Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Oρέ κρητίκα, ορέ, πρα…εσύ εμένα, πω το γουρουνίζεις εσύ ορέ, το πα,πα,πα, το παλικάρι;

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Oρέ κρητίκα, ορέ, πρα…εσύ εμένα, πω το γουρουνίζεις εσύ ορέ, το πα,πα,πα, το παλικάρι;"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1

2 Oρέ κρητίκα, ορέ, πρα…εσύ εμένα, πω το γουρουνίζεις εσύ ορέ, το πα,πα,πα, το παλικάρι;
Δεν κατέχω ετζά, μηδέ κατέχω σε πούρι, θιός και η ψυχή μου. Πώς ,ορέ, να το λες έτζι εσύ, πούρτες, ορέ, εγώ στο-στο-στο Κρήτη, ορέ και έριχνες εγώ ,ορέ, εγώ, τ-τ-τ-τ τουφεκιές σα-σα-σαν βροχάδες Ρε κτητικέ εσύ ρε… εσύ ρε κρητικέ… πώς με γνωρίζεις εσύ εμένα ,το πππαλικάρι; Δεν καταλαβαίνω όπως μιλάς τίποτα, ουτε σε καταλαβαίνω καθόλου, θεός και η ψυχή μου Πως μιλάς έτσι εσύ ρε, που ήρθα στην Κρήτη και έριχνα εγώ τις τττουφεκιές σσσαν καταιγίδες

3 Είπα σου το δα μαθές, δεν σε κατέχω διάλε τα πάσπαλα που θα θέσω στον άδη
Πρα, πώς το κάνεις έτζι ορέ που δεν το γουρουνίζεις; όπως σε γουρουνίζω εγώ…. Κατέχω δα σε, δεδίμ, τώρα που΄ρτες κι έφαγες τα κουράδια μας. Σου το ΄πα να το μάθεις Δεν σε καταλαβαίνω διάολε μα τη σκόνη απ΄ τα κόκκαλά σου που θα στείλω στον άδη Βρε πως το κάνεις έτσι ρε κάνεις ότι δεν με γνωρίζεις; Όμως σε γνωρίζω εγώ Τώρα σε κατάλαβα λέω που ήρθες και έφαγες τα κοπάδια μας

4 Τφου ,αλλά μπελιά βερσίν…ποιος ,ορέ, να τρως κουράδιες
Ε!... καυγκά τώρα σα μόσκο τα μυρίση Και γιάντα δα δεδίμ, ψόματα ΄ναι δα που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη; Άιδε να χάνεσαι, πίθε μούτη. Ποιός, ορέ,τα οφαγες κουράδιες; Εσύ δα, μαθές, κι οι συντρόφοι σου, δεδίμ, κιά ολιάς Φτου, τον κακό σου τον καιρό… ποιος ρε τρώει σκατά; Άρωμα καυγά τώρα μου μυρίζει Και γιατί λέω, ψέματα είναι ότι δεν αφήσατε κοπάδια στην Κρήτη Άντε να χάνεσαι, που βρίζεις. Ποιος ,ρε, έφαγε τα σκατά; Εσύ για να μάθεις και οι συντρόφοι σου, είπα, πριν λίγο (καιρό).

5 Φτου, στο διάβολο Φτου Φτου, και σ’ εσένα βρωμόστομε. Να ρε ποιος τρώει σκατά Ωω.. στο διάολο οι πεθαμένοι σου και οι ζωντανοί σου..με σκότωσες εδώ. Δεν το πα΄ εγώ; Ορίστε. Ο Αρβανίτης πάθημα του έκανε. Πού χτύπησες; στάσου στάσου. Ε! ζημιά δεν έγινε καθόλου ,μην φοβάσαι σήκω σήκω. Τφου ,τεταχήνιε Τφου Τφου, και συ πιθέ μούτη. Να, ορέ, ποιός, να τρως κουράδιες …. Ω ω.. διάλε τζ΄ αποθαμένοι σου και τζ΄ απομεινάροι σου Δεν είπα εγώ ; Ιστέ . Αλβανός χουνέρι του έκαμε. Πού χτ’υπησες; Ιστέκα ιστέκα. Ε! ζαράρι ντεν έχει τίποτα, μη φοβάσαι σήκω σήκω.

