Μίνα Μπρούμου 1, Λυγερή Ηλιοπούλου 2, Βασιλική Παππά 3 Ο Ρόλος των Γονέων στην Πρόληψη της Συναισθηματικής Κακοποίησης του Παιδιού Τα παιδιά πράγματι μαθαίνουν αυτό που ζουν. Μετά μεγαλώνουν, και ζουν αυτό που έμαθαν. Dorothy Law-Nolte (2007) Μίνα Μπρούμου 1, Λυγερή Ηλιοπούλου 2, Βασιλική Παππά 3 Ψυχολόγος, M.Sc., Εκπαιδεύτρια Σχολών Γονέων Ιωαννίνων (Στοιχεία επικοινωνίας: e-mail: broumou_mina@hotmail.gr. Τηλ. 6938900415) Ψυχίατρος, Συμβουλευτικός Σταθμός Καταπολέμησης Ναρκωτικών Νομού Ιωαννίνων Ψυχολόγος, M.Sc., Ph.D., Πρόεδρος και επιστημονικά υπεύθυνη του Πανελλήνιου Συνδέσμου Σχολών Γονέων, Επιστημονικός συνεργάτης του Τμήματος Προσχολικής Αγωγής ΤΕΙ Αθήνας (http://www.sitemaker.gr/sxolesgoneon) Εισαγωγή-Βασικές έννοιες Οι Μορφές Συμπεριφορών Συναισθηματικής Κακοποίησης Η Συμβολή των Γονέων στην Πρόληψη της Συναισθηματικής Κακοποίησης Παιδιών Συμπεράσματα Πολλοί μελετητές της οικογένειας έχουν υποστηρίξει την άποψη ότι υπάρχει άρρηκτη σχέση ανάμεσα στην οικογενειακή ζωή και στο χαρακτήρα που διαμορφώνει κάθε παιδί μεγαλώνοντας (Satir, 1989). Η προσωπικότητα, η ψυχική υγεία και ο τρόπος συμπεριφοράς του ενήλικου ατόμου, διαμορφώνονται, στα βασικά τους στοιχεία, στα πρώτα χρόνια της ζωής (Χουρδάκη, 2000, 2001). Πριν εισέλθουμε στον προληπτικό ρόλο που μπορούν να παίξουν οι γονείς, είναι σημαντικό να ξεχωρίσουμε μερικές έννοιες, όπως είναι η κακοποίηση και η συναισθηματική-ψυχολογική κακοποίηση. Με τον όρο κακοποίηση, η Αγάθωνος-Γεωργοπούλου (1998), περιγράφει ένα φαινόμενο κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι ενήλικοι, που έχουν την ευθύνη φροντίδας του παιδιού, προβαίνουν σε πράξεις που έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικών και ψυχολογικών βλαβών και διαταραχών στο παιδί, οι οποίες μπορούν να επιφέρουν ακόμη και το θάνατο. Οι μορφές της κακοποίησης των παιδιών είναι σε γενικές γραμμές οι παρακάτω: α) σωματική κακοποίηση, β) σεξουαλική κακοποίηση, γ) συναισθηματική - ψυχολογική κακοποίηση, και δ) παραμέληση. Η συναισθηματική και ψυχολογική κακοποίηση, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ, 2008, σ.13-14): «περιλαμβάνει, τόσο μεμονωμένα περιστατικά, όσο και ένα σταθερό μοτίβο ανικανότητας από την πλευρά του γονέα ή φροντιστή να παράσχει ένα κατάλληλο και υποστηρικτικό περιβάλλον για την ανάπτυξη του παιδιού. Οι πράξεις αυτής της κατηγορίας, έχουν υψηλή πιθανότητα να βλάψουν τη σωματική και ψυχική υγεία του παιδιού, καθώς και τη σωματική, ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξή του. Η κατάχρηση αυτού του τύπου περιλαμβάνει: Τον περιορισμό της κίνησης του παιδιού, συμπεριφορές ταπείνωσης, κατηγοριών, απειλών, τρόμου, διάκρισης ή εξευτελισμού και άλλες μη φυσικές μορφές απόρριψης ή εχθρικής μεταχείρισης». Σε όλες τις μορφές κακοποίησης συνυπάρχει συνήθως και η συναισθηματική κακοποίηση. Όταν όμως παρουσιάζεται μόνη της είναι πολύ δύσκολο να γίνει αντιληπτή από τους επαγγελματίες, αφού συνήθως δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις (Γιωτάκος, 2008). Τα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας αναδεικνύουν την αναγκαιότητα σχεδιασμού προληπτικών προγραμμάτων που να απευθύνονται σε γονείς, έτσι ώστε να ενισχύσουν την προσαρμογή τους στο γονικό ρόλο και να προωθήσουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό την ποιότητα της σχέσης παιδιών με τους γονείς τους, έτσι ώστε οι ίδιοι οι γονείς να είναι σε θέση να συμβάλλουν στην πρόληψη της συναισθηματικής κακοποίησης των παιδιών. Για τους λόγους αυτούς καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη του θεσμού των Σχολών Γονέων, οι οποίες αποτελούν ένα πολύ σημαντικό πλαίσιο πρόληψης, ενώ ο σχεδιασμός σχετικών προγραμμάτων θα συντελέσει στην εξασφάλιση ενός θετικού κλίματος στο επίπεδο των συντροφικών-γονεϊκών σχέσεων και στη δημιουργία ενός ασφαλούς πλαισίου για τα παιδιά, προάγοντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχική υγεία όλων των μελών της οικογενειακής ομάδας (Μπρούμου, 2011. Παππά, 2006). Συναισθηματική αποστέρηση. Όταν ο γονέας παρουσιάζεται μη διαθέσιμος ή ανίκανος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του παιδιού και τις αγνοεί, είτε πρόκειται για συναισθηματικές, είτε πνευματικές, είτε για υλικές ανάγκες. Διαφθορά. Στις περιπτώσεις αυτές η συμπεριφορά των γονιών ενθαρρύνει την ανάπτυξη λανθασμένων κοινωνικών αξιών που ενισχύουν την αντικοινωνική ή αποκλίνουσα συμπεριφορά, όπως είναι η επιθετικότητα ή η χρήση ουσιών. Τα παιδιά μεγαλώνουν αποδεχόμενα ιδέες ή συμπεριφορές που αντιτίθεται στα κοινωνικά ή νομικά πρότυπα, γίνονται αντικείμενα κέρδους, εμπορευματοποιούνται, εκπαιδεύονται να υπακούουν στις επιθυμίες άλλων (π.χ., περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης, παιδικός αλκοολισμός, χρήση ναρκωτικών). Στην Ελλάδα, η συμβουλευτική υποστήριξη γονέων γίνεται κυρίως με τη συμμετοχή τους στις ομάδες Σχολών Γονέων που εισήχθησαν στον ελληνικό χώρο το 1962, με πρωτοβουλία της Μαρίας Χουρδάκη, και μέχρι σήμερα, έχουν επιτελέσει και επιτελούν εξαιρετικά σημαντικό έργο στο χώρο της πρωτογενούς πρόληψης. Βασικοί σκοποί λειτουργίας τους είναι: α) η στήριξη του δοκιμαζόμενου θεσμού της οικογένειας, β) η διαφύλαξη και προστασία της ψυχικής υγείας του παιδιού, και όλων των μελών της οικογενειακής ομάδας, γ) η διαμόρφωση μιας σαφούς γονικής ταυτότητας, και, δ) η εκπαίδευση των γονέων σε μεθόδους αποτελεσματικότερης επικοινωνίας με το παιδί τους (Παππά, 2008. Χουρδάκη, 2001). Η δυσκολία στην επικοινωνία μεταξύ γονέων και παιδιών φαίνεται να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, αφού πρόσφατα βρέθηκε ότι το 40% περίπου των μαθητών αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους γονείς τους, και μάλιστα, επιλέγουν να μην τα συζητούν με κανένα (Μπρούμου, 2008). Επιπρόσθετα, ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς των Σχολών Γονέων είναι να διαμορφώσουν συνειδητά δημοκρατικούς γονείς, περιγράφοντας