ἶ ν ᾿ ἀ κριβ ὴ ἀ λήθεια, μ ὰ τ ὲ ς πολλ ὲ ς λαβωματι ὲ ς πο ὺ μ ὄ φαγαν τ ὰ στήθια, μ ὰ το ὺ ς συντρόφους π ὄ πεσαν στ ὴ ν Κρήτη πολεμώντας, μ ὰ τ ὴ ν ψυχ ὴ πο ὺ μ ᾿ ἔ καψε τ ὸ ν κόσμο ἀ παρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι ἐ γ ὼ τ ὸ σάβανο τινάζω, κα ὶ σχίζω δρόμο κα ὶ τσ ᾿ ἀ χνο ὺ ς ἀ ναστημένους κράζω:

«Μ ὴ ν ε ἴ δετε τ ὴ ν ὀ μορφι ὰ πο ὺ τ ὴ ν Κοιλάδα ἁ γιάζει; Πέστε, ν ὰ ἰ δε ῖ τε τ ὸ καλ ὸ ἐ σε ῖ ς κι ὅ,τι σ ᾶ ς μοιάζει. Καπν ὸ ς δ ὲ μένει ἀ π ὸ τ ὴ γ ῆ · νι ὸ ς ο ὐ ραν ὸ ς ἐ γίνη. Σ ὰ ν πρ ῶ τα ἐ γ ὼ τ ὴ ν ἀ γαπ ῶ κα ὶ θ ὰ κριθ ῶ μ ᾿ α ὐ τήνη».

Ψηλ ὰ τ ὴ ν ε ἴ δαμε πρωί· τ ῆ ς τρέμαν τ ὰ λουλούδια,

στ ὴ θύρα τ ῆ ς Παράδεισος πο ὺ ἐ βγ ῆ κε μ ὲ τραγούδια·

« ἔ ψαλλε τ ὴ ν Ἀ νάσταση χαροποι ὰ ἡ φωνή της, κι ἔ δειχνεν ἀ νυπομονι ὰ γι ὰ ν ὰ ῾ μπει στ ὸ κορμί της·

ὁ Ο ὐ ραν ὸ ς ὁ λόκληρος ἀ γρίκαε σαστισμένος, τ ὸ κάψιμο ἀ ργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀ ναμμένος· κα ὶ τώρα ὀ μπρ ὸ ς τ ὴ ν ε ἴ δαμε· ὀ γλήγορα σαλεύει· ὅ μως κοιτάζει ἐ δ ῶ κι ἐ κε ῖ κα ὶ κάποιονε γυρεύει»).

Ἀ κόμη έβάστουνε ἡ βροντή...

Κι ἡ θάλασσα, πο ὺ σκίρτησε σ ὰ ν τ ὸ χοχλ ὸ πο ὺ βράζει, ἡ σύχασε κα ὶ ἔ γινε ὅ λο ἡ συχία κα ὶ πάστρα, σ ὰ ν περιβόλι ε ὐ ώδησε κι ἐ δέχτηκε ὅ λα τ ᾿ ἄ στρα· κάτι κρυφ ὸ μυστήριο ἐ στένεψε τ ὴ φύση κάθε ὀ μορφι ὰ ν ὰ στολιστε ῖ κα ὶ τ ὸ θυμ ὸ ν ᾿ ἀ φήσει.

Δ ὲ ν ε ἶ ν ᾿ πνο ὴ στ ὸ ν ο ὐ ρανό, στ ὴ θάλασσα, φυσώντας ο ὔ τε ὅ σο κάνει στ ὸ ν ἀ νθ ὸ ἡ μέλισσα περνώντας, ὅ μως κοντ ὰ στ ὴ ν κορασιά, πο ὺ μ ᾿ ἔ σφιξε κι ἐ χάρη, ἐ σειόνταν τ ᾿ ὁ λοστρόγγυλο κα ὶ λαγαρ ὸ φεγγάρι·

κα ὶ ξετυλίζει ὀ γλήγορα κάτι πο ὺ ἐ κε ῖ θε βγαίνει, κι ὀ μπρός μου ἰ δο ὺ πο ὺ βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.

Ἔ τρεμε τ ὸ δροσάτο φ ῶ ς στ ὴ θεϊκι ὰ θωριά της, στ ὰ μάτια της τ ὰ ὁ λόμαυρα κα ὶ στ ὰ χρυσ ὰ μαλλιά της.

