Ο Γιώργος Σεφέρης ( Βουρλά, Σμύρνη 13 Μαρτίου 1900 – Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νομπέλ. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Σεφεριάδης. Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 13 Μαρτίου του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως ( το γένος Γ. Τενεκίδη ) Σεφεριάδη. Πριν τη γέννησή του είχε γεννηθεί ένα άλλο κοριτσάκι, η Μαρία - Ιωάννα, στις 16 Ιανουαρίου 1899, αλλά πέθανε στις 7 Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Το 1902 γεννιέται η αδελφή του η Ιωάννα και το 1905 ο Άγγελος. Το 1906 αρχίζει η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη
Αρώνη. Το 1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου κατά τη θερινή περίοδο του έτους, η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Σεφέρης ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε τον Μάιο του 1917 με μέσο όρο 8,35/10. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα ( μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου ) μετέβη στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργαζόταν ως δικηγόρος Ο Στέλιος Σεφεριάδης επιθυμούσε όλη η οικογένειά του να μεταφερθεί στο Παρίσι κι ο γιος του Γιώργος να σπουδάσει στη Γαλλική πρωτεύουσα. Ο Γιώργος Σεφέρης έμεινε εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία : μεταφράσεις, αναγνώσεις γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων, και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής, τον Οκτώβριο του 1921[11] Στη συνέχεια μεταβαίνει - τέλη Αυγούστου 1924, στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπ o υργείο Εξωτερικών. Αν και επιχείρησε τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια απόκτησης διδακτορικού διπλώματος.
Ἄ ρνηση Στ ὸ περιγιάλι τ ὸ κρυφ ὸ κι ἄ σπρο σ ὰ ν περιστέρι διψάσαμε τ ὸ μεσημέρι μ ὰ τ ὸ νερ ὸ γλυφό. Πάνω στ ὴ ν ἄ μμο τ ὴ ν ξανθ ὴ γράψαμε τ ᾿ ὄ νομά της ὡ ρα ῖ α πο ὺ φύσηξεν ὁ μπάτης κα ὶ σβήστηκε ἡ γραφή. Μ ὲ τί καρδιά, μ ὲ τί πνοή, τί πόθους κα ὶ τί πάθος πήραμε τ ὴ ζωή μας· λάθος ! κι ἀ λλάξαμε ζωή.
Στροφή Στιγμή, σταλμένη ἀ π ὸ ἕ να χέρι πο ὺ ε ἶ χα τόσο ἀ γαπήσει μ ὲ πρόφταξες ἴ σια στ ὴ δύση σ ὰ μα ῦ ρο περιστέρι. Ὁ δρόμος ἄ σπριζε μπροστά μου, ἁ παλ ὸ ς ἀ χν ὸ ς ὕ πνου στ ὸ γέρμα ἑ ν ὸ ς μυστικο ῦ δείπνου... Στιγμ ὴ σπυρ ὶ τ ῆ ς ἄ μμου, πο ὺ κράτησες μονάχη σου ὅ λη τ ὴ ν τραγικ ὴ κλεψύδρα βουβή, σ ὰ ν ὰ ε ἶ χε δε ῖ τ ὴ ν Ὕ δρα στ ὸ ο ὐ ράνιο περιβόλι. ( συλλογή Στροφή, ὁ μώνυμο ποίημα )
Πρωί Ἄ νοιξε τ ὰ μάτια κα ὶ ξεδίπλωσε τ ὸ μα ῦ ρο παν ὶ πλατι ὰ κα ὶ τέντωσέ το ἄ νοιξε τ ὰ μάτια καλ ὰ στύλωσε τ ὰ μάτια προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις π ὼ ς τ ὸ μα ῦ ρο παν ὶ ξεδιπλώνεται ὄ χι μέσα στ ὸ ν ὕ πνο μήτε μέσα στ ὸ νερ ὸ μήτε σ ὰ ν πέφτουνε τ ὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα κα ὶ βουλιάζουνε λοξ ὰ σ ὰ ν κοχύλια, τώρα ξέρεις π ὼ ς τ ὸ μα ῦ ρο δέρμα το ῦ τυμπάνου σκεπάζει ὁ λόκληρο τ ὸ ν ὁ ρίζοντά σου ὅ ταν ἀ νοίξεις τ ὰ μάτια ξεκούραστος, ἔ τσι. Ἀ νάμεσα στ ὴ ν ἰ σημερία τ ῆ ς ἄ νοιξης κα ὶ τ ὴ ν ἰ σημερία το ῦ φθινοπώρου ἐ δ ῶ ε ἶ ναι τ ὰ τρεχάμενα νερ ὰ ἐ δ ῶ ε ἶ ναι ὁ κ ῆ πος ἐ δ ῶ βουίζουν ο ἱ μέλισσες μ ὲ ς στ ὰ κλωνάρια κα ὶ κουδουνίζουνε στ ᾿ α ὐ τι ὰ ἑ ν ὸ ς βρέφους κα ὶ ὁ ἥ λιος νά ! κα ὶ τ ὰ πουλι ὰ το ῦ παραδείσου ἕ νας μεγάλος ἥ λιος πι ὸ μεγάλος ἀ π ᾿ τ ὸ φ ῶ ς.