και αναλύοντας τα χαρακτηριστικά, τις στάσεις, τις συμπεριφορές και τις δεξιότητες ενός τέτοιου τύπου γονέα και οδηγώντας, με έμμεσο τρόπο, τους γονείς στην διαφοροποίηση της προηγούμενης στάσης και συμπεριφοράς τους (βλ. αναλυτικά Παππά, 2006). Περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά των δημοκρατικών γονέων, μπορούμε να πούμε ότι σε γενικές γραμμές οι δημοκρατικοί γονείς εστιάζουν περισσότερο στη θέσπιση ορίων και την ανάπτυξη του διαλόγου με τα παιδιά τους, επιδεικνύοντάς τους αποδοχή και ανταπόκριση και αποφεύγοντας με κάθε τρόπο τη σωματική τιμωρία, την οποία θεωρούν ατυχή μορφή άσκησης του ρόλου τους και επίδειξης της ισχύος τους. Οι γονείς αυτοί εκδηλώνουν ζεστασιά και στοργή, εκφράζουν λεκτικά και μη λεκτικά την αγάπη τους και είναι συναισθηματικά υποστηρικτικοί. Ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της οικογένειας. Προσπαθούν να ισορροπούν σαφείς, υψηλές προσδοκίες με τη συναισθηματική στήριξη και αναγνώριση της αυτονομίας του παιδιού. Οι μελέτες που έχουν γίνει έχουν συνδέσει αυτό τον τύπο γονέα με μεταβλητές όπως η αυτοπεποίθηση, η επιμονή, η κοινωνική επάρκεια, η ακαδημαϊκή επιτυχία και η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού (Strage & Brandt, 1999). Τα παιδιά και οι έφηβοι δημοκρατικών γονέων γενικά εμφανίζουν λιγότερα προβλήματα συμπεριφοράς και χαρακτηρίζονται ως συναισθηματικά υγιέστερα συγκρινόμενα με άλλα παιδιά και εφήβους. Επίσης, χαρακτηρίζονται ως πιο ως ευπροσάρμοστα και ανθεκτικά στη ματαίωση και στις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσουν. Τέλος, διακρίνονται για την υψηλή συναισθηματική τους νοημοσύνη, δηλαδή την ικανότητα αντίληψης, έκφρασης και διαχείρισης των συναισθημάτων, τον αυτοέλεγχο, την ενσυναίσθηση, την ποιοτική επικοινωνία, τη διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων, τη διεκδικητική στάση, την προσωπική υπευθυνότητα, την αυτοεπίγνωση και αυτοαποδοχή (Gottman, 2000). Οι Σχολές Γονέων συμβάλλουν και στη δημιουργία γονέων-συναισθηματικών μεντόρων, δηλαδή γονέων που δίνουν πολύ μεγάλη σημασία στα συναισθήματα του παιδιού τους και στην επεξεργασία αυτών των συναισθημάτων, εφαρμόζοντας τις αρχές της συναισθηματικής αγωγής στην ανατροφή του. Στα πλαίσια των Σχολών Γονέων οι γονείς καθοδηγούνται στο κομμάτι της συναισθηματικής αγωγής των παιδιών τους, εκπαιδεύονται σε ένα νέο τρόπο σκέψης προκειμένου να καταφέρουν να «εκπαιδεύσουν» τα παιδιά τους στις συναισθηματικές δεξιότητες. Ο Gottman (2000), κάνει λόγο για τέσσερις διαφορετικούς τύπους γονέων, ανάλογα με το είδος της συναισθηματικής διαπαιδαγώγησης που χρησιμοποιούν: Οι «αποστασιοποιημένοι», οι «επικριτικοί-αποδοκιμαστικοί», οι «επιτρεπτικοί-παραχωρητικοί» γονείς και οι «συναισθηματικοί μέντορες». Ο γονέας-συναισθηματικός μέντορας διαπαιδαγωγεί το παιδί του σύμφωνα με τις ακόλουθες πέντε αρχές της συναισθηματικής αγωγής: Έχει επίγνωση των συναισθημάτων του παιδιού του. Βλέπει το συναίσθημα ως μια