Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)
Συνάντηση 6η ftp://ftp.soc.uoc.gr/psycho/manola/

2 Η Θεωρία της Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς Theory of Planned Behaviour (TPB; Ajzen, 1988, 1991)

3 Εισαγωγικά Eξέλιξη της Θεωρίας της Έλλογης Δράσης [Theory of Reasoned Action (TRA), Fishbein & Ajzen, 1975; Ajzen & Fishbein, 1980] Deliberative processing models Η διαμόρφωση των στάσεων είναι αποτέλεσμα της προσεκτικής αξιολόγησης των διαθέσιμων πληροφοριών Η θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς αποτελεί μία εξέλιξη της θεωρίας της έλλογης δράσης. Και τα δύο μοντέλα συχνά αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως μοντέλα της έλλογης δράσης (reasoned action models), κι αυτό γιατί και τα δύο δίνουν έμφαση στην δράση ως προϊόν μιας βουλητικής (volitional) διαδικασίας σκέψης και αξιολόγησης των διαθέσιμων πληροφοριών. Τα μοντέλα αυτά αναφέρονται σε συμπεριφορές που θεωρούνται ότι είναι κάτω από τον βουλητικό έλεγχο του ατόμου (volitional control), σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, των συμπεριφορών που αποτελούν συνειδητή επιλογή του ατόμου. Θεωρείατι ότι οι περισσότερες συμπεριφορές υπόκεινται σε κάποιο βαθμό ελέγχου. Η θεωρία της έλλογης δράσης αφορά μόνο συμπεριφορές που υπόκεινται σε βουλητικό έλεγχο, και στη συνέχεια η θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς αναπτύχθηκε για να συμπεριλάβει και συμπεριφορές που δεν υπόκεινται στον ξεκάθαρο βουλητικό έλεγχο, συμπεριλαμβάνοντας τη μέτρηση της αντιληψης άσκησης ελέγχου επάνω στην πραγματοποίηση της συμπεριφοράς. Η θεωρία της έλλογης δράσης έχει τις ρίζες της στη δουλειά του Fishbein (1967) σχετικά με τις ψυχολογικές διαδικασίες κάτω από τις οποίες οι στάσεις του ατόμου προκαλούν την συμπεριφορά του. Συγκεκριμένα, έως τότε επικρατούσε η άποψη ότι η στάση του ατόμου για ένα θέμα θα ήταν εκείνη που θα καθόριζε τη συμπεριφορά του (attitude-behaviour). Ο Fishbein έκανε μία ανάλυση σχετικά με την αποτυχία της πρόβλεψης της συμπεριφοράς από τις στάσεις του ατόμου. Η δουλειά του Fishbein εφάρμοσε το θεωρητικό πλαίσιο της αναμενόμενης αξίας (expectancy-value, Peak, 1955), για να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ πεποιθήσεων και στάσεων (beliefs and attitudes). Επιπλέον, εισήγαγε μία επιπλέον μεταβλητή μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς, αυτή της πρόθεσης. (Attitude-intention-behaviour). Στην ανάλυσή του σχετικά με την αποτυχία πρόβλεψης της συμπεριφοράς από τις στάσεις του ατόμου, έδωσε μία ισχυρή ερμηνεία των συνθηκών υπό τις οποίες μπορούμε να αναμένουμε μία ισχυρή σχέση μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς (η αρχή της συμβατότητας-principle of compatibility).

4 Αρχή συμβατότητας (principle of compatibility)
Η στάση και η συμπεριφορά θα πρέπει να παρουσιάζουν συμβατότητα ως προς 4 στοιχεία: Α) δράση (action) Β) αντικείμενο ή στόχος (object or target) Γ) πλαίσιο (χώρος) (context) Δ) περίσταση (time or occasion) [TACT principle] Βασιζόμενοι σε μία ανάλυση προηγούμενων μελετών αναφορικά με τη σχέση μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς, οι Fishbein & Ajzen (1975, Ajzen & Fishbein, 1977) ανέπτυξαν την αρχή της συμβατότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε στάση και συμπεριφορά περιλαμβάνει 4 στοιχεία (elements): α) δράση (action), β) στόχος (target), γ) πλαίσιο (context), δ) χρόνος (time). Η αντιστοιχία μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς θα είναι η μέγιστη όταν και οι δύο αυτές μεταβλητές μετρώνται με τον ίδιο βαθμό συγκεκριμενοποίησης (specificity) αναφορικά με το κάθε στοιχείο. Με άλλα λόγια, κάθε συμπεριφορά αποτελείται από: α) τη δράση (ή συμπεριφορά), β) η οποία πραγματοποιείται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή ως προς ένα συγκεκριμένο στόχο, γ) σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, δ) σε ένα συγκεκριμένο χρόνο ή περίσταση. Παράδειγμα: ένα άνθρωπος με θετική στάση ως προς την υγειινή των δοντιών α) βουρτσίζει β) τα δόντια, γ) στο μπάνιο, δ) κάθε πρωί μετά το πρωινό. Οι συμπεριφορές υγείας συχνά έχουν να κάνουν με την επαναλαμβανόμενη εκτέλεση μίας συγκεκριμένης συμπεριφοράς (πχ βούρτσισμα δοντιών), ή μιας ομάδας συμπεριφορών (πχ υγειινή διατροφή) σε έναν αριθμό πλαισίων και περιστάσεων που μας ενδιαφέρει να προβλέψουμε. Οι στάσεις και η συμπεριφορά θα είναι στενότερα συνδεδεμένες μεταξύ τους όταν και οι δύο μετρώνται στο ίδιο επίπεδο συγκεκριμενοποίησης αναφορικά με αυτά τα 4 στοιχεία. Επομένως, οι γενικές στάσεις θα πρέπει να προβλέπουν γενικές ομάδες συμπεριφορών, ενώ οι συγκεκριμένες στάσεις θα πρέπει να προβλέπουν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Το θέμα της συμβατότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην κατασκευή των κατάλληλων εργαλείων μέτρησης των μεταβλητών των θεωριών της έλλογης δράσης και της προσχςδιασμένης συμπεριφοράς.

