Διγλωσσία: Ορισμός, χαρακτηριστικά και ορολογία Εαρινό Εξάμηνο: Σαραβελάκης Κώστας Α.Τ.Ε.Ι. Καλαμάτας
Κατευθύνσεις - Ορισμοί Έχουν διατυπωθεί πολλοί ορισμοί για το φαινόμενο της διγλωσσίας, αλλά στην οριοθέτησή της τονίζονται δύο κυρίως κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση είναι η γλωσσολογική: επικεντρώνεται περισσότερο στη γλωσσική ικανότητα του ατόμου και το ερώτημα που τίθεται είναι «πόσο καλά μπορεί το δίγλωσσο άτομο να κατέχει και τις δύο γλώσσες». Στην περίπτωση αυτή «δίγλωσσο είναι το άτομο που μπορεί ολοκληρωμένα και με σωστό εννοιολογικό περιεχόμενο να εκφραστεί και στις δύο γλώσσες» (Haugen, 1956, σ. 10). Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η ψυχο - κοινωνικογλωσσολογική, δίδει έμφαση στο ερώτημα «πώς, πότε και γιατί χρησιμοποιεί ένα άτομο τη μητρική του γλώσσα ή τη γλώσσα της πλειοψηφίας στο περιβάλλον που ζει». Επομένως, η «διγλωσσία είναι η ικανότητα ενός ατόμου να χρησιμοποιεί δύο γλώσσες σε διαφορετικές καταστάσεις και κάθε φορά να αλλάζει αυτόματα, χωρίς δυσκολίες, το γλωσσικό κώδικα» (Weinreich, 1964, σ.1).
Η διατύπωση πολλών ορισμών για τη διγλωσσία, οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι ο κάθε ερευνητής έχει κατά νου μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων με αποτέλεσμα να ορίζει με διαφορετικό τρόπο τη διγλωσσία. Κάποιοι ερευνητές, έχοντας υπόψη τα παιδιά των μεταναστών και των μειονοτήτων διατύπωσαν τον εξής ορισμό: «Δίγλωσσος είναι αυτός που μπορεί να λειτουργεί σε δύο ή περισσότερες γλώσσες είτε σε μονόγλωσσες είτε σε δίγλωσσες κοινότητες ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτισμικές απαιτήσεις που επιβάλλονται απ' αυτές τις κοινότητες ή από το ίδιο το άτομο όσον αφορά την επικοινωνιακή και γνωστική ικανότητά του, σε επίπεδο ίδιο με των φυσικών ομιλητών και ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί θετικά και με τις δύο ή όλες τις γλωσσικές ομάδες και πολιτισμούς ή μέρος αυτών».
Κοινωνική και Ατομική διγλωσσία. Κοινωνική διγλωσσία: σημαίνει τη συνύπαρξη δύο γλωσσών (με το ίδιο κύρος). Ατομική διγλωσσία: είναι η χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών από το ίδιο άτομο. Η διαφορά μεταξύ της ατομικής διγλωσσίας και της κοινωνικής διγλωσσίας είναι ότι η ατομική αναφέρεται στο άτομο και την ικανότητά του να χρησιμοποιεί δυο γλώσσες, ενώ η κοινωνική αναφέρεται στην κοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας δυο γλώσσες έχουν το ίδιο κύρος.
. Είναι πολύ δύσκολο να οριστεί ποιος είναι ή δεν είναι δίγλωσσος. Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι μεταξύ του ολοκληρωτικά δίγλωσσου και του ολοκληρωτικά μονόγλωσσου περιλαμβάνονται πολλές άλλες έννοιες που ποικίλλουν, όσον αφορά το βαθμό κατοχής μιας γλώσσας.
Χαρακτηριστικά ατομικής διγλωσσίας Καταρχήν, οφείλουμε να διαλευκάνουμε κάποιους χρήσιμους όρους όπως: Γλωσσικές δεξιότητες Γλωσσική ικανότητα Γλωσσική δυνατότητα Γλωσσική επάρκεια
. Γλωσσικές δεξιότητες: αναφέρονται σε συγκεκριμένες και παρατηρήσιμες συνιστώσες, όπως ο γραφικός χαρακτήρας.