ευκαιρία για οικειότητα και διδασκαλία. Ακούει προσεκτικά, δείχνει ενσυναίσθηση και αναγνωρίζει τα συναισθήματα του παιδιού, είτε είναι αρνητικά είτε είναι θετικά. Βοηθάει το παιδί να βρει λέξεις για να κατονομάσει τα συναισθήματά του. Θέτει όρια και παράλληλα εξετάζει κάποιες στρατηγικές για την επίλυση κάποιου συγκεκριμένου προβλήματος. Επιπτώσεις της Συναισθηματικής Κακοποίησης στα Παιδιά Βιβλιογραφία Αγάθωνος-Γεωργοπούλου Ε. (Επ.) (1998). Οδηγός για την Αναγνώριση και την Αντιμετώπιση της Κακοποίησης και της Παραμέλησης του Παιδιού. Αθήνα: Ινστιτούτο Υγείας Παιδιού. American Academy of Child & Adolescent Psychiatry - AACAP (1998). Child Abuse: The Hidden Buises - AACAP Facts For Families. Διαθέσιμο: http://www.aacap.org/galleries/FactsForFamilies/05_child_abuse_the_hidden_bruises.pdf. Ανασύρθηκε: 05/05/2011. Γιωτάκος, Ο. (Επιμ.) (2008). Κακοποίηση Παιδιού: Οδηγός Ανίχνευσης, Αντιμετώπισης & Πρόληψης. Αθήνα: Ελληνική Εταιρεία Μελέτης και Πρόληψης της Σεξουαλικής Κακοποίησης. Διαθέσιμο: http://www.obrela.gr/articles/Et_MKO_Fylladio_kakopioisi.pdf. Ανασύρθηκε: 05/05/2011. Gottman, J. (2000). Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Πώς να μεγαλώσουμε παιδιά με συναισθηματική νοημοσύνη. Ένας πρακτικός οδηγός για γονείς (Χ. Χατζηχρήστου, Επιμ., & Χ. Ξενάκη, Μετάφρ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Καρακώστα, Α., Μωραΐτη, Α. Ζαρκαδά, Σ., & Παππά, Β. (2003, Νοέμβρης). Οι προεκτάσεις της Ψυχολογικής Παραμέλησης Παιδιών. Εμπειρίες από το Κέντρο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Παιδιού & Οικογένειας Αγαπώ τα Παιδιά. Αναρτημένη εργασία στο 1ο Συνέδριο της ΨΕΒΕ, Βόλος. Κώτση, Σ. (2008). Η κακοποίηση παιδιών στην οικογένεια. Η Ιατρική Σήμερα, Ι. Θ. 51, 51-54. Διαθέσιμο: http://www.isth.gr/images/uploads/03-5-KOTSH.pdf. Ανασύρθηκε: 05/05/2011. Law Nolte, D., & Rachel, H. (2007). Τα Παιδιά Μαθαίνουν Αυτό που Ζουν (4η έκδ). Αθήνα: Θυμάρι. Μπρούμου, Μ. (2008). Ανάγκες Συμβουλευτικής Παιδιών Σχολικής και Εφηβικής Ηλικίας με Προβλήματα Συμπεριφοράς. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 84-85, 158-172. Μπρούμου, Μ. (2011). Η συμβουλευτική γονέων ως θεσμός πρόληψης των δυσκολιών που προκαλούν οι αλλαγές στη μορφή της οικογένειας. Αρχεία Νευροψυχολογικής Ιατρικής (Ε.Ψ.Ψ.Ε.Π.), 18(3), 16-19. Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας-ΠΟΥ (2008). Πρόληψη Παιδικής Κακοποίησης: οδηγός δράσης και τεκμηρίωσης (Ο. Γιωτάκος, Επιμ. Μετάφρ.). Ελληνική Εταιρεία Μελέτης και Πρόληψης της Σεξουαλικής Κακοποίησης. Διαθέσιμο: http://www.obrela.gr/articles/Et_MKO_WHO_Biblio.pdf. Ανασύρθηκε: 05/05/2011. Παππά, Β. (2006). Επάγγελμα γονέας. Αθήνα: Καστανιώτη. Παππά, Β. (2008). Γονείς, παιδιά και ΜΜΕ. Ένας οδηγός γονικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Καστανιώτης. Prevent Child Abuse America. Fact Sheet: Emotional Child Abuse. Διαθέσιμο: http://member.preventchildabuse.org/site/DocServer/emotional_child_abuse.pdf?docID=122. Ανασύρθηκε: 