Ἐ κοίταξε τ ᾿ ἀ στέρια, κι ἐ κε ῖ να ἀ ναγαλλιάσαν, κα ὶ τ ὴ ν ἀ χτινοβόλησαν κα ὶ δ ὲ ν τ ὴ ν ἐ σκεπάσαν· κι ἀ π ὸ τ ὸ πέλαο, πο ὺ πατε ῖ χωρ ὶ ς ν ὰ τ ὸ σουφρώνει, κυπαρισσένιο ἀ νάερα τ ᾿ ἀ νάστημα σηκώνει, κι ἀ νε ῖ τσ ᾿ ἀ γκάλες μ ᾿ ἔ ρωτα κα ὶ μ ὲ ταπεινοσύνη, κι ἔ δειξε πάσαν ὀ μορφι ὰ κα ὶ πάσαν καλοσύνη.

Τότε ἀ π ὸ φ ῶ ς μεσημερν ὸ ἡ νύχτα πλημμυρίζει, κι ἡ χτίσις ἔ γινε να ὸ ς πο ὺ ὁ λο ῦ θε λαμπυρίζει.

Τέλος σ ᾿ ἐ μ ὲ πο ὺ βρίσκομουν ὀ μπρός της μ ὲ ς στ ὰ ρε ῖ θρα, καταπ ὼ ς στέκει στ ὸ Βορι ὰ ἡ πετροκαλαμήθρα, ὄ χι στ ὴ ν κόρη, ἀ λλ ὰ σ ᾿ ἐ μ ὲ τ ὴ ν κεφαλ ὴ της κλίνει· τ ὴ ν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ ᾿ ἐ κοίταζε κι ἐ κείνη.

Ἔ λεγα π ὼ ς τ ὴ ν ε ἶ χα ἰ δε ῖ πολ ὺ ν καιρ ὸ ν ὀ πίσω, κ ὰ ν σ ὲ να ὸ ζωγραφιστ ὴ μ ὲ θαυμασμ ὸ περίσσο, κάνε τ ὴ ν ε ἶ χε ἐ ρωτικ ὰ ποιήσει ὁ λογισμός μου, κ ὰ ν τ ᾿ ὄ νειρο, ὅ ταν μ ᾿ ἔ θρεφε τ ὸ γάλα τ ῆ ς μητρός μου· ἤ τανε μνήμη παλαιή, γλυκει ὰ κι ἀ στοχισμένη, πο ὺ ὀ μπρός μου τώρα μ ᾿ ὅ λη της τ ὴ δύναμη προβαίνει.

[Σ ὰ ν τ ὸ νερ ὸ πο ὺ τ ὸ θωρε ῖ τ ὸ μάτι ν ᾿ ἀ ναβρύζει ξάφνου ὀ χ τ ὰ βάθη το ῦ βουνο ῦ, κι ὁ ἥ λιος τ ὸ στολίζει.] Βρύση ἔ γινε τ ὸ μάτι μου κι ὀ μπρ ὸ ς του δ ὲ ν ἐ θώρα, κι ἔ χασα α ὐ τ ὸ τ ὸ θεϊκ ὸ πρόσωπο γι ὰ πολληώρα, γιατί ἄ κουσα τ ὰ μάτια της μέσα στ ὰ σωθικά μου· ἔ τρεμαν κα ὶ δ ὲ μ ᾿ ἄ φηναν ν ὰ βγάλω τ ὴ μιλιά μου.

Ὅ μως α ὐ το ὶ ε ἶ ναι θεοί, κα ὶ κατοικο ῦ ν ἀ π ᾿ ὅ που βλέπουνε μ ὲ ς στ ὴ ν ἄ βυσσο κα ὶ στ ὴ ν καρδι ὰ τ ᾿ ἀ νθρώπου, κι ἔ νιωθα π ὼ ς μο ῦ διάβαζε καλύτερα τ ὸ νο ῦ μου πάρεξ ἂ ν ἤ θελε τ ῆ ς π ῶ μ ὲ θλίψη το ῦ χειλιο ῦ μου: ………………………………………………………

«Τ ᾿ ἀ δέλφια μου τ ὰ δυνατ ὰ ο ἱ Το ῦ ρκοι μο ῦ τ ᾿ ἀ δράξαν, τ ὴ ν ἀ δελφή μου ἀ τίμησαν κι ἀ μέσως τ ὴ ν ἐ σφάξαν, τ ὸ γέροντα τ ὸ ν κύρη μου ἐ κάψανε τ ὸ βράδυ κα ὶ τ ὴ ν α ὐ γή μο ῦ ρίξανε τ ὴ μάνα στ ὸ πηγάδι. Στ ὴ ν Κρήτη

Μακρι ὰ ῾ π ὸ κε ῖ θ ᾿ ἐ γιόμισα τ ὲ ς φο ῦ χτες μου κι ἐ βγ ῆ κα. Βόηθα, Θεά, τ ὸ τρυφερ ὸ κλωνάρι μόνο νά ῾ χω· σ ὲ γκρεμ ὸ κρέμουμαι βαθύ, κι α ὐ τ ὸ βαστ ῶ μονάχο».

