Η καθημερινότητα στο Βυζάντιο 2ο Γυμνάσιο Σπάρτης Σχολικό Έτος 2013-14 Η καθημερινότητα στο Βυζάντιο Μια συλλογική εργασία των μαθητών του Β1 στο πλαίσιο της Βυζαντινής Ιστορίας Υπεύθυνη καθηγήτρια Σαχάμη Φωτεινή
Προϋποθέσεις και κριτήρια επιλογής της βασιλικής συζύγου Οι βασιλικοί γάμοι Προϋποθέσεις και κριτήρια επιλογής της βασιλικής συζύγου Στο Βυζάντιο, τουλάχιστον έως τον Γ' αιώνα, ο βασιλέας δεν επηρεαζόταν ως προς την επιλογή της συζύγου του από τους λόγους πολιτικής σκοπιμότητας που ίσχυαν στη Δύση και μάλιστα η βασιλική νύφη εκλεγόταν με έναν πρωτότυπο κι αρκετά αξιοπερίεργο τρόπο. Ως αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση της αυτοκράτειρας Ειρήνης η οποία, όταν θέλησε να βρει σύζυγο για το γιο της Κωνσταντίνο Στ', έστειλε απεσταλμένους ως τα πέρατα του Βυζαντίου με την εντολή να ανακαλύψουν και να οδηγήσουν στη Βασιλεύουσα τις ωραιότερες κόρες. Για να περιορίσει τον κύκλο της έρευνάς τους και προς διευκόλυνση του έργου τους, η βασίλισσα είχε προνοήσει να προσδιορίσει την ηλικία, το ανάστημα, ακόμη και το μέγεθος των υποδημάτων των υποψηφίων. Επομένως, η εύρεση νύφης για τον αυτοκράτορα ή τον διάδοχο αποτελούσε μια από τις μέριμνες των ανακτόρων.
Ο ορισμός του γάμου σύμφωνα με το βυζαντινό δίκαιο Γάμος, κατά το βυζαντινό δίκαιο, είναι «ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Η βάση του οικογενειακού δικαίου, ο γάμος, σημαίνει: Α) ανδρός και γυναικός συνάφεια: δηλαδή καθιερώνεται η μονογαμία Β) συγκλήρωσις του βίου παντός: κηρύσσεται το αδιάσπαστο της ένωσης Γ) ζητά θείου δικαίου κοινωνία: απαιτεί στενότατη ηθική κοινωνία των συζύγων, και Δ) συμπληρώνει τον ορισμό με τη φράση κοινωνία ανθρωπίνου δικαίου: αναγνωρίζει πλήρη ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ ανδρός και γυναικός.
Ο λαϊκός γάμος Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, πριν από την τέλεση του γάμου πραγματοποιούνταν ο στολισμός του νυφικού θαλάμου που όπως και κατά την αρχαιότητα, ονομάζεται παστός. Εάν δεν επαρκούσαν τα στολίσματα, η οικογένεια της νύφης έπρεπε να δανειστεί από τους γείτονες. Συγγενείς και φίλοι έραιναν τον παστό με λουλούδια κι έψαλλαν τραγούδια επαινετικά προς τον γαμπρό και τη νύφη. Χαρακτηριστικά είναι τα άσματα που αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος και τα οποία απηύθυνε ο λαός προς την Αυγούστα κατά την τέλεση των γάμων της: Και λέγουσι την φωνήν άνθη εσώρευσα του αγρού, και εις την παστάδα εισήκα σπουδή ζευγόνυμον ήλιον είδον εις χρυσέντιμον κλίνην άλληλα ηγκαλίζοντο ποθητήν επιθυμίαν χαρά εις τα κάλλη αυτών τα εγγλυκοθέατα, και ρόδα τα ροδεύμορφα χαρά εις το ζεύγον το χρυσόν.
