Μετά-Κεϋνσιανή Οικονομική Θεωρία και Πολιτική: Βασικά Χαρακτηριστικά Απόρριψη του Νόμου του Say και της αυτό-ρυθμιστικής ικανότητας των καπιταλιστικών οικονομιών. Συνεπώς απόρριψη του οικονομικού φιλελευθερισμού ως αποτελεσματική αρχή οικονομικής πολιτικής σε οικονομίες που χρησιμοποιούν χρήμα και λειτουργούν σε καθεστώς αβεβαιότητας. Τα σημαντικότερα προβλήματα των καπιταλιστικών οικονομιών είναι η αδυναμία τους να προσφέρουν πλήρη απασχόληση και δίκαιη διανομή του εισοδήματος. Ο Keynes στη Γενική Θεωρία δείχνει ότι μία ανταγωνιστική οικονομία με ευκαμψία τιμών και μισθών θα διακρίνεται από υψηλή ανεργία. Η ύπαρξη ανεργίας δεν οφείλεται σε ατέλειες της προσφοράς, π.χ. ύπαρξη μονοπωλίων και άκαμπτων μισθών. Συνεπώς πολιτικές σχεδιασμένες να αυξήσουν την ευκαμψία σε μισθούς-τιμές και την ελευθερία των αγορών, κυρίως των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας. Η ευθύνη της κυβέρνησης είναι να επηρεάσει και να συμπληρώσει αν χρειάζεται τις ιδιωτικές αποφάσεις δαπάνης, ώστε να μην υπάρχει έλλειμμα ζήτησης. Η ανεργία και η υπο-χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας είναι ‘δημόσιο σκάνδαλο σπατάλης πόρων’.
Βασικές Υποθέσεις Όλα τα άτομα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) δεν λειτουργούν ορθολογικά και δεν μεγιστοποιούν τα κέρδη και τη χρησιμότητα τους. Η βασική αιτία για αυτό είναι ότι ζουν σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από θεμελιακή αβεβαιότητα. Οι αγορές δεν είναι τέλεια ανταγωνιστικές. Τα άτομα δεν έχουν τέλεια πληροφόρηση και γνώση των συνθηκών της αγοράς όταν συναλλάσσονται, λόγω της ύπαρξης αβεβαιότητας αλλά και του κόστους της πληροφόρησης. Ανταλλαγή πραγματοποιείται παρά το γεγονός ότι οι αγορές δεν είναι σε ισορροπία. Ο Walrasian auctioneer δεν υπάρχει. Η θεώρηση της Γενικής Ισορροπίας δεν είναι κατάλληλη για την ανάλυση πραγματικού ιστορικού χρόνους. Τα άτομα δεν έχουν σταθερές προτιμήσεις και δεν διαμορφώνουν ορθολογικές προσδοκίες.
Η εξέλιξη των πραγματικών οικονομιών δεν μπορεί να αναλυθεί από τη σχηματική διάκριση ανάμεσα στη μακροχρόνια περίοδο-μεγέθυνση και τη βραχυχρόνια περίοδο-διακυμάνσεις. Αυτή η διάκριση είναι προϊόν της φαντασίας των ορθόδοξων οικονομολόγων. Η οικονομική αστάθεια ενδογενές χαρακτηριστικό του συστήματος. Το χρήμα δεν είναι ουδέτερο, αλλά αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο των οικονομικών αποφάσεων. Ο όρος ισορροπία αποκτά διαφορετικό νόημα ανάλογα με το πλαίσιο μέσα στο οποίο χρησιμοποιείται. Ο Davidson αναφέρει ότι στα Μ-Κ οικονομικά η αγορά θεωρείται ότι είναι σε ισορροπία όταν, δεδομένων κάποιων συνθηκών, οι τιμές διαμορφώνονται σε ένα επίπεδο όπου τόσο οι αγοραστές όσο και οι πωλητές δεν ενδιαφέρονται να μεταβάλλουν τις αρχικές προσφορές τους. Αυτό μπορεί να είναι σημείο ισορροπίας μη πλήρους απασχόλησης. Τα ορθόδοξα οικονομικά, και ειδικότερα η θεωρία της γενικής ισορροπίας, κάνουν χρήση ενός στενού ορισμού της ισορροπίας και ισχυρίζονται ότι η αγορά είναι σε ισορροπία όταν σε ένα δεδομένο επίπεδο τιμών η συνολική προσφορά είναι ίση με τη συνολική ζήτηση σε πλήρη απασχόληση.
