Ο λύκος η αλεπού κι ο γάιδαρος Ήτανε μια φορά ένας γάιδαρος παχύς και θρεμμένος και βοσκούσε στο λιβάδι. Τον βλέπει μια αλεπού και τον ωρέχτηκε. Πάει στο λύκο : -Έλα να δεις λύκο ένα γάιδαρο. Άμα πράμα για φαί ! Πάει ο λύκος βλέπει τον γάιδαρο κι άρχισαν να τρέχουν τα σάλια του. -Ξέρεις τι να κάνουμε λύκο; λέει η αλεπού.
-Τι; Εσένα κόβει το κεφάλι σου. -Να αγοράσουμε μια βάρκα και να τη φορτώσουμε ελιές, να πάρουμε τον γάιδαρο μαζί για ναύτη και , άμα βγούμε στο πέλαγος, να τον φάμε ! Άιντε συ, σύρε να πάρεις μια βάρκα κι εγώ πάω να συμφωνήσω με τον γάιδαρο. Πάει ο λύκος, αγοράζει μια βάρκα, τη φορτώνει ελιές. Πάει κι η αλεπού , παίρνει τον γάιδαρο, κατεβαίνουν στο γυαλό, μπαίνουν μέσα στη βάρκα. Όταν έφτασαν καταπέλαγα, λέει η αλεπού :
-Καλά, εμείς τώρα ταξιδεύουμε , αμ ποιος ξέρει αν θα πάμε ζωντανοί -Καλά, εμείς τώρα ταξιδεύουμε , αμ ποιος ξέρει αν θα πάμε ζωντανοί . Για καλό και για κακό ελάτε να εξομολογηθούμε. Γίνεται ο λύκος πνευματικός, ξομολογά την αλεπού πρώτα. -Τι αμαρτίες έκαμες κυρά αλεπού; -Έκλεψα κάμποσες κότες, κι έφαγα κάτι άλλα αγριμέλια, λαγοί , μαγοί, κουνέλια. Να ! Τέτοια πράγματα έπνιξα κι έφαγα
Δεν κάνεις δουλειά σου κυρά αλεπού , σκουλήκια τση γης έφαγες Δεν κάνεις δουλειά σου κυρά αλεπού , σκουλήκια τση γης έφαγες. Έλα τώρα, ξεμολόγα με κι εσύ. -Λέγε, τι αμαρτίες έκαμες; -Έφαγα κάμποσα πρόβατα, κάμποσα κατσίκια, κάμποσα γελάδια. -Α, μικρά πράγματα. Σκουλήκια τση γης. Ύστερα , λέει ο λύκος στον γάιδαρο : -Έλα και συ, κυρ γάιδαρε, να μας πεις τι αμαρτίες έχεις;
-Εγώ, λέει ο γάιδαρος, μια φορά όντας φορτωμένος μαρούλια, γύρισα κι έκοψα ένα φύλλο, γιατί τα λιμπίστηκα και το φαγα! - Α ! κυρ γάιδαρε, είπανε κι οι δυο μαζί :
Έφαγες το μαρουλόφυλλο χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι Έφαγες το μαρουλόφυλλο χωρίς λάδι, χωρίς ξύδι ....και πώς δεν επνιγήκαμε σε τούτο το ταξίδι ! -Η αμαρτία σου είναι μεγάλη και πρέπει να σε φάμε ! -Βρε αμάν!
-Όχι, πρέπει να σε φάμε ! -Καλά, λέει ο γάιδαρος, μόνο ο πατέρας μου, όταν πέθανε μου έδωκε μια γραφή και την έχω εδώ στου ποδαριού μου το πέταλο . Έλα κυρ λύκε, διάβασέ την, για να ιδώ τι μου γράφει, κι ύστερα φάγε με !
Σηκώνει το πισινό του το ποδάρι, πάει ο λύκος να διαβάσει, του πατεί μια κλωτσιά στα μούτρα, πάρ'τον μέσ' τη θάλασσα.
Η αλεπού βλέποντας αυτά πηδά κι αυτή μέσ' τη θάλασσα για να γλυτώσει, πνίγονται κι οι δύο κι έτσι
απόμεινε η βάρκα με τις ελιές στο γάιδαρο.