Το θέμα των γαμήλιων προσκλήσεων διευθετούνταν συνήθως από τους γονείς των μελλονύμφων, αλλά και μέσω λαλετών ή καλεστών που ίσως άφηναν στα σπίτια των προσκεκλημένων μήλο, λεμόνι, μοσχοκάρφια ή παστέλι. Απαράβατος όρος για την πραγματοποίηση του γαμήλιου μυστηρίου θεωρούνταν τα δύο άτομα να είναι ομόθρησκα ή ομόδοξα. Η επισύναψη γάμου με απίστους, αιρετικούς κι εθνικούς, ιδίως Ιουδαίους, αρχικά αντιμετωπιζόταν με αποστροφή κι αργότερα κηρύχτηκε άθεσμη. Οι απαγορεύσεις αυτές αναιρούνταν μόνο σε βασιλικά συνοικέσια. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους κεκωλυμένοι θεωρούνταν οι εξής γάμοι: «ίνκεστος, ο εξ αίματος την σύστασιν έχων, οίον εις ανεψιάν, θείαν, εξαδέλφην», «δαμνάτος ο κεκωλυμένος, οίον επίτροπος προς επιτροπενομένην και απελεύθερος προς πατρωνίσσαν», «Νεφάριος δε ο παράνομος οίον προς μοναχήν ή ασκήτριαν ή και την εξ αρπαγής». Καθ' όλα άψογος ήταν μόνον ο πρώτος γάμος, ιερός και απαραβίαστος στα μάτια της εκκλησίας, τον οποίο ο άνθρωπος απαγορευόταν να διασπάσει. Ο δεύτερος αντιμετώπιζε περιορισμούς και θεωρούνταν ως ευπρεπής μοιχεία. Ο τρίτος θεωρούνταν ως πολυγαμία.
Οι μέλλοντες γαμπροί προτιμούσαν συνήθως παρθένους κι όχι χήρες προς σύναψη γάμου. Επίσης δεν επιτρεπόταν ο γάμος σε χήρα, εάν δεν είχε παρέλθει ο πένθιμος χρόνος, δηλαδή ένα έτος από το θάνατο του συζύγου εκτός αν εκείνη κατά το χρονικό αυτό διάστημα γεννούσε. Ο άνδρας δεν πενθούσε τη γυναίκα ούτε η μνηστή το μνηστήρα. Απαγορευμένος ήταν και ο γάμος μεταξύ ατόμων προερχομένων από διαφορετικές τάξεις. Επί Ιουστινιανού όμως (λόγω Θεοδώρας) εμφανίστηκε μια χαλάρωση των αυστηρών αυτών κανόνων. Όσον αφορά στην ενδυμασία των προσκεκλημένων και των μελλονύμφων, οι μεν πρώτοι φορούσαν το ένδυμα γάμου, όπως αναφέρει και ο Ιωάννης Χρυσόστομος παραπέμποντας στην Αγία Γραφή, δηλαδή τα καλύτερα φορέματά τους καθαρά κι όχι μαύρα. Η νύφη εμφανιζόταν λαμπροστολισμένη, καλυμμένη με πέπλο από το κεφάλι έως τα πόδια και δεν έπρεπε να φορά μαύρα παπούτσια. Η ενδυμασία του γαμπρού επίσης ήταν κατάλληλη για την περίσταση.
Κατόπιν η νύφη κατευθυνόταν προς το σπίτι του γαμπρού υπό τους ήχους αυλού, κιθάρας και συνοδεία τραγουδιών. Τα άσματα αυτά, αρχικά λαϊκά, αντικαταστάθηκαν συν τω χρόνω, υπό την επίδραση της εκκλησίας, από θρησκευτικούς ύμνους. Οι προσκεκλημένοι κάθονταν στο γαμήλιο τραπέζι όσο το δυνατόν πολυτελέστερο όπου γυναίκες και άνδρες έτρωγαν χωριστά προσέφεραν δώρα κι έψαλλαν παστικά άσματα στα οποία εξυμνούσαν τα προσόντα των νεονύμφων. Για την εκτέλεση των γαμήλιων χορών καλούνταν ορχηστές, γυναίκες του θεάτρου, μίμοι. Κατά την έναρξη του ολονυκτίου συμποσίου ο γαμπρός αντίκρυζε για πρώτη φορά τη νύφη σηκώνοντάς της το πέπλο, ενώ οι καλεσμένοι έτρωγαν τραγουδώντας κατά διαστήματα τα επιθαλάμια και κάνοντας μεγάλο θόρυβο με κύμβαλα, τύμπανα και κρόταλα. .