05/05/2011. Satir, V. (1989). Πλάθοντας ανθρώπους. Αθήνα: Κέδρος. Strage, A. A., & Brandt, T. S. (1999). Authoritative Parenting and College Students’ Academic Adjustment and Success. Journal of Educational Psychology, 91(1), 146-156. The White Ribbon Campaign Europe. What is Emotional Abuse? Διαθέσιμο: http://www.eurowrc.org/05.education/education_en/25.edu_en.htm. Ανασύρθηκε: 05/05/2011. Τσίτουρα, Σ. (2003). Κακοποιημένο παιδί χωρίς σωματικές βλάβες. Κλίμακα-Αφιερώματα, 5, 8-10. Διαθέσιμο: http://www.klimaka.org.gr/newsite/downloads/afieromata5.pdf. Ανασύρθηκε: 05/05/2011. Χουρδάκη, Μ. (2000). Οικογενειακή Ψυχολογία (4η έκδ.). Αθήνα: Leader Books. Χουρδάκη, Μ. (2001). «Οι αναντικατάστατοι Παιδαγωγοί. Η εκπαίδευση της οικογένειας. Σχολές Γονέων». Σύγχρονη Εκπαίδευση, 118, 33-39. Οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της ψυχολογικής κακοποίησης είναι: α) η φύση, η ένταση και η διάρκεια της κακοποίησης, β) το είδος των αρνητικών ικανοτήτων και διαδικασιών που καταστρέφονται, γ) η ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού όταν συμβαίνει η κακοποίηση, δ) η ποιότητα ζωής και η θεραπεία που ακολουθούν την κακοποίηση. Έχει διαπιστωθεί ότι η κακοποίηση έχει σοβαρές συνέπειες για την ψυχοσυναισθηματική, κοινωνική, συμπεριφορική και γνωστική ανάπτυξη του παιδιού, καθώς και τη συνολική ψυχική του υγεία, και οι οποίες, σύμφωνα με τα διάφορα ερευνητικά δεδομένα, φαίνεται να συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή (Κώτση, 2008). Ξεκινώντας από τη βρεφική ηλικία, η κακοποίηση ευθύνεται για ανασφαλή (ειδικότερα αποδιοργανωμένο) δεσμό προσκόλλησης του παιδιού προς τους γονείς ή τα πρόσωπα που το φροντίζουν. Η κατάσταση αυτή μπορεί να βάλει τις βάσεις για σοβαρά διαπροσωπικά προβλήματα στο μέλλον και δημιουργία σχέσεων του παιδιού που χαρακτηρίζονται από επαναθυματοποίησή του ή θυματοποίηση των άλλων. Έχει βρεθεί ότι η ψυχολογική απόρριψη, ιδιαίτερα τα δύο πρώτα χρόνια ζωής, συνοδεύεται με σημαντικές δυσκολίες, που περιλαμβάνουν κοινωνική απόσυρση, θυμωμένη μη συμμορφούμενη συμπεριφορά και φτωχή ακαδημαϊκή επίδοση. Εχθρικότητα και απόρριψη επηρεάζουν την εικόνα που έχει το παιδί για τον εαυτό του και προκαλούν αρνητική και εχθρική κοινωνική συναλλαγή του παιδιού με τους άλλους. Επίσης συνδέονται με κατάθλιψη και άλλα εσωτερικευμένα προβλήματα, κυρίως στα κορίτσια. Έκθεση και τραυματικά γεγονότα μπορεί να προκαλέσουν διαταραχή μετατραυματικού stress (Κώτση, 2008. Τσίτουρα, 2003). Κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας, όσο και αργότερα, τα κακοποιημένα παιδιά απορρίπτονται περισσότερο από τους δασκάλους και τους συνομηλίκους τους, εκφράζουν λιγότερη οικειότητα και εμπιστοσύνη, περισσότερο αρνητικό συναίσθημα, χαμηλή αυτοεκτίμηση και τάση για συγκρούσεις και επιθετικότητα. Έχει, επίσης, συστηματικά διαπιστωθεί καθυστέρηση στην εξέλιξη του λόγου και τη γνωστική ανάπτυξη (Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, 