Δεδομένου ότι ο ρεαλισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της Μ-Κ μεθοδολογίας, ο ιστορικός χρόνος και οι θεσμοί αποτελούν κύρια συστατικά της ανάλυσης της Μ-Κ Θεωρίας. Με ατελείς αγορές και ανεργία, η νεοκλασική εμμονή στη διανομή των σπανίων πόρων δεν έχει ιδιαίτερο νόημα και αναλυτικό ενδιαφέρον για τη Μ-Κ θεωρία, που απασχολείται με το ζήτημα της ενεργούς ζητήσεως και της αύξησης της απασχόλησης. Τα θέματα αυτά φέρνουν τη διανομή του εισοδήματος, τις ταξικές σχέσεις και την τεχνολογία στο επίκεντρο του Μ-Κ προβληματισμού, εφόσον δημιουργούν συναλλακτικούς περιορισμούς και έλλειμμα ζήτησης στη σφαίρα της κυκλοφορίας και ταυτόχρονα τη διαφοροποιούν από την παράδοση της νεοκλασικής σύνθεσης.
Η Μικροοικονομική θεμελίωση των Μ-Κ Οικονομικών Στην Μ-Κ οικονομική, οι προτιμήσεις των καταναλωτών προσδιορίζονται από μία ιεράρχηση των ατομικών αναγκών και όχι από τη μεγιστοποίηση υποκειμενικών-ατομικών χρησιμοτήτων. Η θέση αυτή στηρίζεται στην ιδέα ότι διαφορετικά αγαθά ικανοποιούν διαφορετικές ανάγκες και συνεπώς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν μόνο βάσει των αναγκών που ικανοποιούν. Αποτελέσματα υποκατάστασης (substitution effects) μπορούν να συμβούν μόνο μεταξύ ομάδων αγαθών, συνεπώς δεν παίζουν κάποιο ιδιαίτερο ρόλο στη Μ-Κ ανάλυση. Εκείνο που ωστόσο έλκει το ενδιαφέρον της Μ-Κ θεωρίας είναι τα αποτελέσματα εισοδήματος (income effects), που σε συνδυασμό με τη διανομή του εισοδήματος μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και τάξεων διαφοροποιούν τη συμπεριφορά βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών, όπως της κατανάλωσης και της επένδυσης. Έτσι, η ανακατανομή του εισοδήματος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες με διαφορετικές ροπές για κατανάλωση και αποταμίευση αναμένεται ότι θα μεταβάλλει το επίπεδο της συν-αθροιστικής ζήτησης.
Στη σφαίρα της παραγωγής, η Μ-Κ θεωρία υποθέτει την ύπαρξη μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που συνεπάγονται κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισχύ στην αγορά των αγαθών και υπηρεσιών. Η ισχύς αυτή μετουσιώνεται σε ικανότητα διαμόρφωσης των τιμών που, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση κυρίως της τιμής της εργασίας, προκαλεί διανεμητικές αλλαγές σε όφελος των κερδών των επιχειρήσεων. Η άποψη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη νεοκλασική, φιλελεύθερη, πλουραλιστική αντίληψη της ισχύς στο οικονομικό σύστημα. Το κέρδος θεωρείται πηγή χρηματοδότησης των ιδιωτικών επενδύσεων. Ωστόσο, η νεοκλασική ταυτότητα, αποταμίευση = επένδυση, δεν υιοθετείται, αφού η μετατρεψιμότητα των κερδών και της αποταμίευσης σε επένδυση, συνεπώς και μεγέθυνση, προσδιορίζεται από τις επιχειρηματικές προσδοκίες. Οι τελευταίες διακρίνονται σε μακροχρόνιες προσδοκίες για την κατάσταση στην αγορά αγαθών-υπηρεσιών και σε βραχυχρόνιες προσδοκίες για τις τιμές χρηματοοικονομικών προϊόντων. Οι τιμές αυτές προσδιορίζονται από κοινωνικές σχέσεις και τη δύναμη που έχουν οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί να επηρεάσουν τη διαμόρφωση τους. Η θεσμική δομή και η βιομηχανική οργάνωση των κοινωνιών δεν είναι σταθερή. Μεταβάλλεται και εξελίσσεται στο χρόνο και επηρεάζει την οικονομική ανάπτυξη των χωρών και την ιστορική τους εξέλιξη. Θεσμικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στη διανομή του εισοδήματος, στη διάρθρωση και το επίπεδο της παραγωγής, στη διαμόρφωση των επενδυτικών αποφάσεων και της συνολικής ζήτησης.