Η ενδυμασία στο Βυζάντιο Τα ρούχα που φορούσαν οι Βυζαντινοί τα έχουμε όλοι δει σε εικόνες και τοιχογραφίες αγίων στις εκκλησίες στα πρώτα βυζαντινά χρόνια. Οι ενδυμασίες δεν διέφεραν πολύ από αυτές των Ρωμαίων. Βλέπουμε λοιπόν στις εικόνες τους άντρες με χιτώνες, σαν φουστάνια φαρδιά, με μια ζώνη σφιχτά δεμένη στη μέση τους, που φτάνει σε άλλους μέχρι τα γόνατα και σε άλλους μέχρι κάτω στον αστράγαλο. Το μήκος του χιτώνα εξαρτιόταν συχνά από την ασχολία του κάθε ανθρώπου. Οι απλοί άνθρωποι, όπως οι αγρότες, που κάνουν διάφορες εργασίες και χρειάζονται άνετα ρούχα για να έχουν ελευθερία κινήσεων, φορούν χιτώνες. Γενικά, όσο πιο μεγάλη κοινωνική θέση και χρήματα είχε κάποιος, τόσο πιο ωραίες φορεσιές διέθετε, με αποτέλεσμα η ενδυμασία στο Βυζάντιο να είναι διακριτικό σήμα της καταγωγής, του αξιώματος, της κοινωνικής τάξης, του επαγγέλματος και της ασχολίας του κάθε ανθρώπου.
Τα χρώματα των ρούχων των Βυζαντινών ήταν ζωηρά, γαιώδη, μια και προέρχονταν από φυσικά υλικά, όπως: καφέ, ώχρα (κιτρινωπό – μουσταρδί), πράσινο, σταχτί. Το λευκό συμβόλιζε την αγνότητα, αλλά και τη σεμνότητα, συμβολισμός που έχει διατηρηθεί ως τις μέρες μας με το λευκό που φοράνε οι νύφες. Αντίθετα, το μαύρο ήταν χρώμα της στενοχώριας- το φορούσαν οι γυναίκες και οι άντρες, όταν είχαν χάσει δικό τους αγαπημένο άνθρωπο, καθώς και οι κληρικοί και όσοι είχαν επιλέξει τον μοναχικό βίο (καλόγριες, καλόγεροι), επειδή πενθούσαν για τις αμαρτίες του κόσμου, αλλά και επειδή είχαν αφιερωθεί στον Θεό και είχαν απαρνηθεί τις χαρές των κοσμικών (αυτών που ζούσαν μέσα στον κόσμο, σε αντίθεση με αυτούς που είχαν αποτραβηχτεί).
Η ενδυμασία των αντρών Σε κάποιες ανδρικές μορφές βλέπουμε να φοράνε ψηλές κάλτσες, ενώ οι στρατιωτικοί προστάτευαν τις κνήμες τους με περικνημίδες (επενδύτες). Όσοι είχαν το κεφάλι καλυμμένο (όχι πολύ συνηθισμένο αυτό), φορούσαν εφαρμοστά καπέλα, σαν σκουφιά. Βέβαια, ο Αυτοκράτορας, τα μέλη της οικογένειάς του και όλοι όσοι ήτανε μαζί του στο παλάτι (οι αυλικοί, δηλαδή αυτοί που ζούσαν στην «αυλή» του), διέθεταν τις πιο εντυπωσιακές ενδυμασίες.
Η ενδυμασία των γυναικών Χιτώνες φοράνε και οι γυναίκες, αλλά πάντα μακριούς, με επίσης μακριά, φαρδιά μανίκια που καλύπτουν τελείως τα χέρια, μια και την εποχή εκείνη η γυναίκα έπρεπε να κρύβει το σώμα της, αλλιώς θα τη θεωρούσαν «ανήθικη». Πάνω από τον χιτώνα φοράνε άλλα πρόσθετα κομμάτια ύφασμα που είτε πέφτουν ελεύθερα επάνω τους, όπως είναι ο μανδύας που στηρίζεται στους ώμους και στερεώνεται μπροστά με μια καρφίτσα (πόρπη), είτε είναι σαν μακρύ γιλέκο, είτε σαν παλτό. Οι γυναίκες ρίχνουν επάνω τους εσάρπες και μακριές μαντήλες που πάντα καλύπτουν και το κεφάλι τους. Πολύ λίγες γυναικείες μορφές είναι με γυμνό κεφάλι («ασκεπείς») και λυτά μαλλιά, όπως είναι η Μαρία η Μαγδαληνή.
Η Ανατροφή των παιδιών Η φροντίδα της ανατροφής των παιδιών στα καθοριστικά πρώτα χρόνια της ζωής τους ήταν έργο της μητέρας τους ή στις πλουσιότερες οικογένειες κάποιας τροφού. Η γέννηση αγοριού ήταν αφορμή για μεγάλες χαρές και γλέντια. Ο ερχομός των κοριτσιών όμως ήταν αθόρυβος.