5 Στάση (attitude) Μαθημένη προδιάθεση θετικής ή αρνητικής αντίδρασης απέναντι σε ένα αντικείμενο ή συμπεριφορά (Fishbein & Ajzen, 1975) Η αρχή της συμβατότητας ισχύει και αναφορικά με τη στάση, πχ ‘Η στάση μου σχετικά με το βούρτσισμα των δοντιών στο μπάνιο μετά το πρωινό είναι θετική’ Εκφράζουν μία αξιολόγηση της συμπεριφοράς (θετική, αρνητική ή ουδέτερη). Και οι στάσεις έχουν κάποιες πηγές (determinants-συνήθως οι πηγές αυτές ονομάζονται και indirect measures). Οι στάσεις αποτελούν συνάρτηση των έκδηλων πεποιθήσεων (salient beliefs) σχετικά με τις αντιλαμβανόμενες επιπτώσεις ή άλλα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς. Ακολουθώντας την προσέγγιση της αξίας-της-προσδοκίας (expectancy-value model, Peak, 1955), οι συνέπειες της συμπεριφοράς συντίθενται από τον πολλαπλασιαστικό συνδιασμό της αντιλαμβανόμενης πιθανότητας ότι η εκτέλεση της συμπεριφοράς θα οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, και με την αξιολόγηση αυτού του αποτελέσματος: Στάση: σύνολο των αναμενώμενων αποτελεσμάτων (πιθανότητα η συμπεριφορά να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα Χ αξία αποτελέσματος). Αυτή η εξίσωση δεν περιγράφει το μοντέλο μιας διαδικασίας, αλλά αλλά αποτελεί μία υπολογιστική αναπαράσταση του αποτελέσματος μιας διαδικασίας που γίνεται αυτόματα ως αποτέλεσμα της μάθησης (Ajzen & Fishbein, 2000). Όλη αυτή η αξιολόγηση δεν γίνεται κάθε φορά, αλλά τα αποτελέσματα αυτής διατηρούνται στη μνήμη και ανακαλώνται όταν αυτό είναι αναγκαίο (Eagly & Chaiken, 1993). Επίσης, όταν χρειαστεί, το άτομο μπορεί να ανακαλέσει από τη μνήμη τις αντίστοιχες πεποιθήσεις και αξιολογήσεις. Το τμήμα του μοντέλου που περιγράφει τη σχέση μεταξύ στάσεων και πεποιθήσεων βασίζεται στο αθροιστικό μοντέλο των στάσεων (summative model of attitudes (Fishbein, 1967). Το άτομο μπορεί να επεξεργαστεί ένα μεγαλό αριθμό πεποιθήσεων σχετικά με μία συμπεριφορά, αλλά ανά πάσα στιγμή μόνο κάποιες από αυτές θα είναι εξέχουσες (salient). Με βάση αυτές τις εξέχουσες πεποιθήσεις θεωρείται ότι καθορίζουν τη στάση του ατόμου.

6 Υποκειμενική νόρμα (subjective norm)
Οι πεποιθήσεις του ατόμου σχετικά με τις αντιλήψεις των ‘σημαντικών άλλων’ αναφορικά με την εκτέλεση ή μή της εν λόγω συμπεριφοράς Εκτίμηση κοινωνικής πίεσης από τα άτομα ή τις ομάδες εξέχουσας σημασίας Εκφράζει την αντίληψη της κοινωνικής πίεσης από τους άλλους για την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς. Η ποσοστικοποίηση αυτής της μεταβλητής γίνεται με μία αντίστοιχη εξίσωση, όπου η υποκειμενική νορμα εκφράζεται ως το σύνολο των πεποιθήσεων σχετικά με την πιθανότητα ότι κάποια εξέχοντα άτομα ή ομάδες πιστεύουν ότι το άτομο θα έπρεπε πραγματοποιήσει την συμπεριφορά ή όχι, επί την κινητοποίηση (επιθυμία) του ατόμου να συμμορφωθεί με τις προσδοκίες των σημαντικών άλλων. Συνήθως η σχέση ανάμεσα στις πεποιθήσεις συμπεριφοράς και τις πεποιθήσεις νόρμας είναι υψηλή (αυτό του σκεφτεται το άτομο για τη συμπεριφορά δηλώνει ότι το σκέφτονται και οι σημαντικοί άλλοι). Ωστόσο, υπραρχει υψηλή συσχέτιση και μεταξύ πεοποιθήσεων νόρμας και υποκειμενικής νόρμας, και γενικά αυτή η διατύπωση θεωρείται έγκυρη.

7 Συμπεριφορικός έλεγχος
Περιορισμοί στη δυνατότητα δράσης (ευκολία ή δυσκολία πραγματοποίησης συμπεριφοράς) Αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος (perceived behavioural control) Πραγματικός συμπεριφορικός έλεγχος (actual behavioural control) Η θεωρία της έλλογης δράσης αναφέρεται στην πρόβλεψη βουλητικών volitional) συμπεριφορών. Η συμπεριφορές για την πραγματοποίηση των οποίων απαιτούνται ικανότητες, μέσα και ευκαιρίες δεν μπορούν να προβλεφθούν καλά από τη θεωρία της έλλογης δράσης. Ο έλεγχος της συμπεριφοράς ΄θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από ένα συνεχές, όπου από τη μία πλευρά τοποθετούνται οι πολύ εύκολα εκτελούμενες συμπεριφορές (πχ κατανάλωση αρεστού, άμεσα διαθέσιμου φαγητού), και από τη άλλη τοποθετούνται συμπεριφορές η πραγματοποίηση των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη μέσων, εξειδικευμένων ικανοτήτων, και ευκαιριών (πχ το να γίνει κανείς διάσημος πρωταθλητής 100 μέτρων στίβου). Οι μή βουλητικές συμπεριφορές αναφέρονται σε περισσότερο πολύπλοκους στόχους και συμπεριφορές, που ουσιαστικά αφορούν την εκτέλεση μιας σειράς άλλων συμπεριφορών, και συνήθως έχουν σημαντικά αποτελέσματα για την υγεία (πχ υγειινή διατροφή). Η θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς αναπτύχθηκε για να περιλάβει και τη μελέτη των μή βουλητικών συμπεριφορών, με την εισαγωγή μιας επιπρόσθετης μεταβλητής για την μελέτη της αντίληψης του βαθμού ελέγχου που θεωρεί ότι έχει το άτομο στην άσκηση της συμπεριφοράς. Οι Ajzen & Fishbein (2005) υποστηρίζουν ότι αναφορικά με αυτές τις περισσότερο περίπλοκες μή βουλητικές συμπεριφορές η έλλειψη πραγματικού ελέγχου (actual behavioural control) μειώνει τη δύναμη της πρόθεσης να προβλέψει την συμπεριφορά. Ωστόσο, επειδή είναι πολύ δύσκολα ο ορισμός και η αξιόπιστη μέτρηση του πραγματικού συμπεριφορικού ελέγχου, συνήθως χρησιμοποιείται η μεταβλητή του αντιλαμβανόμενου ελέγχου της συμπεριφοράς. Όταν ο αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τον πραγματικό συμπεριφορικό έλεγχο, τότε θα παρέχει μία καλή πρόβλεψη της συμπεριφοράς. Η εισαγωγή της μεταβλητής του αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου προσφέρει πληροφορίες για πιθανούς περιορισμούς στη δυνατότητα δράσης όπως γίνονται αντιληπτοί από το άτομο, και εξηγεί γιατί η πρόθεση δεν εξηγεί πάντα τη συμπεριφορά.

