Γ υ ν α ί κ ε ς στο χρόνο Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου Γ υ ν α ί κ ε ς στο χρόνο Εργασία των μαθητών του Γ3 τμήματος του Γυμνασίου Νέας Χαλκηδόνας Υπεύθυνη καθηγήτρια: Καχριμάνη Βασιλική
Οι κυρίαρχες ιδέες μιας εποχής είναι οι ιδέες των κυρίαρχων της κάθε εποχής. Πηγαίνοντας πίσω στην ιστορία διαπιστώνουμε ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, οι κύριοι στοχαστές μέχρι το 19ο αιώνα , μιλούσαν απαξιωτικά και ταπεινωτικά για το γυναικείο φύλο μέχρι που δεν θεωρούσαν καν ότι η γυναίκα ανήκει στο ανθρώπινο είδος ή αναρωτιόντουσαν αν έχει ψυχή . Χαρακτηριστικό για μια ηθική που αντανακλούσε και στην εποχή της Μαρτινέγκου ήταν το κλασικό έργο του Ζαν Ζακ Ρουσό (1712-1778) Εμίλ, στο οποίο ο Εμίλ σπουδάζει ανθρωπιστικές, κοινωνικές και φυσικές επιστήμες, ενώ η Σοφί ασχολείται ερασιτεχνικά με τη μουσική, την τέχνη, την ποίηση, την πεζογραφία και φυσικά ταυτόχρονα καλλιεργεί την ικανότητά της στα οικιακά. Είπαμε, ερασιτεχνικά, γιατί η βαθύτερη, αποκλειστική ενασχόληση με όλα τα είδη της τέχνης και της λογοτεχνίας ήταν απαγορευμένη, ενώ επιτρεπόταν στους άντρες. Εδώ βρίσκεται ένας από τους λόγους της απουσία της γυναίκας από τη διαμόρφωση κυρίαρχων ιδεών μέσα από την πνευματική της καλλιέργεια. Τί να δώσει ως κομπάρσος στο ιστορικό προσκήνιο αποκλεισμένη από κάθε οργανωμένη μορφή γνώσης; Παρ’ όλη την πρόοδο που στο μεταξύ έχει συντελεστεί, είναι εμφανείς, ακόμη και σήμερα, οι συνέπειες από την παρακαταθήκη μιας ανθρώπινης ιστορίας που απέκλειε τις γυναίκες από τον ενεργό ρόλο στην κοινωνία .
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ
Με τον όρο «αυτοβιογραφία» χαρακτηρίζουμε συνήθως ένα συνεχές αφηγηματικό κείμενο, στο οποίο ένας άνθρωπος γράφει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του (ή ενός μέρους της). Η αυτοβιογραφία πρέπει να διακρίνεται απ' τα «απομνημονεύματα», όπου πάνω απ' όλα δίνεται έμφαση στη συμμετοχή του συγγραφικού υποκειμένου σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Επίσης με την αυτοβιογραφία συγγενεύει και το «ημερολόγιο», με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, που συνήθως γράφεται με μικρή ή μηδαμινή χρονική απόσταση από τα συμβάντα που καταγράφει. Η αυτοβιογραφία, αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από τα όσα εξιστορεί και σ' αυτό οφείλει τουλάχιστον ένα μέρος της λογοτεχνικότητάς της. Σχεδόν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, η αυτοβιογραφία θα θεωρείται ένα δευτερεύον βιογραφικό είδος, κάπου μεταξύ ανεκδοτολογίας και ιστοριογραφίας: ικανοποιεί κυρίως τους φιλοπερίεργους και μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί ως πηγή πληροφοριών· πρόκειται περισσότερο για μια προσωπική μαρτυρία, που σίγουρα δεν μπορεί να είναι αντικειμενική ή αξιόπιστη. Καθώς, έχουμε συνεχή αύξηση των αυτοβιογραφιών που δημοσιεύονται· από την άλλη πλευρά, η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας και της ψυχανάλυσης προσφέρει νέους τρόπους προσέγγισης του είδους.
Η αυτοβιογραφία χρησιμεύει πλέον για να κατανοήσουμε πώς ένας άνθρωπος, συνήθως επώνυμος, βλέπει τον εαυτό του και την κοινωνία στην οποία ζει. Από πλευράς λογοτεχνικής, η αυτοβιογραφία προϋποθέτει έναν ιδιαίτερο τρόπο ανάγνωσης, ο αφηγητής και κεντρικός ήρωας ταυτίζονται — πρόκειται δηλαδή για το ίδιο πρόσωπο, και μάλιστα υπαρκτό! Ο συγγραφέας μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο με τον κεντρικό ήρωα αλλά σε διαφορετική ηλικία, ενώ ο αφηγητής κινείται συνεχώς ανάμεσα στα δυο αυτά επίπεδα. Τέλος, παραμένει προβληματική η σχέση της αυτοβιογραφίας με τα υπόλοιπα είδη πεζογραφίας και ιδίως με το μυθιστόρημα. Ειδικά στην εποχή μας, το ζήτημα παρουσιάζεται ιδιαίτερα περίπλοκο, καθώς δημοσιεύεται πλέον ένας μεγάλος αριθμός μυθιστορημάτων που δεν είναι εύκολο να διακριθούν απ' τις καθαυτό αυτοβιογραφίες, μια και περιέχουν έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Από την άλλη πλευρά, η αυτοβιογραφία χρησιμοποιούσε πάντοτε πολλές από τις τεχνικές και τις δομές του μυθιστορήματος.
Το πρόβλημα στη χώρα μας είναι ότι μέχρι σήμερα τουλάχιστον η αυτοβιογραφία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής μελέτης. Κυρίως εκλαμβάνεται ως ντοκουμέντο ή μαρτυρία, δηλαδή ως πληροφοριακό υλικό είτε για το ίδιο το πρόσωπο που αυτοβιογραφείται είτε για την εποχή του. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται και στο γεγονός ότι δεν έχουν γραφεί πολλές αυτοβιογραφίες επώνυμων Ελλήνων (ενώ, αντίθετα, έχουμε στη διάθεσή μας μιαν αρκετά πλούσια σειρά απομνημονευμάτων). Ξεχωρίζουν μόνο ορισμένες αυτοβιογραφίες Ελλήνων λογοτεχνών ή πνευματικών ανθρώπων, όπως για παράδειγμα του Αδαμάντιου Κοραή ,“Εκλεκτές σελίδες”, του Γεώργιου Δροσίνη, “Σκόρπια φύλλα της ζωής μου”, του Γρηγόριου Ξενόπουλου, “Η ζωή μου σαν μυθιστόρημα”, του Κωστή Παλαμά “Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου”, και σε πιο πρόσφατα χρόνια, το «Φοβερό βήμα» του Κώστα Ταχτσή, που δημοσιεύθηκε μετά τον ξαφνικό και βίαιο θανατά του.
Ε. Μαρτινέγκου «Αυτοβιογραφία» Χαρακτηριστικά του είδους… Ε. Μαρτινέγκου «Αυτοβιογραφία» 1) Η αυτοβιογραφία γράφεται με σκοπό να διαβαστεί από άλλους ανθρώπους, ασχέτως αν τελικά μπορεί να μην συμβεί αυτό. «Εγώ αποθνήσκω, αλλά πόσον ο θάνατό μου ήθελε με λυπεί ολιγότερον, αν ίσως ημπορούσα να σας παραδώσω εις κανένα σπουδαίον,εις κανένα που να τιμά, και όχι να καταφρονεί, τα γεννήματα της αγχινοίας!» 2) Η αυτοβιογραφία γράφεται πολύ καιρό έπειτα από τα γεγονότα που αφηγείται . «Εις τούτον τον καιρόν, δηλαδή τη 25 Μαρτίου 1821, την ημέραν του Ευαγγελισμού,έρχεται ο ποτέ διδάσκαλός μου Θεοδόσιος Δημάδης, και μας κάμνει γνωστόν με πολλήν του χαράν πως οι Γραικοί ανήγειραν τα όπλα εναντιόν των Οθωμανών….» 3) Στην αυτοβιογραφία έμφαση δίνεται στη ζωή του αυτοβιογραφούμενου, όλη ή τμήμα της αντίθετα με τα απομνημονεύματα εστιάζουν σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα των οποίων υπήρξε μαρτυρας ή/και πρωταγωνιστής ο συγγραφέας. «Τι λοιπόν, έλεγα με τον εαυτόν μου, έχω να αποθάνω, και ν' αποθάνω χωρίς να κάμω καλόν; Χωρίς να εκπληρώσω εκείνο το τέλος, διά το οποίον βάνει ο θεός τον άνθρωπον εις τον κόσμον; Δυστυχισμένη Ελίζα!»
Χαρακτηριστικά του είδους… Ε. Μαρτινέγκου, «Αυτοβιογραφία» 4) Τα αυτοβιογραφικά κείμενα μπορεί να λειτουργήσουν ως ιστορικές πήγες. Κυρίως, όμως, φωτίζουν την προσωπικοτήτα του συγγραφέα τους και μας πληροφορούν για την στάση του απέναντι στα πλαίσια της εποχής του. «Εγώ εφοβόμουν μεγάλως όλα εκείνα τα κακά, που ημπορούν να συνέβουν εις μίαν υπανδρευμένην, αλλά περισσότερον από όλα εφοβόμουν μεγάλως μην είχε τύχει να πάρω κανένα από εκείνους τους άνδρας, οπού θέλουν να έχουν την γυναίκα τους ωσάν σκλάβα...» ΠΑΠΙΓΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΛΜΟΡΙ ΧΡΥΣΑ
Η ζωή και το έργο της συγγραφέως Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Έλληνες έκαναν αγώνες για εθνική ανεξαρτησία και απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Στα Επτάνησα όμως διαδραματίστηκε ένας άλλος αγώνας με κυρίως κοινωνική υφή, που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα Επτάνησα είναι ίσως το μόνο μέρος της Ελλάδας που διατήρησε στενές σχέσεις με την δυτική Ευρώπη και δεν αποτέλεσε κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ένα άλλο σημείο, στο οποίο πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία είναι η ανάπτυξη του κοινωνικού ιδεώδους στα νησιά αυτά. Ενώ στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο οι σκλαβωμένοι Έλληνες προσπαθούσαν να διατηρήσουν την εθνική τους ταυτότητα αναλλοίωτη, στα Επτάνησα αναπτύσσονταν το πρώτο ριζοσπαστικό ρεύμα, το οποίο επρόκειτο να γίνει οδηγός για την μετέπειτα εμφάνιση του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Μέσα από σημαντικές δυσχέρειες και εκτός πλαισίου αποφάσεων του Συνεδρίου της Βιέννης, οι Επτανήσιοι ξεσηκώθηκαν και αναζήτησαν μια πιο δίκαιη ταξική ταυτότητα και καλύτερη οικονομική ζωή. Επίσης οι Επτανήσιοι βοήθησαν στην παλιγγενεσία της Ελλάδος επιδιώκοντας επίμονα την ένωση με αυτήν.
“Η ΕΠΤΑΝΗΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ” Η τύχη των Ιονίων Νήσων επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την επικράτηση της Γαλλικής Επανάστασης λίγο πριν από το 19ο αιώνα και η προέλαση του Ναπολέοντα προς την Ανατολική Ευρώπη. Η ανατροπή των απολυταρχικών καθεστώτων και η εγκαθίδρυση της λαϊκής κυριαρχίας έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία των νησιών.
ΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ ΣΤΟΝ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΑ Στην αρχή οι Γάλλοι φώτισαν τον επτανησιακό λαό μεταφέροντας του τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Ίδρυσαν σχολεία στα πρότυπα των γαλλικών, χορήγησαν υποτροφίες για σπουδές στο Παρίσι, ίδρυσαν την Εθνική Βιβλιοθήκη και το Εθνικό Τυπογραφείο στην Κέρκυρα κ.α. Μάλιστα θεωρείται ότι οι Γάλλοι, στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τις βαθύτερες πολιτειακές και κοινωνικές δομές στα νησιά, απαλλάσσουν το λαό από την τυραννία του αριστοκρατικού καθεστώτος και θεμελιώνουν για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της ελεύθερης δημοκρατικής αυτοδιοίκησης. Όμως η οικονομία των νησιών υπέστη μεγάλο πλήγμα λόγω των αναγκών διατροφής συντήρησης του γαλλικού στρατού. Έτσι ο λαός οδηγήθηκε σε βίαιες συγκρούσεις με τα στρατεύματα κατοχής.
ΟΙ ΡΩΣΟΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΟ ΙΟΝΙΟ (1799 – 1807) Τα νησιά καταλήφθηκαν από το ρωσοτουρκικό στρατό το 1799. Ιδρύθηκε η <<Πολιτεία των επτά Ηνωμένων Νήσων>> και επανήλθε το αριστοκρατικό καθεστώς. Την εξουσία είχαν συμβούλια ευγενών. Τα κατώτερα εξαθλιωμένα οικονομικά στρώματα του λαού άρχισαν να επαναστατούν και η αναρχία κορυφώθηκε.
ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ (1814 – 1864) Η συνθήκη των Παρισίων που υπογράφτηκε στις 30 -5 1814 επικυρώνει την οριστική μετάβαση των Ιονίων νησιών στο Βρετανικό στέμμα. Μαζί με την Μάλτα, την Κύπρο και το Γιβραλτάρ, τα Ιόνια νησιά έρχονται έτσι να αποτελέσουν τις βάσεις ενός συστήματος που συγκροτήθηκε για τον στρατηγικό έλεγχο ολόκληρης της Μεσογείου. Ο Thomas Maitland έφτασε στα Ιόνια νησιά στις 16 Φεβρουαρίου 1816 και έγινε ο πρώτος Επίτροπος. Σταμάτησε τον Φιλελευθερισμό της αντιπολίτευσης και διέταξε το Σύνταγμα του 1817. Σύμφωνα με αυτό, θα υπήρχε η Γερουσία και το Κοινοβούλιο, αλλά ο Επίτροπος θα έχει τον απόλυτο έλεγχο των αρχών. Στις 23 Φλεβάρη 1821, 57 επιφανείς Ζακυνθινοί από το τμήμα των Φιλελευθέρων αναφέρθηκαν στο βασιλιά της Αγγλίας, Γεώργιο IV, ζητώντας την αλλαγή του Συντάγματος καθώς προκαλούσε δυσαρέσκεια στους πολίτες. Η αγγλική παρουσία στα Επτάνησα ενέτεινε το κοινωνικό πρόβλημα και δημιουργήθηκε έντονη κοινωνική τριβή που οδήγησε λαϊκές αντιδράσεις και εξεγέρσεις. Στην εποχή εκείνην μάλιστα ζούσε και η συγγραφέας .
ΣΗΜΑΙΑ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ Στα Επτάνησα οι βαθύτερες αιτίες του κοινωνικού ζητήματος πρέπει να αναζητηθούν στην εποχή της Ενετοκρατίας. Τότε δημιουργήθηκε ένα ιδιότυπο φεουδαρχικό σύστημα. Δηλαδή είχαμε το δίπολο <<αγρότες – ευγενείς>>, το οποίο εκφράστηκε ήδη από τον 17ο αιώνα με την Επανάσταση των Ποπολάρων (διαταξικές συγκρούσεις κατά τις οποίες εμφανίστηκαν οι πρώτες επτανησιακές φιλελεύθερες ιδέες). Αναλύοντας τις κοινωνικές τάξεις των νησιών διακρίνεται στην κορυφή της πυραμίδας η τάξη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων και των μεγάλων εμπόρων, οι οποίοι αποκαλούνταν από τον λαό “αφέντες” ή “άρχοντες”, οι λεγόμενοι signori. Υπήρχε η μεσαία τάξη, από την οποία προήλθαν οι λαϊκοί ηγέτες στους αγώνες κατά της προστασίας των ξένων, δηλαδή άνθρωποι που σπούδασαν στο εξωτερικό και επηρεασμένοι από το φιλελεύθερο ευρωπαϊκό πνεύμα και πρωτοστάτησαν στον αγώνα κατά του αγγλο-ιονικού κράτους. Τέλος υπήρχε η κατώτατη τάξη των εργατών, βιοτεχνών, μικροεμπόρων και αγροτών
Η ΖΑΚΥΝΘΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Η ζακυνθινής καταγωγής Ελισάβετ - Μαρτινέγκου ήταν η πρώτη γυναίκα συγγραφέας της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1801 και απεβίωσε τον Νοέμβρη του 1832. Υπήρξε μέλος μιας από τις πιο εύπορες και σημαντικές οικογένειες της ζακυνθινής κοινωνίας. Σε μικρή ηλικία περιορίστηκε στην διδασκαλία από την μητέρα και την γιαγιά της, ενώ αργότερα την ανέλαβαν διάφοροι κληρικοί κατώτερης τάξης τους οποίους δεν θεωρούσε καλούς ένας λόγος για τον οποίο στην προσωπική της μελέτη διδάχτηκε από μόνη της την Αρχαία Ελληνική, την Ιταλική και τη Γαλλική γλώσσα. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΗΣ Ε. ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ Ε ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΣ Ε. ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ (1801 – 1832) Εκείνη την εποχή οι οικογένειες είχαν χαρακτήρα πατριαρχικό, κάτι που συμβάδιζε με τις συνήθειες των ξένων κατακτητών. Οι άντρες κάθε οικογένειας έπαιρναν τις αποφάσεις που αφορούσαν σε όλα τα μέλη της. Οι γυναίκες, ακόμα και αν είχαν διαφωνίες, δεν είχαν φωνή. Δεν επιτρεπόταν να εκφράσουν την άποψή τους. Οι άντρες επί κεφαλής των οικογενειών αποφάσιζαν ποιον θα παντρεύονταν οι γυναίκες ανάλογα με την κοινωνική θέση και την περιουσία του.
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο μπορούμε να ερμηνεύσουμε την απελπισμένη προσπάθεια της Μαρτινέγκου να δραπετεύσει από την ιδιότυπη <<οικογενειακή φυλακή της>> και να πάει στο εξωτερικό (Βενετία). 'Αν και ήταν σχεδόν αυτοδίδακτη, αγάπησε τα βιβλία και την διανόηση. Η πένα της ήταν το μόνο όπλο που είχε, για να διαμαρτυρηθεί για τη σκλαβιά που βίωνε σαν γυναίκα μέσα στην τότε κοινωνία της Ζακύνθου. Ο αγώνας για την απελευθέρωση από την δική της σκλαβιά ήταν παράλληλος με τον αγώνα τον Επτανήσων για την εκδίωξη των Άγγλων προστατών. Είναι φανερός ο ρόλος της διανόησης, ο φωτισμός της σκέψης των ανθρώπων που απαιτείται, για την κατάκτηση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
΄΄Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνει, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι' άλλο –καθώς εφαίνετο– δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα, και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών. Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού, όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα, αλλά δεν έλειψα όμως από το να παρακαλέσω τον Oυρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν, και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος, να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεμμένην την ελευθερίαν και, μαζί με αυτήν, επιστρεμμένας εις τας καθέδρας* τους τας σεμνάς Μούσας, από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε διωγμένας. […]΄΄ Εδώ η Μαρτινέγκου μόλις μαθαίνει πως ξεκίνησε η επανάσταση του 1821 δείχνει την χαρά της και την επιθυμία της να συμμετάσχει και αυτή σε αυτήν την επανάσταση, όμως η κοινωνική της θέση δεν της το επιτρέπει και αυτό την απελπίζει.
Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ Η Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1801. Η αγάπη της ήταν μόνο και μόνο η μελέτη και η γραφή στην οποία είχε αφοσιώσει την παιδική και ενήλικη ζωή της. Αν διαβάσει κάποιος ένα και μόνο από τα –ελάχιστα, άλλωστε σωζόμενα- έργα της, θα καταλάβει ότι γράφοντας η Μουτζάν ικανοποιούσε μια θεμελιώδη, ζωτική ανάγκη: αυτήν της επικοινωνίας. Η νεαρή γυναίκα ζούσε σε μια αυστηρή αστική οικογένεια της Ζακύνθου στις αρχές του 19ου αιώνα όπου δεν της επιτρεπόταν να βγει από το σπίτι της, ενώ παράλληλα μέσα σ 'αυτό δεν υπήρχαν τα πρόσωπα με τα οποία θα μπορούσε να πραγματοποιήσει έναν πραγματικό διάλογο.
Έτσι, γράφει μανιωδώς αποζητώντας να συζητήσει με κάποιον, αποζητώντας μια καθημερινή συνομιλία. Στην Αυτοβιογραφία της βλέπουμε πώς το γράψιμο γίνεται γι 'αυτήν το κύριο μέσο ισορροπίας σε περιόδους κρίσης, αλλά και μέσο έκφρασης της ψυχικής πληρότητας. Η νεαρή Ελισάβετ, σύντομα και βαθιά, συγκρούεται με όλες αυτές τις έννοιες και θα αναδείξει το μικρό της δωμάτιο σε φλάμπουρο αντίστασης. Η Ε. Μαρτινέγκου ήταν κατά του γάμου, πίστευε πως μια γυναίκα μπορεί να ζήσει ανεξάρτητη. Ήταν υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης και επιδίωκε την ελευθερία των γυναικών μέσα από τα έργα της. Είναι επίσης γνωστό ότι θεωρούσε τα συγγράμματά της παιδιά της.
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ Η ζωή της Ε. Μαρτινέγκου δεν ήταν αντάξια των έργων της. Παρόλο που ζούσε σε μία εύπορη οικογένεια με πολύ καλές συνθήκες έπρεπε να ζει έγκλειστη στο σπίτι της. Δεν επικοινωνούσε με τα αρσενικά μέλη της οικογένειας ,δηλαδή τον αδερφό της και τον πατέρα της. Η μητέρα της, μαζί με την γιαγιά της, της προσέφεραν όση γνώση είχαν, ενώ σε μεγαλύτερη ηλικία έρχονταν στο σπίτι της διάφοροι κληρικοί, κατώτερης τάξης και αναλάμβαναν την μόρφωσή της. Η Ελισάβετ γνώριζε πως ο πατέρας της θα αποφάσιζε για το μέλλον της. Είτε θα παντρευόταν, είτε θα έμενε έγκλειστη σε μοναστήρι.