6

7 • Μουρέ γεια σου Λογιώτατε
• Μουρέ γεια σου Λογιώτατε!!! Και πες μου δα γιαμά, εσύ που ξέρεις τσι ελληνικούρες, πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού; • Μωρέ γεια σου Λογιώτατε!!! Και πες μου λοιπόν, εσύ που ξέρεις τα ελληνικά πώς τραυματίστηκε ο κρητικός;

8 Ουχ εκών μεν, είπω δε... Ετύγχανον τήμερον πεινών την εσχάτην πείναν και δη έδοξέ μοι πορευθήναι εν τω εδωδιμολεσχοοικητηρίω και κορεσθήναι... Απελθών ουν, εύρον και συνδαιτυμόνας πλείστους αυτόθι συνευωχουμένους Αν και δεν θέλω, σου λέω... Έτυχε να πεινάω πολύ εκείνη την μέρα και πήγα στο μπακαλοεστιατόριο να χορτάσω... Μπαίνοντας, βρήκα και πολλούς άλλους πελάτες να είναι εκεί

9 και δη τοίνυν έδοξεν αυτοίς, την εφημερίδα αναγνούσιν, ευθυμητέον είναι την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν... Τοιγαρούν εσθιόντων, πινόντων, αδόντων, υμνούντων και ορχουμενοευφραινομένων και κάποιοι έδωσαν να διαβάσω την εφημερίδα και χάρηκαν πολύ με τα νέα για την αναγέννηση της Ελλάδος φάγαμε και ήπιαμε και τραγουδήσαμε και υμνήσαμε και περάσαμε ευχάριστα

10 Επύκνωσες, Λογιώτατε, την ατμοσφαίραν από γενικάς απολύτους.
Άφνω ο Αλβανός μετά του Κρητός εμαχεσάτην. Να δα κι ένας δυϊκός αριθμός!!! Γέμισες, Λογιώτατε, την ατμόσφαιρα με γενικές απόλυτες. Ξαφνικά ο Αρβανίτης με τον Κρητικό τσακώθηκαν. Να λοιπόν και ένας δυϊκός αριθμός!!!

11 Να, ν' άμπ' ο διάολλος μέσ' στσι ελληνικούρες σου, παλιολογιώτατε
Να, ν' άμπ' ο διάολλος μέσ' στσι ελληνικούρες σου, παλιολογιώτατε... ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι μου λες, μα την πίστι μου... (προς τον Γραμματέα) Γράφε τα εσύ, μουρέ, καλά ετούτα ούλα που λέγει, κακόρικε, γιατί θα τα στείλουμε στην Ακαντέμια τση Μπάντοβας να μας τα ξηγήσουνε οι προφεσσόροι, μα τσ' άγιους Πάντες Να σε πάρει ο διάολος με τις ελληνικούρες σου, παλιολογιώτατε... ανάθεμα κι αν κατάλαβα τι μου λες, μα την πίστη μου... (προς τον Γραμματέα) Γράφε τα εσύ, μωρέ, καλά αυτά που λέει , κακορίζικε, γιατί θα τα στείλουμε στην Ακαδημία της Πάδοβας να μας τα εξηγήσουνε οι καθηγητές, μα τους άγιους Πάντες

12 (προς τον Λογιώτατον) Και λέγε δα, λέγε, συφορά στην καλλαμάρα σου.
Και δη ο μεν Κρης τους όϊας, κουράδια καλών, ο δ' Αλβανός τούμπαλιν το σκωρ ενενόει, αναστάς ο Αλβανός κάκτανε τον Κρήτα. Εσολοίκισες. (προς τον Λογιώτατον) Και λέγε λοιπόν, λέγε, συμφορά στην μόρφωσή σου. Ο Κρητικός λοιπόν τα πρόβατα, κουράδια λέγοντας, ο Αλβανός από την άλλη τα κόπρανα νομίζοντας ότι του λέει, αφού σηκώθηκε (ο Αλβανός) κτύπησε τον Κρητικό. Υπερέβαλλες.

13 (Προς τον Γραμματέα)Τι δη καινόν ή ξένον είγε σεσολοίκηκα; και γαρ και Δημοσθένης, άλλοι τε πολλοί ξυγγραφείς εστίν ότε τω σολοικισμώ χρώνται ευφραδείας χάριν. (Προς τον Γραμματέα)Κι άφ' τόνε το χριστιανό να πη γιαμά την εζάμινά του... Λέγε συφορέλλια σου, λέγε. (Προς τον Γραμματέα) Τι εννοείς ότι έχω υπερβάλλει; Και ο Δημοσθένης, και άλλοι πολλοί συγγραφείς χρησιμοποιούν την υπερβολή για χάρη ευφράδειας. (Προς τον Γραμματέα) Άσ’ τον το χριστιανό που να πάρει να πει λοιπόν την μαρτυρία του... Λέγε συμφορά σου, λέγε.