Ἐ χαμογέλασε γλυκ ὰ στ ὸ ν πόνο τ ῆ ς ψυχ ῆ ς μου, κι ἐ δάκρυσαν τ ὰ μάτια της κι ἐ μοιάζαν τ ῆ ς καλ ῆ ς μου. Ἑ χάθη, ἀ λί μου, ἀ λλ ᾿ ἄ κουσα το ῦ δάκρυου της ραντίδα στ ὸ χέρι, πού ῾ χα σηκωτ ὸ μόλις ἐ γ ὼ τ ὴ ν ε ἶ δα. —

Ἐ γ ὼ ἀ π ὸ κείνη τ ὴ στιγμ ὴ δ ὲ ν ἔ χω πλι ὰ τ ὸ χέρι, π ᾿ ἀ γνάντευεν Ἀ γαρην ὸ κι ἐ γύρευε μαχαίρι· χαρ ὰ δ ὲ ν το ῦ ῾ ναι ὁ πόλεμος· τ ᾿ ἁ πλώνω το ῦ διαβάτη ψωμοζητώντας, κι ἔ ρχεται μ ὲ δακρυσμένο μάτι·

κι ὅ ταν χορτάτα δυστυχι ὰ τ ὰ μάτια μου ζαλεύουν, ἀ ργά, κι ὀ νείρατα σκληρ ὰ τ ὴ ν ξαναζωντανεύουν, κα ὶ μέσα στ ᾿ ἄ γριο πέλαγο τ ᾿ ἀ στροπελέκι σκάει, κι ἡ θάλασσα ν ὰ καταπιε ῖ τ ὴ ν κόρη ἀ ναζητάει,

ξυπν ῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νο ῦ ς μου κινδυνεύει, κα ὶ βάνω τ ὴ ν παλάμη μου, κι ἀ μέσως γαληνεύει. —

Κα ὶ τ ὰ νερά ῾ σχιζα μ ᾿ α ὐ τό, τ ὰ μυριομυρωδάτα, μ ὲ δύναμη πο ὺ δ ὲ ν ε ἶ χα μήτε στ ὰ πρ ῶ τα νιάτα, μήτε ὅ ταν ἐ κροτούσαμε, πετώντας τ ὰ θηκάρια, μάχη στεν ὴ μ ὲ το ὺ ς πολλο ὺ ς ὀ λίγα παλληκάρια, μήτε ὅ ταν τ ὸ ν μπομπο- Ἰ σο ὺ φ κα ὶ τσ ᾿ ἄ λλους δύο βαρο ῦ σα σύρριζα στ ὴ Λαβύρινθο π ᾿ ἀ λαίμαργα πατο ῦ σα.

Στ ὸ πλέξιμο τ ὸ δυνατ ὸ ὁ χτύπος τ ῆ ς καρδι ᾶ ς μου (κι α ὐ τό μο ῦ τ ᾿ α ὔ ξαιν ᾿,) ἔ κρουζε στ ὴ ν πλεύρα τ ῆ ς κυρ ᾶ ς μου. Ἄ λλ ὰ τ ὸ πλέξιμ ᾿ ἄ ργουνε, κα ὶ μο ῦ τ ᾿ ἀ ποκοιμο ῦ σε, ἠ χός, γλυκύτατος ἠ χός, ὁ πο ῦ μ ὲ προβοδοΰσε.

