ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΜΕ ΛΥΚΕΙΑΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2015-2016 ΤΑΞΗ: Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Α΄ ΤΡΙΜΗΝΟ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΒΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΠΕΔΙΟ: ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ
ΘΕΜΑ: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ, ΑΚΟΝΤΙΣΤΗΣ, ΑΣΒΕΣΤΑΣ. ΒΕΛΙΓΙΑ ΑΪΣΕ-ΙΩΑΝΝΑ: ΓΑΝΩΤΗΣ, ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ, ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ, ΡΑΦΤΗΣ. ΚΑΛΟΓΕΡΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ: ΚΑΣΤΑΝΑΣ,ΚΑΦΕΤΣΗΣ, ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ, ΨΑΡΑΣ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ: ΓΑΛΑΤΑΣ,ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ, ΛΟΥΣΤΡΟΣ. ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΒ ΓΚΕΟΡΓΚΙ: ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ, ΜΥΛΩΝΑΣ, ΝΕΡΟΥΛΑΣ. ΛΙΑΚΟΣ ΗΛΙΑΣ: ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ, ΠΑΛΙΑΤΖΗΣ, ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ. ΣΟΥΛΑ ΒΑΛΜΠΟΝΑ: ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ,ΣΑΛΕΠΙΤΖΗΣ, ΣΑΜΑΡΑΣ, ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΣ, ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ.
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: ΜΑΡΚΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, ΠΕ01-ΘΕΟΛΟΓΟΣ. ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: ΜΑΡΚΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ, ΠΕ01-ΘΕΟΛΟΓΟΣ.
ΑΓΩΓΙΑΤΗΣ Μέχρι τη δεκαετία του ‘30 δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα και η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις. Οι άνθρωποι και τα προϊόντα μεταφέρονταν από τον αγωγιάτη. Για τη μεταφορά των προϊόντων χρησιμοποιούσαν ξύλινα κιβώτια, σακιά, τσουβάλια κ.ά. Κάθε αγωγιάτης είχε 4-5 ζώα( μουλάρι, άλογο, γαϊδούρι). Εκείνος που δεν είχε, μετέφερε τα αντικείμενα με ένα σάκο στον ώμο. Απαραίτητη ήταν η άδεια ηνιοχίας, εφόσον χρησιμοποιούσε κάρο για επαγγελματική χρήση. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο εξαφανίστηκε εντελώς ο αγωγιάτης, γιατί άρχισαν να κυκλοφορούν τα πρώτα αυτοκίνητα.
ΑΚΟΝΙΣΤΗΣ Ο ακονιστής γυρνούσε σε όλες τις γειτονιές κουβαλώντας στην πλάτη του το ακόνι. Αυτό ήταν ένας τροχός από σκληρή και λεία πέτρα και στηριζόταν πάνω σε μία ξύλινη βάση. Πάνω στο ακόνι υπήρχε και ένα πετάλι, το οποίο με τη δύναμη που ασκούσε στο πόδι του ο ακονιστής, έβαζε σε περιστροφική κίνηση τον τροχό. Πάνω στον τροχό ακόνιζε μαχαίρια, ψαλίδια, τσεκούρια κ.ά. Μετά ίσιωνε το τσεκούρι, αν είχε στραβώσει από την πολλή χρήση, του έβαζε λίγο λάδι και ήταν έτοιμο για χρήση. Εκτός από το ακόνι, υπήρχαν οι κυλινδρικοί ράβδοι αποκλειστικά για το ακόνισμα μαχαιριών.
ΑΣΒΕΣΤΑΣ Ή ΑΣΠΡΙΤΖΗΣ Παλιά οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τον ασβέστη για να διατηρούν τον εξωτερικό χώρο του σπιτιού και των μαγαζιών τους καθαρό και όμορφο αλλά και για να προστατευθούν από κάποιες ασθένειες. Γιατί ο ασβέστης ήταν απολυμαντικό. Αυτή τη δουλειά την έκανε ο ασβεστάς με τον κουβά και το πινέλο και αργότερα με τον ψεκαστήρα. Περισσότερη δουλειά είχαν στις παραμονές των μεγάλων γιορτών. Ορισμένοι ασβεστάδες πουλούσαν στις γειτονιές ασβεστόπετρα από νταμάρια και οι νοικοκυρές άσπριζαν μόνες τους το σπίτι.