Όσον αφορά την συμπεριφορά των ατόμων, τα Μ-Κ οικονομικά δεν υποθέτουν ορθολογικά άτομα με τέλεια γνώση και πλήρη πληροφόρηση που μεγιστοποιούν χρησιμότητα και κέρδος. Τα άτομα βρίσκονται σε μία διαδικασία συνεχούς αναζήτησης πληροφόρησης, ωστόσο οι ικανότητες τους θέτουν όρια στην απόκτηση και επεξεργασία τους. Τα άτομα επηρεάζονται από τη γενικότερη συμπεριφορά της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκουν, καθώς επίσης από κανόνες, διαδικασίες και αξίες που επιβάλλουν τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες με τη σχετικά μεγαλύτερη ισχύ. Αυτή η περιορισμένη ορθολογικότητα των ατόμων θα πρέπει επίσης να αποδοθεί και να συσχετιστεί με ένα άλλα πολύ σημαντικό, διακριτό στοιχείο της Μ-Κ μεθοδολογίας, την ύπαρξη αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα είναι κεντρικό στοιχείο της Μ-Κ ανάλυσης, λόγω της μεγάλης σημασίας που έχει στον πραγματικό κόσμο. Για τα Μ-Κ οικονομικά η αβεβαιότητα προκαλείται από την αδυναμία μας να γνωρίζουμε το μέλλον. Η σημασία της αβεβαιότητας και της έλλειψης γνώσης για το μέλλον στη Μ-Κ θεωρία εκφράζεται με την απτή διαπίστωση ότι οι σημερινές τιμές των αγαθών και υπηρεσιών δεν μπορούν να δώσουν στους αγοραστές και πωλητές πληροφορίες για τις συνέπειες των συλλογικών τους ενεργειών στις μελλοντικές τιμές. Η αβεβαιότητα διαταράσσει συνεπώς την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού των τιμών στη διαχρονική κατανομή των διαθέσιμων σε μία κοινωνία πόρων, αφαιρώντας αξιοπιστία από τον θεσμό της αγοράς.
Βάσει της Μ-Κ αντίληψης για την αβεβαιότητα, είναι αδύνατο να έχουμε πλήρη πληροφόρηση για πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. Αυτό συνεπάγεται ότι σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αβεβαιότητα και οι εκπλήξεις είναι αναπόφευκτες, οι προσδοκίες έχουν σημαντική επίδραση πάνω στην συμπεριφορά της οικονομίας. Οι οικονομικές αποφάσεις επηρεάζονται συνεχώς από τις προσδοκίες εκείνων που παίρνουν τις αποφάσεις, προσδοκίες οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνονται βάσει των συσσωρευμένων αποτελεσμάτων παλαιοτέρων, σωστών και λανθασμένων εκτιμήσεων. Συνεπώς, οι οικονομικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται βάσει μίας κοινής εμπειρίας. Διαφορετικά άτομα και ομάδες ατόμων προσεγγίζουν τις ίδιες οικονομικές καταστάσεις με διαφορετικές κρίσεις, συνεπώς οι προσδοκίες τους είναι πολύ πιθανό να διαφέρουν. Οι Μ-Κ οικονομολόγοι δίνουν έμφαση σε αυτήν την ετερογενή διαδικασία διαμόρφωσης των προσδοκιών, καθώς και στη σημασία του γεγονότος ότι μελλοντικά γεγονότα δεν μπορούν να προβλεφθούν πλήρως. Αντίθετα, η νεοκλασική παράδοση, αρνείται, έμμεσα, το ανθρώπινο λάθος. Για παράδειγμα, η παραδοχή της πιθανότητας του λάθους είναι παραδοχή ότι το υπόδειγμα της γενικής ισορροπίας δεν ισχύει, καθώς οι τιμές, σε μία τέτοια περίπτωση, αποτυγχάνουν στην εκκαθάριση των αγορών. Στο νεοκλασικό σύστημα ο ανταγωνισμός διασφαλίζει ότι κανένας δεν θα σπαταλήσει πόρους, καθώς οι διαθέσιμοι πόροι κατανέμονται πάντα με ‘άριστο΄ τρόπο.