Τα νεογέννητα, αφού τα έπλενε η μαμή, τα τύλιγε σε φασκιές, πρακτική που συνεχιζόταν για τους 2-3 πρώτους μήνες. Μέσα στην πρώτη βδομάδα από τη γέννησή τους τα νεογέννητα βαπτίζονταν και στο όνομα που έπαιρναν προσέθεταν και το όνομα του πατέρα τους σε πτώση γενική.
Τροφές στο Βυζάντιο Οι Βυζαντινοί δεν είχαν τη συνήθεια του πρωινού. Έτρωγαν το «άριστον», το πρώτο φαγητό της ημέρας όχι το πρωί, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά γύρω στο μεσημέρι. Ακολουθούσε το γεύμα το απόγευμα και το βράδυ, πριν βασιλέψει ο ήλιος, το δείπνο, που ήταν κατά κανόνα το πιο μεγάλο και δαπανηρό φαγητό. Το πιο σημαντικό στοιχείο της καθημερινής διατροφής ήταν το ψωμί. Οι ποιότητες ψωμιού ήταν διάφορες, ανάλογες με το είδος του αλευριού, αλλά και του τρόπου με τον οποίο άλεθαν τα δημητριακά. Έτρωγαν ψωμί σταρένιο αλλά και από κριθάρι. Το κρασί είχε ιδιαίτερη θέση στο βυζαντινό κόσμο, καθώς από αυτό γινόταν η Θεία Ευχαριστία. Το κρασί που χρησίμευε σε αυτό τον ιερό σκοπό το ονόμαζαν «νάμα». Οι Βυζαντινοί έπιναν το κρασί ανέρωτο ή άλλοτε το αραίωναν με ζεστό νερό. Τα γεωπονικά κείμενα της εποχής μνημονεύουν την παρασκευή κρασιού και από άλλα φρούτα π.χ. από μυρσίνη, από σπόρους ροδιού, από μήλα, αχλάδια ή κυδώνια κ.α.
Θάνατος Για τους Βυζαντινούς ο θάνατος δεν ήταν το τέλος· αντίθετα, είχαν βαθιά πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Πολλά από τα πλούσια έθιμα της τελευτής και της ταφής ενός Βυζαντινού ακολουθούνται μέχρι τις μέρες μας. Όταν ο θάνατος πλησίαζε, ο ετοιμοθάνατος συνήθως συνέτασσε τη διαθήκη του και καλούσε ιερέα για να εξομολογηθεί και να βαπτιστεί, σε περίπτωση που ήταν αβάπτιστος.
Με την έλευση του θανάτου ακολουθούσε μια σειρά τελετουργικών πράξεων, που περιλάμβανε το κλείσιμο του στόματος και των ματιών του νεκρού, το πλύσιμο του σώματός του με νερό και αρωματισμένο κρασί, το τύλιγμα του σώματός του με λευκές υφασμάτινες ταινίες (σαβάνωμα) και τέλος η τοποθέτησή του μέσα σε φέρετρο. Φαίνεται ότι και στο Βυζάντιο, τουλάχιστον στους πρώιμους αιώνες, τοποθετούσαν ένα νόμισμα στο στόμα του νεκρού για να πληρωθεί το ταξίδι στον άλλο κόσμο. Κατά τη διάρκεια της ολονυχτίας ο θρήνος των στενών συγγενών εκφραζόταν με πολλούς τρόπους, όπως με το συμβολικό κόψιμο των μαλλιών τους, με ολολυγμούς, που συχνά έφταναν στα όρια της υπερβολής, και φυσικά με τα μοιρολόγια, με τα οποία εξαίρονταν οι αρετές του νεκρού.
Η ταφή, που στο Βυζάντιο ήταν επιβεβλημένη, δεν τελούνταν σε προκαθορισμένο χρόνο. Η σορός του νεκρού μεταφερόταν στην τελευταία του κατοικία από συγγενείς, φίλους και από επαγγελματίες νεκροφόρους, ενώ η πομπή της κηδείας συνοδευόταν από ιερείς, ψάλτες και πλήθος κόσμου. Η μορφή των τάφων, όπου κατέληγε η νεκρώσιμη πομπή, μπορούσε να ποικίλλει από απλούς λακκοειδείς και κιβωτιόσχημους τάφους μέχρι σαρκοφάγους, ανάλογα με την κοινωνική θέση και την οικονομική κατάσταση του νεκρού. Το βράδυ της κηδείας, μετά την επιστροφή στο σπίτι, ακολουθούσε το περίδειπνο ή σύνδειπνο, το γεύμα που παρέθετε η οικογένεια του νεκρού και στο οποίο παρευρίσκονταν συγγενείς, φίλοι αλλά και κληρικοί.