14 Και δη, σου μεν εξετάζοντος μαθείν την αλήθειαν, εγώ σοι ταύτα πάντα αληθώς φράζω, ίνα ποίησης ο βούλεσαι. Εβαρβάρισες. Και δεν κατάλαβες αν ήτανε κάζο πενσάτο; Και αφού πρέπει να εξετάσεις για να μάθεις την αλήθεια, εγώ σου λέγω πάντα αλήθειες, για να πράξεις όπως θέλεις. Βαρβάρισες. Και δεν κατάλαβες αν ήταν κάζο πενσάτο ;

15 Ουκ οίδα την των Ιταλών διάλεκτον
Ουκ οίδα την των Ιταλών διάλεκτον... τούτο δη μόνον γινώσκω, ότι η λέξιςκουράδια παράγεται εκ του κείρω, καρώ, κέκαρκα, κέκαρμαι ο μέσος παρακείμενος γίνεται καρμάδιον, και τροπή του α εις ε ψιλόν, γίνεται κερμάδιον προσθέσει δε του ιώτα, κειρμάδιoν,  • Δεν γνωρίζω την διάλεκτο των ιταλών.. μονό αυτό γνωρίζω, ότι η λέξη κουράδια παράγεται από το κείρω, καρώ, κέκαρκα, κέκαρμαι ο μέσος παρακείμενος γίνεται καρμάδιον, και τροπή του α σε ε ψιλό, γίνεται κερμάδιον προσθέτοντας λοιπόν το γιώτα ,κειρμάδιον

16 και αφαιρέσει του μ, κειράδιον, τροπή δε του ε εις ο και του ι εις υ ψιλόν, γίνεταικουράδιον, δι' ου οι Κρήτες καλούσι τα πρόβατα, ή τας αγέλας, εκ του κείρεσθαι αυτά παραγομένης της λέξεως... Και δη έγνως νυνί • και αφαιρώντας το μ, κειράδιον, τροπή δε του ε σε ο και του ι σε υ ψιλό, γίνεται κουράδιον, έτσι λοιπόν αποκαλούν οι κρητικοί τα πρόβατα, ή τα κοπάδια, λέξη που παράγεται από το κείρεσθαι ... Κατάλαβες τώρα;

17 Μουρ' εγώ δε σ' αρωτώ τη Γραμμάτικα, και με λες τσι αόριστους, τσι περσυντέλικους, και ούλα τα τέμπα... ω συφορά μου! σ' αρωτώ να με πης, αν ήτανε κάζο πενσάτο ο λαβωμός του Κρητικού... ορίστε τώρα τι να βγάλω απέ τούτην την εζάμινα; μηδέ το έψιλό σου κατάλαβα, μηδέ το ύψιλό σου.  Μωρέ εγώ δεν σε ρωτώ την γραμματική και μου λες τους αόριστους, τους υπερσυντέλικους, και όλους τους χρόνους... ω συμφορά μου! Σε ρωτώ να μου πεις, αν ήτανε κάζο πενσάτο ο τραυματισμός του Κρητικού... ορίστε τώρα τι να βγάλω από αυτήν την μαρτυρία; Ούτε το έψιλό σου κατάλαβα, ούτε το υψηλό σου

18 Αυτός μάτια μου, είν' απ' εκειούς τσι λογιωτάτους που ξηγούνε τσι μηναίοι και τσι ψαρμοί του Δαβί, κι οπού ξέρουνε ποτές είναι τση άγιας Άγκατας, και τ' άι Κούκου, και δεν γλέπεις άλλο σε δ' αύτους, μόνε μια καλλαμάρα σαν πιθάρι, και μια πένα σαν ντούμπανο. Αυτός μάτια μου, είναι απ' εκείνους τους λογιωτάτους που εξηγούν τα ημερολόγια-εορτολόγια και τους ψαλμούς του Δαβίδ, και ξέρουν πότε είναι της άγιας Αγκάθας, και του άγιου Κούκου, και δεν βλέπεις άλλο τίποτα σ’ αυτούς, παρά μόνο ένα μελανοδοχείο σαν πιθάρι, και μια πένα σαν τύμπανο

19 Και τ' είν' αυτός; Λογιώτατος. ω ντζόγια μου
Και τ' είν' αυτός; Λογιώτατος... ω ντζόγια μου!!! γιατί ξέρει γιαμά να ξηγάη τσι συναξαριστάδες... ναι, ναι, στη μπίστι μου δε σας μπαρτζολετάρω. (προς τον Λογιώτατον) Και πες μου δα, που να κάτσουν ούλοι οι διαόλλοι στη σκούφγια σου... ήτανε κάζο πενσάτο;  • Και τι είναι αυτός; Λογιώτατος... ω συμφορά μου!!! γιατί ξέρει πώς να εξηγεί τους βίους των αγίων... ναι, ναι, στη πίστη μου δεν αστειεύομαι. (προς τον Λογιώτατον). Και πες μου λοιπόν, που να κάτσουν όλοι οι διάολοι στη σκούφια σου... ήτανε κάζο πενσάτο; 