1998. Κώτση, 2008). Επιπλέον, τα παιδιά που έχουν βιώσει την απόρριψη έχουν περισσότερες πιθανότητες από εκείνα που ένιωθαν αποδεκτά να εκδηλώσουν παθητική ή επιθετική συμπεριφορά, να δημιουργούν εξαρτητικές σχέσεις, να έχουν αρνητική γνώμη για τον εαυτό και τις ικανότητες τους, καθώς και αρνητική αντίληψη για τον περιβάλλοντα κόσμο (www.eurowrc.org). Ως έφηβοι εμφανίζουν ελλείμματα στην κοινωνική λειτουργικότητα, δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις, συχνά διαταραχές διαγωγής, σοβαρή επιθετικότητα και ριψοκίνδυνες και αυτοκτονικές συμπεριφορές που θέτουν σε σημαντικό κίνδυνο την υγεία τους, όπως χρήση ουσιών ή υπερ-σεξουαλική δραστηριότητα (Κώτση, 2008). Ως ενήλικες, μπορεί να δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν τις ανάγκες και τα συναισθήματα των δικών τους παιδιών, με αποτέλεσμα να τα κακοποιούν, επίσης, συναισθηματικά (www.preventchildabuse.org). Συχνά, ο ενήλικας που έχει υποστεί κακοποίηση στα παιδικά του χρόνια δυσκολεύεται στην εγκαθίδρυση στενών διαπροσωπικών σχέσεων και είναι πολύ πιθανό να του προκαλεί δυσκολία η σωματική εγγύτητα, το άγγιγμα, η οικειότητα και η εμπιστοσύνη στους άλλους (AACAP, 1998). Στόχος Στόχος της παρουσίασης είναι να αναδειχθεί η σημασία των προγραμμάτων εκπαίδευσης και συμβουλευτικής που απευθύνονται σε γονείς, όσον αφορά την πρόληψη της συναισθηματικής κακοποίησης και την ενδυνάμωση του γονικού ρόλου, όπως αυτά οργανώνονται στα πλαίσια των Σχολών Γονέων στην Ελλάδα. Οι Μορφές Συμπεριφορών Συναισθηματικής Κακοποίησης Οι Καρακώστα, Μωραΐτη, Ζαρκαδά, & Παππά (2003), κάνοντας αναφορά στον Tomison (1995a, 1995b), αναφέρουν ότι η έννοια της συναισθηματικής κακοποίησης μπορεί να πάρει τις εξής μορφές: Απόρριψη. Πρόκειται για συμπεριφορές που φανερώνουν τη μη αποδοχή του παιδιού, όπως η άρνηση του γονέα να δείξει αφοσίωση. Το παιδί αντιμετωπίζεται σαν να μην υπάρχει, θεωρείται ανάξιο ή κατώτερο, οι πράξεις και οι σκέψεις του υποτιμώνται. Ταπείνωση. Η μορφή αυτή κακοποίησης περιλαμβάνει συμπεριφορές που προσβάλλουν και εξευτελίζουν το παιδί. Με τον τρόπο αυτό θίγεται η ακεραιότητα, η προσωπική αξία και η αυτοεκτίμηση του παιδιού (π.χ. φωνές και προσβολές σε δημόσιο χώρο, αναφορές σε φυσικές αδυναμίες/ αναπηρίες του παιδιού, κ.ά). Εκφοβισμός. Στην περίπτωση αυτή το παιδί δέχεται απειλές για σοβαρές τιμωρίες και/ή κυριαρχεί ένα κλίμα φόβου. Επιπλέον, το παιδί τρομοκρατείται και κυριαρχεί η απειλή, που ενίοτε πραγματοποιείται, ότι θα τοποθετηθεί σε ακατάλληλο και/ή επικίνδυνο περιβάλλον (π.χ. η απειλή ότι θα το εγκαταλείψουν, ο φόβος ότι θα το αφήσουν σε κάποιο ίδρυμα, κ.ά). Απομόνωση. Πρόκειται για την απαγόρευση συμμετοχής στις καθημερινές δραστηριότητες κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Περιλαμβάνει περιορισμό, αποφυγή κοινωνικών επαφών, περιορισμό της ελεύθερης αλληλεπίδρασης και απομόνωση. Κάποιες φορές φτάνει μέχρι και τον εγκλεισμό των παιδιών σε ντουλάπες ή δωμάτια.