ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ-ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ Αν. Καθηγήτρια ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ-ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ Αν. Καθηγήτρια Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 1. Σ Ι Δ Η Ρ Ο Σ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Ο Fe, με περιεκτικότητα 5%, είναι το 4ο, κατά σειρά αφθονίας, στοιχείο, στο στερεό φλοιό της γης, μετά από το Ο2 (46,6%), το Si (27,7%) και το Al (8,13%). Στη φύση εμφανίζεται, κυρίως, ως οξείδια - υδροξείδια και θειούχες ενώσεις, όπου ο Fe+3 μπορεί να αντικατασταθεί από Cr+3, Al+3, V+3, Ti+3, ενώ ο Fe+2 από Mn+2, Mg+2, Co+2, Zn+2, Ni+2, λόγω των όμοιων ιοντικών τους ακτίνων. Από τα ορυκτά του Fe, ο μαγνητίτης (Fe3O4), είναι το πλουσιότερο, σε Fe, ορυκτό, αλλά η οικονομική του σημασία είναι περιορισμένη, λόγω της μικρής έκτασης που καταλαμβάνουν τα κοιτάσματά του. Τα κοιτάσματα, εξάλλου, του μαγνητίτη είναι, συνήθως, μεικτά κοιτάσματα Fe-Ti, γεγονός που αποτρέπει από τη χρήση του μεταλλεύματος, δεδομένου ότι το Ti, σε περιεκτικότητες >0,6%, θεωρείται δυσμενές, για τη μεταλλουργία του Fe, στοιχείο, εξαιτίας του ότι αυξάνει το ιξώδες του τήγματος. Τα κοιτάσματα αυτά αξιοποιούνται ως κοιτάσματα Ti, αν η περιεκτικότητά τους σε TiO2 είναι σημαντική (>6%). Τα κοιτάσματα Fe-Ti φιλοξενούν, επίσης, σημαντικές ποσότητες V2O3, (κύρια, ως κουλσονίτης, FeV2O4). Ετσι, σε κοίτασμα Ti/ούχου μαγνητίτη, στις Ινδίες, το V2O3 φθάνει το 9%, περίπου, του μεταλλεύματος. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΣΙΔΗΡΟΣ... ΜΑΓΜΑΤΟΓΕΝΟΥΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ είναι τα πυρομετασωματικά κοιτάσματα Fe, τα κοιτάσματα Fe από μαγματικό αποχωρισμό (magmatic segregation) και τα υδροθερμικά κοιτάσματα Fe. ΑΤΜΙΔΟΪΖΗΜΑΤΟΓΕΝΟΥΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ είναι οι Fe, Mn/ούχοι κόνδυλοι και οι επιφλοιώσεις που συνοδεύουν τα βασαλτικά πετρώματα του ωκεάνειου φλοιού. Εμφανίσεις, τέλος, Fe, μικρής οικονομικής σημασίας, συνιστούν και τα κοιτάσματα Fe της ζώνης οξείδωσης μεικτών θειούχων μεταλλευμάτων (σιδηρούν κάλυμμα). Για να είναι εκμεταλλεύσιμο ένα κοίτασμα Fe, πρέπει να περιέχει πάνω από 27%-30% Fe, και να έχει μικρές περιεκτικότητες για τα στοιχεία που θεωρούνται επιβλαβή. Ετσι, το S πρέπει να είναι <0,25%-1%, το As <0,03%, ο Pb <0,05%, το SiO2 <10-15%. Το Bi είναι ανεκτό μόνο σε ίχνη. Τα κοιτάσματα, με το μεγαλύτερο οικονομικό ενδιαφέρον, είναι τα ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΟΥΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ. Τέτοια κοιτάσματα είναι οι στρωματοειδείς σιδηρούχοι σχηματισμοί (banded iron formations ή BIF) τα οποία δίνουν τα 3/4 της παγκόσμιας παραγωγής. Iζηματογενή είναι και τα ωολιθικά κοιτάσματα σιδήρου (τύπου Λωρραίνης) και οι σιδηρούχες άμμοι. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΣΙΔΗΡΟΣ... Πολλά ιζηματογενή κοιτάσματα Fe περιέχουν αρκετό Ca, το οποίο, δεδομένου ότι κατεβάζει το σ.τ., θεωρείται ωφέλιμο. Και το Mn θεωρείται ωφέλιμο στοιχείο στα μεταλλεύματα Fe, ενώ τα Cr, V, Co, Cu, Zn, W, Mo θεωρούνται ωφέλιμα αν οι περιεκτικότητές τους, στο μετάλλευμα, είναι τέτοιες, έτσι ώστε να ευνοείται η δημιουργία των αντίστοιχων κραμάτων. Πολλά ιζηματογενή κοιτάσματα σιδήρου περιέχουν ορυκτά του Ρ, τα οποία δημιουργήθηκαν κατά την αποσύνθεση οστών εμβίων οργανισμών, ενώ σε πολλά μαγματογενή κοιτάσματα ο φώσφορος είναι αυξημένος, εξαιτίας της αφθονίας απατίτη (κοιτάσματα μαγνητίτη-απατίτη). Γενικά, όμως, η περιεκτικότητα σε Ρ των μεταλλευμάτων Fe είναι <0,4%. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Fe ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ ΣΙΔΗΡΟΣ... ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Fe ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ Πολυάριθμα κοιτάσματα Fe απαντούν στον Ελλαδικό χώρο, αλλά μικρής οικονομικής σημασίας. Τα σπουδαιότερα είναι τα κοιτάσματα της Θάσου και της Σερίφου. Στη Θάσο (Μαυρόλακκος) το μετάλλευμα είναι υδροθερμικής προέλευσης, με κύρια μεταλλικά συστατικά το λειμωνίτη και τον πυρολουσίτη, αλλά και B.P.G.C. Απαντά ως φλέβες ή φακοειδείς συγκεντρώσεις σε μάρμαρα, που εναλάσσονται με γνεύσιους. Στη Σέριφο, το κοίτασμα είναι πυρομετασωματικό. Το μετάλλευμα συνίσταται από μαγνητίτη και απαντά στην επαφή του γρανοδιορίτη της Σερίφου με τα μάρμαρα. Σε μερικές θέσεις, μακριά από τον γρανοδιορίτη, το μετάλλευμα γίνεται υδροθερμικής προέλευσης και αποτελείται από αιματίτη και λειμωνίτη. Στο Λαύριο (περιοχή Πλάκας) ανευρίσκεται πυρομετασωματικό κοίτασμα, στην Ευρώπη του Γρανοδιορίτη της Πλάκας με το μάρμαρο (μεταλλοφορία μαγνητίτη + σουλφιδίων). Στο Γραμματικό Αττικής ανευρίσκονται σιδηρούχες εμφανίσεις, υδροθερμικού τύπου, μέσα σε μάρμαρα. Το μετάλλευμα είναι αιματιτικό-λειμωνιτικό. Βορείως της Καβάλας ανευρίσκεται όμοιο κοίτασμα με εκείνο της Θάσου. Το κοίτασμα Fe στο Στρατώνι Χαλκιδικής (κοίτασμα Μαύρες Πέτρες) ανευρίσκεται στη ζώνη οξείδωσης της μεικτής θειούχου μεταλλοφορίας που απαντά στην περιοχή. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΧΡΩΜΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 2. Χ Ρ Ω Μ Ι Ο ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΧΡΩΜΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Στον Ελλαδικό χώρο απαντούν κοιτάσματα μόνο podiform τύπου. Εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα χρωμίτη, μεταλλουργικού τύπου, απαντούν στο Βούρινο (Σκούμτσα-Ξερολίβαδο) και στη Ροδιανή. Ο ιστός του μεταλλεύματος είναι, κύρια, τύπου Schlieren, με 18-55% Cr2O3. Πυρίμαχου τύπου είναι το κοίτασμα της Ερέτρειας Φαρσάλων (Τσαγκλί) και του Δομοκού, όπου όμως η ύπαρξη υπόγειων υδάτων δεν επιτρέπει την εκμετάλλευσή του. Τα πλατινοειδή στους ελλαδικούς χρωμίτες κυμαίνονται από 100 ppb - 3 ppm, με μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στους πλούσιους σε Cr, απ' ό,τι στους πλούσιους σε Al χρωμίτες. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 3. Ν Ι Κ Ε Λ Ι Ο ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Δύο είναι οι κυριότεροι τύποι κοιτασμάτων, από τα οποία μπορούμε να πάρουμε Ni, τα κοιτάσματα Ni/ούχων σουλφιδίων και τα Fe,Ni/ούχα λατεριτικά κοιτάσματα. Η παγκόσμια παραγωγή από τον πρώτο τύπο είναι και η σημαντικότερη, με μεγαλύτερα κοιτάσματα αυτού του τύπου το κοίτασμα Sudbury, στον Καναδά και το Noril'sk-Talnakh, στη Ρωσία. Τα κοιτάσματα των Ni/ούχων σουλφιδίων απαντούν είτε σε γάββρους-νορίτες, όπως στο Sudbury, είτε συνοδεύουν βασάλτες ενδοηπειρωτικών τάφρων (intercontinental rifts), όπως στο Noril'sk. Μικρότερα κοιτάσματα Ni/ούχων σουλφιδίων φιλοξενούνται και σε περιδοτίτες-σερπεντινίτες, όπως και σε κοματιϊτες (βασάλτες, πλούσιοι σε ολιβίνες). Το Ni στα κοιτάσματα των Ni/ούχων σουλφιδίων φιλοξενείται, κύρια, στον πεντλανδίτη (Fe, Ni, Co)9S8, ο οποίος ευρίσκεται, υπό μορφή απομίξεων, σε μαγνητοπυρίτη (Fe1-xS). Μαζί με τον μαγνητοπυρίτη και πεντλανδίτη απαντούν, συνήθως και χαλκοπυρίτης και ολίγος σιδηροπυρίτης, όπως και Pt/ειδή, ορυκτά του Co και του Au. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΝΙΚΕΛΙΟ... Η δημιουργία των Ni/ούχων σουλφιδίων, όπως ήδη είναι γνωστό (σχ. 7.4), οφείλεται στο ότι, στα βασικά μάγματα οι θειούχες ενώσεις είναι δυσδιάλυτες (immiscibles). Συγκεντρώνονται, έτσι, σε σταγονίδια, τα οποία, δεδομένου ότι είναι βαρύτερα από το πυριτικό τήγμα, καθιζάνουν και συγκεντρώνονται στη βάση της μαγματικής διείσδυσης. Οι S/ούχες ενώσεις του Fe είναι το κύριο συστατικό αυτών των σταγονιδίων κι έτσι, το ορυκτό που απαντά σε μεγαλύτερη περιεκτικότητα, είναι ο μαγνητοπυρίτης (Fe1-xS). Σε μικρότερα ποσά απαντούν, επίσης, ορυκτά άλλων χαλκόφιλων στοιχείων (Ni,Co) και Pt/ειδών. Σχ. 7.4 Κρυστάλλωση S/ούχων ενώσεων από πυριτικό τήγμα (από Evans, 1993) Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΝΙΚΕΛΙΟ... Κοιτάσματα Fe, Ni/ούχων λατεριτών απαντούν σε πάρα πολλές περιοχές της γης, με κυριότερες χώρες παραγωγής τη Νέα Καληδονία και την Ινδονησία. Τα κοιτάσματα αυτά προέκυψαν από τη λατεριτική αποσάθρωση των υπερμαφικών πετρωμάτων, οφιολιθικών συμπλεγμάτων, υπό συνθήκες τροπικού κλίματος. Τα υπερμαφικά μέλη των οφιολιθικών συμπλεγμάτων είναι, όπως είναι γνωστό, πλούσια σε ολιβίνη (Mg,Fe)2SiO4. Στους ολιβίνες αυτούς και μάλιστα στα πιο Mg/ούχα μέλη τους, ένα τμήμα του Mg+2 αντικαθίσταται από Ni+2, λόγω των όμοιων ιοντικών τους ακτίνων (Mg+2=0,66A, Ni+2=0,69A). Με τη λατεριτική αποσάθρωση, το Ni διαλύεται και αφού μεταναστεύσει προς τα κάτω, αποτίθεται, εκ νέου κοντά στο μητρικό πέτρωμα, λόγω αλλαγής των συνθηκών (Eh, Ph), έτσι ώστε, από 0,25% Ni, στο μητρικό πέτρωμα, η περιεκτικότητα σε Ni στο λατερίτη να φτάνει, ενίοτε, το 10%. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΝΙΚΕΛΙΟ... Το Ni στους λατερίτες ενδομείται κύρια σε χλωρίτες (Mg,Ni,Al,Fe)6(Si,Al)4O10(OH)8, στον Ni/ούχο λιζαρδίτη-νεμπουϊτη, όπως και στο Ni/ούχο τάλκη (Mg,Ni)3Si4O10(OH)2. Ο νεμπουϊτης και ο λιζαρδίτης αποτελούν ακραία μέλη μιας ισόμορφης σειράς, με χημικό τύπο R3Si2O6(OH)4 (ο λιζαρδίτης περιέχει ολιγότερα από 1,5 άτομα Ni στη θέση R, ενώ ο νεμπουϊτης περισσότερα από 1,5). Νικέλιο μπορεί να ενδομηθεί και στο γκαιτίτη, αιματίτη, όπως και σε Ni/ούχα σουλφίδια (μιλλερίτης, NiS). Εκτός από τα Ni/ούχα ορυκτά, στους Fe,Ni/ούχους λατερίτες απαντούν και αιματίτης ή γκαιτίτης (40-50% του μεταλλεύματος), χαλαζίας (25%, περίπου), χρωμίτης (3-6%), όπως και αργιλικά ορυκτά και ελάχιστος σιδηροπυρίτης Το μετάλλευμα μπορεί να είναι συμπαγούς τύπου ή πισσολιθικό. Η συνδετική μάζα (matrix), η οποία συνδέει τους πισσόλιθους αποτελείται, κύρια, από φυλλοπυριτικά ορυκτά, πλούσια σε Ni, γεγονός που εξηγεί το ότι, η matrix είναι πιο πλούσια σε Ni, απ’ ό,τι οι πισόλιθοι. Στη βάση των κοιτασμάτων των Fe,Ni/ούχων λατεριτών απαντούν, συχνά, συγκεντρώσεις από συσσωματώματα Mn/ούχων μικροκρυσταλλικών ορυκτών (ασβολάνες). Τα ορυκτά αυτά ενδομούν, συνήθως, στο πλέγμα τους Co και Ni. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΝΙΚΕΛΙΟ... ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Ni ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Fe,Ni/ούχοι λατερίτες της Ελλάδας Η Ελλάδα είναι η κυριότερη παραγωγός χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Ni (15.000 tn Ni, το 1998). Οι Fe,Ni/ούχοι λατερίτες στην Ελλάδα απαντούν κύρια στην περιοχή Λοκρίδας (Λάρυμνα), στην Κεντρική Εύβοια, στην Καστοριά, στα Γρεβενά κλπ. Τα κοιτάσματα της Εύβοιας και της Λοκρίδας είναι δευτερογενή κοιτάσματα. Το λατεριτικό υλικό που προέκυψε από την καταστροφή πρωτογενών κοιτασμάτων, μεταφέρθηκε με τα ποτάμα ύδατα και αποτέθηκε, υπό μορφή χημικού-κλαστικού ιζήματος, στις ακτές θαλάσσιων λεκανών, πάνω σε σερπεντινίτες ή πάνω σε Ιουρασικούς, κύρια, ασβεστόλιθους. Η οροφή των κοιτασμάτων είναι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι (σχ. 3.3). Η περιεκτικότητα σε Ni των μεταλλευμάτων είναι περίπου 1%. Κύρια ορυκτολογικά συστατικά των Fe,Ni/ούχων λατεριτών της Κ.Εύβοιας είναι οι Ni/ούχοι χλωρίτες και ο αιματίτης. Τα κοιτάσματα της Καστοριάς και Γρεβενών είναι “πρωτογενή” κοιτάσματα (λατεριτικοί μανδύες). Ευρίσκονται επάνω από τους χαρτζβουργίτες, από τη λατεριτική αποσάθρωση των οποίων προήλθαν και έχουν ως κάλυμμα μολασσικά κροκαλοπαγή, της Μεσοελληνικής αύλακας, Μειοκαινικής ηλικίας. Τα κύρια Ni/ούχα ορυκτά στα κοιτάσματα Καστοριάς και Γρεβενών είναι οι Ni/ούχοι σερπεντίνες-σεπτεχλωρίτες. Στο κοίτασμα Καστοριάς συνυπάρχει Νi/ούχος γκαιτίτης, ενώ στο κοίτασμα Παλαιοχωρίου, Γρεβενών, συμμετέχει Ni/ούχος μαγνητίτης. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΝΙΚΕΛΙΟ... Σχ.3.3. Fe,Ni/ούχο κοίτασμα Λάρυμνας (Petrascheck, 1982). Ιουρασικός ασβεστόλιθος, Ορίζοντας πλούσιος σε Ni/ούχα ορυκτά, 3. Fe/κροκαλοπαγές με υψηλή περιεκτικότητα σε Ni, 4. Συμπαγές Fe/μα, 5. Ωολιθικό Fe/μα, 6. Κίτρινο ασβεστολιθικό κροκαλοπαγές, 7. Κρητιδικοί ασβεστόλιθοι. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 4. Μ Α Γ Γ Α Ν Ι Ο ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Το Mn, με ατομικό βάρος 54.94 έχει μόνο ένα ισότοπο, το Μn55. Στη φύση απαντά με τρία σθένη, ως Μn+2, Mn+3 και Mn+4. Η ιοντική του ακτίνα είναι 0,80 (Μn+2), 0.70 (Mn+3) και 0,60 (Mn+4). Η μέση σύσταση του Mn στο μανδύα και στο στερεό φλοιό της γης είναι γύρω στο 0,1%, γεγονός που το κατατάσσει στα ολιγοστοιχεία (ενδιάμεση θέση μεταξύ των κύριων στοιχείων και ιχνοστοιχείων). Το μεγαλύτερο τμήμα του Mn+2 αντικαθιστά το Fe+2 στα διάφορα ορυκτά, εξαιτίας της όμοιας ιοντικής τους ακτίνας (0.86 για το Fe+2), ενώ το Mn+4 σχηματίζει ξέχωρα ορυκτά, υπό μορφή, συνήθως, οξειδίων. Ετσι, το Μn+2 αντικαθιστά το Fe+2 στα Fe, Mg/ούχα πυριτικά ορυκτά, στα οποία η περιεκτικότητα σε Mn κυμαίνεται από 500-4.000 ppm, περίπου (πιν. 4.1.). Αντικαθιστά, επίσης, το Ca+2 στον απατίτη, γρανάτες, βολλαστονίτη. Στους άστριους η περιεκτικότητα σε Mn είναι μικρή (10-100 ppm), ενώ στο χαλαζία < 10ppm. Oρυκτό Μέση σύσταση σε ppm Ολιβίνης 1.870 Ca-πυρόξενοι 1.100 Fe, Mg/ πυρόξενοι 2.120 Κεροστίλβη 3.720 Βιοτίτης 2.250 Χλωρίτης 2.240 Σερπεντίνες 530 Πίνακας 4.1: Μέση σύσταση, σε Mn, των κυριότερων Fe, Mg/ούχων πετρογενετικών ορυκτών. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΜΑΓΓΑΝΙΟ... Πέτρωμα Μέση σύσταση σε Μn (ppm) Περιδοτίτες 1.050 Θολεϊτες 1.320 Αλκαλικοί βασάλτες 1.270 Γάββροι 1.390 Ανδεσίτες 1.160 Διορίτες Τραχύτες 1.240 Συηνίτες 755 Φωνόλιθοι 1.470 Δακίτες 930 Γρανοδιορίτες 390 Ρυόλιθοι 620 Γρανίτες 260 Ψαμμίτες 400 Αργ. σχιστόλιθοι 600 Ασβεστόλιθοι 550 Γνεύσιοι Αμφιβολίτες 1,560 Εκλογίτες 1.500 Στους διάφορους τύπους πετρωμάτων (πυριγενή, μεταμορφωσιγενή, ιζηματογενή), η περιεκτικότητα σε Mn δεν εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις και κυμαίνεται από 300-1500 ppm (πιν. 4.2.). Τα πλουσιότερα σε Mn πετρώματα είναι οι καρμπονατίτες (πετρώματα πλούσια σε CaCO3 ( 70%), αλλά και σε απατίτη, R.E.E., κοιτάσματα Cu, κλπ), με 6.000-44.000ppm Mn. Τα ιζήματα περιέχουν μικρά ποσά Mn, το οποίο απαντά είτε υπό μορφή οξειδίων ή υδροξειδίων είτε ως ενδομημένο στα διάφορα πυριτικά ορυκτά είτε, ακόμη, ως προσροφημένο σε αργιλικά ορυκτά και σε κολλοειδή οργανικά υλικά. Στους φυτικούς οργανισμούς το Mn είναι από τα απαραίτητα στοιχεία, δεδομένου ότι βοηθά στη φωτοσύνθεση. Υψηλή, εντούτοις, περιεκτικότητα σε Mn του χώματος είναι τοξική για τα φυτά. Οι ζωϊκοί οργανισμοί παίρνουν το Mn, με την τροφή τους, από τoυς φυτικούς οργανισμούς. Πίνακας 4.2 : Μέση σύσταση, σε Mn, αντιπροσωπευτικών τύπων πετρωμάτων Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
ΜΑΓΓΑΝΙΟ... Ταξινόμηση των Μn/ούχων κοιτασμάτων Tα Mn/ούχα κοιτάσματα διακρίνονται σε υπεργενή ή υδατογενή και σε υπογενή (υδροθερμικά) (πίν. 4.3). Τα υπεργενή είναι εκείνα που σχηματίστηκαν από την ιζηματογένεση του διαλελυμένου στις υδάτινες λεκάνες Mn, είναι επομένως υδατογενούς (hydrogenous) προέλευσης. Διακρίνονται σε χερσαία και θαλάσσια. Χερσαίας προέλευσης είναι οι κόνδυλοι και οι ιζηματογενείς αποθέσεις γλυκέων υδάτων (ποτάμια, λιμναία κλπ), ενώ θαλάσσιας προέλευσης είναι οι κόνδυλοι, οι επιφλοιώσεις και τα μεταλλοφόρα ιζήματα, αβαθών και βαθέων θαλασσών, τα οποία δεν συνοδεύονται, άμεσα, με την ηφαιστειακή δράση που εκδηλώνεται στις ωκεάνειες ράχεις. Υπεργενή (Υδατογενή) Mn/ούχα κοιτάσματα Υπογενή (Υδροθερμικά) Mn/ούχα κοιτάσματα Χερσαία Θαλάσσια Κόνδυλοι και ιζηματογενείς αποθέσεις σε λίμνες, έλη και ποτάμια. Κοιτάσματα από χημική αποσάθρωση (υπολλειμματικά) Κόνδυλοι, μεταλλοφόρα ιζήματα. Σχηματίζονται μακρυά από θαλάσσιες ράχεις Αποθέσεις γύρω από θερμές πηγές. Φλεβικά Ατμιδοϊζηματογενή κοιτάσματα (sedex). Κόνδυλοι, μεταλλοφόρες επιφλοιώσεις. Συνοδεύουν βασαλτες. Πίν. 4.3. Ταξινόμηση των Mn/ούχων κοιτασμάτων Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
ΜΑΓΓΑΝΙΟ... Στα χερσαίας προέλευσης, υπεργενή κοιτάσματα ανήκουν και τα κοιτάσματα από χημική αποσάθρωση, όπως π.χ., τα συνοδά λατεριτών. Τα Υπογενή (υδροθερμικά) κοιτάσματα δημιουργούνται από τα μεταλλικά συστατικά που δίνουν υδροθερμικά διαλύματα. Διακρίνονται σε χερσαία (αποθέσεις γύρω από θερμές πηγές και φλεβικά) και σε θαλάσσια (ατμιδοϊζηματογενούς προέλευσης κοιτάσματα ή sedex), τα οποία δημιουργούνται κοντά σε ωκεάνειες ράχεις. Από αυτά, τα φλεβικά κοιτάσματα συνοδεύουν όξινα μαγματογενή πετρώματα (γρανίτες, γρανοδιορίτες), ενώ τα ατμιδοϊζηματογενή συνοδεύουν βασάλτες. Υπεργενή (Υδατογενή) Mn/ούχα κοιτάσματα Υπογενή (Υδροθερμικά) Mn/ούχα κοιτάσματα Χερσαία Θαλάσσια Κόνδυλοι και ιζηματογενείς αποθέσεις σε λίμνες, έλη και ποτάμια. Κοιτάσματα από χημική αποσάθρωση (υπολλειμματικά) Κόνδυλοι, μεταλλοφόρα ιζήματα. Σχηματίζονται μακρυά από θαλάσσιες ράχεις Αποθέσεις γύρω από θερμές πηγές. Φλεβικά Ατμιδοϊζηματογενή κοιτάσματα (sedex). Κόνδυλοι, μεταλλοφόρες επιφλοιώσεις. Συνοδεύουν βασαλτες. Πίν. 4.3. Ταξινόμηση των Mn/ούχων κοιτασμάτων Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΜΑΓΓΑΝΙΟ... Fe, Mn/ούχοι κόνδυλοι Οι Fe, Mn/ούχοι κόνδυλοι ανασύρθησαν για πρώτη φορά από το θαλάσσιο βυθό το 1872, στον Ατλαντικό, κοντά στα Κανάρια νησιά. Σήμερα, έχουν ευρεθεί σε διάφορα γεωτεκτονικά περιβάλλοντα, από ενδοηπειρωτικές μικρές λίμνες έως ωκεάνειες λεκάνες (κλιτείς των μεσοωκεανείων ράχεων και των ασεισμικών ράχεων, θαλάσσια όρη, αβυσσικές λεκάνες). Οι κόνδυλοι εμφανίζονται ως ανοικτόχρωμες και σκουρόχρωμες επιφλοιώσεις οξειδίων και υδροξειδίων του Fe και Mn (σχ. 4.1), γύρω από ένα πυρήνα συγκέντρωσης που μπορεί να είναι ποικίλλης προέλευσης (θραύσμα από βασαλτικό πέτρωμα, κόκκοι χαλαζία, θραύσμα οδόντων καρχαρία, θραύσμα από, σε προηγούμενο στάδιο σχηματισθέντα κόνδυλο κλπ). Οι ανοικτόχρωμες επιφλοιώσεις αποτελούνται από αργιλικά ορυκτά (μοντμοριλλονίτη-ιλλίτη) από χαλαζία, άστριους, ζεόλιθους (φιλιπσίτη), από άμορφο SiO2 και χλωρίτες, ενώ οι σκουρόχρωμες επιφλοιώσεις αποτελούνται από ορυκτά του Mn και του Fe (τοντοροκίτη-μπιρνεσσίτη-γκαιτίτη). Τα ανθρακικά ορυκτά ελλείπουν, εξαιτίας του ότι οι κόνδυλοι σχηματίζονται, συνήθως, σε μεγάλα βάθη. Σε κονδύλους, εντούτοις, μικρού βάθους, έχει ανευρεθεί Mn/oύχος ασβεστίτης, ο οποίος πληρεί φλεβίδια, τα οποία διασχίζουν τους κονδύλους. Ο ιστός των κονδύλων είναι κολλοειδής ή βοτρυοειδής. Σχ. 4.1. Fe, Mn/ούχοι κόνδυλοι (από Sorem et Fewkes, 1977). Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΜΑΓΓΑΝΙΟ... Οι Fe, Mn/ούχοι κόνδυλοι, εκτός από το Fe και Mn περιέχουν και σημαντικά ποσά Co, Ni, Zn, Cu, Sr κλπ, εξαιτίας της έντονης προσροφητικότητας που έχουν γι' αυτά τα στοιχεία (η ιοντοανταλλακτική ικανότητα του MnO2, σε Ph=8.3, είναι μεγαλύτερη εκείνης του μοντμοριλλονίτη). Η προσροφητικότητα αυτή ελαττώνεται από τον Cu προς το Ca (Cu>Co>Zn>Ni>Ba>Sr>Ca). Αν και ο ρυθμός αύξησης των κονδύλων ποικίλλει και σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως είναι οι λιμναίοι κόνδυλοι, μερικές δεκάδες έτη είναι αρκετά για να σχηματιστούν, η πλειονότητα των κονδύλων σχηματίζεται με ρυθμό 1 - 40 mm/106 έτη. Οι κόνδυλοι σπανίζουν σε παλαιότερες γεωλογικές περιόδους. Ετσι, ελάχιστοι κόνδυλοι απαντούν σε πελαγικούς ασβεστολίθους, Ιουρασικής και Δεβονείου ηλικίας, όπως και σε ερυθρές αργίλους, Κρητιδικής ηλικίας. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΜΑΓΓΑΝΙΟ... Τη μεγαλύτερή τους ανάπτυξη εμφανίζουν οι κόνδυλοι στις ωκεάνειες λεκάνες (σχ. 4.2) και μάλιστα στις περιοχές όπου οι συνθήκες απόθεσης είναι ευνοϊκές (ύπαρξη ρευμάτων, γειτνίαση ηφαιστείων κ.λ.π.). Πράγματι, εξ’ αιτίας των ρευμάτων, η καθίζηση αργιλικών κλπ ιζημάτων είναι μικρή, με αποτέλεσμα τον μη ενταφιασμό των κονδύλων, οι οποίοι, ως εκ τούτου, αυξάνονται σε μέγεθος. Σχ. 4.2. Κατανομή των Fe, Mn/ούχων κονδύλων στους ωκεανούς (Cronan, 1980). Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Μn ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΑΓΓΑΝΙΟ... ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Μn ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Μεταλλεύματα Mn, μεταλλουργικού και χημικού τύπου, απαντούν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Ενότητα Ωλονού-Πίνδου, Χαλκιδική, Εύβοια, Πάρο, Μήλο). Αξιόλογο κοίτασμα Mn βρίσκεται στο Κάτω Νευροκόπι της Δράμας. Είναι κοίτασμα υπογενές (υδροθερμικό) και ευρίσκεται μέσα σε μάρμαρα που εναλάσσονται με σχιστόλιθους. Το μετάλλευμα περιέχει πυρολουσίτη, αλλά και ψιλομέλανα, ροδοχρωσίτη, ροδονίτη και μαγγανίτη. Υδροθερμικής προέλευσης κοίτασμα (επιθερμικό) είναι το κοίτασμα «Μαύρες-Πέτρες-Πιάβιτσα», στη Χαλκιδική, που υπέρκειται της μεταλλοφορίας P.B.G. της περιοχής. Ιζηματογενούς προέλευσης κοιτάσματα απαντούν στα Λέϊκα (Μεσσηνίας), Νταρντάνα (Δράμας), Περαχώρα (Λουτράκι). Ατμοδοϊζηματογενούς προέλευσης θεωρούνται οι συγκεντρώσεις Mn, που απαντούν στην ενότητα Ολωνού-Πίνδου. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 5. Χ Α Λ Κ Ο Σ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα Cu, στον κόσμο, είναι τα πορφυριτικά κοιτάσματα, που απαντούν σε ενεργά ηπειρωτικά περιθώρια και σε περιβάλλον νησιωτικών τόξων. Τέτοια είναι τα πορφυριτικά κοιτάσματα Cu στις ΗΠΑ, Χιλή, Περού, κλπ. Μεγάλα κοιτάσματα Cu είναι και τα ιζηματογενούς προέλευσης κοιτάσματα, όπως είναι τα κοιτάσματα στο Ζαϊρ και στη Ζάμπια. Κοιτάσματα Cu συνδέονται, επίσης, με βασάλτες (Κύπρος) ή με γάββρους-νορίτες (Subdury), με καρμπονατίτες (Palabora) ή είναι πυρομετασωματικά, στην επαφή ανθρακικών πετρωμάτων με όξινες μαγματικές εστίες. Το κατώτερο όριο εκμεταλλευσιμότητας του χαλκού είναι 0,4%, για τα μεγάλα κοιτασματα. Σε μικρά όμως κοιτάσματα, το όριο εκμεταλλευσιμότητας μπορεί να φτάσει το 2,5%-3%. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΧΑΛΚΟΣ... Κατά την αποσάθρωση, ο χαλκοπυρίτης (CuFeS2) αντιδρά, στη ζώνη οξείδωσης, με το Ο2 και δίνει CuSO4, o oποίος ως ευδιάλυτος, κατεισδύει μέχρι τη ζώνη εμπλουτισμού, όπου αντικαθιστά άλλα σουλφίδια και δίνει χαλκοσύνη (Cu2S) και κοβελίνη (CuS). Eτσι, συχνά, η ζώνη οξείδωσης έχει αποπλυθεί εντελώς από Cu, ενώ η ζώνη εμπλουτισμού είναι πολύ πλούσια. Σε περίπτωση όμως που στη ζώνη οξείδωσης υπάρχουν ανθρακικά ορυκτά, ο Cu δεσμεύεται ως μαλαχίτης και αζουρίτης κι έτσι, η ζώνη εμπλουτισμού θα έχει την ίδια περιεκτικότητα σε Cu, με το πρωτογενές μετάλλευμα. Τα οξειδωμένα μεταλλεύματα (μετάλλευμα κυπρίτη-μαλαχίτη-αζουρίτη), προσφέρονται ευκολότερα για επεξεργασία. Ο Cu εξάγεται, επίσης, ευκολότερα από τον Cu/ούχο σιδηροπυρίτη, απ’ ό,τι από τα μεικτά θειούχα μεταλλεύματα (γαληνίτη-σιδηροπυρίτη-σφαλερίτη-χαλκοπυρίτη, ΒΡGC). Στα μεταλλεύματα Cu τα σημαντικότερα επιβλαβή στοιχεία είναι το Bi (ανεκτό μέχρι 0,5%), Αs (<2%), Sb(<1%) και Zn (<10%). Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΧΑΛΚΟΣ... ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Cu ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Τα κοιτάσματα Cu της Ελλάδας είναι είτε πορφυριτικού τύπου, όπως τα κοιτάσματα Σκουριές και Φισώκα της Χαλκιδικής, Αλεξία του Κιλκίς, κλπ, είτε τύπου Κύπρου (συνδέονται δηλ. με βασάλτες και διαβάσες), όπως είναι το κοίτασμα της Ερμιόνης. Το κοίτασμα στις Σκουριές Χαλκιδικής φιλοξενείται σε τραχειτικούς-συηνιτικούς πορφύρες, Μειοκαινικής ηλικίας. Η πιο πλούσια μεταλλοφορία εντοπίζεται στη σερικιτική ζώνη εξαλλοίωσης. Το μετάλλευμα είναι χαλκοπυρίτης-σιδηροπυρίτης. Εντός του χαλκοπυρίτη απαντούν εγκλείσματα χρυσού. Τα αποθέματα εκτιμώνται στους 206 εκ. tn, με 0,54 Cu και 0,8 gr/tn Au. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