20 (ευθύς προς τον Γραμματέα) Ξηγά το συ, μουρέ διάολε, ρωμαίικα να το καταλάβη...
Εκ προμελέτης. Κι άμα για να ξέρη κανείς ετούτες ούλες τσι λέξες, πρέπει να έχη εκειό το μεγάλο βοκαβολλάριο τση Κρούσκας, οπού είναι σα μια κασσέλλα, και να προβατή μέσ' τσι πιάτσες τση Ελλάδας, να ‘χη κι ένα βαστάζο κοντά, για να ξηγάη ούλα ετούτα τα τέρμινα (αμέσως προς τον Γραμματέα) εξήγησέ το εσύ, μωρέ διάολε, στα ρωμαίικα να το καταλάβει... Και για να ξέρει κανείς όλες αυτές τις λέξεις πρέπει να έχει εκείνο το μεγάλο λεξικό της Κρούσκας, οπού είναι σα μια κασέλα, και να περπατάει μέσα στις πλατείες της Ελλάδας, ν' έχει κι ένα αχθοφόρο κοντά, για να εξηγεί όλους αυτούς τους χρόνους

21 (προς τον Λογιώτατον)Εκατάλαβες τώρα, μουρέ διαόλλου σκολλάρο, τι θα πη κάζο πενσάτο;
Νυν έγνων εξεικασάμενος εκ της λέξεως το πράγμα... και δη σε πληροφορώ ότι ουκ ην εκ προμελέτης το δράμα, αιφνίδιον δε μάλλον, και πείσθητι τοις εμοίς λόγοις. (προς τον Λογιώτατον). Κατάλαβες τώρα, μωρέ σχολαστικέ του διαόλου, τι θα πει κάζο πενσάτο; Τώρα κατάλαβα και δεν κάνω εικασίες τι σημαίνει η λέξη (κάζο πενσάτο) .. και λοιπόν σε πληροφορώ ότι δεν ήταν εκ προμελέ­της το γεγονός, αλλά μάλλον ξαφνικό, και πιστέψτε τα λόγια μου.

22 Α ρέστο και συ, μπιρμπάντε, που μας εσεκάρισες με τσι μετοχές σου, και με τα απαρέμφατά σου...(προς τους στρατιώτας) Πάρτε τόνε μουρέ, κι αυτόνε α ρέστο. • Συλλαμβάνεσαι και ‘συ, απατεώνα, που μας έπρηξες με τις μετοχές σου, και με τα απαρέμφατά σου...(προς τους στρατιώτες). Πάρτε τον μωρέ, κι αυτόν να συλληφθεί.

23

24 Έι... και γιατί κλαις για; γιατί φωνάζεις εφ πουφ; τι έπατες;
Ιώ! ιώ!... έπαθον τλάμων, έπαθαν άξι' οδυρμών!...φευ! φευ!... Και δη, πώς αν αλοίμαν; ... θανάτω κατακλεισαίμαν... ώμοι μοι, τάλας!... ιώ, ιώ!... φευ, φευ! παι, παι, παι! παπαί, παπαί, παπαί, παι!...  Ποιος είναι, μπρε, φωνάζει γιο, γιο, εφ, πεφ, παπά, πουφ; Σακίν εσύ είσαι, Λογιώτατο; Έγωγε. Έι... και γιατί κλαις για; γιατί φωνάζεις εφ πουφ; τι έπατες; Αχ ... αχ ... τι έπαθα ο ταλαίπωρος! Έπαθα πράγματα άξια για κλάματα... Αλλοίμονο! Αλλοίμονο! Πω πω τι έπαθα;… θα μπορούσε να πεθάνω... αλλοίμονο μου, ταλαίπωρε… Αχ ... αχ ... αλλοίμονο! αλλοίμονο! αχ! αχ! αχ! βαχ! βαχ! βαχ! αχ!  Ποιος είναι ,βρε, που φωνάζει γιο γιο εφ πεφ παπα πουφ; Μήπως είσαι εσύ, Λογιότατε; Εγώ βέβαια. Έϊ, μα γιατί κλαις; γιατί φωνάζεις εφ, πουφ;... τι έπαθες;

