ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΑΣΘΕΝΟΥΣ ΜΕ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΔΕΝΑ
Θυρεοειδής Αδένας Ο θυρεοειδής αδένας βρίσκεται μπροστά από το ανώτερο τμήμα της τραχείας και ακριβώς κάτω από το λάρυγγα. Ο αδένας αυτός έχει σχήμα πεταλούδας και διαθέτει δύο λοβούς που συνδέονται με μια δομή που ονομάζεται ισθμός. Ο αδενικός ιστός του θυρεοειδή αποτελείται από θυλάκια, τα οποία περιέχουν μια κολλώδη ουσία που ονομάζεται θυρεοσφαιρίνη και η οποία αποτελεί σύμπλοκο γλυκοπρωτεΐνης και ιωδίου. Τα κύτταρα των θυλακίων εκκρίνουν τις θυρεοειδικές ορμόνες (TH): τη θυροξίνη (Τ4) και την τριϊωδοθυρονίνη (Τ3).
Κύριος ρόλος των θυρεοειδικών ορμονών είναι η αύξηση του μεταβολισμού Κύριος ρόλος των θυρεοειδικών ορμονών είναι η αύξηση του μεταβολισμού. Είναι επίσης υπεύθυνες για τη σωματική και πνευματική ανάπτυξη των παιδιών. Η έκκριση των ΤΗ διεγείρεται από την απελευθέρωση ΤSH (θυρεοειδοτρόπου ορμόνης) από την υπόφυση και εξαρτάται από την ύπαρξη επαρκών αποθεμάτων ιωδίου. Ο θυρεοειδής αδένας εκκρίνει επίσης καλσιτονίνη, μια ορμόνη που ελαττώνει τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα, επιβραδύνοντας την απελευθέρωση ασβεστίου από τα οστά.
Παραθυρεοειδείς Αδένες Οι παραθυρεοειδείς αδένες (συνήθως 4-6) είναι ενσωματωμένοι στην οπίσθια επιφάνεια των λοβών του θυρεοειδούς αδένα. Εκκρίνουν την παραθυρεοειδική ορμόνη (ΡΤΗ), ή παραθορμόνη. Όταν τα επίπεδα ασβεστίου στο πλάσμα μειωθούν, η έκκριση ΡΤΗ αυξάνεται. Η ΡΤΗ, επίσης, ελέγχει τον μεταβολισμό του φωσφόρου. Δρα κυρίως αυξάνοντας τη νεφρική απέκκριση φωσφόρου, μειώνοντας τη νεφρική απέκκριση ασβεστίου, και αυξάνοντας την οστική απορρόφηση ώστε να απελευθερωθεί ασβέστιο από τα οστά. Φυσιολογικά επίπεδα βιταμίνης D είναι αναγκαία προκειμένου η ΡΤΗ να είναι σε θέση να ασκεί τις δράσεις αυτές στα οστά και τους νεφρούς.
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ Οι διαταραχές στην παραγωγή ή τη δραστικότητα των θυρεοειδικών ορμονών (TH) επηρεάζουν όλα τα κύρια συστήματα του οργανισμού. Στον ενήλικα, οι μεταβολές των ΤΗ επηρεάζουν, κατά κύριο λόγο, το μεταβολισμό, την καρδιοαγγειακή, τη γαστρεντερική και τη νευρομυϊκή λειτουργία. Οι διαταραχές του θυρεοειδούς –υπερθυρεοειδισμός και υποθυρεοειδισμός– είναι οι πιο συχνές διαταραχές του συστήματος του ενδοκρινών αδένων.
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ Ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να έχει διάφορα αίτια, όπως αυτοάνοσες διεργασίες (π.χ. στη νόσο Graves), η υπερέκκριση θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) από την υπόφυση, η θυρεοειδίτιδα, τα νεοπλάσματα (όπως η τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη) και η λήψη υπερβολικής δόσης θυρεοειδικών φαρμάκων. Οι συνηθέστερες αιτίες υπερθυρεοειδισμού είναι η νόσος Graves και η τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη.