ΓΑΛΑΤΑΣ Ο γαλατάς ήταν ιδιοκτήτης αγελάδας, κατσίκας, προβάτου και έκανε ο ίδιος τη διανομή του προϊόντος του στα σπίτια. Όταν δεν είχε ζώα, αγόραζε το γάλα από έναν παραγωγό και το μεταπουλούσε στα σπίτια. Το γάλα που άρμεγε, το έβαζε στη γαλόμετρα, για να γνωρίζει την ποσότητα γάλακτος που παρήγαγε. Γέμιζε την καρδάρα με γάλα και το χτυπούσε για να αφρίσει. Έριχνε το γάλα σε μεγάλα γκιούμια (δοχεία με μεγάλο στόμιο) και τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι του. Φόρτωνε από τη μία πλευρά τη μόστρα( λαμαρένια βάση) με τα γιαούρτια και από την άλλη το δοχείο με το γάλα. Σήμερα το γάλα που πίνουμε δεν έχει καμία σχέση με εκείνο το γάλα.
ΓΑΝΩΤΗΣ Ή ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ Ή ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ ΓΑΝΩΤΗΣ Ή ΓΑΝΩΜΑΤΗΣ Ή ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ Παλιά όλα τα οικιακά σκεύη ήταν αποκλειστικά από χαλκό και σε περίπτωση οξείδωσης του επικαλύμματός τους λεγόντουσαν «αγάνωτα» και ήταν επικίνδυνα για το φαγητό. Έπρεπε η επιφάνειά τους να περαστεί με ένα ειδικό μέταλλο, τον κασσίτερο(καλάι) . Η διαδικασία αυτή γινόταν από τον γανωτή, που περνούσε μια φορά την εβδομάδα από τις γειτονιές της Βοιωτίας. Η πληρωμή του ήταν κατά κύριο λόγο σε είδος: αυγά, σιτάρι, κ.ά.
ΓΥΡΟΛΟΓΟΣ Πεζός με ένα μακρόστενο καλάθι στο χέρι ή καβάλα στο γαϊδουράκι του φορτωμένο με δύο ντουλαπάκια, γύριζε στις γειτονιές και διαλαλούσε την πραμάτεια του στις νοικοκυρές: κορδέλες, κουμπιά, υφάσματα με τον πήχη, πουκάμισα, κάλτσες, λάστιχο, κουβαρίστρες και άλλα μικροαντικείμενα. Η πληρωμή του γινόταν συνήθως σε είδος: σιτάρι, καλαμπόκι κ.ά. Ο γυρολόγος ήταν πολύ χρήσιμος για τους ανθρώπους, γιατί τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα να μετακινούνται εύκολα, αφού δεν υπήρχαν κατάλληλοι δρόμοι και μέσα συγκοινωνίας ούτε και ελεύθερος χρόνος. Σήμερα υπάρχουν κάποιοι πλανόδιοι έμποροι.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΠΩΛΗΣ Παλιότερα τα νέα οι άνθρωποι τα μάθαιναν από τις εφημερίδες μόνο. Δεν υπήρχε ούτε το ραδιόφωνο ούτε η τηλεόραση. Ο πλανόδιος εφημεριδοπώλης μοίραζε τις εφημερίδες τρέχοντας και έχοντάς τες κάτω από τη μασχάλη του. Μετά ταξινομούσε τις εφημερίδες κατά φύλλο και κατά πελάτη και κατά πελάτη μέσα σε μία δερμάτινη τσάντα, την φόρτωνε στον ώμο του σταυρωτά και γυρνούσε από γειτονιά σε γειτονιά. Το επάγγελμα το ασκούσαν κυρίως παιδιά ηλικίας 10-15 χρόνων. Είχε μόνιμους και έκτακτους πελάτες. Για να προσελκύσει τους περαστικούς φώναζε δυνατά «εφημερίδες…παράρτημα!».