. Γλωσσική ικανότητα: Πρόκειται για έναν ευρύ και γενικό όρο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία άδηλη εσωτερική, διανοητική, αναπαράσταση της γλώσσας. Η ικανότητα αυτή αναφέρεται συνήθως σ' ένα υποκείμενο σύστημα, το οποίο συνάγουμε από τη γλωσσική πραγμάτωση. Άρα η γλωσσική πραγμάτωση είναι η εξωτερική απόδειξη της γλωσσικής ικανότητας, την οποία μπορούμε να την τεκμηριώσουμε, αν παρατηρήσουμε την γενική γλωσσική κατανόηση και παραγωγή.
. Η γλωσσική δυνατότητα και η γλωσσική επάρκεια χρησιμοποιούνται περισσότερο ως γενικοί όροι, με αποτέλεσμα να είναι κάπως αόριστοι. Μερικοί πιστεύουν ότι η γλωσσική δυνατότητα είναι μια γενική, άδηλη προδιάθεση, καθοριστική για την τελική γλωσσική επιτυχία. Άλλοι θεωρούν ότι έχει τη θέση ενός αποτελέσματος, παρόμοιου με τις γλωσσικές δεξιότητες, αλλά λιγότερο συγκεκριμένου, που υποδεικνύει το τρέχον γλωσσικό επίπεδο. Κατά παρόμοιο τρόπο η γλωσσική επάρκεια χρησιμοποιείται άλλες φορές ως συνώνυμη με τη γλωσσική ικανότητα και άλλες ως συγκεκριμένο, μετρήσιμο αποτέλεσμα ενός γλωσσικού τεστ.
. Η γλωσσική ικανότητα και η γλωσσική δυνατότητα διαφέρουν από τη γλωσσική επίδοση. Η γλωσσική επίδοση: θεωρείται ως αποτέλεσμα της συστηματικής διδασκαλίας. Αντιθέτως, η γλωσσική επάρκεια και η γλωσσική δυνατότητα θεωρούνται ως προϊόντα ποικίλων μηχανισμών όπως: της συστηματικής μάθησης, της ανεπίσημης - μη προσχεδιασμένης- γλωσσικής κατάκτησης (πχ. με τις καθημερινές συναναστροφές) και ατομικών χαρακτηριστικών, όπως η «ευφυΐα».
Γλωσσικές Δεξιότητες Υπάρχουν τέσσερις βασικές γλωσσικές δεξιότητες, που αφορούν τον προφορικό και το γραπτό λόγο και αποδεικνύουν την γλωσσική ικανότητα του δίγλωσσου. Οι δεξιότητες είναι: ακρόαση, ομιλία, ανάγνωση και γραφή. Η κατάταξη κάποιου ως δίγλωσσου ή μονόγλωσσου, δε μπορεί να γίνει με αυστηρό τρόπο, διότι κάποιος μπορεί να μιλά, αλλά να μην γράφει, επομένως δε μπορούμε να χαρακτηρίζουμε αυθαίρετα κάποιον μονόγλωσσο ή δίγλωσσο. Δηλαδή η κάθε δεξιότητα μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο αναπτυγμένη. Η δεξιότητα της ανάγνωσης είναι δυνατόν να κυμαίνεται από απλή και βασική, σε ρέουσα ή τέλεια. Κάποιος μπορεί να καταλαβαίνει μια γλώσσα στην καθημερινή χρήση και να μην την καταλαβαίνει σε πανεπιστημιακό μάθημα. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν δεξιότητες μέσα στις δεξιότητες, δηλ. υπάρχουν επιμέρους δεξιότητες, πράγμα που σημαίνει ότι η κάθε δεξιότητα υποδιαιρείται σε επιμέρους μικρότερες
5η γλωσσική δεξιότητα εκτός από τις τέσσερις ήδη γνωστές δεξιότητες υπάρχει και η σκέψη, δηλ. κάποιος μπορεί να μην χρησιμοποιεί τις τέσσερις δεξιότητες και να είναι ικανός να σκέφτεται σε μια από τις δύο γλώσσες. Η σκέψη αποτελεί πιθανόν ένα 5ο επίπεδο γλωσσικής ικανότητας. Αν θέλαμε να την ορίσουμε, θα λέγαμε ότι επρόκειτο για τον εσωτερικό λόγο και να την τοποθετήσουμε κάτω από το γενικό τίτλο «ομιλία», καθώς προβάλλει την ικανότητα των δίγλωσσων να χρησιμοποιούν και τις δυο γλώσσες ως εργαλεία σκέψης (Baker, σ ).