Η δήλωση του πένθους - απαράβατο έθιμο για τους Βυζαντινούς - εκφραζόταν κυρίως με το κόψιμο των μαλλιών, τα μαύρα ρούχα και με την αποχή από το πλύσιμο, και, κατά διαστήματα, από το φαγητό. Στο Βυζάντιο, κατά τη ρωμαϊκή συνήθεια, το βαρύ πένθος διαρκούσε εννιά μέρες, ενώ το κανονικό τουλάχιστον έναν χρόνο. Η ταφή των νεκρών ήταν υποχρεωτική, ακόμα και στον πόλεμο, όπως όριζαν τα στρατιωτικά, τακτικά κείμενα δηλαδή με οδηγίες που απευθύνονταν σε στρατιωτικούς.
Για τους Χριστιανούς ο θάνατος είναι το πέρασμα του ανθρώπου από την επίγεια ζωή στην άλλη ζωή, την αιώνια. Πολλά έθιμα που σχετίζονταν με τον θάνατο και την ταφή στη βυζαντινή περίοδο κατάγονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, και ορισμένα έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας, στην Ορθόδοξη Ανατολή.
Καλύτερος θάνατος θεωρούνταν αυτός που έβρισκε τον άνθρωπο στο σπίτι του, με την οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω του, να του εκφράζει την αγάπη και τη συγγνώμη της, να ακούει τις τελευταίες του επιθυμίες και να δέχεται τις ευχές του (όπως πεθαίνει ο Διγενής Ακρίτας). Σε πολλές περιπτώσεις, λίγο πριν πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος έκανε τη διαθήκη του σε συμβολαιογράφο και καλούσε ιερέα για την τελευταία του εξομολόγηση και μετάληψη. Γενικά, οι άνθρωποι πέθαιναν πολύ νεότεροι, σε σχέση με την εποχή μας, και μάλιστα από τους πολλούς επικήδειους λόγους που έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας, φαίνεται ότι πέθαιναν πολλά παιδιά και νέοι.
Μνημόσυνα στη μνήμη των νεκρών πραγματοποιούνταν την τρίτη, ένατη και τεσσαρακοστή ημέρα, καθώς και με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατό τους. Στα μνημόσυνα, αρχικά, προσέφεραν φαγητό (νεκρόδειπνο) στους φτωχούς και στους παρευρισκόμενους φίλους και συγγενείς. Αργότερα τα γεύματα αυτά αντικαταστάθηκαν, ειδικά στην ελληνική Ανατολή, από τα κόλλυβα, τα οποία προσφέρονται μέχρι τις μέρες μας. Τα κόλλυβα φτιάχνονται από βρασμένο σιτάρι, ανακατεμένο με σπόρους από ρόδι, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες και κουκουνάρια.
Γιορτές Όλοι οι βυζαντινοί αγαπούσαν τις διασκεδάσεις. Θρησκευτικές γιορτές, γενέθλια, επέτειοι και σημαντικά κρατικά γεγονότα πρόσφεραν αφορμές για γλέντι.
Η αυστηρή βυζαντινή κοινωνία δεν ενθάρρυνε τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις Η αυστηρή βυζαντινή κοινωνία δεν ενθάρρυνε τις ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Τα πατερικά κείμενα διδάσκουν ότι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν σύμφωνα με τις χριστιανικές διδαχές και να μην παρεκτρέπονται σε εκδηλώσεις άσεμνες, όπως ο χορός και το θέατρο.
Παρά τις αντιδράσεις της εκκλησίας: -Στις απόκριες μεταμφιέζονταν και έκαναν παρελάσεις στους δρόμους. -Με αφορμή τη νέα σελήνη οι νέοι άναβαν φωτιές στους δρόμους και πηδούσαν από πάνω τους. -Στην επαρχία τα μεγάλα ετήσια πανηγύρια κατέληγαν σε λαϊκές γιορτές με τη συμμετοχή μάγων, αστρολόγων, ταχυδακτυλουργών.
Παρά την ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι το Βυζάντιο είναι ένας κόσμος που τον χαρακτηρίζει αυστηρότητα, θρησκευτικότητα και επιπλήξεις, θα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια να φανταστούμε τον κάτοικο του Βυζαντίου περισσότερο κοσμικό από ότι υποψιαζόμαστε και καθόλου πληκτικό.