Οι Μ-Κ οικονομολόγοι αντιλαμβάνονται λοιπόν το οικονομικό σύστημα ως μία διαδικασία που βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη μέσα σε ιστορικό χρόνο, όπου οι ετερογενείς προσδοκίες των ατόμων για ένα αβέβαιο και μη προβλέψιμο μέλλον θα έχουν αναπόφευκτες συνέπειες στα οικονομικά αποτελέσματα. Από τα προαναφερόμενα γίνεται αντιληπτή η έμφαση που δίνουν τα Μ-Κ οικονομικά στην ύπαρξη συνθηκών ανισορροπίας καθώς και της δυναμικής της μεταβολής των οικονομιών μέσα στο χρόνο. Η δυναμική ανάλυση ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου αλλά ασταθούς συστήματος αποτελεί κεντρικό πυλώνα αναλυτικής συγκέντρωσης των Μ-Κ οικονομολόγων στην προσπάθεια τους να ενισχύσουν το ρεαλισμό της ανάλυσης τους. Αφηρημένες κατασκευές γενικών υποδειγμάτων ισορροπίας με μαθηματική και λογική αξιοπιστία, αλλά με μεγάλα ελλείμματα ρεαλισμού και ιστορικής αξιοπιστίας, δεν συνάδουν με το Μ-Κ παράδειγμα. Το ενδιαφέρον και η προσοχή δεν θα πρέπει να εστιάζεται στο φανταστικό ερώτημα του κατά πόσο οι οικονομικές διαδικασίες είναι κατά Pareto άριστες, αλλά στο πραγματικό ερώτημα της ερμηνείας της ενδογενώς μη σταθερής συμπεριφοράς των οικονομιών της αγοράς.
Η Πολιτική Φιλοσοφία των Μ-Κ Οικονομικών Η Μ-Κ θεωρία, απορρίπτοντας τις νεοκλασικές υποθέσεις και παραδοχές δίνει ρόλο στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Είναι αλήθεια ότι αν το μέλλον δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια, όπως ισχυρίζεται η Μ-Κ παράδοση, τότε δεν υπάρχει ισχυρός λόγος να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση και το κράτος γενικότερα θα είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη αξιολόγηση μελλοντικών οικονομικών γεγονότων από ό,τι τα άτομα και ο ιδιωτικός τομέας. Εκείνο όμως που πρέπει να παραδεχτούμε είναι ότι η κυβέρνηση έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα των μακροχρόνιων κοινωνικών αναγκών και προβλημάτων και της κατάστασης της οικονομίας. Ο ιδιωτικός τομέας συνήθως πράττει βάσει της ευκαιρίας που του παρουσιάζεται για εύκολο και γρήγορο κέρδος. Συνεπώς, υπάρχει τουλάχιστον ρόλος για το κράτος στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση μακροχρόνιων επενδυτικών προγραμμάτων από τα οποία προκύπτει κοινωνικό όφελος. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος μπορεί να παρέμβει σε μικροοικονομικό επίπεδο στο σχεδιασμό προϊόντων και στις αποφάσεις για τις παραγόμενες ποσότητες τους.