8 Πρόθεση (intention) Κίνητρο, οδηγία προς εαυτό Συνειδητό πλάνο δράσης
Η εγγύτερη προβλεπτική μεταβλητή της συμπεριφοράς Σύμφωνα με το μοντέλο της έλλογης δράσης, η πρόθεση κάποιου να πραγματοποιήσει μία συμπεριφορά αντιπροσωπεύει το πιο κοντινό αίτιο της συμπεριφοράς. Η πρόθεση αντιπροσωπεύει το κίνητρο ενός ατόμου με την έννοια ενός συνειδητού πλάνου, ή συνειδητής απόφασης ή οδηγίας προς τον εαυτό να αναλάβει μία προσπάθεια για να εκτελέσει την εν λόγω συμπεριφορά. Συνεπώς η στάση μεταφράζεται σε συμπεριφορά μέσω της διαμόρφωσης της πρόθεσης. Ωστόσο, το μοντέλο δεν ξεκαθαρίζει τους μηχανισμούς με τους οποίους η στάση θα μεταφραστεί σε μετέπειτα συμπεριφορά. Μία πιθανότητα είναι ότι η αναμενόμενη ευκαιρία (anticipated opportunity) για την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς προάγει την διαμόρφωση της πρόθεσης.

9 Συμπεριφορά Η συμπεριφορά ως συνάρτηση της γραμμικής παλινδρόμησης της συμπεριφορικής πρόθεσης και του αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου: B= w1BI + w2PBC Ο τύπος της συμπεριφοράς, και ο υπό μελέτη πληθυσμός επηρεάζουν την προβλεπτική ικανότητα αυτών των μεταβλητών Με άλλα λόγια, το μοντέλο ορίζει δύο μεταβλητές που προβλέπουν τη συμπεριφορά: την πρόθεση, και τον αντιλαμβανόμενο συμπεριφορικό έλεγχο. Υπάρχει και η τρίτη μεταβλητή, αυτή του πραγματικού συμπεριφορικού ελέγχου, η οποία είναι δυσκολότερο να οριστεί να να μετρηθεί. Αναφορικά με τη σχέση πρόθεσης και συμπεριφοράς, οι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναλάβουν συμπεριφορές τις οποίες έχουν πρόθεση να πραγματοποιήσουν, παρά συμπεριφορές τις οποίες δεν έχουν πρόθεση να εκτελέσουν. Η επίδραση του αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου είναι και έμμεση (μέσω της πρόθεσης) και άμεση, καθώς μπορεί να επηρεαστεί από εμπόδια προσωπικά, ή περιβαλλοντικά. Η επίδραση της μεταβλητής αυτής γίνεται μεγαλύτερη όσο ελαττώνεται ο βουλητικός έλεγχος της συμπεριφοράς. Συνεπώς, στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά ξεφεύγει από το βουλητικό (πραγματικό) έλεγχο του ατόμου, η μεταβλητή του αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου α) θα διευκολύνει την εφαρμογή της πρόθεσης σε δράση, και β) θα προβλέπει τη συμπεριφορά άμεσα. Όταν το άτομο έχει πραγματικό έλεγχο θα εκτελεί την επιθυμητή συμπεριφορά, αλλά όταν δεν έχει πραγματικό έλεγχο δεν θα την εκτελεί.

10 Δομή Μοντέλου Σχήμα 1: Theory of Planned Behaviour
Outcome beliefs X Outcome evaluation Attitude towards the behaviour Normative beliefs X Motivation to comply Intention Behaviour Subjective norm External variables Αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος: πιθανότητα να παρουσιαστούν ή όχι παράγοντες που θα διευκολύνουν ή θα παρεμποδίσουν την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς Χ την υποκειμενική αντίληψη της δύναμης του παράγοντα να διευκολύνει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση της συμπεριφοράς. Οι αξιολογήσεις σχετικά με τον αντιλαμβανόμενο συμπεριφορικό έλεγχο διαμορφώνονται με βάση πεποιθήσεις σχετικά με το αν κάποιος έχει πρόσβαση στα απαραίτητα μέσα και ευκαιρίες εκτέλεσης της συμπεριφοράς, με βάση (weighted) την αντίληψη σχετικά με την δύναμη του κάθε παράγοντα. Η αντίληψη των παραγόντων που μπορούν να διευκολύνουν ή να παρεμποδίσουν την εκτέλεση της συμπεριφοράς ονομάζεται πεποιθήσεις ελέγχου. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι εσωτερικοί (πχ πληροφορίες, συναισθήματα, έλλειψη ή ύπαρξη ικανοτήτων, δεξιοτήτων κλπ), ή εξωτερικοί (ευκαιρίες, εμπόδια, εξάρτηση από άλλους κλπ). Άτομα που πιστεύουν ότι έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα μέσα και ότι υπάρχουν ευκαιρίες (ή δεν υπάρχουν εμπόδια) για την εκτέλεση της συμπεριφοράς πιθανά να αντιλαμβάνεται ότι έχει έναν υψηλό βαθμό ελέγχου της συμπεριφοράς. Perceived likelihood of occurrence X Perceived power to control Perceived behavioural control Actual behavioural control

