Κωνσταντίνος Χατζόπουλος
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος Ποιητής (υπό την επίδραση του Παλαμά), αξιόλογος πεζογράφος, κριτικός και μεταφραστής Περιοδικό Τέχνη ( ) - προβολή των ξένων λογοτεχνιών στο ελληνικό κοινό, ιδιαίτερα των σκανδιναβικών και της γερμανικής Το 1909 ιδρύει τη «Σοσιαλιστική Δημοτικιστική Ένωση» στο Βερολίνο Δημοτικισμός, σοσιαλισμός και εργατικό κίνημα
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος Μεταφράζει τον Μαρξ στα ελληνικά Τραγούδια της ερημιάς – 1898 Τα ελεγεία και τα ειδύλλια Συνεργάστηκε με το περιοδικό Διόνυσος του Δημ. Χατζόπουλου Αγάπη στο χωριό – 1910 Η κούλια του Ακροπόταμου, περ. Νουμάς, 1909 > Ο πύργος του Ακροπόταμου – 1915
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος (η θέση της γυναίκας στην καθυστερημένη επαρχιακή κοινωνία), αξιοποίηση του ΕΠΛ και του εσωτερικού μονολόγου στην αφήγηση Φθινόπωρο – 1917 (εισάγεται η συμβολιστική πεζογραφία στη νεοελληνική λογοτεχνία) «Μυθιστόρημα της μοναξιάς των μικροαστών του 1900» (H. Tonnet)
Κωνσταντίνος Χατζόπουλος Υπονόμευση της πλοκής και λειτουργία των μοτίβων και συμβόλων στην απόδοση της πλήξης, της μονοτονίας και της κενότητας της επαρχιακής ζωής «η γλώσσα του δεν είναι λογοτεχνικά γραμμένη, είναι η φωνή ξανακουσμένη στο φωνογράφο με όλα τα φυσικά ξεχωρίσματα…» (Κ. Παλαμάς, 1923)
Πύργος του Ακροπόταμου «...Όλα περνούν και ξεθυμαίνουν, όλα χάνονται και σβήνουν. Και το σαράκι, που τρώει το ξύλο, ψοφά και αυτό άμα φάη το ξύλο, στοχάζεται η Μαριώ ύστερα εκεί που ράβει, και βλέπει πως τα ξέχασε κι αυτή όλα κι άφησε σχεδόν αδιάφορη να κυλά τον κατήφορο που φέρνει προς τη Φρόσω, προς τη χαρά από τη χαρά μόνο των άλλων, την παρηγορία από το σόι μόνο, την ελπίδα λυτρωμού μόνο από τον αδερφό...»
Φθινόπωρο «Πως μου αρέσει που σκοτείνιασε», ξαναψιθύρισε η Μαρίκα. Δεν έπνεε πνοή, και ο λόγος φάνηκε στο Στέφανο σαν ψιθύρισμα της ίδιας θολωμένης ώρας. Δε μίλησε από φόβο μην ταράξη τη σιγή της. Έσκυψε μόνο στη Μαρίκα και της φίλησε το μέτωπο. Κ' έμειναν και οι δυο άφωνοι κοιτάζοντας στο μάκρος. Έπειτα η Μαρίκα βάζοντας το χέρι γύρω στο λαιμό του:
Φθινόπωρο «Στην ησυχία αυτή», είπε σιγά. «Πόσο είμαι ευτυχισμένη», περίμενε ν' ακούση ο Στέφανος, μα η Μαρίκα αλλάζοντας τόνο μεμιάς και φέρνοντας το πρόσωπο σιμότερα προς το δικό του: «Δεν ξέρω, Στέφανε, γιατί, μα με πειράζει το πολύ το φως κοντά σου», είπε και τον κοίταξε κατάματα.
Φθινόπωρο Την κοίταζε και ο Στέφανος: το βλέμμα της είχε σαν κάποια ανησυχία, σαν κάποιο τρόμο, όπως και η φωνή της. «Έμειναν έτσι μερικές στιγμές. Ο Στέφανος δεν έβρισκε τι να μιλήση. Μα όταν έκανε κάτι να πη∙ «Ω σώπα∙ κοίταζέ με μόνο», τον σταμάτησε η Μαρίκα, κ' έμειναν πάλι άφωνοι βλέποντας έξω. […]
Το Φθινόπωρο Μόνο τα φύλλα έτριξαν στα κλαδιά με ήχο ξερό σαν ξέσκισμα. […] Η Μαρίκα κοίταξε άφωνη το Στέφανο. Έπειτα έσκυψε στο παράθυρο: τα ξερά φύλλα είχαν γεμίσει την αυλή. Ο Στέφανος σα ν’ ανατρίχιασε. […] «Θα βρέξη», ψιθύρισε ο παππούς και κοίταζε έξω το βαρύ αέρα...