Ισόρροπα (αμφιδύναμα) δίγλωσσος ο άνθρωπος που μιλά δύο γλώσσες με την ίδια ευχέρεια σε διάφορα περιβάλλοντα μπορεί να οριστεί ως ισόγλωσσος ή αμφίγλωσσος ή απλά ισόρροπα (αμφιδύναμα) δίγλωσσος. Συνήθως, οι περισσότεροι δίγλωσσοι χρησιμοποιούν τις δύο γλώσσες τους για διαφορετικούς σκοπούς και λειτουργίες, δηλ. ένα άτομο μπορεί να χρησιμοποιεί τη μια γλώσσα στο χώρο της εργασίας και την άλλη στο σπίτι και στην τοπική κοινότητα.
εξισορροπημένη διγλωσσία Συνήθως οι ερευνητές με τον όρο εξισορροπημένη διγλωσσία υπονοούν την καλή επάρκεια και στις δυο γλώσσες. Ένα παιδί, το οποίο κατανοεί τις παραδόσεις του σχολείου και στις δύο γλώσσες αποτελεί παράδειγμα εξισορροπημένου δίγλωσσου.
ημίγλωσσοι ή διπλά ημίγλωσσοι ημίγλωσσος είναι κάποιος με ποιοτικές και ποσοτικές ελλείψεις και στις δύο γλώσσες συγκριτικά με τους μονόγλωσσους. Ο ημίγλωσσος επιδεικνύει περιορισμένο λεξιλόγιο και λανθασμένη γραμματική, σκέφτεται συνειδητά κατά τη γλωσσική παραγωγή, είναι δύσκαμπτος και καθόλου δημιουργικός και δυσκολεύεται να σκεφτεί και να εκφράσει συναισθήματα και στις δύο γλώσσες.
Ημιγλωσσία Ελλείψεις σε 6 γλωσσικές ικανότητες: εύρος λεξιλογίου, ορθότητα της γλώσσας, ασυνείδητη επεξεργασία της γλώσσας (αυτοματισμός), γλωσσική δημιουργία (χρήση νεολογισμών), απόλυτος έλεγχος των λειτουργιών της γλώσσας (πχ. συγκινησιακών, γνωστικών), σημασίες και σχήματα του λόγου.
Είδη διγλωσσίας Διάκριση ανάλογα με την ηλικία κατάκτησης της γλώσσας: Παιδική ή πρώιμη διγλωσσία: συντελείται, όταν το παιδί αποκτά τις δύο γλώσσες μέχρι την εφηβεία περίπου. Διγλωσσία των ενηλίκων ή όψιμη διγλωσσία: είναι η απόκτηση μιας δεύτερης γλώσσας στην ενήλικη ζωή του ατόμου. Διάκριση ανάλογα με την εξέλιξη της αρχικής γλώσσας: Προσθετική ή αθροιστική διγλωσσία εννοούμε την περίπτωση κατά την οποία το άτομο μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα, ενώ συγχρόνως διατηρεί και αναπτύσσει την πρώτη του γλώσσα. Στην αφαιρετική διγλωσσία το άτομο μαθαίνει μια δεύτερη γλώσσα σε βάρος της πρώτης. Η εκμάθηση ή η απόρριψη της γλώσσας εξαρτάται από το πόσο προσφιλής ή αποδεκτή είναι η γλώσσα στην κοινωνία που ζει. Διάκριση ανάλογα με το βαθμό κατοχής των δυο γλωσσών: Παθητική ή δεκτική διγλωσσία: αναφέρεται στην περίπτωση που ενώ το άτομο είναι σε θέση να κατανοεί μια δεύτερη γλώσσα είτε στην προφορική είτε στην γραπτή μορφή, δεν είναι απαραίτητο να παράγει ομιλία ή γραπτό λόγο. Ενεργητική ή παραγωγική διγλωσσία: περιγράφουμε την ικανότητα του ατόμου να μιλάει και τις δυο γλώσσες όσο καλά τις καταλαβαίνει και να τις γράφει όσο καλά τις διαβάζει.
Κατάταξη των δίγλωσσων ατόμων α. Στην πρώτη ομάδα περιλαμβάνονται τα δίγλωσσα παιδιά της ελίτ. β. Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν δίγλωσσα παιδιά, που προέρχονται από γλωσσικές πλειονότητες, γ. Η εκπαίδευση, που απευθύνεται σε οργανωμένες και αναγνωρισμένες μειονότητες, δ. Στην τέταρτη ομάδα ανήκουν τα δίγλωσσα παιδιά των γλωσσικών μειονοτήτων. ε. Στην πέμπτη ομάδα ανήκουν τα δίγλωσσα παιδιά, τα οποία προέρχονται από δίγλωσσες οικογένειες.