Η θέση της Μ-Κ οικονομικής στο ζήτημα της οικονομικής πολιτικής διαμορφώνεται βάσειι της ιστορικής παρατήρησης και εμπειρίας ότι το οικονομικό σύστημα των ελεύθερων αγορών δημιουργεί επαναλαμβανόμενες και συχνά παρατεταμένες διακυμάνσεις στην παραγωγή και στην απασχόληση, καθώς επίσης και ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος. Οι δυνάμεις της αγοράς δεν μπορούν από μόνες τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ανεργίας και τις ανισότητες που χαρακτηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Αντίθετα, οι δυνάμεις της αγοράς αντιμετωπίζονται ως αιτία των οικονομικών ανισοτήτων και της αστάθειας των οικονομιών. Ωστόσο, οι δυνάμεις της αγοράς έχουν τη δυναμική να δημιουργούν νέα προϊόντα, νέες τεχνολογίες που βελτιώνουν τις συνθήκες και τη ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει λοιπόν να διαμορφώσουν εκείνο το οικονομικό περιβάλλον όπου θα περιορίζει τις αδυναμίες του συστήματος, χωρίς να αποθαρρύνει και να παρεμποδίσει τις θετικές ενέργειες του. Για τη Μ-Κ οικονομική θεωρία, η αποτυχία της αγοράς να πετύχει την αποτελεσματικότητα που υπόσχεται στην κατανομή των πόρων οφείλεται στην ασταθή συμπεριφορά της επένδυσης, η οποία με τη σειρά της οφείλεται στον ευμετάβλητο χαρακτήρα των προσδοκιών και στην ψυχολογία των επενδυτών. Η θέση αυτή που έχει αναπτυχθεί από τον Keynes στη Γενική Θεωρία προσδιορίζει σε σημαντικό βαθμό τον προβληματισμό της Μ-Κ σχολής οικονομικής σκέψης. Δεδομένης της αστάθειας της επένδυσης, οι αγορές δεν μπορούν από μόνες τους να καλύψουν το κενό που δημιουργείται μεταξύ εισοδήματος και κατανάλωσης και να οδηγήσουν το οικονομικό σύστημα στην πλήρη απασχόληση των συντελεστών παραγωγής.
Οι Μ-Κ οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις μπορούν και πρέπει να αναλαμβάνουν συνεχώς δραστηριότητες που θα ενθαρρύνουν την ικανή και δημιουργική επιχειρηματικότητα και κουλτούρα. Οποτεδήποτε ο ιδιωτικός τομέας διακρίνεται από απαισιοδοξία και έλλειψη ενδιαφέροντος για ανάληψη νέων επενδυτικών δραστηριοτήτων και αύξησης της απασχόλησης, οι κυβερνήσεις θα πρέπει μέσω της κατάλληλης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής να ενθαρρύνουν την αύξηση της ζήτησης. Η τελευταία όταν είναι καλά σχεδιασμένη μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για τον ιδιωτικό τομέα να διευρύνει την παραγωγή του, αξιοποιώντας τους διαθέσιμους πόρους και αυξάνοντας την κοινωνική ευημερία. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο στόχος της πλήρους απασχόλησης με την κατάλληλη διαχείριση της ζήτησης δεν συγκεντρώνει το αποκλειστικό ενδιαφέρον της Μ-Κ παράδοσης. Κεντρικό επίσης ρόλο έχουν και οι πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος και άμβλυνσης των οικονομικών ανισοτήτων, καθώς και οι πολιτικές επιτάχυνσης του ρυθμού μεταβολής του παραγόμενου εισοδήματος. Εκείνο που επίσης διαφοροποιεί τη Μ-Κ θεωρία από τις άλλες εκδοχές του Κευνσιανισμού είναι ότι η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να ενισχύεται με τη δημιουργία κατάλληλου θεσμικού περιβάλλοντος, ώστε να αυξάνεται η αποτελεσματικότητα των πολιτικών άμβλυνσης των αρρυθμιών της αγοράς. Πληθωρισμός: Νομισματικό η Διανεμητικό Φαινόμενο;
Μ-Κ Θεωρία Ορθολογικές Προσδοκίες Δεν Ισχύει Πλήρης Πληροφόρηση Δεν Ισχύει Τέλεια Γνώση Δεν Ισχύει Βεβαιότητα Δεν Ισχύει Ουδετερότητα Χρήματος Δεν Ισχύει Εκκαθάριση Αγορών Δεν Ισχύει Πλήρης Απασχόληση Δεν Ισχύει Laissez-Faire Δεν Ισχύει