25 . Και δη ακρίτως, και αδίκως κεκάθειργμαι... τούτου δη οδυρόμενος τυγχάνω. Ανταμ, εσύ ντε ξέρω τι άντρωπο είσαι... και χάψι βάνανε εσένα, ηλληνικά μιλάς... ακόμα γνώσι ντεν έβανες... Μίλα ρωμαίκα πγια, μπρε!!! ως πότε ηλληνικά, ηλληνικά;... τι έπατες λέω; ντεν ακούς; Αδίκως εφυλακίσθην. Έι, εσύ μονάχα; να κι εγώ... Αστρονόμο χάψι έβανε, άμμα ντεν κλαίω... ντε φωνάζω πουφ μουφ... Γιατί άκριτα και άδικα έχω φυλακιστεί... Γι’ αυτό τυχαίνει να οδύρομαι. Βρε παιδί μου, δεν ξέρω τι άνθρωπος είσαι εσύ... και φυλακή που βάλανε εσένα, ελληνικά μιλάς ... μυαλό δεν έβαλες ακόμα ... Μίλα ρωμαίϊκα πια, βρε! ως πότε ελληνικά, ελληνικά; ... τι έπαθες, λέω; δεν ακούς; Άδικα φυλακίστηκα. Έϊ… εσύ μονάχα; να, κι εγώ... Ο αστυνόμος στη φυλακή με έβαλε, αλλά δεν κλαίω... δεν φωνάζω πουφ, μουφ...

26 Και πρέπει να γραφτεί, έχει καλώς.
Μην κλαις... σώπα, σώπα... έλα κοντά... πάρε καλαμάρι σου, πένα σου, γράψε αναφορά στο κύριο Ντοικητή, φίλο ντικό μου είναι, να βγάνη όξου... άιντε, κάμε γλήγορα να στείλουμε... Και δη γραπτέον... ευ έχει. Εβ μεβ, άφσ'το πγια... γράψε.  Γέγραφα. Έγραψες; Ναι. Μην κλαις... σώπασε, σώπασε ...έλα κοντά... πάρε το καλαμάρι σου, την πένα σου, γράψε αναφορά στον κύριο Διοικητή -δικός μου φίλος είναι-  να μας βγάλει έξω... άντε, κάνε γρήγορα για να του στείλουμε... Και πρέπει να γραφτεί, έχει καλώς. Εβ μεβ, άσ'το πια... γράψε. Έχω γράψει. Έγραψες; Ναι.

27 Ιστέκα, ιστέκα... τούτο ούλο ένα λόγος είναι;
Αι χωϊράτ' ογλού χωϊράτη!!! ναίσκε, ντε λες, μόνε ναι; Ντιάβαστο τώρα ν'ακούσω. «Εκλαμπρότατε, ενδοξότατε, υπερένδοξε κύριε, και τα λοιπά και τα λοιπά. Ευθυμούντων ημών τήμερον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν εν τω εδωδιμολεσχοποικιλοβρωματοπωλείω...» Ιστέκα, ιστέκα... τούτο ούλο ένα λόγος είναι; Μία λέξις προ, προ, προ υπερπαρασύνθετος. Άντε, χωριάτη παλιοχωριάταρε! Γιατί δε λες «ναίσκε»; Μόνο ναι; Διάβασέ το τώρα να το ακούσω. Εκλαμπρότατε, ενδοξότατε, υπερένδοξε Κύριε, Και τα λοιπά, και τα λοιπά! Διασκεδάζοντας σήμερα την παλιγγενεσία της Ελλάδας στο μπακαλολεσχοεστιατόριο. Στάσου, στάσου... Όλο αυτό είναι μια λέξη; Μία λέξη είναι προ, προ, προ υπερπαρασύνθετη.

28 «Και δη εσθιοπινονταδοντορχουμενοευφραινομένων...»
Έι ύστερα; τούτο είναι ντεκαπέντε πήχες, άνταμ... άιντε να ντγιούμε... λέγε παρακάτου. «Και δη εσθιοπινονταδοντορχουμενοευφραινομένων...» Βάι βάι βάι βάι πώς τ' όβγανες απ' το ιστόμα σου τούτο άνταμ, και ντεν κόπηκε το μισό μέσα; Τούτο τσεγκέλια τέλει να τραβούνε ντέκα αντρώποι, και γκιούτζ μπελά να βγάνουνε... εκατό πήχες είναι τούτο αρτίκ σωστό. Σίγα...«Άφνω ο Αλβανός μετά του Κρητός εμαχεσάτην». Ποιο χέστηκε; άιντε, να ντγιούμε, τι τα πης ακόμα. Έϊ, μετά;.... αυτό είναι 15 πήχες, ρε παιδί μου... άντε να δούμε... λέγε παρακάτω. Λοιπόν τρωγωπινωτραγουδωευχαριστιώμασταν. Πω! πω! πω! πω!.. .πώς το' βγαλες αυτό από το στόμα σου, ρε παιδί μου, και δεν κόπηκε το μισό μέσα; αυτό με τσιγκέλια θέλει να το τραβούνε δέκα άνθρωποι, και μετά βίας να το βγάλουνε... εκατό πήχες είναι πιο σωστά. Σώπα… Ξαφνικά ο Αλβανός μαζί με τον Κρητικό τσακώθηκαν. Ποιος χέστηκε; Άντε να δούμε τι θα πεις ακόμα!