Παρόλα αυτά προσπάθησε να διαφύγει στο εξωτερικό αλλά η προσπάθειά της απέτυχε και επέστρεψε πίσω πανικόβλητη. Ο πατέρας της αρνήθηκε την επιλογή της να εγκλειστεί σε μοναστήρι για αυτό και άρχισε την αναζήτηση για σύζυγο που ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί εκείνη την εποχή. Τελικά βρέθηκε σύζυγος και το 1831 υπογράφεται το προικοσύμφωνο και η Ελισάβετ παντρεύεται τον Νικόλαο Μαρτινέγκο. Η Ελισάβετ έφερε στον κόσμο ένα παιδί, τον Ελισαβέτιο, ο οποίος πριν τον θάνατό του δημοσίευσε τα συγγράμματα της μητέρας του. Η Ελισάβετ απεβίωσε 16 μέρες μετά την γέννηση του υιού της, 9 Νοεμβρίου 1832 (31 ετών).
Η Ελισάβετ Μουτζάν, εκτός από την αυτοβιογραφία που είναι το πιο γνωστό και αξιόλογο κείμενό της, έγραψε πάνω από 15 θεατρικά έργα, στην ελληνική και την ιταλική, μετέφρασε αρχαία κείμενα και συνέθεσε κάποια ποιήματα. Η Αυτοβιογραφία της εκδόθηκε από τον γιο της Ελισαβέτιο το 1881, με κάποιες περικοπές, σε έναν τόμο μαζί με δικά του ποιήματα. Διαβάζοντας την Αυτοβιογραφία της διαπιστώνουμε πώς από πολύ νεαρή ηλικία η Ελισάβετ άρχισε να γράφει κείμενα σε διαλογική μορφή και πως το δράμα γρήγορα γίνεται το λογοτεχνικό είδος που προτιμούσε να γράφει. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
<<ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ>> , ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ- ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ
Η αξία του έργου έγκειται κυρίως στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται Η αξία του έργου έγκειται κυρίως στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιείται. Από τα άλλα έργα της έχουν σωθεί ελάχιστα, μία κωμωδία με τίτλο Φιλάργυρος, κάποια ιταλικά κείμενα, 20 επιστολές, ο πρόλογος μιας πραγματείας «Περί Οικονομίας», τα ποιήματα Ωδή εις το πάθος του Ιησού Χριστού και Εις την Θεοτόκον και αποσπάσματα μεταφράσεων από τον Προμηθέα Δεσμώτη, την Οδύσσεια και τις Ικέτιδες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ https://prezi.com/qkilqiwyq6no/presentation/ www.el.wikipedia.org. http://www.enosieptanision.gr/el/history-gr/184-istoria-ioniwnniswn.html http://www.corfuhistory.eu/?p=1312 http://www.artic.gr/logotenia-more/afieromata-logotexnia/5197-elisavet-moutzan-martinegkou-i-prwti-ellinida-pezografos
Ντούρο Τζέσικα Μεϊμάρη Μάγδα Σοάρετζε Ιωάννα
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΪΡΗ ΕΥΑΝΘΙΑ (1799-1861) ΜΟΥΤΣΑ(Ν)-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ ΕΛΙΣΑΒΕΤ (1801-1832) ΑΛΒΑΝΑ-ΜΗΝΙΑΤΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ- ΜΑΤΘΙΛΔΗ (1821-1887) ΑΛΙΜΠΕΡΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ (1847-1929) ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΡΣΙΝΟΗ (1853-1943) ΠΑΡΡΕΝ ΚΑΛΙΡΟΗ ( 1861-1940) ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ (1867-1907) ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ (1878-1963) ΣΒΟΡΩΝΟΥ ΕΛΕΝΗ (1879-1918)
Μουτζάν-Μαρτινέγκου Ελισάβετ (1801-1832) Μουτζάν-Μαρτινέγκου Ελισάβετ (1801-1832)
Η Ελισάβετ Μουτζάν γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, κόρη του Φραγκίσκου Μουτζάν και της Αγγελικής το γένος Σιγούρου. Οι γονείς της κατάγονταν από αριστοκρατικές οικογένειες της Ζακύνθου και ο πατέρας της ασχολήθηκε με την πολιτική. Η Ελισάβετ μεγάλωσε σε αυστηρό, κλειστό περιβάλλον. Επηρεάστηκε από τους τρεις κατ’ οίκον δασκάλους της, τον Γεώργιο Τσουκαλά, τον Θεοδόσιο Δημάδη και τον Βασίλειο Ρομαντζά, όλοι κατώτεροι ορθόδοξοι κληρικοί. Η εκπαίδευσή της ήταν περιορισμένη, η ίδια με προσωπική μελέτη απέκτησε γνώσεις της αρχαίας ελληνικής, της ιταλικής και της γαλλικής γλώσσας. Η επιθυμία της ήταν να μην παντρευτεί, αλλά να αφοσιωθεί στην μελέτη και την συγγραφή. Η οικογένειάς της όμως αρνήθηκε και έτσι αντιπρότεινε να κλειστεί σε μοναστήρι ή να αποσυρθεί σε μία κατοικία της οικογένειας στην ύπαιθρο, όμως και αυτές οι επιθυμίες της δεν γίνονταν δεκτές. Μπροστά στην προοπτική να παραμείνει ανύπαντρη και να κατοικεί με τους γονείς της χωρίς να έχει το δικαίωμα να βγαίνει από το σπίτι, αποφάσισε να φύγει κρυφά από το νησί, αλλά μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα επέστρεψε χωρίς να την αντιληφθεί κάποιο μέλος της οικογένειάς της και τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει και δεχτεί την επιθυμία των δικών της να παντρευτεί.
Υπήρξε ένα τραγικό πρόσωπο καθώς έζησε την καταπιεσμένη ζωή των γυναικών της αστικής τάξης στις αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι, κάτω από την αυστηρότητα των ανδρών της οικογένειας και μόνο με την άδειά τους μπορούσε να βγει από αυτό. Της απαγορεύονταν οι κοινωνικές συναναστροφές και ενασχολήσεις έτσι ήταν αποκομμένη από τον κόσμο. Ακόμη και οι συναναστροφές με τα μέλη της οικογένειας περιορίζονταν σε βαθμό αποξένωσης και υποδούλωσης. Κατανόηση έβρισκε μόνο από τη μητέρα της αλλά και αυτή την μάλωνε όταν την έβρισκε ν’ αφήνει το εργόχειρο για να μελετά. Είχε ν’ αντιμετωπίσει « τα μακριά φορέματα της γυναικείας σκλαβιάς».
Η λύτρωσή της ήταν το γράψιμο και όσο ζούσε λαχταρούσε να δει « τα παιδία της» τα συγγράμματά της τυπωμένα. Ωστόσο δεν είδε δημοσιευμένο κανένα από τα έργα της αφού σα γυναίκα έπρεπε ν’ ασχολείται μόνο με τις δουλειές του σπιτιού και να είναι καλή σύζυγος και μητέρα. Αναγκάστηκε να παντρευτεί το 1831 τον Νικόλαο Μαρτινέγκο, ο οποίος ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της. Πέθανε τον επόμενο χρόνο, μόλις δεκαέξι ημέρες μετά τη γέννηση του γιου της. Τα χειρόγραφά της έμειναν στο συρτάρι έως το 1881, όταν ο γιος της Ελισαβέτιος Μαρτινέγκος δημοσίευσε μόνο την αυτοβιογραφία της και αυτή λογοκριμένη. Το 1947 ο λόγιος Ντίνος Κονόμος ανακοίνωσε ότι βρήκε τριάντα χειρόγραφα της και ότι θα τα δημοσίευε. Όμως τον πρόλαβε η πυρκαγιά του 1953 όταν η Ζάκυνθος έγινε στάχτη όπως και τα χειρόγραφα της.
Στο χώρο της λογοτεχνίας η Μαρτινέγκου έγραψε έργα για το θέατρο, δύο πεζές μεταφράσεις, της Οδύσσειας του Ομήρου και του Προμηθέα δεσμώτη του Αισχύλου. Έγραψε επίσης οικονομικές και ποιητικές μελέτες, καθώς επίσης ποιήματα και θεατρικά έργα στο ιταλικά. Παρά τον μεγάλο όγκο του συγγραφικού της έργου, το μόνο που σώθηκε ακέραιο είναι η Αυτοβιογραφία της, την οποία εξέδωσε ο γιος της το 1881. Ήταν μία από τις πρώτες Ελληνίδες συγγραφείς.
ΕΥΑΝΘΙΑ ΚΑΪΡΗ (1799 – 1861) Η Ευανθία Καΐρη γεννήθηκε στην Άνδρο, κόρη του Νικόλαου Καΐρη και της Ασημίνας το γένος Καμπανάκη και αδερφή του λόγιου, θεολόγου και αγωνιστή Θεόφιλου Καΐρη, του οποίου υπήρξε επίσης μαθήτριά του στη σχολή των Κυδωνιών στη Μικρά Ασία. Από τα δεκαπέντε χρόνια της ξεκίνησε αλληλογραφία με τον Αδαμάντιο Κοραή με στόχο το διαφωτισμό του Γένους, η οποία συνεχίστηκε ως το θάνατό του. Το 1820 μετέφρασε και εξέδωσε στο τυπογραφείο των Κυδωνιών το σύγγραμμα του Ι.Ν.Βουίλου Συμβουλαί προς τη θυγατέρα μου. Στον πρόλογο της έκδοσης η Καΐρη προέτρεπε τις ελληνίδες της εποχής της να αναπτύξουν διαφωτιστική πνευματική και παιδευτική δράση. Ακολούθησε η σύνταξη της επιστολής Επιστολή Ελληνίδων τινών προς τα φιλελληνίδας, την οποία υπέγραψαν τριανταμία ακόμη ελληνίδες και η οποία αποτελούσε έκκληση προς τις ευρωπαίες για ηθική στήριξη του ελληνικού αγώνα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1826 με την ανώνυμη έκδοση του τρίπρακτου δράματος Νικήρατος, με θέμα την Έξοδο του Μεσολογγίου, που παραστάθηκε τον ίδιο χρόνο στο θέατρο της Ερμουπόλης στη Σύρο. Ολοκλήρωσε επίσης μια μετάφραση του Εγκωμίου του Μάρκου Αυρήλιου, μια σύντομη Ιστορία της Ελλάδος και το έργο του Φενελόν Περί της εκπαιδεύσεως των νεανίδων. Η Καϊρη έζησε διαφορετική ζωή από την Μαρτινέγκου εξαιτίας του λόγιου και αγωνιστή αδελφού της. Σε ηλικία 21 ετών ήδη είχε την ελευθερία να προτρέπει τις γυναίκες να αναπτύξουν πνευματική και παιδευτική δράση.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ-ΜΑΤΘΙΛΔΗ ΑΛΒΑΝΑ- ΜΗΝΙΑΤΗ (1821-1887)
Η Μαργαρίτα Αλβάνα γεννήθηκε στην Κέρκυρα, κόρη του Δημητρίου Αλβάνα και της Αικατερίνης Παλατιανούς. Σε παιδική ηλικία υιοθετήθηκε από την αδερφή της μητέρας της και τον σύζυγό της σερ Φρέντερικ Άνταμ, φιλέλληνα αρμοστή των Ιόνιων Νησιών από τη Σκωτία. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στο Μαντράς της Ινδίας, όπου ο θετός της πατέρας είχε διοριστεί διοικητής. Το 1844 παντρεύτηκε στη Ρώμη τον Κεφαλλονίτη ζωγράφο Γεώργιο Μηνιάτη, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες την Ελένη, της οποίας ο θάνατος σε παιδική ηλικία σφράγισε τη μετέπειτα ζωή της Μηνιάτη, και την Ασπασία, που ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Ταξίδεψε με το σύζυγό της στην Ευρώπη και το 1846 εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου μπήκε στους καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους και εντατικοποίησε την ενασχόλησή της με τα γράμματα. Γνώρισε πολλές προσωπικότητες της εποχής, όπως οι Εντουάρντ Συρέ, Πασκάλε Βιλλάρι και άλλοι, με τους οποίους η Μαργαρίτα συνδέθηκε με πνευματικούς δεσμούς και για τους οποίους υπήρξε πηγή έμπνευσης.