11 Δομή Μοντέλου Σχήμα 1: Theory of Planned Behaviour
Πεποιθήσεις αποτελέσματος X Αξιολόγ. Αποτελέσματος Στάση προς τη συμπεριφορά Πεποιθήσεις νόρμας X Κίνητρο συμμόρφωσης Πρόθεση Συμπεριφορά Υποκειμενική νόρμα Εξωτερικές μεταβλητές Αντιλαμβανόμενη πιθανότητα συμβάντος X Αντιλαμβανόμενη ισχύς ελέγχου Οι εξωτερικές μεταβλητές περιλαμβάνουν δημογραφικές μεταβλητές (πχ ηλικία, φύλο, επάγγελμα, κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, μορφωτικό επίπεδο, θρήσκευμα, κλπ), χαρακτηριστικά προσωπικότητας (πχ εξωστρέφεια, νευρωτισμός κλπ), και περιβαλλοντικές επιδράσεις (πχ πρόσβαση, φυσικό περιβάλλον). Το μοντέλο θεωρείται ότι είναι μία πλήρης θεωρία της συμπεριφοράς, με την έννοια ότι οποιαδήποτε άλλη επίδραση στη συμπεριφορά θεωρούνται ότι επηρεάζουν τη συμπεριφορά μέσω της επίδρασής τους στις μεταβλητές που ορίζονται από το μοντέλο. Ωστοσο, ίσως είναι σωστότερο να θεωρείται το μοντέλο ως μία θεωρία των εγγύτερων μεταβλητώ που καθορίζουν τη συμπεριφορά. Αντιλαμβανόμενος έλεγχος συμπεριφοράς Πραγματικός έλεγχος συμπεριφοράς

12 Λειτουργικός προσδιορισμός και μέτρηση
Η κατασκευή ερωτηματολογίου πρέπει να βασίζεται στην αρχή της συμβατότητας (TACT). Διατμηματικές – προδρομικές μελέτες Αυτο-αναφορά Αντικειμενική μέτρηση Κλίμακες πολλαπλών ερωτημάτων Συμπεριφορά Πρόθεση Στάση Υποκειμενική νόρμα Αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος Συμπεριφορά Εργαλείας αυτοαναφοράς, ή αντικειμενική μέτρηση, κλίμακες αθροιστικής βαθμολόγησης, κλειστές ερωτήσεις. Πρόθεση Προτίμηση σε κλίμακες πολλαπλών ερωτημάτων, που αποδίδουν υψηλότερη αξιοπιστία. Προτίμηση επίσης σε ανοιχτές ερωτήσεις Στάση Χρήση κλιμάκων σημασιολογικής διαφοροποίησης, συνήθως 4-6 επίθετα. Συνήθως δίνουν υψηλή αξιοπιστία (>.90). Πρέπει να μετρώνται και η γνωστική (χρηστική) και η συναισθηματική διάσταση των στάσεων. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθούν πιο άμεσα εργαλεία μέτρησης (πχ η στάση μου είναι...). Αυτός ο τύπος μέτρησης θεωρείται ότι είναι καταλληλότερος για την μέτρηση της γενικότερης στάσης (overall component) για τη συμπεριφορά, χωρίς να κρίνει ο ερευνητής ποιά είναι η βάση (χρηστική ή συναισθηματική) της στασης αυτής. Υποκειμενική νόρμα Προτίμηση κλιμάκων πολλαπών ερωτημάτων. Τελευταία έχει προταθεί να περιλαμβάνονται (injunctive) πεποιθήσεις, που να αναφέρονται τόσο στο τι το άτομο πιστεύει ότι οι άλλοι θεωρούν ότι πρέπει να κάνει, και περιγραφικές πεποιθήσεις, που αναφέρονται στο τι θεωρεί το άτομο ότι οι άλλοι κάνουν σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα. Αντιλαμβανόμενος υποκειμενικός έλεγχος Προτείνεται να περιλαμβάνονται ερωτήματα αναφορικά με την αυτεπάρκεια,ή με την αντιλαμβανόμενη δυσκολία, και με την αντίληψη ελέγχου του ατόμου, για την επίτευξη υψηλότερης αξιοπιστίας.

13 Έρευνα Εφαρμογή των μοντέλων της έλλογης δράσης σε πλήθος συμπεριφορών, με ποικιλία βαθμού επιτυχίας Περιγραφικές ανασκοπήσεις (Liska, 1984; Eagly & Chaiken, 1993; Sparks, 1994; Manstead & Parker, 1995; Jonas & Doll, 1996; Ajzen & Fishbein, 2005) Μετα-αναλύσεις (Sheppard et al., 1988; Van den Putte, 1991; Armitage & Conner, 2001)

14 Μετα-αναλύσεις ΤΡΒ Γενικές ανασκοπήσεις (πχ Ajzen, 1991; Armitage & Conner, 2001; Trafimow et al., 2002) Αναφορικά με συμπεριφορές υγείας (πχ Godin & Kok, 1996; McEachan et al., 2005) Αναφορικά με συγκεκριμένες συμπεριφορές (πχ φυσική άσκηση: Blue, 1995; Hausenblas et al., 1997; Hagger et al., 2002; χρήση προφυλακτικού: Sheeran & Taylor, 1999; Albarracin et al., 2001)

15 Πίνακας 1: Μετα-ανάλυση μετα-αναλύσεων των εφαρμογών των TRA/TPB (Conner & Sparks, 2005)
Relationship κ n r+ BI-B 420 82712 0.48 PBC-B 241 55444 0.35 A-B 126 28495 0.36 SN-B 122 28410 0.16 A-BI 497 111558 0.51 SN-BI 472 109111 0.34 PBC-BI 386 95877 0.43 A-SN 120 30440 A-PBC 91 26626 0.41 SN-PBC 0.26 BB-A 137 29652 0.54 NB-SN 124 25270 0.49 CB-PBC 18 2744 0.52 Note: included meta-analyses: Sheppard et al.,1988; van den Putte, 1991; Hausenblas et al., 1997; Sheeran & Taylor, 1999; Albarracin et al., 2001; Armitage & Conner, 2001; Hagger et al., 2002; Trafimow et al., 2002; McEachan et al., BB: behavioural beliefs; NB: normative beliefs; CB: control beliefs. r+ = sample-weighted mean correlation k = number of hypotheses tested when used N= total number included in the analyses The meta-analysis of Godin & Kok (1996) was excluded as n was not reported. The included analyses were focusing on TRA, TPB or both. The range of behaviours included extend beyond health behaviours.