29 Τούμπα έκαμε κανένας για; «Και δη τούτου γ' ένεκα μαχεσαμένων...»
«Και γαρ ο Κρης τους όϊας κουράδια καλών, ο δ' Αλβανός το σκωρ εννοών τούμπαλιν». Τούμπα έκαμε κανένας για; «Και δη τούτου γ' ένεκα μαχεσαμένων...» Άνταμ, ιστέκα, μη γραφής, μπρε! ντροπής είναι... χιτς ολμάσσα, μαγαρίστηκε πες το... Σίγα, κάθαρμα. Αναστάς ο Αλβανός, κάκτανε τον Κρήτα. Αρβανίτη όνομα, Αναστάση λέανε; Γιατί ο Κρητικός τα πρόβατα αποκαλώντας κουράδια, ο Αλβανός αντίθετα τα σκατά κατάλαβε. Έκανε κανένας τούμπα; Και γι’ αυτό το λόγο τσακώθηκαν. Ρε παιδί μου, στάσου, μη γράφεις βρε! Ντροπή είναι. Τουλάχιστον πες ότι τα ‘κανε πάνω του. Σιωπή, κάθαρμα. Αφού σηκώθηκε ο Αλβανός χτύπησε τον Κρητικό. Το όνομα του Αρβανίτη ήταν Αναστάσης;

30 . Παύσαι καταφλυαρών... και δη τυπτέον σε εν το στόματι, αναιδέστατε, «Τοιγαρούν ο Αστυνόμος, συλλαβών ημάς τους αθώους, έθετο εν φυλακή, μηδέν δεινόν εργασαμένους... Και δη προσπίπτομεν εκλιπαρούντες την υμετέραν πανεκλαμπροϋπερενδοξότητα, όπως διατάξητε την εκ της φυλακής ημών έξοδον, ίνα η σου το όνομα δοξαζόμενον, και το μέγα έλεος εν τοις πέρασαν». Σταμάτα να φλυαρείς, αλλιώς θα σε χτυπήσω στο στόμα αναιδέστατε, λοιπόν ο αστυνόμος αφού έπιασε εμάς τους αθώους, μας έβαλε φυλακή, χωρίς να κάνουμε τίποτα κακό και γι’ αυτό πέφτουμε στα γόνατα παρακαλώντας την λαμπροτητοενδοξότητά σας για να διατάξετε την αποφυλάκισή μας και ας είναι δοξασμένο το όνομά σου και τώρα και για πάντα.

31 . Βάι, κιοπόγλου, βάι!...Βάι, ήτ' ογλού, βάι!... Έτσι γράφουνε αναφορά; εσύ τροπάρι έγραψες... μέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, κατά ένα λόγο μακρύ μακρύ εκατό πήχες έγραψες, άντρωπο μαγαρίστηκε έγραψες, Αρβανίτη όνομα Αναστάση λέανε έγραψες, λοής κοπής πράματα έγραψες... Κρίμαστο... κρίμαστο... Εγώ τάρρεψα εσύ λογιώτατο άντρωπο είσαι, γράμματα ηξέρεις, είπα, έβανα να κάμης αναφορά... άμμα σαν ισκυλί πεισμάνεψα... Σκίσ' το, σκίσ' το... πάρε άλλο χαρτί να γράφης αναφορά... άμμα εγώ να λέω, κι εσύ να γραφής... Τ άκουσες, μπόκογλου. Άντε, παλιόσκυλο, άντε. Άντε χαζοκούταβο, άντε. Έτσι γράφουν αναφορά; Εσύ έγραψες τροπάριο… μέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, μια λέξη σιδηρόδρομο σχεδόν 100 πήχες έγραψες, ότι κάποιος τα ‘κανε πάνω του έγραψες, ότι τον αρβανίτη έλεγαν Αναστάση έγραψες, ότι θες έγραψες, κρίμα, κρίμα…, εγώ νόμιζα ότι εσύ είσαι άνθρωπος λόγιος, ότι ξέρεις γράμματα και σε έβαλα να κάνεις αναφορά και σα σκυλί το μετάνιωσα… Σκίσ’ το, σκίσ’ το, πάρε άλλο χαρτί να γράψεις αναφορά, αλλά εγώ να σου λέω κι εσύ να γράφεις. Τ’ άκουσες κοπρόσκυλο;

32 Τι δε μέλλω γράφειν; και δη λέξον μοι.
Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή» Τί έγραψες; «Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή, τι έγραψες;» Όχι, μπρε σασκίν, μη γραφής «τι έγραψες» σβύσε... βάι μπουταλά, βάι. Τι θέλεις να γράψω. Πες μου λοιπόν. Ευγενέστατε κύριε διοικητή… Τί έγραψες; Ευγενέστατε κύριε διοικητή… Τι έγραψες; Όχι βρε ανόητε, μη γράφεις «Τι έγραψες» σβύσ’ το, βρε χαζέ, άντε.