Από το 1860 άρχισε να συνεργάζεται με ιταλικές κι αγγλικές εφημερίδες και περιοδικά. Το 1866 δημοσίευσε μια μελέτη για το έργο του Δάντη και ακολούθησε το 1869 η μελέτη της Ιστορικαί σκιαγραφίαι των πνευματικών και καλλιτεχνικών σχέσεων της Ιταλίας με την Βυζαντινή αυτοκρατορία, που εκδόθηκε στην αγγλική γλώσσα το 1876 στο Λονδίνο. Το 1875 δημοσίευσε τη μονογραφία Το θέατρον του Μπαϋρόυτ και η μουσική αναμόρφωσις του Ριχάρδου Βάγκνερ στη γαλλόφωνη αθηναϊκή εφημερίδα Ελληνική Ανεξαρτησία και λίγο αργότερα εξέδωσε τη μελέτη Η ζωή και το έργον του Κορρεγίου, για την οποία αναγορεύτηκε Πολίτις της πόλεως Κορρεγίου το 1882. Το τελευταίο έργο της ήταν η μελέτη Αικατερίνη της Σιέννας. Με το σύνολο του έργου της η Μαργαρίτα Αλβάνα Μηνιάτη αναδείχτηκε ως μια από τις σημαντικότερες λόγιες της εποχής της σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Πέθανε στο Λιβόρνο και η σωρός της μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία. Η ζωή της ήταν εντελώς διαφορετική από τη ζωή της Μαρτινέγκου. Ταξίδεψε στο εξωτερικό και έζησε στην Ιταλία, οπότε δεν κατάλαβε τον περιορισμό που είχαν οι γυναίκες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Γνώρισε πολλές προσωπικότητες της εποχής της και οι κοινωνικές της συναναστροφές δεν ήταν καθόλου περιορισμένες.
ΣΩΤΗΡΙΑ ΑΛΙΜΠΕΡΤΗ (1847-1929)
Η Σωτηρία Αλιμπέρτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του πολιτικού Π Η Σωτηρία Αλιμπέρτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του πολιτικού Π. Κλεομένους Οικονόμου. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στην Αθήνα και πραγματοποίησε σπουδές στην Ιταλία. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη διεύθυνση του Ζαππείου Παρθεναγωγείου της Κωνσταντινούπολης. Μετά το γάμο της με τον Ιωάννη Αλιμπέρτη εγκαταστάθηκε στη Ρουμανία, όπου εργάστηκε σε σχολεία της εκεί ελληνικής παροικίας. Ως συνεργάτης της Εφημερίδας των Κυριών δημοσίευσε άρθρα για τη βελτίωση της κοινωνικής θέσης της ελληνίδας και μονογραφίες διαπρεπών Ελληνίδων. Μετά την επιστροφή της στην Αθήνα ίδρυσε τον γυναικείο σύλλογο Εργάνη Αθηνά, το έργο του οποίου ήταν υπέρ της κοινωνικής αναγνώρισης και επαγγελματικής αποκατάστασης των ελληνίδων, επίσης ενίσχυσε την περιοδική έκδοση Πλειάς (1896-1905) και συνέχισε τον Πανελλήνιο Σύλλογο Γυναικών. Εξέδωσε τη δίτομη μονογραφία Αμαλία η Βασίλισσα της Ελλάδος, το Πανελλήνιον Λεύκωμα γυναικών, το Περί Αναθηματικής Στήλης και τη μελέτη Η Αναγέννησις της Ελλάδος και η δράσις της Ελληνίδος. Ανέκδοτο και μερικώς δημοσιευμένο παρέμεινε το έργο της Βίοι επιφανών Ελληνίδων. Η ζωή της ήταν εντελώς διαφορετική από τη ζωή της Μαρτινέγκου. Ταξίδεψε στο εξωτερικό και έζησε στην Ρουμανία, οπότε δεν ένιωσε τον περιορισμό που είχαν οι γυναίκες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Απεναντίας μάλιστα ασχολήθηκε με την κοινωνική αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών και την επαγγελματικής τους αποκατάσταση
ΚΑΛΛΙΡΡΟΗ ΠΑΡΡΕΝ (1861 - 1940)
Η Καλλιρρόη Παρρέν γεννήθηκε στην Κρήτη Η Καλλιρρόη Παρρέν γεννήθηκε στην Κρήτη. Το πατρικό της όνομα ήταν Σιγανού, ενώ γνωστή στο χώρο των γραμμάτων έγινε με το όνομα του συζύγου της Ιωάννη Παρρέν, τον οποίο παντρεύτηκε το 1880). Σε ηλικία έξι χρόνων εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα και μαθήτευσε στη σχολή Σουρμελή του Πειραιά, τη γαλλική σχολή Καλογραιών και τέλος στο Αρσάκειο, από όπου πήρε πτυχίο δασκάλας το 1878 και ανέλαβε τη διεύθυνση του παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό. Μετά το γάμο της στράφηκε στη δημοσιογραφία ως μέσο για τον αγώνα της υπέρ της χειραφέτησης των ελληνίδων. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της ίδρυσε το 1887 την Εφημερίδα των Κυριών, το πρώτο ελληνικό φεμινιστικό έντυπο, που κυκλοφόρησε ως το 1917 και συνέδεσε το όνομα της Παρρέν με το ελληνικό γυναικείο κίνημα, πήρε μέρος σε διεθνή φεμινιστικά συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891, 1896, 1914) και το Σικάγο (1893) και πραγματοποίησε σημαντικές ενέργειες υπέρ της γυναικείας προστασίας και εκπαίδευσης στην Ελλάδα (ίδρυση της Σχολής της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίδων το 1890, του Ασύλου της Αγίας Αικατερίνης το 1893, της Ενώσεως υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών και του Ασύλου των Ανιάτων το 1896 και του Λυκείου των Ελληνίδων το 1911). Ως αρθρογράφος συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Εστία και Εμπρός, καθώς και με το Ημερολόγιο του Σκόκου. Ανέπτυξε παράλληλα και πολιτική δραστηριότητα με διαβήματα υπέρ της καλυτέρευσης της κοινωνικής θέσης της ελληνίδας στις κυβερνήσεις Δεληγιάννη και Τρικούπη.
Για την προσφορά της τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος (από τον βασιλιά Γεώργιο Β’ το 1936) και το αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, ενώ τον ίδιο χρόνο πραγματοποιήθηκε τιμητική βραδιά στην αίθουσα του Παρνασσού υπέρ των πενήντα χρόνων της δράσης της και των είκοσι πέντε χρόνων λειτουργίας του Λυκείου των Ελληνίδων. Πέθανε στην Αθήνα. Την πρώτη της επίσημη εμφάνιση ως συγγραφέας πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος η Χειραφετημένη το 1900 (που είχε δημοσιευτεί προηγουμένως σε συνέχειες στην Εφημερίδα των Κυριών και αποτέλεσε το πρώτο μέρος της τριλογίας Τα βιβλία της αυγής· τα δύο επόμενα μέρη αποτέλεσαν Η μάγισσα και Το νέον συμβόλαιον). Ακολούθησαν μυθιστορήματα, θεατρικά, ιστορικά και ταξιδιωτικά έργα, όλα με τον ίδιο προσανατολισμό. Η Παρρέν κατάφερε να θίξει όλα τα προβλήματα και την κοινωνική ανισότητα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες εκείνη την εποχή. Αγωνίστηκε για όλα όσα είχε υποστεί και υπέφερε η Μαρτινέγκου. Στράτευσε το λογοτεχνικό της έργο, την πεζογραφική και τη δραματική της παραγωγή στον αγώνα της υπέρ του γυναικείου ζητήματος.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (1867-1906) ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (1867-1906)
Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου γεννήθηκε το 1867 στη Βλάγκα της Κωνσταντινούπολης, κόρη του στρατιωτικού γιατρού Βασιλείου Παπαδόπουλου και της συζύγου του Ελένης το γένος Φαλιέρη. . Η Αλεξάνδρα φοίτησε ως οικότροφος στο παρθεναγωγείο της Παλλάδος - δουλεύοντας παράλληλα - και το 1886 πήρε πτυχίο δασκάλας. Αμέσως μετά εργάστηκε σε σχολεία της περιφέρειας της Κωνσταντινούπολης. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη δράση της υπέρ της τόνωσης του εθνικού φρονήματος κατά την παραμονή της στο παρθεναγωγείο της Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης (1897-1899), δράση που αναπτύχθηκε τόσο μέσω του εκπαιδευτικού και πολιτιστικού της έργου όσο και μέσω των ομιλιών και δημοσιεύσεων που πραγματοποίησε. Κατέφυγε στο Βουκουρέστι ως το 1902 και κέρδιζε τα προς το ζην παραδίδοντας μαθήματα κατ’ οίκον και εργαζόμενη στο κοινοτικό παρθεναγωγείο Ευαγγελισμός, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της πόλης και συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά εθνικού περιεχομένου στον Τύπο. Μετά από απόρριψη του αιτήματός της για ανάληψη δράσης ενάντια στην προπαγάνδα των βαλκανικών δυνάμεων στη Μακεδονία ταξίδεψε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και τη Βιέννη και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου από το 1905 ως το 1906 ανέλαβε τη διεύθυνση του Πρακτικού Παρθεναγωγείου. Στην Αθήνα πραγματοποίησε λίγα σύντομα ταξίδια, διατηρούσε όμως επαφή με την πνευματική κίνηση της πρωτεύουσας. Πέθανε στο νοσοκομείο του Επταπυργίου της Κωνσταντινούπολης.
Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου πρωτοπαρουσιάστηκε στο χώρο των γραμμάτων το 1888 με τη δημοσίευση της έμμετρης κωμωδίας Λαχειοφόρον Γραμμάτιον στο Ημερολόγιον των Κυριών της Κωνσταντινούπολης (1888-1889), του οποίου υπήρξε συνεκδότις (με την Χ. Κορακίδου). Το 1889 πραγματοποίησε την πρώτη της έκδοση, με τη συλλογή διηγημάτων Δεσμίς διηγημάτων, την οποία προλόγισε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού αλλά και του χρονογραφικού και αρθρογραφικού έργου της δημοσίευσε στο περιοδικό της Κωνσταντινούπολης Φιλολογική Ηχώ κατά τη διετία 1896-1897, περίοδο κατά την οποία αναμείχθηκε και στο δημοτικιστικό κίνημα. Συνεργάστηκε με τον εφήμερο και περιοδικό Τύπο της Πόλης. Το αφηγηματικό έργο της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου τοποθετείται χρονικά στην πεζογραφική παραγωγή της λεγόμενης γενιάς του 1880, η οποία εκπροσώπησε την άνθιση του πεζού - ιδιαίτερα του διηγηματικού - λόγου στη χώρα μας. Βασικός άξονας της γραφής της Παπαδοπούλου είναι ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός, ενώ η τεχνοτροπία της κινείται στα πλαίσια του ρεαλισμού και της ψυχογραφικής διείσδυσης. Έζησε διαφορετικά από την Μαρτινέγκου και είχε δυνατή προσωπικότητα έτσι οι προοδευτικές παιδαγωγικές της αντιλήψεις προκάλεσαν ρήξη με την καθηγήτριά της Σαπφώ Λεοντιάδου και της στέρησαν την ευκαιρία υποτροφίας για σπουδές στο εξωτερικό. Αργότερα δεν δίστασε να υπερασπιστεί δημοτική γλώσσα παρόλο που προκάλεσε τον αποκλεισμό της από τα σχολεία της περιφέρειας της Πόλης με απόφαση της Πατριαρχικής Κεντρικής Εκκλησιαστικής επιτροπής .
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ Οι γυναίκες που ασχολήθηκαν με τα γράμματα τον 19ο αιώνα ήταν πολύ λίγες και προέρχονταν κατά κύριο λόγο από κύκλους της αριστοκρατίας, κύκλους των λογίων του Διαφωτισμού, από Φαναριώτικες οικογένειες και όχι από τα πολιτισμένα δυτικοκρατούμενα Επτάνησα, τα οποία, όπως γνωρίζουμε από την εκδομένη Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, είναι ακόμη πολύ συντηρητικά σε ότι αφορά την εκπαίδευση και την κοινωνικοποίηση των γυναικών. Αντιθέτως, για τους Φαναριώτες, από όπου προέρχονται οι λόγιοι του Διαφωτισμού, ο διαφωτισμός αρχίζει από το σπίτι. Οι σύζυγοι, οι αδελφές, οι κόρες των Φαναριωτών διδάσκονται ξένες γλώσσες και εκδίδουν δράματα και παιδαγωγικά έργα μεταφρασμένα από τα γαλλικά, τα ιταλικά ή τα γερμανικά. Όλες σχεδόν ασχολήθηκαν με τα γράμματα με τη συναίνεση των οικογενειών τους γι αυτό και είχαν επιρροές από κάποια άλλα μέλη. Οι κόρες των πλουσίων οικογενειών και των Φαναριωτών μορφώνονταν και μετέφραζαν αρχαίους Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Διατύπωναν τη γνώμη τους, έρχονταν επαφή με διανοούμενους και τα σπίτια τους μετατρέπονταν σε φιλολογικά κέντρα. Οι πιο πολλές κατάγονταν από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα, που είχε πολύ καλά εκπαιδευτήρια κοριτσιών με κορυφαίο το Αρσάκειο που ιδρύθηκε το 1836.
Η ενθάρρυνση και η υποστήριξη των αρρένων μελών της οικογένειας είναι καθοριστική στα πρώτα χρόνια για την Ελληνίδα που αποφασίζει να εκφραστεί δημόσια γράφοντας. Η ίδρυση του ελληνικού κράτους και η νέα πολιτική συνθήκη που συνεπάγεται και μεταβολές στις κοινωνικές ισορροπίες φαίνεται ότι προκαλούν αμηχανία στις Ελληνίδες, οι οποίες σιωπούν εκδοτικά στα χρόνια 1830-1840. Από τη δεκαετία του 1840 όμως τη γραφίδα πιάνουν όχι μονάχα οι Φαναριώτισσες και οι κόρες της άρχουσας τάξης των αγωνιστών, των μεγαλοαστών τραπεζιτών και χρηματιστών αλλά και δασκάλες, που προέρχονται από τα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα, και ξένες που πολιτογραφούνται Ελληνίδες. Τα χρόνια αυτά, προέχει για τις γυναίκες να διαδώσουν ιδέες που αφορούν το φύλο τους και να τοποθετηθούν για ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα και την εκπαίδευσή τους. Επιδιώκουν να βελτιώσουν το μορφωτικό επίπεδο της Ελληνίδας με αναγνώσματα επωφελή και μεταφράζουν κείμενα υψηλής λογοτεχνίας για να αποδείξουν τις ικανότητές τους. Η Αικατερίνη Δοσίου, κόρη του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, μεταφράζει το 1843 τον Γκιαούρ του Μπάιρον και η Μαρία Ι. Ρώτα εκδίδει το 1847 σε τέσσερις τόμους μια εγκυκλοπαίδεια «εκ των δοκιμωτέρων πεζογράφων και ποιητών».
Στις δεκαετίες του 1850 και του 1860 οι γυναίκες στην Ελλάδα δημοσιεύουν μεταφρασμένη λογοτεχνία, κυρίως από τη γαλλική γλώσσα, εκδίδουν παιδαγωγικά έργα και διδακτικά εγχειρίδια και στρέφονται προς την παιδική λογοτεχνία. Εκδοτική έκρηξη, που με τη λάμψη της υπερκαλύπτει την παραγωγή των προηγούμενων δεκαετιών, συμβαίνει στις δεκαετίες του 1870 και του 1880. Οι αυτοτελείς εκδόσεις αυξάνονται και ποικίλλουν: θέατρο, ποιήματα και μυθιστορήματα, φιλοσοφικές πραγματείες και αρχαιολογικά δοκίμια, διδακτικά εγχειρίδια, παιδαγωγικά έργα και διηγήματα για παιδιά, μαρτυρίες και μεταφράσεις έργων του Ουγκό και του Ουόλτερ Σκοτ και άλλων γυναικών. Η συγγραφική δραστηριότητα των Ελληνίδων ήταν - και παραμένει σε κάποιο βαθμό - ακατάγραφη, δεν ήταν όμως ανύπαρκτη. Η πρώτη Ελληνίδα μυθιστοριογράφος με τα Φάσματα της Αιγύπτου (1875, η δραματογράφος Φωτεινή Σπάθη, η δοκιμιογράφος Αικατερίνη Ζάρκου και τόσες άλλες, για τις οποίες η έρευνα αποδίδει μόνο σπαράγματα βιογραφικής πληροφορίας, παραμένουν κρίκοι στην αλυσίδα που ενώνει τη μια λογοτεχνική γενιά με την άλλη.
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ «Τούτος ο σεβάσμιος ιερεύς είχεν είπη πολλαίς φοραίς του πατρός μου να μου εύρη ένα διδάσκαλον έπιτήδειον δια να με μαθητεύση, αλλ' αυτός δεν τον ήκουσε, διότι είχεν εκείνην την παλαιάν βάρβαρον γνώμην, η οποία θέλει να μη μαθαίνουν οι γυναίκες πολλά γράμματα. .» «Εις όλην την Ευρώπην είναι ελευθερία εις ταις γυναίκαις, και το βάρβαρον ήθος της Ζακύνθου, οπού βαστά ταις κοπέλλαις κλεισμέναις είναι από όλους μισητόν..» Στην ενδιαφέρουσα ιστορία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου διακρίνουμε τον ορισμό της καταπίεσης. Καταπίεση στη μόρφωση, στην έκφραση συναισθημάτων και στην ελευθερία των επιλογών. Μπορεί άραγε η καταπίεση να καταπνίξει ένα ταλέντο; Πολλές φορές, όλα αυτά που μπαίνουν εμπόδιο στην εξέλιξη ενός χαρίσματος , είναι και αυτά που τελικώς, το αναδεικνύουν. Αν η Ελισάβετ δεν ήταν τόσο καταπιεσμένη από το οικογενειακό της περιβάλλον, αν μπορούσε να συνομιλεί με τα άτομα του περιβάλλοντός της και να εξωτερικεύει τις σκέψεις και τις ανησυχίες της, ίσως να μην είχε καταφέρει να φτάσει τη γραφή της σε αυτό το σημείο. Η συγγραφή ήταν η μόνη της διέξοδος , αποτελούσε για εκείνην ζωτική ανάγκη, επικοινωνούσε με τους ήρωες που δημιουργούσε η φαντασία της και κάπως έτσι επιβίωνε… και κάπως έτσι, αρκετά χρόνια μετά, κατάφερε να γίνει η πρώτη ελληνίδα πεζογράφος. Ήθελε να μορφωθεί, να μάθει να σκέφτεται, ακριβώς για να μάθει να συμμετέχει.
Η ζωή των άλλων ελληνίδων συγγραφέων ήταν εντελώς διαφορετική από τη ζωή της Μαρτινέγκου. Πολλές είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό και άλλες είχαν ζήσει ένα διάστημα της ζωής τους εκτός Ελλάδας. Οπότε δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον περιορισμό που είχαν οι γυναίκες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Ακολουθώντας αυτόν τον τρόπο ζωής μπορούσαν να γνωρίσουν πολλές προσωπικότητες της εποχής τους και οι κοινωνικές τους συναναστροφές δεν ήταν καθόλου περιορισμένες. Πολλές σημαντικές προσωπικότητες της εποχής δρουν στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη, όπου η εκπαίδευση των γυναικών έχει ένα πολύ υψηλό επίπεδο. Ασχολήθηκαν με θέματα εκπαίδευσης του γυναικείου φύλου, με πολλές μεταφράσεις προοδευτικών παιδαγωγικών εγχειριδίων, κείμενα παιδικής λογοτεχνίας και περιορισμένος αριθμός πεζογραφημάτων και την αναγνώριση των δικαιωμάτων των γυναικών. Όλες τους συνετέλεσαν για το άνοιγμα του δρόμου αυτού, αφού σε μια πολύ πρώιμη εποχή γεμάτη απαγορεύσεις διεκδίκησαν και κατέκτησαν το δικαίωμα στον δημόσιο λόγο, κάτι καθόλου αυτονόητο για τις γυναίκες της περιόδου.
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΝ 190 ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΝ 190 ΑΙΩΝΑ
Όπως βλέπουμε στο παραπάνω γράφημα, κατά τον 19 αιώνα οι συγγραφείς στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι άνδρες . Αυτό οφείλεται στην κοινωνική ανισότητα που επικρατούσε εκείνη την εποχή μεταξύ των δύο φύλων. Οι γυναίκες δεν είχαν τις ίδιες ελευθερίες με τους άνδρες, δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με ό,τι τους άρεσε, χωρίς πρώτα να έχουν πάρει την άδεια των ανδρών της οικογένειάς τους. Το ποσοστό των γυναικών που ασχολήθηκαν με τα γράμματα ήταν πολύ μικρό και αυτό δικαιολογεί τη μεγάλη διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών συγγραφέων που βλέπουμε στο γράφημα.