ΚΑΣΤΑΝΑΣ Ξεκινούσε τη δουλειά του από τις αρχές φθινοπώρου και σταματούσε στο τέλος του χειμώνα. Έπιανε μια γωνιά κάποιου πολυσύχναστου δρόμου ή περιφερόταν έξω από τα σχολεία, στις πλατείες, σε γυμναστικές επιδείξεις και σε άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις. Γυρνούσε με την κινητή φουφού(φορητό μαγκάλι με κάρβουνα), που ήταν στρογγυλή, χωρισμένη σε τρία μέρη, για να τοποθετεί τα κάστανα ανάλογα με το μέγεθός τους. το μέγεθος καθόριζε την τιμή. έβαζε φωτιά στη φουφού, χάραζε με μαχαίρι τα κάστανα και τα τοποθετούσε πάνω της. Δυνάμωνε τη φωτιά κάνοντας αέρα με ένα χοντρό χαρτί.
ΚΑΦΕΤΖΗΣ Από τα παλαιότερα επαγγέλματα, αφού και στο πιο μικρό χωριό υπήρχε καφενείο. Φορούσε μια άσπρη ποδιά, με μια μεγάλη τσέπη μπροστά και με ένα δίσκο στο χέρι μετέφερε τις παραγγελίες των πελατών. Γελαστός πάντα για να ανέχεται τις ιδιοτροπίες των πελατών αλλά και μερακλής για να ικανοποιεί όλα τα γούστα στον καφέ. Το καφενείο είχε τον πάγκο με τη γκαζιέρα, τα μπακιρένια μπρίκια, τα φλυτζάνια, όπου ετοίμαζε τον καφέ και τα ποτά. Σήμερα τα καφενεία έχουν εκσυγχρονιστεί. Όλα γίνονται με μηχανές. Λίγα παραδοσιακά καφενεία υπάρχουν.
ΚΟΥΛΟΥΡΑΣ ο κουλουράς ήταν ένας βιοπαλαιστής. Φορώντας το άσπρο του σκούφο και την άσπρη ποδιά πουλούσε κουλούρια φωνάζοντας "εδώ τα τραγανά και τα νόστιμα κουλούρια! " Έβαζε τα κουλούρια σε έναν ταβλά(στρογγυλό ταψί)ή σε ένα πανέρι και το πήγαινε από τα χαράματα σε κάποιον φούρνο με τον οποίο είχαν συνεργασία. Τα έψηνε ο φούρναρης, τα έπαιρνε ο κουλουράς και τα πήγαινε σε ένα συγκεκριμένο στέκι. Σήμερα μπορεί να συναντήσει κανείς κάποιον κουλουρά σε κάποια εκδήλωση, όμως τα κουλούρια δεν παρασκευάζονται με προζύμι και δεν ψήνονται σε φούρνο με ξύλα, όπως παλιά.
ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ Ήταν πλανόδιος μουσικάντης. Κρατούσε στο χέρι έναν τρίποδα και στον ώμο τη στολισμένη λατέρνα. Την έστηνε σε κάποιο σταυροδρόμι, γύριζε τη μανιβέλα και γέμιζαν μελωδίες οι γειτονιές. Αποτελούνταν από ένα κιβώτιο μέσα στο οποίο βρισκόταν ο μηχανισμός που εκτελούσε τα μουσικά κομμάτια. Αυτός περιελάμβανε πολλούς κυλίνδρους, καθένας από τους οποίους απέδιδε ένα τραγούδι. Ένα είδος λατέρνας ήταν η ρομβία (POMBIA=Πομπηία). Ήταν βασισμένη στις ίδιες αρχές της λατέρνας αλλά είχε πιο μεγάλες διαστάσεις και διαφορετικό ήχο, γι’ αυτό και μετακινούνταν με ρόδες.