33 Λέγε να δγιω τώρα, τι λοής έγραψες; «Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή».
Έσβεσα... και δη είπας μοι γράψαι όπερ αν μοι είπης. Ουκούν σαυτόν αιτιώ… Λέγε να δγιω τώρα, τι λοής έγραψες; «Ευγενέστατε κύριε Ντοικητή». Ντοικητή... άφεριμ. «Λευτεριά ήρτε, μάταμε μισέ Μπαστιά λοκάντα, κάτσαμε εκεί πέρα, φάγαμε, ήπγιαμε, τραβουντίσαμε, χορέψαμε άμμα Αρβανίτη μέτυσε... » τι έγραψες; Έσβησα και τώρα πες μου να γράψω όπως και αν μου τα πεις. Πες να δω τώρα, τι πράματα έγραψες; Ευγενέστατε κύριε διοικητή. Διοικητή… μπράβο! Μάθαμε ότι ελευθερωθήκαμε, στο μαγαζί του κυρίου Μπαστιά, κάτσαμε εκεί πέρα, φάγαμε, ήπιαμε, τραγουδήσαμε, χορέψαμε, αλλά ο Αρβανίτης μέθυσε. Τι έγραψες;

34 . «Αρβανίτη μέτυσε». Μέτυσε αφερίμ... είδες; ιστέ τώρα γένεται αναφορά. «Κηρτικό είπε Αρβανίτη κουράδια, Αρβανίτη είπε να φας εσύ...» τι έγραψες; «Να φας εσύ». Να φας εσύ... άφεριμ! Κουράδια μουράδια λέοντας και καυγαλαστίζοντας, - άρτικ τώρα να πω κι εγώ κάμποσα ηλληνικά- «πιστόλα Αρβανίτη τραβήξοντας, Κηρτικό απάνου σφίξοντας, Κηρτικό χέρι χτυπήσοντας, Αρβανίτη έφυγε... » τι έγραψες; Ο Αρβανίτης μέθυσε. Μέθυσε… μπράβο! Είδες; Τώρα γίνεται αναφορά. Ο Κρητικός είπε στον Αρβανίτη «σκατά» και Αρβανίτης είπε «να τα φας εσύ». Τι έγραψες; Να φας εσύ. Να φας εσύ… Μπράβο! Λέγοντας κουράδια μουράδια και βρίζοντας -άντε τώρα να πω και εγώ κάμποσα ελληνικά– τράβηξε ο Αρβανίτης το πιστόλι, το κατεύθυνε πάνω στον Κρητικό, χτύπησε τον Κρητικό στο χέρι, ο Αρβανίτης έφυγε… Τι έγραψες;

35 . «Αρβανίτη έφυγε». Έφυγε... έφυγε... πιρ ολ. Ιστε τούτο είναι αναφορά με τα σάρτια της σουμπτουρλούδικη... Γράφε  «Τώρα Αστρονόμο έπγιασε εμάς, έβανε χάψι...» τί έγραψες; «Εμάς έβανε χάψι». Χάψι... χάψι... ιστέκα, τζάνουμ, κομμάτι να συλ­λογιστώ... Α!... γράφε «Τζάνουμ κύριε Ντοικητή, χέργια σου να φιλήσω, ποδάργια σου να φιλήσω, ισκυλί σου να γενώ, στείλε Αστρονόμο ένα ντιαταή, να βγάνη εμάς όξου...» τι έγραψες; «Όξου». Είδες τώρα; έτσι γράφουνε αναφορά όχι τροπάρι έγραψες εσύ... Ε! Σώτηκε πλια. Και δη υπόγραψον Έφυγε… έφυγε… μπράβο! Στάσου, αυτό είναι αναφορά με τα όλα της καλλωπισμένη. Γράψε: Τώρα ο αστυνόμος έπιασε εμάς και μας έβαλε φυλακή… Τι έγραψες; Μας έβαλε φυλακή. Φυλακή… φυλακή… Στάσου ψυχή μου λίγο να σκεφτώ. Α! γράφε: Ψυχή μου κύριε διοικητή τα χέρια να σου φιλήσω, τα πόδια να σου φιλήσω, το σκυλί σου να γίνω, στείλε μόνο μια διαταγή στον αστυνόμο να μας βγάλει έξω… Τι έγραψες; Έξω Είδες τώρα; Έτσι γράφουν την αναφορά, όχι το τροπάρι που έγραψες εσύ… άντε τελειώσαμε. Και τώρα υπόγραψε.