ΠΗΓΕΣ www.ekebi.gr www.el.wikipedia.org. www.oanagnaostis.gr Ταενοίκωκαιενδήμω.blogspot.com www.tovima.gr ΖΗΝΑ ΣΟΥΣΗ
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Διαβάζοντας την «Αυτοβιογραφία» της καταλαβαίνουμε την επιθυμία της να συμμετάσχει και η ίδια στον πόλεμο και να δώσει βοήθεια στους ανθρώπους που δεν πολεμούσαν για τίποτα άλλο παρά για την θρησκεία, την πατρίδα, την ελευθερία, τη δόξα και την ευτυχία τους. Απόσπασμα : ‘’Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίμα μου να ζεσταίνει, επεθύμησα από καρδίας να ήθελεν ημπορώ να ζωστώ άρματα, επεθύμησα από καρδίας να ήθελε ημπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι' άλλο –καθώς εφαίνετο– δεν επολεμούσαν, παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα, και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς μεταχειριζομένη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν, την δόξαν, την ευτυχίαν των λαών ‘’
Αυτό όμως της το απαγορεύει το φύλο της, διότι οι αντιλήψεις εκείνης της εποχής θέλουν τη γυναίκα να είναι πιστή σύντροφος, να είναι αναγκασμένη να ζει διαρκώς μέσα στον χώρο του σπιτιού φροντίζοντας τα μέλη της οικογένειας και η συνομιλία με τα μέλη του αντίθετου φύλου να είναι περιορισμένη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αφαιρούνται από τις γυναίκες πολλά δικαιώματα και ελευθερίες καταστώντας τες έτσι κατώτερες από τους άντρες. ‘’Επεθύμησα, είπα, από καρδίας, αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού, όπου με εκρατούσαν κλεισμένην, εκοίταξα τα μακρά φορέματα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα, και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία, και αναστέναξα.’’
ΠΟΣΟΣΤΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΜΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΣΟΣΤΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΜΕΡΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΠΟΥ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΟΥΝ Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 η γυναικεία συμμετοχή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αποφασιστική.Πιο συγκεκριμένα, οι γυναίκες που πήραν μέρος στην επανάσταση ήταν δραματικά λίγες. Αυτοί που συγκροτούν τη σιδερένια γροθιά της Επανάστασης είναι οι άνδρες. Όμως, η σποραδική έστω παρουσία των γυναικών σε κρίσιμες περιόδους πολέμου είναι ενδεικτική των δυνατοτήτων του γυναικείου φύλου, το οποίο έτσι ενέγραψε στο κεφάλαιο των δικαιωμάτων του μια μακροπρόθεσμη υποθήκη. Οι ελάχιστες γυναίκες που ξεχώρισαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 επέβαλαν άτυπα την ισοτιμία των φύλων στα πεδία των μαχών. Με το απαράμιλλο θάρρος τους, την αξιοθαύμαστη γενναιότητα, τις περιπέτειες και τις θυσίες τους αποτελούν αξεπέραστα σύμβολα δυναμισμού και πατριωτισμού που συνεχίζουν να εμπνέουν σε εθνικά κρίσιμες περιόδους.
Σουλιώτισσες Οι Σουλιώτισσες έδρασαν κατά την προεπαναστατική περίοδο και θυσιάστηκαν για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών. Δεν πολέμησαν , όμως έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν, σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός. Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια.
Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας, η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη… Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι.
Την ίδια χρονική στιγμή(Δεκ Την ίδια χρονική στιγμή(Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό. Από τις Σουλιώτισσες ξεχώρισαν άλλες δυο, οι οποίες υπήρξαν οι διασημότερες από τις άλλες, καταφέρνοντας να περάσουν τα ονόματά τους στο δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στη σφαίρα του θρύλου. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου». Ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Με βαριά καρδιά έδωσε στο χέρι του αιμοβόρου Αλή Πασά τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου»,είπε χαρακτηριστικά στον πασά.
Μια άλλη γυναίκα που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου Μια άλλη γυναίκα που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Το όνομά της είχε πρωτακουστεί στον πόλεμο του 1792, όπου ο ηρωισμός της , μας πληροφορούν ξένοι διπλωμάτες την εποχή εκείνη στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό των συμπατριωτών της. Πρώτη έτρεχε στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες, συχνότερα μπροστά απ’ αυτούς. Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800-1803, οπότε «καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω», βεβαιώνει ο Γερμανός Μπαρτόλντι.
ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ Αξιοθαύμαστο θάρρος έδειξαν και οι Μεσολογγίτισσες «ελεύθερες πολιορκημένες», οι οποίες σε όλη τη διάρκεια της μακράς πολιορκίας του προπυργίου της δυτικής Ελλάδας βοήθησαν με κάθε τρόπο στην άμυνα:μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, περίθαλψη των ασθενών και τραυματιών. Όταν αποφασίζεται η ηρωική έξοδος(10 Απριλίου 1826), μετά το φοβερό λιμό, ακολουθούν πολλές γυναίκες με αντρική ενδυμασία, κρατώντας από το ένα χέρι το σπαθί και από το άλλο το μωρό τους, ενώ οι άοπλες μπήκαν στη μέση της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους. Αυτές οι γυναίκες είχαν την ίδια φρικτή τύχη, όπως και οι άνδρες της Εξόδου, κατά τη γνωστή φοβερή σύγχυση που επικράτησε, και όσες κατάφεραν να γυρίσουν στην πόλη αυτοκτόνησαν, σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Από ό,τι ξέρουμε, από τις τόσες ηρωίδες του Μεσολογγίου λίγα ονόματα διέσωσε η ιστορία για τις ηρωικές πράξεις τους. Μια από τις γυναίκες του Μεσολογγίου ήταν και η Αλεφαντώ. Η ενδυμασία προσιδίαζε αυτής των αντρών.Αψηφούσε τους κινδύνους, τις κακουχίες και τις στερήσεις. Αντίθετα, εμψύχωνε τους άνδρες στον αγώνα και θυσίασε τη ζωή της για την ελευθερία και την τιμή της.Εκτός από αγωνίστρια, ήταν σύζυγος και μητέρα. Ο σύζυγός της σκοτώθηκε το Μάιο του’21 και νεαρά τότε η Αλεφαντώ έμεινε χήρα με μια μικρή κόρη.Όταν έγινε η έξοδος,συνελήφθη μαζί με την κόρη της και για πολλά χρόνια είχε μαρτυρική ζωή.
Χιώτισσες Οι γυναίκες της Χίου δεν συμμετείχαν στον πόλεμο και ο ρόλος τους ήταν θύματα. Σύμφωνα με περιηγητές της εποχής, ήταν «ωραίες και αβρές», με «ευγενική συμπεριφορά, ιδιαίτερα απέναντι στους ξένους». «Πουθενά αλλού οι γυναίκες δεν απολαμβάνουν τόση ελευθερία κι ωστόσο καμιά κατάχρησή της δεν παρατηρείται. Εργάζονται και τραγουδάνε. Τα σκάνδαλα είναι σπάνια». Οι σφαγές στο νησί (1822) εμπνέουν το Γάλλο ζωγράφο Ντελακρουά, που στο γνωστό του πίνακα αποτυπώνει όλη τη φρίκη αυτής της τραγωδίας. Από τους 100.000 κατοίκους στο νησί έμειναν λιγότεροι από 2000. «Χιλιάδες γυναίκες , κορίτσια κι αγόρια πουλιόνταν κάθε μέρα στο παζάρι. Πολλά από αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα αυτοκτόνησαν κατά τη μεταφορά. Βλέπεις γυναίκες να μη δέχονται τροφή, μ’ όλο που μαστιγώνονταν, για να πεθάνουν από την πείνα», ανέφερε ο Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη Francis Werry
Μαντώ Μαυρογένους Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα Μαντώ Μαυρογένους Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα Η Μαντώ Μαυρογένους και η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα ήταν οι δύο μόνο γυναίκες με ηγετικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821 από το σύνολο των δεκάδων επώνυμων ανδρών.
Η Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη 1796 ή 1797 - Πάρος, Ιούλιος 1848) ήταν αγωνίστρια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η Μαντώ Μαυρογένους καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας.Εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ το 1820.. Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 η Μαντώ παίρνει μέρος στις συσκέψεις που γίνονται για συμμετοχή στον Ιερόν Αγώνα και αποφασίζει να πάει στην Μύκονο.
Στις 22 Οκτωβρίου 1822, η Μαντώ, αψηφώντας το θάνατο, αναδείχτηκε άξιος οπλαρχηγός του Ιερού Αγώνα. Στις 10 Φεβρουαρίου 1823, επικεφαλής σώματος 800 ανδρών από Μυκονιάτες και άλλους Κυκλαδίτες, ξεκινάει από την Μύκονο. Τους γύμνασε και εξόπλισε η ίδια σε 16 αποσπάσματα από 50 άντρες το καθένα, και με δικά τις οικονομικά εκστράτευσε εναντίον των Τούρκων στην Εύβοια, στην Θεσσαλία και στην Ρούμελη. Σε όλη την εκστρατεία η Μαντώ όχι μόνο σκορπίζει τον ενθουσιασμό και εμψυχώνει τους μαχητές αλλά συμμετέχει άμεσα και πολεμάει παλικαρίσια στην πρώτη γραμμή. Η Μαντώ πρόσφερε στον Αγώνα 700.000 γρόσια.
Λίγα χρόνια μετά την επανάσταση, πέθανε στην Πάρο στα 1840 από τυφοειδή πυρετό. Η κηδεία της υπήρξε πάνδημη. Τη θάψανε στο προαύλιο της Καταπολιανής. Ύστερα όμως από την αναπαλαίωση του Ναού , δεν υπάρχει ο τάφος της, όπως και τα καμπαναριά που σήμαναν το θάνατό της.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα (γεννημένη ως Λασκαρίνα Πινότση) (11 Μαΐου 1771 - 22 Μαΐου 1825) ήταν Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την 'Υδρα. Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 1771
Η Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυψε στο σπίτι της, ενώ ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου Αγαμέμνων, της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Το 1819 η Μπουμπουλίνα επισκέφθηκε και πάλι την Κωνσταντινούπολη.
Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες. Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822, το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί.
Στα τέλη του 1824, η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, όπου η Κυβέρνηση Κουντουριώτη υπερισχύει του συνασπισμού των Κοτζαμπάσηδων και των Στρατιωτικών της Πελοποννήσου, με αποτέλεσμα ο Κολοκοτρώνης να συλληφθεί και να φυλακιστεί μαζί με άλλους οπλαρχηγούς σε ένα μοναστήρι της Ύδρας. Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. Τελικά η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1825 ο Αιγύπτιος ναύαρχος Ιμπραήμ Πασάς με έναν τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αποβιβάζεται στο λιμάνι της Πύλου στην Πελοπόννησο με 4.400 άντρες, σε μια τελευταία προσπάθεια να σταματήσει την επανάσταση. Η Μπουμπουλίνα, παραμερίζοντας την δυσαρέσκειά της για τους πολιτικούς και καθοδηγούμενη μόνο από την φιλοπατρία της, άρχισε να προετοιμάζεται για νέες μάχες όταν έρχεται όμως τότε το άδοξο τέλος της, στις 22 Μαΐου 1825.
