ΑΣΠΑΙΤΕ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΣΥΠ Μάθημα: Συμβουλευτική στη Δια Βίου Ανάπτυξη Καθηγήτρια: Τσακίρη Θεανώ Εργασία: Kινηματογραφική ταινία «The white ribbon» του Michael Haneke. Των: Των Μουντούση Βασιλικής, Σιάτρα Αδαμαντίας.
«Η λευκή κορδέλα» του Μίχαελ Χάνεκε διαδραματίζεται σε ένα προτεσταντικό χωριό της Γερμανίας πριν την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο σκηνοθέτης μέσα από την ανάπτυξη παράλληλων ιστοριών μας παρουσιάζει τους βασικούς πρωταγωνιστές: τον δάσκαλο (ο οποίος είναι και ο αφηγητής της ταινίας), τον γιατρό, τον πάστορα, τον Βαρώνο, την νταντά, τη μαμή και έναν αγρότη. Στην ταινία, μέσα από τα μάτια του δασκάλου, ενός νέου ανθρώπου που έρχεται να ζήσει και να εργαστεί στο χωριό, βλέπουμε όλα τα παραπάνω πρόσωπα. Με αφορμή κάποια ατυχήματα εισχωρούμε στην καθημερινότητα τους και παρακολουθούμε τις ζωές τους.
Ο γιατρός συμβιώνει με τα δύο του παιδιά, τα οποία –μετά τον θάνατο της γυναίκας του- φροντίζει η μαμή, που με την σειρά της μεγαλώνει μόνη της τον με νοητική στέρηση ανήλικο γιο της. Ο πάστορας ζει με την γυναίκα και τα πέντε παιδιά τους στα οποία φορά μια λευκή κορδέλα ως μέσο τιμωρίας και την αφαιρεί όταν θεωρεί ότι έχουν πια συμμορφωθεί. Ο Βαρώνος ζει με τη σύζυγό του και τα τρία τους παιδιά για τα οποία έχει προσλάβει μια 17χρονη νταντά η οποία έρχεται να εργαστεί εκεί από το διπλανό χωριό και την ερωτεύεται ο δάσκαλος. Τέλος, η οικογένεια του αγρότη, όπου με αφορμή ένα εργατικό ατύχημα που θα προκαλέσει τον θάνατο της γυναίκας του, θα πυροδοτήσει πράξεις εκδίκησης από τον μεγάλο γιο της οικογένειας του αγρότη προς την οικογένεια του Βαρώνου. Όλες αυτές οι ιστορίες συνδέονται γύρω από το ερώτημα σχετικά με το ποιος ή ποιοι είναι υπεύθυνοι για τα ατυχήματα που συνέβησαν.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Μια αστυνομική ταινία, ένα ψυχολογικό θρίλερ, ένα κοινωνικό δράμα, μια πολιτική ταινία και όλα αυτά εκφρασμένα άρτια κινηματογραφικά, εικαστικά, φιλοσοφικά. Μέσα από αυτές τις φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει την κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση μιας μικρής κοινότητας. Σταδιακά χτίζει το πάζλ μιας κοινωνίας που ενώ φαίνεται ότι ζει ήσυχα και ειρηνικά κρύβει καλά μυστικά, αδυναμίες και ενοχικές συμπεριφορές είτε ολόκληρων οικογενειών είτε μελών της ξεχωριστά. Έτσι αντιλαμβανόμαστε τις αρχές, τις αντιλήψεις, τις σκέψεις, τις επιθυμίες και την ηθική τους. Παρατηρούμε βίαιες συμπεριφορές στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών με αποκορύφωμα την επιβολή της «λευκής κορδέλας» στα παιδιά ως μέσο τιμωρίας και συμμόρφωσης. Ενώ λαμβάνουν χώρα ιστορίες αιμομιξίας, εξωσυζυγικών σχέσεων, διαπροσωπικών συγκρούσεων έως και εγκληματικών πράξεων, κανείς δεν φαίνεται να τα ομολογεί, να τα αξιολογεί ή να ζητάει βοήθεια.
Αντιθέτως μια λύση φαίνεται να είναι η φυγή από τον τόπο αυτό η οποία εκφράζεται από την σύζυγο του Βαρώνου και χαρακτηριστικά αναφέρει: «Δεν αντέχω άλλο αυτό το μέρος. Φεύγω για να μην μεγαλώσουν τα παιδιά σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί, η κακία, η ζήλεια, η βλακεία και η σκληρότητα. Βαρέθηκα τους διωγμούς, τις απειλές, τις πράξεις εκδίκησης…». Ακόμα και ο δάσκαλος στην προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας, προτρέπεται και τελικά και ο ίδιος σιωπά για να μην ταράξει τα ήρεμα νερά της ζωής του χωριού και να μην βγάλει στην επιφάνεια πράγματα τα οποία η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να δεχτεί. Το πρόβλημα φαίνεται να είναι ότι όχι απλώς η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να ξεπεράσει τα προβλήματά της, αλλά αντίθετα θα τα αναπαράγει με τον χειρότερο τρόπο. Αυτή η γενιά χρονικά και ιστορικά θα αναδείξει τον Χίτλερ και την επιβολή του Ναζισμού.
Η κοινωνία πολλές φορές συγκαλύπτοντας αστοχίες, λάθη και αδυναμίες τελικά τα ενισχύει. Η αριστοκρατία διατηρεί τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά και η σεξουαλικότητα των ενηλίκων κυριαρχείται από τον πουριτανισμό, υποβόσκουν όμως ανομολόγητα πάθη όπως και η παιδεραστία. Η πειθαρχία και η σκληρότητα καταπιέζει τα παιδιά και τα οδηγεί σε πράξεις απελπισίας και αυτοκαταστροφής.
Η ταινία μπορεί να αποτελέσει εργαλείο για την απεικόνιση και τη μελέτη εκπαιδευτικών συστημάτων και οργάνωσής τους τόσο σε θεωρητικό επίπεδο, όσο και πρακτικό. Όταν τα παιδιά δεν μπορούν να προβάλλουν τα «δημιουργικά» στοιχεία από την προσωπικότητά τους, τότε εγκλωβίζονται σε «άγραφους κανόνες» και προκαταλήψεις μιας κοινωνίας. Αυτή η κοινωνία θα εξακολουθεί να είναι αυταρχική και να ευνοεί τις βίαιες συμπεριφορές, διότι τα προβλήματα συμπεριφοράς των παιδιών σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το γενικότερο ψυχολογικό κλίμα και τον τρόπο οργάνωσης, τόσο του ίδιου του σχολείου αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας.
Συντηρητικά καθεστώτα δεν προάγουν την δημιουργική και ελεύθερη σκέψη όχι μόνο των μαθητών αλλά και των εκπαιδευτικών. Στην περίπτωση αυτή άλλοι θεσμοί (θρησκευτικοί, κ.α.) αναλαμβάνουν άτυπα τον ρόλο του εκπαιδευτικού. Ο εκπαιδευτικός κρύβεται πίσω από την «πρέπουσα» διδασκαλία με κατήχηση, μη καθοδηγώντας επαρκώς τους μαθητές του στην αναζήτηση του ενεργητικού και όχι παθητικού σχολικού και κοινωνικού προσανατολισμού.