ΛΑΤΕΡΝΑ ΚΑΙ ΡΟΜΒΙΑ
ΛΟΥΣΤΡΟΣ Η ονομασία προέρχεται από τη λέξη "λούστρο" που σημαίνει στιλπνή και γυαλιστερή επιφάνεια. Ο λούστρος διέθετε: ένα ξύλινο ή μεταλλικό κασελάκι, που στις πλαϊνές του θήκες είχε διάφορες μπογιές και βούρτσες. Το κρεμούσε στον ώμο του με δερμάτινο λουρί και κρατούσε και ένα καρεκλάκι. Ο πελάτης άπλωνε το πόδι στην ειδική ξύλινη υποδοχή της κασέλας, ο λούστρος δίπλωνε το παντελόνι προς τα πάνω και τοποθετούσε χαρτόνια γύρω από τις κάλτσες για να μη λερωθούν. Καθάριζε τα παπούτσια από τη σκόνη και τις λάσπες, τα έβαφε και τα γυάλιζε. Το επάγγελμα του λούστρου έχει εκλείψει σήμερα.
ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ Ή ΚΟΥΡΕΑΣ Το παραδοσιακό κουρείο απευθυνόταν μόνο στους άνδρες. Διέθετε: μία αναπαυτική καρέκλα με στήριγμα κεφαλιού προς τα πίσω, έναν καθρέπτη στον τοίχο, ένα τραπέζι για τα εργαλεία, κρεμάστρες, λαδάκωνο για το ακόνισμα των ξυραφιών, σαπούνι, ξυράφι, σουμπλιμέ για την απολύμανση των ξυραφιών, ταλκ, μαντέκα(χένα) για το βάψιμο του μουστακιού, μπριγιόλ( σαν λακ), ψαλίδι, χτένες, πινέλο, μια λευκή πετσέτα για το στήθος και τους ώμους του πελάτη, κολόνια και κρέμα για επιδερμίδα χωρίς ερεθισμούς. Ο κουρέας είχε και ιατρικές γνώσεις για τριχόπτωση, περιποίηση σβέρκου, χελώνια( μόλυνση αυχένα).
ΜΥΛΩΝΑΣ Είχε τον μύλο του κοντά στο σπίτι του. Το φθινόπωρο και την άνοιξη οι άνθρωποι πήγαιναν στον μυλωνά σιτάρι, καλαμπόκι ή ρεβίθια, για να παρασκευάσει σιταρένιο ή καλαμποκίσιο αλεύρι. Ο μύλος είχε: φτερωτή που έθετε σε κίνηση το μύλο με την βοήθεια νερού, δύο μυλόπετρες, το φρένο, την κάσα, την πλάστιγγα, τις σέσουλες, το βαρίδι και το μυλοκόπι. Ο μυλωνάς κρατούσε το «ξάι», δηλαδή ένα μικρό μερίδιο από σιτάρι ή καλαμπόκι, που του είχε πάει ο πελάτης. Σπάνια έπαιρνε χρήματα. Σήμερα οι εν ενεργεία μύλοι δεν λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο.
ΝΕΡΟΥΛΑΣ Πριν μερικές δεκαετίες, δεν υπήρχε στις πόλεις δίκτυο ύδρευσης αλλά ούτε και πολλές βρύσες, οι άνθρωποι αγόραζαν νερό από τον νερουλά. Πρώτα η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες, τους οποίους τους γέμιζε από μια κεντρική βρύση. Μετά τους έδενε σε ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο. Αργότερα αντί για τενεκέδες, κουβαλούσε μεγάλα μπακιρένια γκιούπια. Όταν οι ανάγκες των ανθρώπων αυξήθηκαν, είχε μαζί του ένα γαϊδούρι ή μουλάρι, που φόρτωνε με ξύλινα βαρέλια 30 οκάδων το καθένα. Από την κάνουλα του βαρελιού γέμιζε τις κανάτες της νοικοκυράς. Αυτή η δουλειά γινόταν από την άνοιξη ως το φθινόπωρο.
ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ Όταν πλησίαζε το Πάσχα, ο παγωτατζής έκανε την εμφάνισή του. Με μια άσπρη ποδιά και σκούφο και με ένα αυτοσχέδιο καρότσι με ένα πάνινο σκέπαστρο από πάνω, για να προφυλάσσεται το περιεχόμενο από τον ήλιο, γυρνούσε στις γειτονιές. Η αμοιβή του ήταν ένα πενηνταράκι ή μια δραχμή και όταν δεν υπήρχαν χρήματα, αυγά ή γάλα. Αρχικά έβραζε το γάλα, το τοποθετούσε μέσα σε ένα μεταλλικό κάδο, που βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Μέσα στο γάλα πρόσθετε νερό, αυγά, κακάο, βανίλια και άλλα αρώματα. Ανάμεσα στον μεταλλικό κάδο και στο βαρέλι υπήρχε ένα κενό στο οποίο τοποθετούσε περιμετρικά πάγο.