6. ΜΟΛΥΒΔΟΣ - ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Τα μέταλλα Pb και Zn έχουν μεγάλη χημική συγγένεια με το S και ως εκ τούτου απαντούν ως θειούχες ενώσεις μαζί με άλλες θειούχες ενώσεις του Fe και του Cu. Το κατώτερο όριο εκμετάλλευσης είναι 3% Pb, 6% Zn ή Pb+Zn>6%. Ιδιαίτερα βλαβερά στοιχεία για το μετάλλευμα Pb είναι το Sb<1%, As (<0,1%) και το Bi (<0,05%). Το μετάλλευμα Zn πρέπει να περιέχει Bi<0,01, As, Sb<0,2%, F<0,1%. Εκτός από τις θειούχες ενώσεις του Fe και του Cu, μαζί, με τα μεταλλεύματα Pb-Zn απαντούν και S/ούχες ενώσεις Ag,Sb,As,Cd,Ga,Ge,Au,Se όπως και τα σύνδρομα ορυκτά, γύψος, σιδηρίτης, φθορίτης, βαρύτης, χαλαζίας. Κατά τη χημική αποσάθρωση, ο Pb μένει στη ζώνη οξείδωσης, διότι τα ανθρακικά και θειϊκά του ορυκτά (αγγλεσίτης PbSO4 και κερουσίτης PbCO3) είναι δυσδιάλυτα, οπότε δημιουργούν ένα προστατευτικό κάλυμμα, έναντι της διάβρωσης, για το μετάλλευμα. Ο Zn, εν μέρει μετατρέπεται σε ZnCO3 και ημιμορφίτη και παραμένει μαζί με τον γκαιτίτη στη ζώνη οξείδωσης, ως καλαμίνα και εν μέρει μετατρέπεται σε ευδιάλυτο ZnSO4 και μεταναστεύει βαθύτερα. Tα κοιτάσματα Pb-ZnAgAu διακρίνονται στους παρακάτω τύπους: 1. Τύπος Kuroko. 2. Φιλοξενούμενα σε ιζήματα, μεταλλεύματα (sediment hosted deposits). 3. Skarns. 4. Πολυμεταλλικά αντικατάστασης (polymetallic replacement deposits). 5. Πολυμεταλλικές φλέβες (polymetallic vein type). Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Pb-Zn ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΟΛΥΒΔΟΣ – ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ... ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Pb-Zn ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Τα κοιτάσματα Pb-Zn της Ελλάδας είναι Α:υδροθερμικά πολυμεταλλικά κοιτάσματα (φλεβικά και αντικατάστασης), Β: επιθερμικά κοιτάσματα και Γ: κοιτάσματα τύπου Kuroko. Τα πρώτα απαντούν είτε υπό μορφή χαλαζιακών-απλιτικών φλεβών, οι οποίες ευρίσκονται στην επαφή των γνευσίων με τα μάρμαρα είτε ως αντικαταστάσεις μέσα στα μάρμαρα. Ως ρυθμιστικοί παράγοντες για τη δημιουργία των κοιτασμάτων αυτών έδρασαν, αφ’ ενός μεν ο τεκτονικός (δημιουργία ρηγμάτων που χρησίμευσαν ως δίοδοι για τη διέλευση των υδροθερμικών διαλυμάτων) και αφ’ ετέρου ο πετρολογικός (ύπαρξη κατάλληλων, για αντικατάσταση, πετρωμάτων, όπως τα ανθρακικά). Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα του τύπου "πολυμεταλλικά φλεβικά-αντικατάστασης", ευρίσκονται στη Χερσόνησο της Κασσάνδρας, στη Χαλκιδική. Πρόκειται για τα κοιτάσματα “Μάντεμ-Λάκκος”, “Μαύρες Πέτρες” και “Ολυμπιάδα”). Ιδίου τύπου είναι και το κοίτασμα PΒG, του Λαυρίου και της Θάσου. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΜΟΛΥΒΔΟΣ – ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ... Α1: Κοίτασμα “Μαντέμ Λάκκου” (σχ. 6.2α): Μεσοθερμικό υδροθερμικό κοίτασμα με κύρια ορυκτά PΒG βουρνοτίτης, γεωχρονίτης, βουλανζερίτης. Συνοδά ορυκτά: Χαλαζίας, ασβεστίτης, ροδοχρωσίτης. Το κοίτασμα περιέχει Au και Ag. A2: Κοίτασμα “Μαύρες Πέτρες”: Μεταλλοφορία PΒG. Στους ανώτερους ορίζοντες ανευρίσκεται Mn/ούχος μεταλλοφορία. Α3: Κοίτασμα “Ολυμπιάδας” (σχ. 6.2β): Όμοιο με το κοίτασμα “Μαντέμ Λάκκος”. Η μεταλλοφορία (P.B.G.C. αρσενοπυρίτη, όπως και χρυσοφόρου, Αs/ούχου, σιδηροπυρίτη) αναπτύσσεται μεταξύ μαρμάρων και γνευσίων (προς την πλευρά των μαρμάρων) και συνδέεται, γενετικά, με χαλαζιακές ή απλιτικές φλέβες. Τα αποθέματα υπολογίζονται στους 11,5 εκ. tn, με 4,9% Pb, 7,3% Zn, 8% gr/tn Au και 125 gr/tn Ag. Ο χρυσός απαντά στον αρσενοπυρίτη και As/ούχο σιδηροπυρίτη. Στο συμπύκνωμα του As/ούχου σιδηροπυρίτη φτάνει τα 25 gr/tn. Συνοδά ορυκτά: χαλαζίας, ασβεστίτης, ροδοχρωσίτης. 6.2α: Κοίτασμα “Μαδέμ Λάκκος”. 1: Αλλούβια, 2 & 3: Μάρμαρα,3: Γνεύσιοι, 4: Skarn, 5: Απλίτης,6: Μετάλλευμα, 7: Σιδηρομετάλλευμα 6.2β: Κοίτασμα Ολυμπιάδας. 1: Γνεύσιος, 2: Απλίτης, 3: Μεικτή θειούχος μεταλλοφορία, 4: Μάρμαρα Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΜΟΛΥΒΔΟΣ – ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ... Α4: Κοίτασμα “Θάσου”: Φλέβες και θύλακες αντικατάστασης, υδροθερμικής προέλευσης. Κύρια ορυκτά: Σμιθσονίτης, ημιμορφίτης, υδροζιγκίτης, σφαλερίτης-βουρτσίτης, γαληνίτης, κερουσίτης, βαρύτης, αγγλεσίτης. Σχ. 6.2γ: Κοίτασμα Λαυρίου Α: Ανώτερο μάρμαρο, Β: Σχιστόλιθος Καισαριανής Γ: Κατώτερο μάρμαρο, Δ: Φυλλιτικό κάλυμμα, Ρ: Μεταδιαβάσες (Πρασινίτες). Η κύρια μεταλλοφορία απαντά στην επαφή του φυλλιτικού καλύμματος και της κατώτερης ενότητας (Ανώτερο μάρμαρο-σχιστόλιθος Καισαριανής και κατώτερο μάρμαρο). Δευτερογενής μεταλλοφορία, ήσσονος σημασίας, απαντά στην επαφή του κατώτερου μάρμαρου με το σχιστόλιθο Καισαριανής Α5: Στο Λαύριο, η μεταλλοφορία Pb-Zn ακολουθεί κύρια, την επαφή μεταξύ της κατώτερης ενότητας (κατώτερο μάρμαρο - σχιστόλιθος Καισαριανής - ανώτερο μάρμαρο) και του επωθημένου φυλλιτικού καλύμματος, (σχ. 6.2γ). Το κοίτασμα είναι υδροθερμικό πολυμεταλλικό (φλεβικό-αντικατάστασης) και ευρίσκεται σε γενετική σύνδεση με τον γρανοδιορίτη της Πλάκας. Ο γαληνίτης είναι πλούσιος σε Ag. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΜΟΛΥΒΔΟΣ – ΨΕΥΔΑΡΓΥΡΟΣ... B: Στην Κίρκη της Αλεξανδρούπολης απαντούν τα επιθερμικά κοιτάσματα Pb-Zn “Αμπερτίν”, “Κίνγκ Άρθουρ” και “Άγιος Φίλιππος”. Το μετάλλευμα απαντά ως stockworks σε ηφαιστείτες και τα περιβάλλοντα ιζήματα. Γ: Στους Μολάους εντοπίστηκε πολυμεταλλικό κοίτασμα, τύπου Kuroko, με Zn-Pb-Ag, (Ag=39,6 gr/tn, Zn=6,89%, Pb=1,67%, Cd=400 gr/tn). Τα αποθέματα υπολογίζονται σε 2,5.106 τόννους, με δυνατή ετήσια παραγωγή 300.000 τόννους μετάλλευμα, ικανά να τροφοδοτήσουν μονάδα Ζn, κατά 50%. Το κοίτασμα ευρίσκεται στα στρώματα "Τυρού", που αποτελούν τη βάση της ενότητας Τριπόλεως. Τα στρώματα "Τυρού" αποτελούνται από μια παλαιοζωϊκή ενότητα, με φυλλίτες, ψαμμίτες, κροκαλοπαγή και από μια ηφαιστειοϊζηματογενή σειρά, τριαδικής ηλικίας, εντός της οποίας απαντά η μεταλλοφορία. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 7. Κ Α Σ Σ Ι Τ Ε Ρ Ο Σ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Το 63% της παγκόσμιας παραγωής, σε Sn, συνδέεται με Καινοζωϊκούς γρανίτες. Κύρια μεταλλογενετική επαρχία Sn είναι η Ν.Α. Ασία, η οποία δίνει το 58% της παγκόσμιας παραγωγής κασσιτέρου (έχει το 65% των παγκόσμιων αποθεμάτων). Κύριες παραγωγοί χώρες είναι η Μαλαισία, Ινδονησία, Ταϋλάνδη, Βούρμα, Κίνα. Τα κοιτάσματα είναι ιζηματογενή, που προκύπτουν από αποσάθρωση πρωτογενών κοιτασμάτων. Δεύτερη σε παραγωγή μεταλλογενετική επαρχία Sn είναι η Βολιβία-Βραζιλία (πρωτογενή κοιτάσματα). Η Ευρώπη είναι τρίτη μεταλλογενετική επαρχία, με κύριες χώρες παραγωγής την πρώην Σοβιετική Ενωση και την Αγγλία. Στην Αφρική παραγωγοί χώρες είναι η Νιγηρία, η Νότια Αφρική και η Λ.Δ. του Κογκό. Τέλος, το 5,5% της παγκόσμιας παραγωγής δίνει η Αν. Αυστραλία. Το κατώτερο όριο εκμεταλλευσιμότητας για τα ιζηματογενή κοιτάσματα είναι 0,3% Sn, ενώ για τα πρωτογενή 2-3%. Ο κασσιτερίτης είναι ανθεκτικός στην αποσάθρωση, σε αντίθεση με τον σταννίνη που αποσαθρώνεται εύκολα, δίνοντας οξείδια Sn και Fe. Ετσι, συνήθη είναι τα ιζηματογενή (δευτερογενή) κοιτάσματα Sn. Επιβλαβή στοιχεία για το μετάλλευμα θεωρούνται το As,Sb,Bi,Pb,Cu, τα οποία πρέπει να είναι <0,5-1%. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΚΑΣΣΙΤΕΡΟΣ... Τα πρωτογενή κοιτάσματα Sn απαντούν: 1. Στα όρια όξινων πετρωμάτων με τα γειτονικά τους πετρώματα (καταθερμικά κοιτάσματα) (σχ.7.1). Τα όξινα πετρώματα έχουν μετατραπεί σε greisen (χαλαζίας+φθορίτης+τοπάζιο+τουρμαλίνης). Τα ορυκτά του κασσίτερου απαντούν σε φλεβίδια, stockwork, φακούς, κ.λ.π., μέσα στο όξινο πέτρωμα. Μαζί με τα ορυκτά Sn απαντά και βολφραμίτης, μολυβδαινίτης, σεελίτης, κ.λ.π. 2. Στην περιφέρεια όξινων διεισδύσεων (πυρομετασωματικά κοιτάσματα, skarn) (σχ. 7.1). Μαζί με τον κασσιτερίτη, βολφραμίτη κ.λ.π. αφθονούν και γρανάτες, βολλαστονίτης, πυρόξενοι και άλλα ασβεστοπυριτικά ορυκτά. 3. Μέσα σε ανθρακικά πετρώματα, ως φλέβες ή ως κοιτάσματα αντικαστάστασης (σχ. 7.1). Μαζί με τον κασσιτερίτη απαντούν PΒGC, σταννίνης, τετραεδρίτης, κ.λ.π. Σχ.7.1. Κοιτάσματα Sn (greisen, μετασωματικά, φλεβικά, υδροθερμικά αντικατάστασης) Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 8. Χ Ρ Υ Σ Ο Σ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Ο χρυσός είναι, κύρια, σιδηρόφιλο και ελάχιστα χαλκόφιλο στοιχείο. Στη φύση ανευρίσκεται είτε ως αυτοφυής χρυσός, ο οποίος περιέχει σχεδόν πάντα λίγο Ag, λόγω των όμοιων ιοντικών τους ακτίνων (1,3Å), είτε ενωμένος μαζί με Te, Sb, Bi, Ag. Πρωτογενής μεταλλοφορία Au απαντά σε υδροθερμικά κοιτάσματα (μεσοθερμικά-επιθερμικά). Ο χρυσός ανευρίσκεται σε χαλαζιακές φλέβες, μαζί με σιδηροπυρίτη σφαλερίτη γαληνίτη αρσενοπυρίτη τετραεδρίτη χαλκοπυρίτη, κ.λ.π. Μεταλλοφορία Au ανευρίσκεται επίσης, σε skarns, σε κοιτάσματα αντικατάστασης (Carlin type deposits), σε μεταϊζήματα (sediment hosted deposits), στα πορφυριτικά κοιτάσματα Cu και σε βασάλτες-μεταβασάλτες. Στα κοιτάσματα αντικατάστασης, ο Au συνοδεύεται από χαλαζία, σιδηροπυρίτη, ορυκτά του Sb και Hg. Η αντικατάσταση γίνεται σε ανθρακικά πετρώματα, από υδροθερμικά διαλύματα που δίνει όξινη μαγματική εστία. Στα προσχωματικά κοιτάσματα (placers), ο χρυσός συγκεντρώνεται μέσα σε κροκαλοπαγή και ιζήματα, κοντά στο πέτρωμα από την αποσάθρωση του οποίου προήλθε. Υπό μορφή ψηγμάτων, όμως, μπορεί να παραμείνει σε αιώρηση και να αποτεθεί πολύ μακριά, μαζί με μικροκοκκώδη ιζήματα, στις όχθες ποταμών. Η απόθεσή του υπακούει στο νόμο του Stokes. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΧΡΥΣΟΣ... Για διάμετρο κόκκων <0,1mm, η ταχύτητα απόθεσης U δίνεται από τη σχέση: U = 2/9 . gR2 (D-D')/C όπου: U = ταχύτητα απόθεσης D' = πυκνότητα ρευστού R = ακτίνα σωματιδίου C = συντελεστής ιδώδους του ρευστού D = πυκνότητα σωματιδίου g = επιτάχυνση βαρύτητας Δεδομένης της αξίας του, ο Au τυχαίνει εκμετάλλευσης και για πολύ μικρές περιεκτικότητες (12 gr/tn). Αν τα αποθέματα είναι μεγάλα ή αν ο χρυσός λαμβάνεται ως υποπροϊόν, τότε είναι δυνατή η εκμετάλλευσή του και για ακόμη μικρότερες περιεκτικότητες. Στα προσχωματικά κοιτάσματα, όταν δεν απαιτείται θραύση των πετρωμάτων, γίνεται εκμετάλλευση και για 0,12 - 1,5 gr/tn. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΧΡΥΣΟΣ... ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ Αu ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Στον Ελλαδικό χώρο έχουν εντοπιστεί αξιόλογες συγκεντρώσεις χρυσού, στις “Σκουριές” Χαλκιδικής, στις Σάππες και το Πέραμα της Δ.Θράκης και στη Μήλο. Μικρότερες εμφανίσεις απαντούν στο Παγγαίο, στο Άγγιστρο Σερρών, στη Λέσβο, Λήμνο, Χίο. 1) Στην περιοχή “Σκουριές” της Χαλκιδικής, ο χρυσός απαντά στο πορφυριτικού τύπου κοίτασμα, χαλκοπυρίτη-σιδηροπυρίτη. Το κοίτασμα ανευρίσκεται μέσα στους τραχειτικούς-συηνιτικούς πορφύρες, Μειοκαινικής ηλικίας, του σχηματισμού του Βερτίσκου, της Σερβομακεδονικής Ενότητας. Η πλούσια σε Au μεταλλοφορία απαντά στις ζώνες που έχουν υποστεί καλιούχο υδροθερμική εξαλλοίωση. Τα αποθέματα εκτιμώνται σε 206 εκ. τόννους, με 0,54% Cu και 0,8 gr/tn Au και 2 gr/tn Ag. Όμοιου τύπου μεταλλοφορία απαντά στη Βάθη και Ποντοκερασιά, του Κιλκίς. 2) Στην Ολυμπιάδα, όπως και στο Στρατώνι (κοίτασμα Μαδέμ Λάκκος) ο χρυσός απαντά σε απλιτικές φλέβες που διασχίζουν τις επαφές μαρμάρων-γνευσίων. Συνοδά ορυκτά: P.B.G.C., αρσενοπυρίτης κ.λ.π. Ο χρυσός απαντά ως εγκλείσματα στον αρσενοπυρίτη και στον αρσενικούχο σιδηροπυρίτη. Τα αποθέματα στην Ολυμπιάδα εκτιμώνται σε 11,5 εκ. τόννους, με 4,9% Pb, 7,3% Zn, 0,8 gr/tn Au και 116 gr/tn Ag. 3) Στο όρος Παγγαίο, υδροθερμική μεταλλοφορία Au απαντά σε χαλαζιακές φλέβες, μαζί με αρσενοπυρίτη και σιδηροπυρίτη ή σε Skarns. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΧΡΥΣΟΣ... 4) Στο Άγγιστρο Σερρών, πρωτογενής μεταλλοφορία Au απαντά σε φλέβες, μαζί με σιδηροπυρίτη, αρσενοπυρίτη, μαγνητοπυρίτη. 5) Στις Σάππες και στο Πέραμα της Δ.Θράκης απαντά επιθερμική μεταλλοφορία Au-Ag, μέσα σε ηφαιστειακά πετρώματα, Τριτογενούς ηλικίας. Ο χρυσός συνοδεύεται από βασικά μέταλλα, , βαρύτη και χαλαζία. Τα αποθέματα εκτιμώνται στους 15 tn Au (Σάππες) και 41 tn Au (Πέραμα). 6) Στην περιοχή “Φακός” της Λήμνου, εντός των υποηφαιστειτών, Μειοκαινικής ηλικίας, απαντά μεταλλοφορία επιθερμικού χρυσού. Ο χρυσός ανευρίσκεται σε χαλαζιακές φλέβες και λατυποπαγή, μαζί με βαρύτη, P.B.G.C., τετραεδρίτη κλπ. Οι υποηφαιστείτες έχουν υποστεί σερικιτική και ενδιάμεση αργιλική εξαλλοίωση. 7) Στην περιοχή “Μεγάλες Θέρμες”, της Λέσβου, επιθερμική μεταλλοφορία Au ανευρίσκεται σε χαλαζιακές φλέβες, μαζί με P.B.G.C., χαλαζία, αδουλάριο, σερικίτη, βαρύτη, φθορίτη. Τα ανδεσιτικά πετρώματα που περιέχουν τη μεταλλοφορία έχουν υποστεί προπυλιτική εξαλλοίωση. 8) Στη Β.Χίο, “επιθερμικού τύπου” μεταλλοφορία Au απαντά εντός φλεβών που διασχίζουν κλαστικά ιζήματα, τα οποία, με τη σειρά τους, έχουν υποστεί πυριτίωση και σεριτική εξαλλοίωση. Η μεταλλοφορία συνδέεται με ρυολιθικούς ηφαιστίτες, Μειοκαινικής ηλικίας. 9) Στον Προφήτη Ηλία της Μήλου απαντά επιθερμικού τύπου μεταλλοφορία. Ο χρυσός απαντά σε χαλαζιακές φλέβες μαζί με βασικά μέταλλα. Πιθανά αποθέματα 11 tn Au. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 9. Α Ρ Γ Υ Ρ Ο Σ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Το 90% των κοιτασμάτων Ag, στον κόσμο, είναι υδροθερμικής προέλευσης (επιθερμικά). Φιλοξενούνται μέσα σε φλέβες, οι οποίες διασχίζουν ηφαιστειακά πετρώματα (ανδεσίτες-δακίτες), τριτογενούς ηλικίας. Οι ηφαιστίτες αυτοί υφίστανται συνήθως, σερικιτίωση, χλωριτίωση, πυριτίωση, εκεί όπου γειτονεύουν με τις υδροθερμικές φλέβες. Οι φλέβες μπορεί να είναι χαλαζιακές, με ορυκτά του Au-Ag-Pb-Zn-Cu. Στα πολυμεταλλικά κοιτάσματα, τα κύρια ορυκτά είναι σφαλερίτης-σιδηροπυρίτης-γαληνίτης-χαλκοπυρίτης-τετραεδρίτης-εναργίτης. Τα ορυκτά του Ag απαντούν ως μικροσκοπικά εγκλείσματα μέσα στο γαληνίτη, κύρια, αλλά και στο βουρνονίτη, τετραεδρίτη, τενναντίτη, κ.λ.π. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Άργυρος απαντά και στους ακόλουθους τύπους κοιτασμάτων: ΑΡΓΥΡΟΣ... Άργυρος απαντά και στους ακόλουθους τύπους κοιτασμάτων: α. Πολυμεταλλικά αντικατάστασης, Au-Pb-AgCu, όπου η μεταλλοφορία αντικαθιστά ανθρακικά πετρώματα τα οποία περιβάλλουν γρανοδιορίτες. β. Κοιτάσματα Sn της Βολιβίας, όπου ορυκτά του Ag μαζί με κασσιτερίτη (telescoping) απαντούν, ως εμποτισμοί, σε ηφαιστειακά πετρώματα. γ. Κοιτάσματα τύπου Kuroko. δ. Κοιτάσματα τύπου Norilsk, όπου μέσα σε βασάλτες-γάββρους, κράμα Au-Ag, κύρια ήλεκτρο, βρίσκεται μαζί με τον χαλκοπυρίτη, πεντλανδίτη, μαγνητοπυρίτη, κ.λ.π. Η περιεκτικότητα σε Ag στο Norilsk φτάνει τα 36-260 ppm. ε. Ιζηματογενή, μέσα σε βιτουμενιούχους σχιστόλιθους και ψαμμίτες, όπου ο Ag συνοδεύει μεταλλεύματα Pb, Zn, Cu, U, κ.λ.π. Στον ορίζοντα Kupfershiefer, π.χ., ο Ag φτάνει τα 150 ppm. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 10. Λ Ε Υ Κ Ο Χ Ρ Υ Σ Ο Σ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Ο λευκόχρυσος απαντά, συνήθως, μαζί με τα άλλα στοιχεία της ομάδας των πλατινοειδών (platinum group elements ή P.G.E.). Αυτά είναι το Ρουθήνιο (Ru), Ρόδιο (Ph), Παλλάδιο (Pd), Οσμιο (Os) και Ιρίδιο (Ir). Τα πετρώματα που τα φιλοξενούν είναι, κύρια, τα υπερμαφικά πετρώματα, όπου συχνά συνοδεύονται από ορυκτά του Ni, Co, Cu. Πλατινοειδή, εν τούτοις, απαντούν και στα γαββρικά πετρώματα, στους κομματιϊτες και στους βασάλτες (ιδιαίτερα στους πλούσιους σε ολιβίνη βασάλτες (κοματιϊτες). Τα πλατινοειδή δημιουργούν φυσικά κράματα, μεταξύ τους, όπως και με το Fe, Au, Ni (Ιριδόσμιο, παλλαδιολευκόχρυσος, σιδηρολευκόχρυσος). Απαντούν επίσης ως ενώσεις με As, S, Sb, Sn, Te, Bi ή ως στερεά διαλύματα, στο πλέγμα του μαγνητοπυρίτη, πεντλανδίτη, Ni/ούχου σιδηροπυρίτη, χαλκοπυρίτη. Το κατώτερο όριο εκμετάλλευσης, στα πρωτογενή κοιτάσματα, είναι 3 gr/tn Pt. Στα δευτερογενή κοιτάσματα (αλλούβια, placers), το όριο εκμετάλλευσης είναι 0,2 gr/tn Pt. Στα δευτερογενή αυτά κοιτάσματα ο Pt συνοδεύεται από ορυκτά του Au, χρωμίτη κ.λ.π. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 11. Α Ρ Γ Ι Λ Ι Ο ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Το Αl είναι το 3ο, κατά σειρά αφθονίας, στοιχείο, στο στερεό φλοιό της γης (8,1%), μετά το Ο2 (46,4%) και το Si (28,2%). Εύκολα χάνει τα τρία του ηλεκτρόνια και μετατρέπεται σε Al+3, το οποίο έχει μεγάλη χημική συγγένεια με το Ο2. Στη φύση απαντά συνδεδεμένο με Ο2 αλλά και με άλλα στοιχεία, δημιουργώντας έτσι, διάφορα ορυκτά, όπως κορούνδιο, υδροξείδια του αργιλίου, άστριους, μαρμαρυγίες, αμφίβολους, πυρόξενους, σπινέλιους, αργιλικά ορυκτά, χλωρίτες, σιλλιμανίτη, ανδαλουσίτη, κυανίτη, μουλλίτη, τοπάζιο, σταυρόλιθο, αλουνίτη κ.λ.π. Ως εκ τούτου, η περιεκτικότητα σε Al των πετρωμάτων είναι, συνήθως, σημαντική. Μόνο οι περιδοτίτες και οι χαλαζίτες, από τα συνήθη πετρώματα, είναι φτωχοί σε Al. Το Al ανθίσταται έντονα στη διάβρωση, δεδομένου ότι όταν εκτίθεται στην ατμόσφαιρα δημιουργείται στην επιφάνειά του ένα στρώμα από Al2O3, το οποίο εμποδίζει την περαιτέρω διάβρωση του μετάλλου. Εϊναι εύκολα ελατό και όλκιμο και ως εκ τούτου δίνει, εύκολα ελάσματα και καλώδια. Παρ' όλο που η ηλεκτραγωγιμότητά του είναι 60% εκείνης του Cu, το μικρό ε.β. του το καθιστά χρήσιμο στη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΑΡΓΙΛΙΟ... Το Al λαμβάνεται, κύρια, από τα υδροξείδια του Al (γκιπσίτη, βαιμίτη, διάσπορο), που βρίσκονται στους βωξίτες. Αργίλιο όμως λαμβάνεται και από τον αλουνίτη ή στυπτηριάτη λίθο, όπως λέγεται διαφορετικά, ο οποίος περιέχει 20-30% Al2O3. Κοιτάσματα αλουνίτη βρίσκονται στις ΗΠΑ, Σοβιετική Ενωση, Ιαπωνία κ.λ.