Περιστατικ ὰ Γ ´ Χωρ ὶ ς χρ ῶ μα, χωρ ὶ ς σ ῶ μα τούτη ἡ ἀ γάπη πο ὺ πηγαίνει σκορπισμένη, μαζεμένη, σκορπισμένη πάλι - πάλι, κι ὅ μως σφύζει κι ὅ μως πάλλει στ ὴ δαγκωματι ὰ το ῦ μήλου στ ὴ χαραγματι ὰ το ῦ σύκου σ ᾿ ἕ να βυσσιν ὶ κεράσι σ ὲ μι ὰ ρώγα ἀ π ὸ ροδίτη τόση ἀ νάερη Ἀ φροδίτη, θ ὰ διψάσει θ ὰ κεράσει ἕ να στόμα κι ἄ λλο στόμα χωρ ὶ ς χρ ῶ μα, χωρ ὶ ς σ ῶ μα.
Σχέδια γι ὰ ἕ να καλοκαίρι. [ Ἄ νθη τ ῆ ς πέτρας ] Ἄ νθη τ ῆ ς πέτρας μπροστ ὰ στ ὴ ν πράσινη θάλασσα μ ὲ φλέβες πο ὺ μο ῦ θύμιζαν ἄ λλες ἀ γάπες γυαλίζοντας στ ᾿ ἀ ργ ὸ ψιχάλισμα, ἄ νθη τ ῆ ς πέτρας φυσιογνωμίες πο ὺ ἦ ρθαν ὅ ταν κανένας δ ὲ μιλο ῦ σε κα ὶ μο ῦ μίλησαν πο ὺ μ ᾿ ἄ φησαν ν ὰ τ ὶ ς ἀ γγίξω ὕ στερ ᾿ ἀ π ᾿ τ ὴ σιωπ ὴ μέσα σε πε ῦ κα σ ὲ πικροδάφνες κα ὶ σ ὲ πλατάνια.
Ἐ πιτύμβιο στ ὴ Γάτα μου τ ὴ ν Τούτη Ε ἶ χε τ ὸ χρ ῶ μα το ῦ ἔ βενου τ ὰ μάτια τ ῆ ς Σαλώμης ἡ Τούτη ἡ γάτα πο ὺ ἔ χασα· διαβάτη, μ ὴ σταθε ῖ ς. Βγ ῆ κε ἀ π ᾿ τ ὸ χάσμα πο ὺ ἔ κοβε στ ῆ ς μέρας τ ὸ σεντόνι τώρα ν ὰ σκίσει δ ὲ ν μπορε ῖ το ῦ ζόφου τ ὸ πανί. Ἄ γκυρα
Ἡ λυπημένη Στ ὴ ν πέτρα τ ῆ ς ὑ πομον ῆ ς κάθισες πρ ὸ ς τ ὸ βράδυ μ ὲ το ῦ ματιο ῦ σου τ ὸ μαυράδι δείχνοντας π ὼ ς πονε ῖ ς· κι ε ἶ χες στ ὰ χείλια τ ὴ γραμμ ὴ πο ὺ ε ἶ ναι γυμν ὴ κα ὶ τρέμει σ ὰ ν ἡ ψυχ ὴ γίνεται ἀ νέμη κα ὶ δέουνται ο ἱ λυγμοί· κι ε ἶ χες στ ὸ νο ῦ σου τ ὸ σκοπ ὸ πο ὺ ξεκιν ᾶ τ ὸ δάκρυ κι ἤ σουν κορμ ὶ πο ὺ ἀ π ὸ τ ὴ ν ἄ κρη γυρίζει στ ὸ ν καρπό· μ ὰ τ ῆ ς καρδι ᾶ ς σου ὁ σπαραγμ ὸ ς δ ὲ βόγκηξε κι ἐ γίνη τ ὸ νόημα πο ὺ στ ὸ ν κόσμο δίνει ἔ ναστρος ο ὐ ρανός.