ΠΑΛΙΑΤΖΗΣ Γυρνούσε στους δρόμους πεζός με ένα καλάθι στο χέρι ή με το γαϊδουράκι του. Ζητούσε από τους κατοίκους παλιά αντικείμενα: σίδερα, κατσαρόλες, μαχαιροπίρουνα, έπιπλα, βιβλία, διακοσμητικά κ.ά. Αν ήταν χαλασμένα, τα επισκεύαζε, τα έβαφε και τα πουλούσε σε παζάρια ή μαγαζιά. Διαπραγματευόταν τα χρήματα που έπρεπε να δώσει, ανάλογα με την καλή ή κακή κατάσταση που βρισκόταν το αντικείμενο αλλά και τη χρησιμότητά του. Ο σημερινός παλιατζής κυκλοφορεί με αγροτικό φορτηγάκι και φωνάζει από το μεγάφωνο.
ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ Ή ΑΛΜΠΑΝΗΣ Επειδή τα ζώα που μετέφεραν βαριά φορτία και βάδιζαν σε ανώμαλους δρόμους, ήταν απαραίτητο να προφυλάξουν τις οπλές τους από τη φθορά, να μην γλιστρούν και να μην κουτσαίνουν, τα πήγαιναν στον πεταλωτή. Αρχικά το πετάλωμα γινόταν με δερμάτινες θήκες, αργότερα αντικαταστάθηκε με σιδερένια πέταλα. Αγόραζε ράβδους σιδήρου, τις πύρωνε στη φωτιά και σφυρηλατούσε μέχρι να δώσει το σχήμα των οπλών. Υπήρχαν δύο είδη πεταλώματος: το πέταλο που κάλυπτε όλη την επιφάνεια της οπλής και το πέταλο το ελλειψοειδές με τρεις ή τέσσερεις τρύπες για τα καρφιά.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ Έστηνε τη μεγάλη του τετράγωνη φωτογραφική μηχανή, με τον προεξέχοντα φακό πάνω σε ένα τρίποδα. Στα πλάγια της μηχανής είχε ένα τζάμι που έβαζε τις καλύτερες φωτογραφίες, για να βλέπουν οι υποψήφιοι πελάτες και να διαλέγουν πόζα. Πίσω από το κουτί ήταν ένα μεγάλο μαύρο κάλυμμα που χωρούσε το μισό κορμί του φωτογράφου. Έβαζε τον πελάτη να στηθεί σε όμορφο φόντο και έβγαζε το καπάκι από το φακό, έμπαινε μέσα στο μαύρο κάλυμμα και έβγαζε τη φωτογραφία.
ΡΑΦΤΗΣ Η ραπτική ήταν κύρια οικιακή ασχολία των γυναικών, φτιάχνοντας τα βασικά είδη ρουχισμού και καλύπτοντας τις ανάγκες όλης της οικογένειας. Οι επαγγελματίες ράπτες που εμφανίστηκαν αργότερα, ήταν δημιουργοί αποκλειστικά ανδρικών ενδυμάτων από τσόχα ή υφαντό που τα έραβαν με μεταξωτή κλωστή και τα διακοσμούσαν με κεντήματα και κουμπιά. Η μοδίστρα ήταν για τα γυναικεία ενδύματα. Αρχικά ο ράφτης χρησιμοποιούσε ραπτομηχανή χεριού που αργότερα αντικαταστάθηκε με μηχανή ποδιού.