Ο ασθενής με υπερθυρεοειδισμό, συνήθως, έχει αυξημένη όρεξη, εντούτοις χάνει βάρος και ενδέχεται να παρουσιάζει υπερκινητικότητα του εντέρου και διάρροια. Άλλες εκδηλώσεις που σχετίζονται με τον υπερμεταβολισμό, είναι η δυσανεξία στη ζέστη και η αυξημένη εφίδρωση. Τα μαλλιά τού ασθενούς είναι λεπτά και το δέρμα του είναι απαλό και ζεστό. Η συναισθηματική αστάθεια είναι συνήθης
ΠΑΘΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να είναι είτε πρωτοπαθής είτε δευτεροπαθής. Ο πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός (που είναι και ο συνηθέστερος) είναι δυνατόν να οφείλεται σε συγγενείς ανωμαλίες του αδένα, σε απώλεια θυρεοειδικού ιστού μετά από χειρουργική ή ραδιοϊσοτοπική αντιμετώπιση του υπερθυρεοειδισμού, σε λήψη αντιθυρεοειδικών φαρμάκων, σε θυρεοειδίτιδα, ή σε ενδημική στον πληθυσμό έλλειψη ιωδίου. Το καρδιολογικό φάρμακο αμιωδαρόνη, που περιέχει 75 mg ιωδίου σε κάθε δισκίο των 200 mg, ενοχοποιείται για την πρόκληση βλαβών στο θυρεοειδή (Porth, 2002). Ο δευτεροπαθής υποθυρεοειδισμός είναι δυνατόν να οφείλεται σε ανεπαρκή παραγωγή TSH από την υπόφυση ή σε περιφερική αντίσταση στις θυρεοειδικές ορμόνες. Ο υποθυρεοειδισμός έχει βραδεία έναρξη, με τις εκδηλώσεις του να εμφανίζονται μετά από μήνες ή ακόμη και έτη. Με την κατάλληλη αγωγή, τα σωματικά και ψυχικά συμπτώματα των ασθενών όλων των ηλικιών υποστρέφουν ταχέως.
Στις χαρακτηριστικές εκδηλώσεις του υποθυρεοειδισμού περιλαμβάνονται η ανάπτυξη βρογχοκήλης, η κατακράτηση υγρών και τα οιδήματα, η ελάττωση της όρεξης, η αύξηση βάρους, η δυσκοιλιότητα, η ξηροδερμία, η δύσπνοια, το βράγχος φωνής και η μυϊκή δυσκαμψία. Πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν μειωμένη αίσθηση της γεύσης και της όσφρησης, διαταραχές της εμμήνου ρύσεως, αναιμία και αύξηση του μεγέθους της καρδιάς. Ο σφυγμός είναι συνήθως βραδύς. Η έλλειψη των ΤΗ προκαλεί διαταραχές στον μεταβολισμό των λιπιδίων με αποτέλεσμα να παρατηρούνται αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και τριγλυκεριδίων στον ορό. Έτσι, ο ασθενής διατρέχει αυξημένο κίνδυνο αθηροσκλήρυνσης και καρδιακών βλαβών. Η μειωμένη ροή αίματος στους νεφρούς και η ελάττωση του ρυθμού σπειραματικής διήθησης μειώνουν την ικανότητα των νεφρών να αποβάλουν νερό, γεγονός που είναι δυνατόν να προκαλέσει υπονατριαιμία. Η άπνοια κατά τον ύπνο είναι συχνότερη στους ασθενείς με υποθυρεοειδισμό. Ελάττωση των ΤΗ προκαλούν και η έλλειψη ιωδίου και η θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να οδηγήσει σε μια βαριά κατάσταση που ονομάζεται μυξοιδηματικό κώμα.