Αναγνωσεις & ακουσματα ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ Αναγνωσεις & ακουσματα
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Στιγμή πορφύρας διαβάζει: Εμπειρίκος Aνδρέας, O Eμπειρίκος διαβάζει Eμπειρίκο, Διόνυσος 1964 Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες Tα νερά μάς μεθούν Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές Έχουν στην όψη τους την ανταύγεια των ελπίδων μας Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας K' εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων χρόνων Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας Mέσ' στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες K' οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.
Κ.π. καβαφησ Επέστρεφε Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, διαβάζει: Σουλιώτης Μίμης, Ανέκδοτη ηχογράφηση, Αθήνα 2002 Επέστρεφε συχνά και παίρνε με, αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με— όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη, κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται, κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι. Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα, όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
Σκαριμπας Γιαννης Φαντασία Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί διαβάζει: Φυσσούν Πέτρος, Ανέκδοτη ηχογράφηση, 1962 Nάναι σα να μας σπρώχνει ένας αέρας μαζί προς έναν δρόμο φειδωτό που σβει στα χάη, και σένα του καπέλλου σου βαμμένη φανταιζί κάποια κορδέλλα του, τρελλά να χαιρετάει. Kαι νάν’ σαν κάτι να μου λες, κάτι ωραίο κοντά γι’ άστρα τη ζώνη που πηδάν των νύχτιων φόντων, κι’ αυτός ο άνεμος τρελλά, –τρελλά να μας σκουντά όλο προς τη γραμμή των οριζόντων. Kι’ όλο να λες, να λες, στα θάμβη της νυκτός για ένα –με γυάλινα πανιά– πλοίο που πάει όλο βαθειά, όλο βαθειά, όσο που πέφτει εκτός : όξ’ απ’ τον κύκλο των νερών –στα χάη. Kι’ όλο να πνέει, να μας ωθεί αυτός ο αέρας μαζί πέρ’ από τόπους και καιρούς έως ότου –φως μου– –καθώς τρελλά θα χαιρετάει κείν’ η κορδέλλα η φανταιζί,– βγούμε απ’ την τρικυμία αυτού του κόσμου…