ΣΑΛΕΠΙΤΖΗΣ Μικρασιάτες οι περισσότεροι, έφεραν από εκεί την δουλειά, που οι ρίζες της φτάνουν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πρωί πρωί ακουγόταν η φωνή του σαλεπιτζή: «σαλέπι ζεστό!». Με τον άσπρο σκούφο του και την ποδιά στη μέση με τα κουπάκια, κουβαλούσε το χάλκινο γκιούμι με τα περίτεχνα σχέδια και το θαυματουργό πηχτό υγρό να αχνίζει. Γέμιζε το κουπάκι, έριχνε κανέλα και το πρόσφερε στον πελάτη πάνω σε δίσκο. Έπινε ο πελάτης, επέστρεφε το κουπάκι και πλήρωνε. «Σαλέπι» είναι τούρκικη λέξη και σημαίνει «ζεστό ποτό».
ΣΑΜΑΡΑΣ Ή ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ Ή ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΣ Ο σαμαρἀς ή σαμαρτζής κατασκεύαζε το σαμάρι που χρησίμευε ως κάθισμα του αναβάτη στο άλογο ή γαϊδούρι ή μουλάρι και για την στερέωση διαφόρων αντικειμένων. Συνήθως χρησιμοποιούσε ξύλο μουριάς ή πλατάνου. Προμηθευόταν δέρμα από τον βυρσοδέψη, σαμαροσκούτι, που ήταν ένα χονδρό ύφασμα και ήταν κατάλληλο για την εσωτερική επένδυση του σαμαριού, χονδρή ψάθα, λινάτσα και σπάγκος.
ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΣ ή ΣΙΔΕΡΑΣ Εργαζόταν σε μία αποθήκη με χωμάτινο δάπεδο. Εργαλεία του ήταν: το καμίνι, το φυσερό, το αμόνι, το δρέπανο, κοπίδια, ψαλίδια, ηλεκτροσυγκόλληση, κουβάς με νερό. Άναβαν το καμίνι, χρησιμοποιούσαν το φυσερό φυσώντας μέσα στο καμίνι για να διατηρηθεί η φωτιά σε υψηλή θερμοκρασία. Ζέσταιναν τα σίδερα στη φωτιά ώσπου να γίνουν κόκκινα και εύπλαστα. Στη συνέχεια το τοποθετούσαν με μια τσιμπίδα στο αμόνι. Πάνω εκεί το χτυπούσαν με μια βαριά και του έδιναν το σχήμα και τη μορφή που ήθελαν. Ήταν μια δουλειά δύσκολη, σκληρή και ανθυγιεινή.
ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ Ο τσαγκάρης μπάλωνε τα παπούτσια στα σημεία που είχαν σχιστεί, τα κολλούσε, αν είχαν τρυπήσει και έβαζε καινούριες σόλες, αν είχαν φθαρεί οι παλιές. Εκτός από επιδιορθώσεις, έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή τα παπούτσια. Εργαλεία του ήταν: φαλτσέτες, σουβλιά, βελόνες, κερωμένοι σπάγκοι, σφυριά, καλαπόδια, πέταλα, καρφιά. Σήμερα αυτό το επάγγελμα χάνεται σιγά σιγά, αφού πριν χαλάσει ένα ζευγάρι παπούτσια, το αντικαθιστούμε με ένα καινούριο. Ωστόσο υπάρχουν εργαστήρια, που λειτουργούν μόνο για επισκευές υποδημάτων.
ΥΦΑΝΤΡΑ Μέχρι το τέλος του 19ου αι. και αρχές 20ου όλα τα μάλλινα και βαμβακερά είδη γίνονταν στον αργαλειό. Υπήρχαν υφάντρες που δούλευαν επαγγελματικά. Είχαν μόνιμα στημένο αργαλειό και ύφαιναν κιλίμια, σεντόνια, κουρελούδες, κουβέρτες, φλοκάτες, χαλιά, πετσέτες, τραπεζομάντηλα, σκουτιά ως και τα σπάργανα του μωρού. Πρώτα γινόταν η κουρά, η διαλογή, το ζεμάτισμα και το κοπάνισμα του μαλλιού. Στην συνέχεια το άπλωναν να στεγνώσει στον ήλιο, μετά το έξαναν και το πήγαιναν στη λανάρα για να γίνει νήμα. Ύστερα το έβαφαν, βράζοντάς το με το χρώμα σε καζάνια, μετά το ξέπλεναν με νερό και το άφηναν να στεγνώσει.