36

37 KALINYFTA Τι έν γκλυτσέα τούση νύφτα τι έν ώρια τα εβώ ε πλώνω πενσέοντα σε σένα τσ’ ετού μπει στη φενέστρα σου αγάπη μου της καρδίας μου σου `νοίφτω την πένα Εβώ πάντα σ’ εσένα πενσέω γιατί σένα φσυχή μου `γαπώ τσαι που πάω που σύρνω που στέω στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ Λαριλό... Τι γλυκιά είναι τούτη η νύχτα, τι ωραία και γώ ξαγρυπνώ και σε σκέφτομαι και κάτω από το παραθύρι σου, αγάπη μου, της καρδιάς μου σου βγάζω τον πόνο Εγώ σε σκέφτομαι πάντα γιατί εσένα, ψυχή μου, αγαπώ και όπου πάω, όπου φύγω, όπου σταθώ στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ

38 Και σου μάι μ’ αγάπησε ώρια μου, ε σου πόνησε μάι άσσε μένα, είττα χείλη σου εν άνοιτσε μάι πει τα λόγια τσ’ αγάπης βλοημένα Καληνύφτα σε ’φήνω τσαι πάω πλάια σου `τι `βω πίρτα πρικό τσαι που πάω που σύρνω που στέω στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ Λαριλό... Μα σύ δε μ’ αγάπησες ποτέ, ομορφιά μου δεν έχεις ποτέ πονέσει για μένα Δεν έχεις ανοίξει ποτέ κείνα τα ωραία σου χείλη να μου πούν λόγια αγάπης ευλογημένα Καληνύχτα σε αφήνω και φεύγω Κοιμήσου εσύ και εγώ πάω θλιμμένος κι όπου κι αν πάω, όπου φύγω, όπου σταθώ στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ

39 ANDRA MOU PAEI Τέλω να μπισκεφτώ να μη πενσέφσω να κλάφσω τσαι να γελάσω τέλω αρτεβράι. Μα μάλι' αράτζια έβο ε' να κανταλίσω στο φέγγο ε' να φωνάσω ο άντρα μου πάει. Άντρα μου πάει. Άντρα μου πάει. (Τσε οι) αντρώποι στε μας πάνε στε ταράσσουνε ντ'άρτει καλοίους τωρούμε του σ'ένα χρόνου Έτο ε τζωή μα ε του, ε τζωή Κριστέ μου; Μα πα τσαι στη Γκερμάνια κλαίοντα μα πόνο. Κλαίοντα μα πόνο. Κλαίοντα μα πόνο. Θέλω να μεθύσω για να μη σκέφτομαι. να κλάψω και να γελάσω θέλω τούτο το βράδυ. με πολλή οργή να τραγουδήσω στο σκοτάδι να φωνάξω: ο άντρας μου πάει Ο άντρας μου πάει ο άντρας μου πάει…. Οι άντρες μας πάνε, φεύγουν Αν πάνε όλα καλά, θα ιδωθούμε σε έναν χρόνο! Αυτή είναι η ζωή μας Χριστέ μου; Πάνε στη Γερμανία με κλάμα και πόνο! Mε κλάμα και πόνο με κλάμα και πόνο.

40 Μπαμπά γιατί πρέπει να πάς; Πες μου γιατί Γιατί έτσι είναι η ζωή, καημένα παιδάκια Ο φτωχός δουλεύει και ιδρώνει για να παχαίνουν τα αφεντικά με τη δουλειά μου. Με τη δουλειά μου-με τη δουλειά μου. Στέκομαι παράμερα, στέκομαι εδώ μόνη. Είμαι εδώ μαζί σας μα σκέφτομαι και το τρένο Σκέφτομαι το σκοτεινό ορυχείο όπου δουλεύοντας εκεί πεθαίνει ο κόσμος. Πεθαίνει ο κόσμος. Πεθαίνει ο κόσμος! Τάτα γιατί εν να πάει, πέ μα γιατί; Γιατί έτο έν‘ ναι ζωή μαρά παιδία ο τεκούντη πολεμά τσ' ιδρώνει να λιπαριάσει ου σινιούρου μου τη φατία. Μου τη φατία. Μου τη φατία. Στέκω στη μπάντα τσαι στέκω εντώ σόνο. Στέω πουμμα σα τσαι στε, πένσεω στο τρένο. Πένσεω στο σκοτεινό και στη μινιέρα που πολεμώντα ετσεί πεθαίνει ο γένο. Πεθαίνει ο γένο. Πεθαίνει ο γένο.


Κατέβασμα ppt "Oρέ κρητίκα, ορέ, πρα…εσύ εμένα, πω το γουρουνίζεις εσύ ορέ, το πα,πα,πα, το παλικάρι;"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google