16 Χρήση εθιστικών ουσιών
Μετα-ανάλυση προδρομικών εφαρμογών της ΤΡΒ σε συμπεριφορές υγείας (McEachan et al., 2005) 18 μελέτες: Χρήση αλκοόλ (3 μελέτες) Κάπνισμα (7 μελέτες) Χρήση απαγογευμένων ουσιών (8 μελέτες) Πρόθεση: ερμηνεία 53% διακύμανσης (PBC, A, SN) Συμπεριφορά: ερμηνεία 39% διακύμανσης (I, PBC) Πρόβλεψη συμπεριφοράς: μέσο διάστημα 200 ημερών Στη μετα-ανάλυση αυτή οι μεταβλητές A, SN, PBC ερμήνευσαν συνολικά το 53% της διακύμανσης των προθέσεων, με καλύτερη προβλεπτική μεταβλητή την PBC (r= .55), δεύτερη καλύτερη την Α (r= .52), με ασθενέστερη προβλεπτική μεταβλητή αυτή της SN (r= .43). Αναφορικά με την πρόβλεψη της συμπεριφοράς, οι πρόθεση και ο αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος προέβλεπαν κατά μέσο όρο το 39% της διακύμανσης της συμπεριφοράς, με την πρόθεση να είναι η καλύτερη προβλεπτική μεταβλητή (r= .55) και τον αντιλαμβνόμενο συμπεριφορικό έλεγχο (.46). Αυτό το επίπεδο πρόβλεψης αφορούσε ένα μέσο διάστημα 200 ημερών. Εδώ φαίνεται ότι ο η αντίληψη του συμπεριφορικού ελέγχου είναι σημαντικότερη από την στάση προς τη συμπεριφορά για την πρόβλεψη της πρόθεσης.

17 Σεξουαλικές συμπεριφορές
γενικός πληθυσμός, ετεροφυλόφιλοι, ομοφυλόφυλοι, εργαζόμενοι στο χώρο του σεξ Χρήση προφυλακτικού για προστασία από το το AIDS Διάφορες αντισυλληπτικές μέθοδοι Ελεύθερο σεξ Αριθμός συντρόφων Ανασκόπηση εφαρμογής του μοντέλου σε σεξουαλικές συμπεριφορές (Godin & Kok, 1996), σε χρήση προφυλακτικού (Sheeran & Taylor, 1999; Albarracin et al., 2001)

18 Σεξουαλικές συμπεριφορές (συν.)
Albarracin et al., 2001 96 εφαρμογές της ΤΡΒ στη χρήση προφυλακτικού Πρόθεση: ερμηνεία 50% διακύμανσης [Α (r= .58), PBC (r= .45), SN (r= .39)] Συμπεριφορά: ερμηνεία 30% διακύμανσης [I (r= .45), PBC (r= .25)] McEachan et al, 2005: 17 προδρομικές μελέτες Ασφαλείς σεξουαλικές συμπεριφορές (n= 8) Χρήση προφυλακτικού (n= 9) Πρόθεση: ερμηνεία 49% διακύμανσης [Α (r= .43), SN (r= .38), PBC (r= .35)] Συμπεριφορά: ερμηνεία 28% διακύμανσης [I (r= .39), PBC (r= .23)] Πρόβλεψη συμπεριφοράς: μέσο διάστημα 133 ημερών Εδώ η στάση προς τη συμπεριφορά φαίνεται να είναι σημαντικότερη από την αντίληψη του συμπεριφορικού ελέγχου για την πρόβλεψη της πρόθεσης (σε αντίθεση με τις εθιστικές συμπεριφορές). Επισής, η υποκειμενική νόρμα φαίνεται να είναι σημαντικότερη. Επιπλέον η αντίληψη ελέγχου ασκεί πολύ μικρότερη επίδραση στην πρόβλεψη της τελικής συμπεριφοράς σε σύγκριση με τις εθιστικές συμπεριφορές.

19 Επικίνδυνες συμπεριφορές
Ποικιλία συμπεριφορών, πχ: - Ασφαλής χρήση μοτοσυκλέτας (πχ χρήση κράνους) - Παραβίαση του ΚΟΚ (πχ παραβίαση ορίων ταχύτητας) - Προστασία από τον ήλιο McEachan et al (2005) 6 προδρομικές μελέτες Ασφαλής χρήση μοτοσυκλέτας (n=3) Οδήγηση αυτοκινήτου (n=1) Προστασία από τον ήλιο (n=2) Πρόθεση: ερμηνεία 54% της διακύμανσης [PBC (r= .66), SN (r= .51), A (r= .50)] Συμπεριφορά: ερμηνεία 39% της διακύμανσης [I (r= .58), PBC (r= .51). Πρόβλεψη συμπεριφοράς: μέσο διάστημα 98 ημερών Η μετα-ανάλυση έδειξε ότι αναφορικά με την πρόβλεψη της πρόθεσης, η αντίληψη ελέγχου της συμπεριφοράς φαίνεται να ασκεί τη σημαντικότερη επίδραση στην πρόβλεψη της πρόθεσης, με την υποκειμενική νόρμα να ακολουθεί και τη στάση του ατόμου σχετικά με τη συμπεριφορά να εμφανίζει την μικρότερη προβλεπτική δύναμη. Σε σχέση με την πρόβλεωη της συμπεριφοράς, η μεταβλητή της πρόθεσης ασκεί και πάλι τη μεγαλύτερη επίδραση. Η προβλέψεις αυτές αφορούσαν ένα μέσο διάστημα 98 ημερών.