Κατά την διάρκεια μιας πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα και την αφήνει νεκρή. Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα σε μια συμπλοκή. Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.
Η συμμετοχή των γυναικών στην επανάσταση του 1821 ήταν δραματικά μικρή, όμως αποφασιστική.Αυτές που ξεχώρισαν ήταν ελάχιστες (Μαντώ Μαυρογένους και Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα).Παράλληλα, και προεπαναστατικά με τις Σουλιώτισσες, αλλά και στη περίοδο της επανάστασης με τις Μεσολογγίτισσες και τις Χιώτισσες, οι γυναίκες έλαβαν μέρος είτε θυσιάζοντας τους εαυτούς τους είτε σε πολλές περιπτώσεις πολεμώντας.
Σύγκριση της Μαρτινέγκου με τη Μαυρογένους και τη Μπουμπουλίνα Σύγκριση της Μαρτινέγκου με τη Μαυρογένους και τη Μπουμπουλίνα Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους αφιέρωσαν όλη τη ζωή τους στον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα για την Ελλάδα. Ήταν ατρόμητες μαχήτριες, αγωνίστριες, υπέροχοι άνθρωποι με πνευματικά και ψυχικά χαρίσματα. Η Μαρτινέγκου είχε αγωνιστικό πνεύμα και ήθελε να συμμετέχει στην επανάσταση, όπως οι δύο ηρωίδες, αλλά δεν μπόρεσε να αγωνιστεί λόγω της κλειστής κοινωνίας της Ζακύνθου της εποχή της . Άφησε, όμως, πνευματική κληρονομιά με το συγγραφικό της έργο.
πηγές http://el.wikipedia.org/wiki/ http://www.slideshare.net/mmavridi/ss-10701564 http://www.greeklanguage.gr/Resources/literature/education/literature_history/search.html?details=62 http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Poems&act=details&poem_id=114982 http://neakeratsiniou.blogspot.gr/2014/03/1821_25.html http://gym-ag-myron.ira.sch.gr/kethi/gymvar2.htm
Ζωή Μπιλίκμπαση , Διαφάνειες : 1-4 Νικολέτα Σιδηροπούλου,Διαφάνειες : 5 – 12 Δέσποινα Μπηλιώνη,Διαφάνειες: 13-22 Δέσποινα Παπαδέα : Εικόνες
H συμμετοχή των γυναικών στην Aντίσταση κατά τη γερμανική κατοχή
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η θέση των γυναικών και ο ρόλος τους σε αυτή ,είναι μειονεκτικός και ,με ελάχιστες εξαιρέσεις , σχεδόν ανύπαρκτος . Συνεπώς είναι εμφανής η διαφορά στη συμμετοχή των γυναικών στην Επανάσταση του ‘21 και στην Αντίσταση κατά την Γερμανική Κατοχή . Πιο συγκεκριμένα η γυναικεία συμμετοχή στην Αντίσταση αναφέρεται παρακάτω .
Η συμμετοχή της γυναίκας στον πόλεμο του ΄40, στην κατοχή και την Αντίσταση στάθηκε καταλυτική για την αλλαγή της θέσης της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία. Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος που ανταποκρίθηκαν οι γυναίκες στο κάλεσμα της πατρίδας. Γιατί ήταν γυναίκες που βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους άνδρες από άποψη πολιτειακής και κοινωνικής δικαιοσύνης ,αφού στερούνταν ακόμη και του δικαιώματος της ψήφου.
Στην αντιφασιστική πάλη ενάντια στην ξενική κατοχή ξεπηδά ένας νέος παράγοντας, πρώτη φορά τόσο σημαντικός και τόσο μαζικός, στην ιστορία των ελληνικών αγώνων. Είναι η γυναικεία συμβολή. Η δράση που ανέπτυξαν οι γυναίκες όλων των ηλικιών, και στην Αθήνα και στην ύπαιθρο, συμμετέχοντας σε κάθε είδους αντιστασιακή κινητοποίηση ως και στον ένοπλο αγώνα, ήταν ιδιαίτερα δυναμική και πρωτοφανής για την ελληνική πραγματικότητα. Επί τέσσερα χρόνια η Ελληνίδα έδωσε στον αγώνα αυτόν τα πάντα. Θυσίασε επάγγελμα, υπάρχοντα, την υγεία της, τα παιδιά της και τη ζωή της. Η αντιστασιακή δράση αποτέλεσε εξάλλου για τις Ελληνίδες μια συνολικότερη ευκαιρία για την κοινωνική τους συνειδητοποίηση και απελευθέρωση.
Από τα «μετόπισθεν» μέχρι την πρώτη γραμμή της μάχης, η συμβολή των γυναικών στάθηκε καθοριστική. Άλλωστε, για να αγκαλιάσει το ΕΑΜ και οι οργανώσεις του τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, για να γίνει ο ΕΛΑΣ μαζικός λαϊκός στρατός, δε θα μπορούσε να μένει αμέτοχο και μακριά από την πάλη το μισό του λαού, δε θα μπορούσε να λείπει η συμμετοχή των γυναικών, η δράση τους, η πολύπλευρη στήριξή τους στον αγώνα. Η ένταξη και η δράση τους στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στον ΕΛΑΣ, όπως και αργότερα στον ΔΣΕ, έγινε σε σύγκρουση με τις προκαταλήψεις και τις αναχρονιστικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν για τη θέση και το ρόλο τους. Οι απόψεις που θεωρούσαν ασυμβίβαστη με τη «γυναικεία φύση» τη συμμετοχή στη διαδήλωση, στην απεργία, πόσο μάλλον στον ένοπλο αγώνα, τσακίστηκαν στην πράξη.
Γυναίκες, ακόμα και μικρά κορίτσια, πάλεψαν για να επιβιώσει ο λαός κόντρα στις κακουχίες και την πείνα. Έγιναν χέρι βοήθειας για τις χιλιάδες οικογένειες των εκτελεσμένων και των διωκόμενων αγωνιστών, για τις οικογένειες των ανταρτών, για όλους όσοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη λεηλασία και τον αφανισμό των χωριών τους από τα ναζιστικά στρατεύματα και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Για τη δράση τους διώχθηκαν και βασανίστηκαν χωρίς να δώσουν ούτε ένα όνομα, ούτε την πιο μικρή πληροφορία. Πολλές βρέθηκαν στις φυλακές και στις εξορίες, ακόμα και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Στάθηκαν κι εκεί ασυμβίβαστες, με το κεφάλι ψηλά.
Χωρίς τη μαζική συμμετοχή και τις μεγάλες θυσίες των Ελληνίδων θα ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να πάρει η αντίσταση την έκταση και το βάθος που πήρε, να γίνει το καθολικό κίνημα, αγώνας των Ελλήνων για την εθνική απελευθέρωση.
Τη συναντάμε σαν αγωνίστρια Τη συναντάμε σαν αγωνίστρια. Οι γυναίκες των χωριών συντηρούν τους αντάρτες. Οι στρατιώτες που γυρνούν από το μέτωπο έχουν ανάγκη τη συμπαράσταση του πληθυσμού. Χρειάζονται λίγο ψωμί, κατάλυμα, ατομική καθαριότητα και ένα καλό λόγο. Στα χωριά αλλά και στις γειτονιές της Αθήνας, άλλοτε οργανωμένα και άλλοτε ανοργάνωτα, οι γυναίκες ζεματίζουν τα ρούχα για να φύγουν οι ψείρες, τους περιθάλπουν, τους δίνουν να φορέσουν πολιτικά ρούχα για να μη συλληφθούν και τους εφοδιάζουν με τρόφιμα για το ταξίδι. Οι γυναίκες κρύβουν επίσης τους άνδρες σε μέρη που θα είναι ασφαλείς. Γίνονται σύνδεσμοι ανάμεσα στο αντάρτικο και στο χωριό, ειδοποιούν για τις κινήσεις του εχθρού, φυλάνε σκοπιά. Αρχίζουν να τις αναγνωρίζουν και να τις υπολογίζουν. Αρκετές κοπέλες πήραν όπλο στο αντάρτικο. Σε μια εποχή που θεωρείται ντροπή να φορούν οι γυναίκες παντελόνι, θέλει τόλμη και δύναμη να φοράς τη στολή του αντάρτη και να κρατάς όπλο.
Γυναίκες που κουβάλησαν το όπλο, που έγιναν σύνδεσμοι με τις αντάρτισσες γυναίκες, που στα σπίτια τους φιλοξενούσαν κι έκρυβαν αντάρτες. Γυναίκες που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν και βασανίστηκαν. Γυναίκες που αφιέρωσαν τη ζωή τους στον αγώνα. Γυναίκες που η ιστορία τους δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την ανάλογη των ανδρών.
ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΖΗΤΗΜΑ
Το δικαίωμα ψήφου στη γυναίκα
Το Προεδρικό Διάταγμα της 5ης Φεβρουαρίου του 1930, επέτρεπε αρχικά στις Ελληνίδες να ψηφίσουν στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Ύστερα από πολλούς αγώνες και πολύ αργότερα από αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, οι γυναίκες στην Ελλάδα απέκτησαν δικαίωμα ψήφου. Οι γυναίκες ψήφισαν για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές στη Φινλανδία το 1906, στη Νορβηγία και στη Σοβιετική Ρωσία το 1917, στη Γερμανία το 1919, στη Βρετανία το 1928, στη Γαλλία το 1945. Το δικαίωμα του «εκλέγειν» για τις γυναίκες στην Ελλάδα θεσπίστηκε μόλις το 1930 αλλά δεν αφορούσε όλες τις ελληνίδες. Μπορούσαν να ψηφίσουν μόνον όσες είχαν κλείσει τα 30 τους χρόνια και είχαν τελειώσει τουλάχιστον το Δημοτικό και μόνο στις δημοτικές εκλογές.
Η πρώτη φορά που οι Ελληνίδες άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα ήταν στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν μόλις 2.655 κυρίες, από τις οποίες ψήφισαν τελικά μόνο 439. Ενδεικτικό του αντίκτυπου που είχε δημιουργηθεί τότε στην ελληνική κοινωνία ήταν ότι η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη δεν ήθελε να ψηφίσει γιατί -όπως έλεγε- ψήφο θέλουν μόνο όσες είναι άσχημες και όσες αποφεύγουν να κάνουν παιδιά! Δικαίωμα ψήφου και στις βουλευτικές εκλογές απέκτησαν στις 28 Μαΐου του 1952, χωρίς όμως τελικά να συμμετάσχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου, γιατί δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι.