Δ ὲ ν ε ἶ ναι κορασι ᾶ ς φων ὴ στ ὰ δάση πο ὺ φουντώνουν, κα ὶ βγαίνει τ ᾿ ἄ στρο το ῦ βραδιο ῦ κα ὶ τ ὰ νερ ὰ θολώνουν, κα ὶ τ ὸ ν κρυφό της ἔ ρωτα τ ῆ ς βρύσης τραγουδάει, το ῦ δέντρου κα ὶ το ῦ λουλουδιο ῦ πο ὺ ἀ νοίγει κα ὶ λυγάει

Δ ὲ ν ε ἶ ν ᾿ ἀ ηδόνι, κρητικ ὸ πο ὺ σέρνει, τ ὴ λαλιά του σ ὲ ψηλο ὺ ς βράχους κι ἄ γριους ὅ π ᾿ ἔ χει τ ὴ φωλιά του, κι ἀ ντιβουΐζει ὁ λονυχτ ὶ ς ἀ π ὸ πολλ ὴ γλυκάδα ἡ θάλασσα πολ ὺ μακριά, πολ ὺ μακρι ὰ ἡ πεδιάδα, ὥ στε πο ὺ πρόβαλε ἡ Α ὐ γ ὴ κα ὶ ἔ λιωσαν τ ᾿ ἀ στέρια, κι ἀ κούει κι α ὐ τ ὴ κα ὶ πέφτουν της τ ὰ ρόδα ἀ π ὸ τ ὰ χέρια

Δ ὲ ν ε ἶ ν ᾿ φιαμπόλι τ ὸ γλυκ ὸ ὁ πο ὺ τ ᾿ ἀ γρίκαα μόνος στ ὸ ν Ψηλορείτη ὅ που συχν ὰ μ ᾿ ἐ τράβουνεν ὁ πόνος, κι ἔ βλεπα τ ᾿ ἄ στρο τ ᾿ ο ὐ ρανο ῦ μεσουραν ὶ ς ν ὰ λάμπει κα ὶ το ῦ γελο ῦ σαν τ ὰ βουνά, τ ὰ πέλαγα κι ο ἱ κάμποι· κι ἐ τάραζε τ ὰ σπλάχνα μου ἐ λευθερι ᾶ ς ἐ λπίδα κι ἐ φώναζα: « ὢ θεϊκι ὰ κι ὅ λη α ἵ ματα Πατρίδα» κι ἅ πλωνα κλαίοντας κατ ᾿ α ὐ τ ὴ τ ὰ χέρια μ ὲ καμάρι· καλή ῾ ν ᾿ ἡ μαύρη πέτρα της κα ὶ τ ὸ ξερ ὸ χορτάρι. Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δ ὲ ν ε ἶ ναι ν ὰ ταιριάζει,

« ὢ θεϊκι ὰ κι ὅ λη α ἵ ματα Πατρίδα»

ἴ σως δ ὲ σώζεται στ ὴ γ ῆ ἦ χος πο ὺ ν ὰ το ῦ μοιάζει·

δ ὲ ν ε ἶ ναι λόγια· ἦ χος λεπτός... δ ὲ ν ἤ θελε τ ὸ ν ξαναπε ῖ ὁ ἀ ντίλαλος κοντά του. Ἂ ν ε ἶ ν ᾿ δ ὲ ν ἤ ξερα κοντά, ἂ ν ἔ ρχονται ἀ π ὸ πέρα· σ ὰ ν το ῦ Μαϊο ῦ τ ὲ ς ε ὐ ωδι ὲ ς γιομίζαν τ ὸ ν ἀ έρα, γλυκύτατοι, ἀ νεκδιήγητοι...

μόλις ε ἶ ν ᾿ ἔ τσι δυνατ ὸ ς ὁ Ἔ ρωτας κα ὶ ὁ Χάρος.

μόλις ε ἶ ν ᾿ ἔ τσι δυνατ ὸ ς ὁ Ἔ ρωτας κα ὶ ὁ Χάρος. Μ ᾿ ἄ δραχνεν ὅ λη τ ὴ ν ψυχή, κα ὶ νά ῾ μπει δ ὲ ν ἠ μπόρει ὁ ο ὐ ραν ὸ ς κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀ κρογιαλιά, κι ἡ κόρη· μ ὲ ἄ δραχνε, κα ὶ μ ᾿ ἔ κανε συχν ὰ ν ᾿ ἀ ναζητήσω τ ὴ σάρκα μου ν ὰ χωριστ ῶ γι ὰ ν ὰ τ ὸ ν ἀ κλουθήσω.

Ἔ παψε τέλος κι ἄ δειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου, πο ὺ ἐ στέναξε κι ἐ γιόμισεν ε ὐ θ ὺ ς ὀ χ τ ὴ ν καλή μου· κα ὶ τέλος φθάνω στ ὸ γιαλ ὸ τ ὴ ν ἀ ρραβωνιασμένη, τ ὴ ν ἀ πιθώνω μ ὲ χαρά, κι ἤ τανε πεθαμένη.