20 Φυσική άσκηση Μελέτη ποικιλίας συμπεριφορών, πχ επίσκεψη σε γυμναστήριο, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, συμμετοχή σε αθλήματα κλπ Ανασκοπήσεις εφαρμογών του μοντέλου στη μελέτη της φυσικής άσκησης Godin & Kok, 1996 Hausenblas et al., 1997 Hagger et al., 2002 McEachan et al., 2005

21 Φυσική άσκηση (συν.) Hagger et al., 2002 Ανασκόπηση 72 μελετών
Πρόθεση: ερμηνεία 45% διακύμανσης [A (r= .48), PBC (r= .44), SN (r= .25)] Συμπεριφορά: ερμηνεία 27% διακύμανσης [I (r= .42), PBC (r= .42) McEachan et al., 2005 47 προδρομικές μελέτες φυσικής άσκησης Πρόθεση: ερμηνεία 40% διακύμανσης [PBC (r= .47), A (r= .46), SN (r= .26)] Συμπεριφορά: ερμηνεία 33% διακύμανσης [I (r= .49), PBC (r= .39)] Προβλέψεις συμπεριφοράς: μέσο διάστημα 78 ημερών Οι προβλέψεις της συμπεριφοράς αφορούν κατά μέσο όρο ένα διάστημα 78 ημερών. Και οι δύο αυτές μετα-αναλύσεις δείχνουν ότι αναφορικά με τη φυσική άσκηση και την πρόβλεψη των προθέσεων για φυσική άσκηση, η στάση και ο αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος φα΄΄ινεται να έχουν εξίσου ισχυρή προβλεπτική δύναμη, ενώ οι άνθρωποι φαίνεται να δίνουν λιγότερη σημασία κατά τη διαμόρφωση της πρόθεσης στο τί πιστεύουν οι άλλοι ότι πρέπει να κάνουν.

22 Διατροφικές συμπεριφορές
McEachan et al., 2005 19 προδρομικές μελέτες - Υγιεινή διατροφή (n= 8) - Κατανάλωση φρούτων & λαχανικών (n= 3) - Μείωση κατανάλωσης λίπους (n= 4) - Μείωση κατανάλωσης ζάχαρης (n= 1) - Κατανάλωση συμπληρωμάτων διατροφής (n= 2) - Κατανάλωση πρωινού (n=1) Πρόθεση: ερμηνεία 41% διακύμανσης [A (r= .47), SN (r= .40), PBC (r= .36)] Συμπεριφορά: ερμηνεία 16% διακύμανσης [I (r= .36), PBC (r= .29)] Προβλέψεις συμπεριφοράς: μέσο διάστημα 187 ημερών Οι προβλέψεις αναφορικά με τη συμπεριφορά αφορούσαν κατά μέσο όρο ένα διάστημα 187 ημερών

23 Συμπεριφορές ελέγχου (screening)
McEachan et al., 2005 12 προδρομικές μελέτες - Αυτοεξέταση στήθους ή όρχεων (n=5) - Τεστ παπ (n= 2) - Έλεγχος υγείας (n= 5) Πρόθεση: ερμηνεία 44% διακύμανσης [A (r= .56), PBC (r= .43), SN (r= .34)] Συμπεριφορά: ερμηνεία 16% διακύμανσης [I (r= .32), PBC (r= .19)] Προβλέψεις συμπεριφοράς: μέσο διάστημα 68 ημερών

24 Μελέτες παρέμβασης Ενδεικτικά Κάπνισμα
Godin et al., συχνότητα καπνίσματος Οδική ασφάλεια Parker et al., μείωση ταχύτητας οδήγησης Φυσική άσκηση Courneya & McAuley, πρόγραμμα γυμναστικής Διατροφή Beale & Manstead, κατανάλωση ζάχαρης από βρέφη Έλεγχος Brubaker & Fowler, αυτοεξέταση για καρκίνο των όρχεων Η θεωρία έχει χρησιμοποιηθεί και σε μελέτες παρέμβασης, όπου το σκεπτικό είναι ότι η αλλαγή των γνωστικών μεταβλητών, πχ στάσεων, αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου, διαμόρφωσης προθέσεων κλπ. Επιπλέον οι Ajzen & Fishbein (2005) προτείνουν ότι μελέτες παρέμβασης θα μπορούσαν να αποτελέσουν έναν έλεγχο των κεντρικών προτάσεων της θεωρίας. Για παράδειγμα, αλλαγές στις προβλεπτικές μεταβλητές του μοντέλου θα πρέπει να επιφέρει αλλαγές στις προθέσεις και τη συμπεριφορά, και σε αντίθετη περίπτωση αυτό θα αποτελούσε διάψευση της θεωρίας. οι Ajzen & Fishbein (2005) προτείνουν ότι για να προκύψουν αυτές οι αλλαγές θα πρέπει να γίνουν αλλαγές στις υποκείμενες πεποιθήσεις, με βάση τις οποίες διαμορφώνονται οι μεταβλητές (στάσεις κλπ). Στάδια για τη διαμόρφωση μιας παρέμβασης μέσω της ΤΡΒ: Επιλογή των μεταβλητών οι οποίες πρέπει να αλλάξουν (targeted variables). Εννοείται ότι αυτές θα πρέπει να είναι μεταβλητές που εξηγούν αξιόλογα ποσοστά διακύμανσης στην πρόθεση και τη συμπεριφορά. Επιλογή του περιεχομένου του μηνύματος. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με την ταυτοποίηση νέων εξεχουσών πεποιθήσεων τις οποίες δεν γνωρίζει το άτομο, είτε με την αλλαγή εξεχουσών πεποιθήσεων που ήδη έχει το άτομο. Δηλαδή, είτε θα γνωστοποιήσουμε στο άτομο νέες πεποιθήσεις για τη συμπεριφορά, τις οποίες δεν γνωρίζει, και αυτό θα γίνει με την παροχή πληροφοριών πχ για τα οφέλη της συμπεριφοράς, είτε θα στοχεύσουμε σε πεποιθήσεις που ήδη υπάρχουν και θα προσπαθήσουμε να τις αλλάξουμε (πχ αλλαγή της πεποίθησης ότι το κάπνισμα αδυνατίζει).