Ἄ ρνηση Στροφή Πρωί Περιστατικ ὰ Γ ´ Ἀ φήγηση Ἄ νοιξη μ. Χ. Φωτι ὲ ς το ῦ Ἅ ϊ - Γιάννη Ἔ γκωμη Ἐ πιτύμβιο στ ὴ Γάτα μου τ ὴ ν Τούτη Ε ὐ ριπίδης Ἀ θηνα ῖ ος Ἡ λυπημένη Ὁ γυρισμ ὸ ς το ῦ ξενιτεμένου Ὁ δαίμων τ ῆ ς πορνείας Προμετωπίδα σ ὲ μι ὰ ἀ ντιγραφ ὴ τ ῶ ν « Ὠ δ ῶ ν » Σχέδια γι ὰ ἕ να καλοκαίρι. Τ ὰ ἄ νθη τ ῆ ς πέτρας Τριζόνια Φυγή
Ὁ τόπος μας ε ἶ ναι κλειστός Ἡ μερολόγια Καταστρώματος Ὁ Μαθι ὸ ς Πασχάλης ἀ νάμεσα στ ὰ τριαντάφυλλα Ὡ ρα ῖ ο φθινοπωριν ὸ πρωί Μέρες Γ ´ 16 Ἀ πρίλη Δεκέμβρη 1940 Piazza San Nicolo Διάλειμμα χαρ ᾶ ς Τ ὸ φύλλο τ ῆ ς λεύκας Ἀ λληλεγγύη Ἡ μερολόγιο Καταστρώματος Β ´ Ἁ γιανάπα Α ´ Ἐ πικαλέω τοι τ ὴ ν θεόν Ἁ γιανάπα Β ´ Μνήμη Α ´ Ψυχαμοιβός Τετράδιο Γυμνασμάτων Γράμμα το ῦ Μαθιο ῦ Πασχάλη Παντούμ Σιρόκο 7 Λεβάντε Μ ὲ τ ὸ ν τρόπο το ῦ Γ. Σ. Νιζίνσκι
Ὁ κ. Στρατ ὴ ς Θαλασσιν ὸ ς περιγράφει ἕ ναν ἄ νθρωπο Επιφάνια 1937 Παρασκευή Τ ὸ σ ῶ μα Ἑ λένη Ἐ π ὶ ἀ σπαλάθων Σαλαμ ῖ να τ ῆ ς Κύπρος Ὁ Βασιλι ᾶ ς τ ῆ ς Ἀ σίνης Τελευτα ῖ ος Σταθμός Ἕ νας γέροντας στ ὴ ν ἀ κροποταμιά Ἡ ἀ πόφαση τ ῆ ς λησμονι ᾶ ς Ἡ τελευταία μέρα Μιλο ῦ σες γι ὰ πράγματα Ἐ ρωτικ ὸ ς λόγος Νεόφυτος ὁ Ἔ γκλειστος μιλ ᾶ Θεατρίνοι Μ. Α. Πάνω σ ᾿ ἕ ναν ξένο στίχο Λίγο ἀ κόμα Πάνω σ ὲ μι ὰ χειμωνιάτικη ἀ χτίνα Κι ἂ ν ὁ ἀ γέρας φυσ ᾶ Τ ὰ χέρια Τ ὸ σπίτι κοντ ὰ στ ὴ θάλασσα Μποτίλια στ ὸ πέλαγο Ὑ στερόγραφο