Το 1953, σε επαναληπτική εκλογή στη Θεσσαλονίκη, εξελέγη η πρώτη γυναίκα βουλευτής. Ήταν η Ελένη Σκούρα του κόμματος «Ελληνικός Συναγερμός», που μαζί με τη Βιργινία Ζάννα από το «Κόμμα Φιλελευθέρων», ήταν οι πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα. Κανονικά οι γυναίκες συμμετείχαν για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές στις 19 Φεβρουαρίου του 1956. Στις εκλογές αυτές η Λίνα Τσαλδάρη της ΕΡΕ και η Βάσω Θανασέκου της «Δημοκρατικής Ένωσης» κατάφεραν να εκλεγούν στη Βουλή. Η Λίνα Τσαλδάρη έγινε και η πρώτη γυναίκα - υπουργός, καθώς ανέλαβε το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση Καραμανλή. Την ίδια χρονιά εκλέχθηκε και η πρώτη γυναίκα Δήμαρχος, η Μαρία Δεσύλλα, στην Κέρκυρα. Για την αναγνώριση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών πρωτοστάτησε το φεμινιστικό κίνημα. Μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους της ήταν η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια του περιοδικού «Εφημερίς των Κυριών». Το γυναικείο κίνημα πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη του, όταν στο Σύνταγμα του 1975 καθιερώθηκε η αρχή της ισότητας των δυο φύλων.
Η θέση της γυναίκας στη σύγχρονη κοινωνία Νοικοκυρά Σύζυγος Μητέρα Εργαζόμενη
Οι σκληροί αγώνες των γυναικών για την αποκατάστασή τους ως μέλη του κοινωνικού συνόλου ενσαρκώθηκαν στα νεότερα χρόνια στο γυναικείο (φεμινιστικό) κίνημα το οποίο μέχρι σήμερα αγωνίζεται προς την ίδια κατεύθυνση: να διευρύνει ακόμη περισσότερο την οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα των γυναικών που έχουν προχωρήσει σε σημαντικές κατακτήσεις και παράλληλα προσπαθεί να καταστήσει συνείδηση στις γυναίκες εκείνες, που ακόμη και σήμερα είναι τελείως αποκλεισμένες από κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται με το κοινωνικό σύνολο, την αναγκαιότητα για ανάληψη πρωτοβουλιών για την εξέλιξή τους.
Το φεμινιστικό κίνημα κατ’ αυτό τον τρόπο πασχίζει για κοινωνική δικαιοσύνη και αξιοκρατία, για την αναμόρφωση της ανθρώπινης κοινωνίας και για την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διάκρισης που υπαγορεύεται από το φύλο. Γιατί είναι τελείως παράλογο να καθορίζεται η εξέλιξη της ζωής ενός ανθρώπου από το φύλο του, πράγμα για το οποίο δεν είναι κανείς ουσιαστικά «υπεύθυνος». Αυτή η αρχή, τουλάχιστον στις σημερινές πολιτισμένες κοινωνίες γίνεται αποδεκτή (έστω και θεωρητικά) και για λόγους ανθρωπιστικούς, μα και για λόγους καθαρά πρακτικούς: γιατί έχει συνειδητοποιηθεί πλέον ότι οι αυξημένες ανάγκες της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας για να ικανοποιηθούν, απαιτούν τη συνδρομή όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου, επομένως και των γυναικών.
Η σημερινή γυναίκα, όντας ζωτικό μέλος του κοινωνικού οργανισμού μέσα στον οποίο ζει, όπως και ο άντρας, και υποταγμένη, αλλά ουσιαστικά πραγματικά ελεύθερη, σε αναγκαίους κοινωνιοκρατικούς σκοπούς έχει κάθε δικαίωμα να συμμετέχει ενεργά στην πορεία της κοινωνίας. Και όχι μόνο το δικαιούται, αλλά είναι απαραίτητη η συμβολή της στην κοινωνική εξέλιξη λόγω της ιδιαίτερης μορφής της σημερινής κοινωνίας. Σήμερα που η τεχνική και η τεχνολογία αναπτύσσονται με ραγδαίο ρυθμό, που η διαφοροποίηση ανάμεσα στα επαγγέλματα είναι έντονη και η εξειδίκευση φοβερή, απαιτούνται όλο και περισσότεροι άνθρωποι για την επάνδρωση οικονομικών ή άλλων επιχειρήσεων. Και βέβαια έτσι ανοίγεται και στο γυναικείο πληθυσμό ένας ευρύς ορίζοντας για οικονομική δραστηριότητα, η οποία θα έχει ως επακόλουθο την πλήρη οικονομική τους ανεξαρτησία. Άλλωστε από την εποχή ακόμη της βιομηχανικής επανάστασης η οικονομική ανεξαρτησία, που οι γυναίκες μπορούσαν να αποκτήσουν από την προσωπική τους εργασία, έδωσε την πρώτη σοβαρή ώθηση για τη δυναμική διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.
Αναμφισβήτητα το οικονομικό θέμα είναι βασικότατο για την περαιτέρω προώθησή τους και στους άλλους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Γιατί η οικονομική ανεξαρτησία, όπως και σε κάθε άνθρωπο, τους δίνει τη δυνατότητα να πλουτίσουν τη ζωή τους μέσα από την ποικιλία και την πολυμέρεια και παράλληλα κεντρίζονται να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητά τους σε κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές δραστηριότητες. Άλλωστε η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, όπως μαρτυρεί και η ιστορία έπεται, συνήθως, της οικονομικής ευρωστίας.
Κατ’ ανάλογο τρόπο, η αποδέσμευση της γυναίκας από σάπιες προκαταλήψεις και απηρχαιωμένες προλήψεις, που την καθήλωναν και στραγγάλιζαν την ελεύθερη πολιτιστική της έκφραση, σήμερα δεν υφίσταται, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο στρώμα του γυναικείου πληθυσμού μιας πολιτισμένης χώρας. Και τα αποτελέσματα της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των γυναικών είναι εμφανή στο κοινωνικό σύνολο. Η γυναικεία φύση λόγω της ευαισθησίας και του έμφυτου αυθορμητισμού που διαθέτει, κατάφερε να πλουτίσει τους καλλιτεχνικούς εκφραστικούς τρόπους και να προσδώσει μια νέα διάσταση στην τέχνη. Ιδίως στον αιώνα μας η συμβολή της γυναίκας στη διαμόρφωση της σύγχρονης τέχνης είναι αισθητή, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή.
Επομένως, η οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική δραστηριότητα των γυναικών ωφελεί πολλαπλώς το κοινωνικό σύνολο. Ως επιστέγασμα όλων αυτών των δραστηριοτήτων με τις οποίες η γυναίκα ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, «έρχεται» να προστεθεί η πολιτική δραστηριότητα, που ακόμη και στην εποχή μας αποτελεί, σε πολλές περιπτώσεις, το αμφιλεγόμενο σημείο. Όμως, παραμερίζοντας κάθε προκατάληψη και γνωρίζοντας το δυναμισμό με τον οποίο το γυναικείο φύλο διεκδικούσε και διεκδικεί αναφαίρετα δικαιώματά του, είναι απόλυτα δίκαιο και αναγκαίο να συμμετέχει η γυναίκα στα κοινά. Γιατί μόνο μέσα από την πολιτική συνειδητοποίησή της μπορεί να προωθήσει με τρόπο νόμιμο τα δίκαια αιτήματά της και ταυτόχρονα να ενταχθεί ομαλά μέσα στην πολιτική κοινωνία, στην οποία ζει. Άλλωστε η ακμή και η άνθιση μιας κοινωνίας απορρέει μέσα από το πλήθος και μέσα από τον καθένα χωριστά, επομένως και μέσα από τον γυναικείο πληθυσμό.
Μάλιστα οι συνέπειες της πολιτικής δραστηριότητας των γυναικών σημαδεύουν βαθιά και μορφοποιούν τον αιώνα μας, γιατί έχουν συντελέσει στη δραστηριοποίηση των ανθρώπων ενάντια στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίσης η πολιτική δραστηριότητα των γυναικών εκφράζεται και μέσα από τα πανανθρώπινα κινήματα ειρήνης της εποχής μας, όπου οι γυναίκες πασχίζουν κυριολεκτικά για την αποτροπή μιας ολέθριας παγκόσμιας σύρραξης, πράγμα που αποδεικνύει την ευαισθησία τους και την υπευθυνότητά τους στα μεγάλα προβλήματα.
Συμπερασματικά, η πολύπλευρη δραστηριότητα των γυναικών και η ενεργή συμμετοχή τους στις κάθε είδους εξελίξεις της κοινωνίας, όχι απλώς ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, αλλά το αναζωογονεί και του διοχετεύει νέες παραγωγικές δυνάμεις που έχουν τη δύναμη να συμβάλλουν αποφασιστικά στην προκοπή του. Κατά συνέπεια το γυναικείο κίνημα δεν είναι άξιο να απολαμβάνει προκατάληψης και εχθρότητας από την κοινωνία, αφού η συμβολή του στην ανόρθωση της κοινωνίας είναι στις μέρες μας ιδιαίτερα αισθητή.
Άραγε μετά από τόσα χρόνια πέτυχε η σημερινή γυναίκα αυτό που τόσον καιρό ποθούσε; Την εξίσωσή της με τον άντρα, την αναγνώριση της σοβαρής εργασίας που αυτή συνήθως επιτελεί στο σπίτι; Τις ίσες ευκαιρίες στο χώρο της δουλειάς; Φαίνεται ότι έχουν γίνει πολλά βήματα μέχρι τώρα. Ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι, αλλά ανέκυψαν και νέα προβλήματα με ανυπολόγιστες συνέπειες.
Η έξοδος της γυναίκας στο χώρο της εργασίας και μάλιστα με ισότιμες απαιτήσεις, την φόρτωσαν με νέες υποχρεώσεις και της πρόσθεσαν καινούριο φορτίο και άγχος. Είναι αμφίβολο το αν η οικονομική αυτοτέλεια και η επαγγελματική καταξίωση της έδωσαν όσα θα περίμενε. Δεν μπορούμε ωστόσο, να της αρνηθούμε το δικαίωμα να επενδύσει για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας της και των οραμάτων της.
Συμπέρασμα: Είναι σχεδόν παράλογο σήμερα, αν δεν υποκρύπτει άλλου είδους σκοπιμότητες, να μιλά κάποιος για υπεροχή του ενός ή του άλλου φύλου... Ο αγώνας για την ισότητα ανδρών και γυναικών είναι αγώνας για την εξύψωση του ανθρώπου εν γένει.
Πηγές : Βιβλιογραφία : Διαδίκτυο : Δημαράς Α., 1974, «Η Μεταρρύθμιση που δεν έγινε (τεκμήρια Ιστορίας)», Εστία, τ. Α΄& Β΄, Αθήνα . Τασούλα Βερβενιώτη, «Η γυναίκα της Αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική,Αθήνα», Οδυσσέας Ιωάννα Μαγγανάρα «Διακρίσεις κατά των γυναικών», Οδυσσέας Διαδίκτυο : http://www.fhw.gr/chronos/14/gr/1940_1945/resistance/index.html http://gynaika-antistasi.blogspot.gr/ http://www.rizospastis.gr http://www.siakantari.gr www.isotita-epeak.gr
ΚΕΙΜΕΝΑ : Νοταρά Ελένη : Ο ρόλος της γυναίκας στη γερμανική κατοχή. Τσαπούρη Ιωάννα : Το δικαίωμα ψήφου στη γυναίκα. Χλιάπα Γαβριέλλα : Ο ρόλος της γυναίκας στη σύγχρονη εποχή. ΕΙΚΟΝΕΣ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ : Χλιάπα Γαβριέλλα