25 Αξιολόγηση μελετών παρέμβασης
Hardeman et al., (2002) Μετα-ανάλυση 24 μελετών παρέμβασης Οι μισές χρησιμοποίησαν την ΤΡΒ για το σχεδιασμό της παρέμβασης Οι μισές χρησιμοποίησαν την ΤΡΒ για την μέτρηση της επίδρασης της παρέμβασης Αποτελέσματα Αλλαγή πρόθεσης: 50% επιτυχία Αλλαγή συμπεριφοράς: 30% επιτυχία Απαραίτητη η περαιτέρω μελέτη Υπάρχει μία τάση η θεωρία να χρησιμοποιείται περισσότερο για την ταυτοποίηση μεταβλητών που χρειάζονται αλλαγή, παρά για το σχεδιασμό των παρεμβάσεων (πώς θα αλλάξουν οι γνωστικές μεταβλητές). Οι Ajzen & Fishbein (2004) υποστηρίζουν ότι η θεωρία μπορεί να παρέχει γενικές οδηγίες, αλλά δεν μπορεί να πεί ποιός τύπος παρέμβασης θα είναι ο αποτελεσματικότερος. Χρήση άλλων θεωριών (information processing, persuasion, κλπ), όπως το Elaboration Likelihood Model (Petty & Cacioppo, 1986), μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό. (systematic vs non systematic information processing). [Το μήνυμα πρέπει να περάσει ένα ‘κατώφλι ερεθισμού’ (threshold) προκειμένου να ενεργοποιηθεί μία συστηματικότερη επεξεργασία του, η οποία θα οδηγήσει σε καλύτερα διαμορφωμένες προθέσεις. Όταν το μήνυμα δεν περάσει αυτό το κατώφλι ερεθισμού η επεξεργασία του θα είναι ελάχιστη. ] Παράδειγμα μελέτης παρέμβασης: Brubaker & Fowler, αυτοεξέταση για καρκίνο των όρχεων

26 Θεωρητικές εξελίξεις Ορισμός μεταβλητών μοντέλου
Πρόθεση: αυτο-πρόβλεψη, επιθυμία Στάση: συναισθηματική, γνωστική, συνολική Υποκειμενική νόρμα: περιγραφική, injunctive Συμπεριφορικός έλεγχος: αντιλαμβανόμενη δυσκολία, αντιλαμβανόμενος έλεγχος Εισαγωγή μεταβλητών από τον επαναπροσδιορισμό (διαφορετικό λειτουργικό προσδιορισμό) των σημαντικών μεταβλητών του μοντέλου. Πρόθεση Συμπεριφορική Πρόθεση: σκοπεύω να πράξη το Χ Αυτο-πρόβλεψη: πόσο πιθανό είναι ότι θα πράξετε το Χ; Επιθυμίες: θέλω να πράξω το Χ Οι Armitage & Conner (2001) σε μετα-ανάλυσή τους βρήκαν ότι τα δύο πρώτα είναι καλύτερα για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς. Κάποιοι ερευνητές περιλαμβάνουν ερωτήματα για όλα και φτιάχνουν ένα εργαλείο μέτρησης των προθέσεων από το συνδιασμό τους. Στάσεις Συνήθως μετρώνται από κλίμακες σημασιολογικής διαφοροποίησης (semantic differentials). (πχ θετικό-αρνητικό, καλό-κακό, κλπ). Οι στάσεις μπορούν να έχουν βιωματικές/συναισθηματικές (affective) [ευχάριστος-δυσάρεστος, ενδιαφέρον-βαρετός κλπ] και χρηστικές (instrumental) διαστάσεις [πχ με αξία-χωρίς αξία, χρήσιμος-άχρηστος, επιθυμητός-ανεπιθύμητος κλπ]. Συνήθως η μέτρηση των στάσεων γίνεται με επίθετα που έχουν παραγχθεί με πιλοτική δουλειά, αλλά αυτά δεν είναι απαραίτητα σημαντικά για το κάθε άτομο. Επιπλέον η πιλοτική δουλειά συχνά μπορεί να συγκεντρώσει μεγαλύτερο βαθμό γνωστικών πεποιθήσεων (cognitive, instrumental beliefs), παρά συναισθηματικών πεποιθήσεων (affective beliefs), λόγω της διαδικασίας (συνήθως ζητάνε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συμπεριφοράς στην πιλοτική δουλειά). Νόρμες: Οι υποκειμενικές νόρμες εμφανίζονται ως οι περισσότερο αδύναμοι πρεντίκτορς. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην μικρή επίδρασή τους, αλλά και σε άλλους παράγοντες, πχ σε μέτρηση με ένα ερώτημα και χαμηλή αξιοπιστία. Διάκριση σε περιγραφικές νόρμες (περιγράφουν αντιλήψεις του τι κάνουν οι άλλοι), και injunctive norms που αναφέρονται στην κοινωνική αποδοχή που κινητοποιεί τη δράση μέσω μηχανισμών κοινωνικής ενίσχυσης/τιμωρίας. Αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος: Έννοια πολύ κοντινή με αυτή της αυτεπάρκειας. Πρόταση χρήσης κλιμάκων αυτεπάρκειας. Διαχωρισμός συμπεριφορικού ελέγχου σε αντιλαμβανόμενη δυσκολία και αντιλαμβανόμενο έλεγχο (perceived difficulty and perceived control).