π. Στην Ελλάδα αλουνίτης ευρίσκεται στα ηφαιστειακά πετρώματα της Μήλου και χρησιμοποιείται για τη λήψη Κ, για τη γεωργία. Στο Ivigtut της Δ.Γροιλανδίας, Al λαμβάνεται από κοίτασμα κρυόλιθου (Na3AlF6), που βρίσκεται μέσα σε γρανίτη. Ο κρυόλιθος χρησιμοποιείται, κύρια, ως συλλίπασμα, για τη λήψη του Al από τους βωξίτες. Στους Ελλαδικούς βωξίτες (οι οποίοι είναι καρστικού τύπου) τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά είναι το διάσπορο και ο βαιμίτης, ο αιματίτης και ο ανατάσης (TiO2). Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΑΡΓΙΛΙΟ... ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΒΩΞΙΤΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Τα κοιτάσματα βωξίτη της Ελλάδας είναι δευτερογενή κοιτάσματα, Καρστικού τύπου. Προήλθαν από την αποσάθρωση πρωτογενών κοιτασμάτων (λατεριτικών μανδύων), τα οποία είχαν αναπτυχθεί πάνω στους οφιόλιθους της Υποπελαγωνικής Ενότητας. Τα υπό λατεριτίωση, πετρώματα ήταν, κύρια, τα βασικά μέλη των οφιολιθικών συμπλεγμάτων (βασάλτες, γάββροι και διαβάσες), με συμμετοχή και των υπερμαφικών πετρωμάτων των οφιολιθικών συμπλεγμάτων, όπως υποδηλώνει η σημαντική περιεκτικότητα των βωξιτών σε Ni και Cr. Το υλικό που προέκυψε από την καταστροφή των πρωτογενών κοιτασμάτων μεταφέρθηκε σε αβαθές θαλάσσιο περιβάλλον και αποτέθηκε μέσα σε ασβεστολιθικά κάρστ δίνοντας, έτσι, τους “καρστικού τύπου” βωξίτες. Ο ιστός του μεταλλεύματος είναι “πισσολιθικού” ή “συμπαγούς” τύπου. Το “πισσολιθικού τύπου” μετάλλευμα αποτελείται από κλαστικούς κόκκους (πισσόλιθοι) πλούσιους σε αιματίτη και από τη θεμελιώδη μάζα (matrix), η οποία είναι πλούσια σε διάσπορο ή/και βαιμίτη. Το “συμπαγούς τύπου” μετάλλευμα αποτελείται από μικροκρυσταλλικό διάσπορο ή/και βαιμίτη και έχει “πηλιτική” υφή. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΑΡΓΙΛΙΟ... Εκτός από το διάσπορο ή/και το βαιμίτη, που είναι τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά των βωξιτών, το μετάλλευμα περιέχει και αιματίτη, του οποίου η περιεκτικότητα υπερβαίνει, ενίοτε, το 20%, όπως και ανατάση (TiO2), του οποίου η περιεκτικότητα κυμαίνεται από 2,5% έως 4%. Οι βωξίτες είναι καστανέρυθροι έως κίτρινοι, ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε αιματίτη. Η συνήθης περιεκτικότητά τους σε Al2O3 = 50-61%, Fe2O3 = 16-33%, CaO = 0.1-4%, SiO2 = 1,4-5%, TiO2 = 4,5%, ενώ η περιεκτικότητά τους σε Cr και Ni είναι μέχρι και 2.000 ppm. Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα απαντούν στη ζώνη Παρνασσού-Γκιώνας (Γκιώνα - Ελικώνας - Οίτη, Παρνασσός). Μικρότερα κοιτάσματα απαντούν στη Χαλκιδική, Εύβοια, Σκόπελο, Πύλο, Γκλόκοβα, Αρτεμίσιο, Αμοργό, κ.λ.π. Στη ζώνη ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ - ΓΚΙΩΝΑΣ απαντούν τρεις κύριοι βωξιτικοί ορίζοντες (σχ. 11.9), των οποίων η μέση χημική σύσταση δίνεται στον Πίν.11.3. Σχ. 11.9. Σχηματική στρωματογραφική στήλη της ζώνης Παρνασσού-Γκιώνας (Μουνδράκης, 1985). 1: δολομίτες, 2: ασβεστόλιθοι παχυστρωματώδεις σκοτεινού τεφρού χρώματος, 3: ασβεστόλιθοι ωολιθικοί, 4: ενδιάμεσοι λευκοί ασβεστόλιθοι, 5: ρουδιστοφόροι ασβεστόλιθοι, 6: ασβεστόλιθοι κονδυλώδεις, 7: φλύσχης. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά ΑΡΓΙΛΙΟ... Β1 (50) Β2α (55) Β2β (54) Β2γ (21) Β2δ (7) Β3α (64) Β3β(158) SiO2 7.01 10.61 7.32 7.40 3.79 4.87 2.20 Al2O3 53.79 49.20 53.78 49.63 53.38 55.38 56.48 Fe2O3 19.61 22.86 22.19 18.80 4.75 21.29 23.98 MgO 0.25 0.32 0.22 0.10 0.11 0.05 MnO 0.02 0.13 0.26 2.34 0.04 0.08 CaO 1.76 0.87 4.77 1.31 1.00 0.62 Na2O K2O 0.2 0.52 0.27 0.31 0.14 TiO2 2.52 2.27 2.38 0.40 2.60 2.64 P2O5 0.09 0.07 Ba 71 83 67 66 246 46 41 Co 40 32 29 152 1442 48 55 Cr 357 385 343 251 60 773 946 Cu 47 82 70 155 421 33 17 Ga 42 45 8 51 49 Nb 35 44 9 Ni 205 268 223 306 2465 611 505 Rb 5 25 18 11 4 <3 Sr 90 77 75 31 78 V 403 433 355 309 95 651 852 Y 61 141 132 131 241 85 50 Zn 304 382 299 365 1491 145 104 Zr 571 406 398 76 591 623 Ce 285 310 467 4222 234 284 La 253 259 230 2502 206 137 Nd 122 136 118 1263 Pb 164 168 Th U 15 2 Πίνακας 11.3: Περιεκτικότητα των τριών βωξιτικών οριζόντων, της ζώνης Παρνασσού-Γκιώνας, σε κύρια στοιχεία και ιχνοστοιχεία (Valeton et al., 1987). Β1 = 1ος βωξιτικός ορίζοντας. Β2α = Βαιμιτικού τύπου βωξίτης, συμπαγούς τύπου, του 2ου ορίζοντα. Β2β = Βαιμιτικού τύπου βωξίτης, πισσολιθικού τύπου, του 2ου ορίζοντα. Β2γ = Διασπορικού τύπου βωξίτης, του 2ου ορίζοντα. Β2δ = Πλούσιες σε Mn συγκεντρώσεις κοντά στο πάτωμα. Β3α = Βαιμιτικού τύπου βωξίτης, του 3ου ορίζοντα. Β3β = Διασπορικού τύπου βωξίτης, του 3ου ορίζοντα. Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά 12. Α Ν Τ Ι Μ Ο Ν Ι Ο ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ Τα περισσότερα κοιτάσματα Sb είναι υδροθερμικής προέλευσης. Σχηματίζονται σε μικρό βάθος, από υδροθερμικά διαλύματα (χαμηλής θο), που δίνουν όξινες μαγματικές εστίες. Μαζί με τα ορυκτά του Sb απαντούν και θειούχες ενώσεις του Pb-Zn-Cu-Fe, ως και κιννάβαρι, σανδαράχη κ.λ.π. Επιβλαβή για το μετάλλευμα στοιχεία είναι το As και ο Pb, που δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 0,3% και 0,7% αντίστοιχα. ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΑΝΤΙΜΟΝΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Κοίτασμα Λαχανά - Kοίτασμα Τας-Καπού”. Στο Λαχανά το κοίτασμα Sb είναι υδροθερμικής προέλευσης. Το μετάλλευμα απαντά μέσα σε χαλαζιακές φλέβες που διασχίζουν σχιστόλιθους και γνεύσιους. Κοίτασμα Χίου. Υδροθερμικής προέλευσης είναι και τα κοιτάσματα της Χίου (φλέβες με χαλαζία και αντιμονίτη). Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ-ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ Αν. Καθηγήτρια ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΜΕΤΑΛΛΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ-ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗ Αν. Καθηγήτρια Α.Ορφανουδάκη, Κοιτασματολογία_Μεταλλικά ορυκτά