ΨΑΡΑΣ Γυρνούσε πάντα ξυπόλητος, με μισογυρισμένα πάνω τα παντελόνια και στο κεφάλι μια στρογγυλή ξύλινη τάβλα, που την κρατούσε με το ένα χέρι, η οποία ήταν γεμάτη από φρέσκα ψάρια. Στο άλλο χέρι κρατούσε έναν κουβά με κρύο νερό για να δροσίζει τα ψάρια και να διατηρούνται φρέσκα. Όταν τα ψάρια ήταν πολλά τα είχε στο πανέρι. Μαζί του είχε και την παλάντζα. Γύρω στη δεκαετία του ’30, όταν άρχιζε να χρησιμοποιείται ο πάγος, άφησε την τάβλα και το πανέρι και πήρε καρότσι. Έβαζε μέσα σε αυτό ξύλινα καφάσια με ψάρια και τα πασπάλιζε με πάγο.
Όλοι οι άνθρωποι που έζησαν στις εποχές που άκμαζαν αυτά τα επαγγέλματα, θυμούνται τους παλιούς επαγγελματίες και διηγούνται διάφορες ιστορίες σχετικά με αυτούς. Αυτό συμβαίνει γιατί τότε οι άνθρωποι συνάπτανε φιλίες ή τουλάχιστον είχαν καλές σχέσεις με αυτούς, τους εμπιστεύονταν και περνούσαν μαζί χαρές και λύπες. Δεν υπήρχε η ψυχρή σχέση μεταξύ πελάτη και επαγγελματία, που υπάρχει σήμερα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βουγέση, Αθανασία. Βουγέση Γεωργία. (1997) Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Επαγγέλματα που χάνονται. Αθήνα: Γραφικές Τέχνες Μαμάκος. Κούκου, Μαρία. (2005) Παλαιά Επαγγέλματα. Παράδοση και Ιστορία στη γη της Βοιωτίας. Λεβαδειά: Επιμελητήριο Βοιωτίας. . Κουτσοκλένης, Γεώργιος. (2002) Φθίνοντα επαγγέλματα. Ασχολίες γυναικών που ξεχάστηκαν. Παραδοσιακές καλλιέργειες. Αθήνα: Γραφικές Τέχνες Ν. και Ε. Σανιδάς. Μαλαμέλλης,Παναγιώτης. (1983) Παληοζωή. Αληθινές ιστορίες του χωριού. Επαγγέλματα που χάθηκαν. Χωρατά και αστεία. Αθήνα: Στέφ. Δ. Βασιλόπουλος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μουζίλο Ευρυτανίας. (2015) Παλιά Επαγγέλματα που έχουν χαθεί ( έτσι απλά οι νέοι να μαθαίνουν και οι παλιοί να θυμούνται). Ενημερωτικό Μπλοκ . [online] 1-7. Μπαλαφούτης, Κώστας. (1995) Παραδοσιακά Επαγγέλματα και Συνήθειες. 2η. Καλαμάτα: Ανδρέας Σκιάς. Πολιτιστικός Σύλλογος Τέρπνης Σερρών. (2012) Παλιά Επαγγέλματα που χάθηκαν. Ενημερωτικό Μπλοκ . [online] 1-5. Σαρησάβββας, Βασίλης. (2000) Παραδοσιακά Επαγγέλματα. Ταξίδι στο χθες. 2η. Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης Παιδεία. Σάρρας, Γιάννης. (1993) Παράδοση και χρέος. Αθήνα: Ιωλκός.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Οδηγίες για τις Βιωματικές Δράσεις Ημερήσιου και Εσπερινού Γυμνασίου για το σχ. έτος 2015-2016 Σχολική και Κοινωνική Ζωή – Οδηγός εκπαιδευτικού Πρόγραμμα Σπουδών – Σχολική και κοινωνική Ζωή Βασικό Επιμορφωτικό Υλικό Τόμος Δ΄ - Θέματα Αξιοποίησης της Ομάδας στη Σχολική Τάξη (Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης) Βασικό Επιμορφωτικό Υλικό Τόμος Α΄- Γενικό Μέρος (Μείζον Πρόγραμμα Επιμόρφωσης)