27 Θεωρητικές εξελίξεις (συν.)
Μελέτη επιπρόσθετων μεταβλητών Η θεωρία είναι ανοικτή στην εισαγωγή μεταβλητών που ερμηνεύουν επιπλέον διακύμανση (Ajzen, 1991) Αναμενόμενη μετανόηση (anticipated regret) Ηθικές νόρμες (moral norms) Ταυτότητα εαυτού (self-identity) Παρελθοντική συμπεριφορά (past behaviour) Διάφορες μεταβλητές έχουν μελετεηθεί ως προς αυτή την κατεύθυνση, οι σημαντικότερες από τις οποίες αναφέρονται εδώ. Επιπρόσθετα, κάποιες μεταβλητές προσωπικότητας έχουν μελετηθεί, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή δημοσιευμένα στοιχεία για να στηρίξουν τη χρησιμότητα της εισαγωγής τους στο μοντέλο. Αναμενόμενη μετανόηση: αναφέρεται στις αναμενόμενες συναισθηματικές αντιδράσεις σχετικά με την εκτέλεση ή μή εκτέλεση της συμπεριφοράς. Είναι ένα αρνητικό συναίσθημα, προιόν γνωστικής επεξεργασίας, το οποίο βιώνει το άτομο όταν συνειδητοποιεί ή φαντάζεται ότι η παρούσα κατάσταση θα ήταν καλύτερη αν είχε αντιδράσει διαφορετικά. Διάφορες μελέτες έχουν προσφέρει δεδομένα που υποστηρίζουν ότι η μεταβλητή αυτή αυξάνει την προβλεπόμενη διακύμανση της πρόθεσης κατά περίπου 7% (Sandberg & Conner, 2005). Για την εισαγωγή της μεταβλητής στο μοντέλο απαιτείται έρευνα που να διαφοροποιεί την ανεξάρτητη επίδραση της αναμενόμενης μετανόησης ελέγχοντας την επίδραση τόσο των γνωστικών (instrumental) όσο και των συναισθηματικών (experiential) στάσεων. Ηθικές νόρμες: προσωπικά συναισθήματα ευθύνης για την εκτέλεση ή την άρνηση της εκτέλεσης της συμπεριφοράς. Μπορούν να έχουν ση΄μαντική επίδραση σε συμπεριφορές που περιλαμβάνουν μία ηθική διάσταση. Μελέτες έχουν δείξει ότι η μεταβλητή αυτή μπορεί να προσφέρει ένα 4% ερμηνείας της διακύμανσης της πρόθεσης (βλ Conner & Armitage, 1998; Manstead, 2000). Ταυτότητα εαυτού: το εξέχων μέρος του εαυτού που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αντανακλά το βαθμό στον οποίο το άτομο βλέπει τον εαυτό του ως πληρών τα κριτήρια για κάποιο κοινωνικό ρόλο, πχ ‘κάποιος που ενδιαφέρεται για τα πράσινα θέματα’. Η έρευνα σε γενικές γραμμές έδωσε φτωχή υποστήριξη στη προβλεπτική αξία της μεταβλητής αυτής (1% διακύμανσης της πρόθεσης) (βλ Conner & Armitage, 1998; Sparks & Shepherd, 1992; Ajzen & Fishbein, 2005). Οι τελευταίοι υποστηρίζουν ότι η μεταβλητή αυτή σε κάποιες περιπτώσεις ίσως ταυτίζεται με την πρόθεση, και ότι ενδεχομένως είναι σημαντική για συγκεκριμένες συμπεριφορές. Παρελθοντική συμπεριφορά: έχει υποστηριχθεί ότι η παρελθοντική συμπεριφορά είναι η καλύτερη προβλεπτκή μεταβλητή για ορισμένες συμπεριφορές (πχ Mullen et al., 1987). Οι Conner & Armitage, 1998 βρήκαν σχετικά υψηλές της μεταβλητής αυτής με τις μεταβλητές της ΤΡΒ. Ο Ajzen (1991) υποστηρίζει ότι η παρελθοντική συμπεριφορά θα αποτελεί ένα έλεγχο επάρκειας για τη θεωρία, και ότι η επίδρασή του θα πρέπει να μεσολαβείται από την αντίληψη του συμπεριφορικού ελέγχου, καθώς η επανάληψη της συμπεριφοράς θα πρέπει να οδηγεί σε αύξηση της αντίληψης ελέγχου. Μελέτες έχουν προσφέρει υποστήριξη για την προσφορά της μεταβλητής αυτής στην πρόβλεψη της πρόθεσης (7.2%) και της συμπεριφοράς (13%). Οστόσο η εισαγωγή της στο μοντέλο θα πρέπει να είναι προσεκτική. Η προηγούμενη συμπερίφορά δεν μπορεί να θεωρείται ως αίτιο της μελλοντικής συμπεριφοράς (δεν κάνουμε κάτι επειδή το κάναμε και στο παρελθόν). Ίσως όμως κάτι τέτοιο να μπορεί να ερμηνευθεί στα πλαίσια της συνήθειας (habitual behaviours, Sutton, 1994). Ο Ajzen (2002) θεωρούν ότι η επίδραση που φαίνεται να έχει η παρελθοντική συμπεριφορά στη μελλοντική συμπεριφορά οφείλεται σε παράγοντες μέτρησης (συμβατότητα, αδύναμα διαμορφωμένη πρόθεση, διαμόρφωση σχεδίου εφαρμογής και ρεαλιστικών προσδοκιών). Η εμπειρία της συμπεριφοράς μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγή πρόθεσης και την επαναφορά σε ένα προηγούμενο τύπο συμπεριφοράς (Ajzen & Fishbein, 2005).

28 Αξιολόγηση Δημοφιλία μεταξύ ερευνητών
Εκτενείς ερευνητικές εφαρμογές στην πρόβλεψη συμπεριφορών υγείας (πχ τουλάχιστον 70 μελέτες στο χώρο της φυσικής άσκησης) Επιτυχής εφαρμογή του μοντέλου (υψηλός αριθμός μετα-αναλύσεων), με ποικίλο βαθμό πρόβλεψης πρόθεσης και συμπεριφοράς Αξιόπιστα και έγκυρα εργαλεία μέτρησης αλλά και Διαφορές επιτυχίας πρόβλεψης μεταξύ μελετών Μεγάλο ποσοστό διακύμανσης παραμένει ανεξήγητο Δεν υπάρχουν άλλες θεωρίες με καλύτερα αποτελέσματα Αναφορικά με την πρόβλεψη της συμπεριφοράς, ποικιλία προδρομικών μελετών με μέσο χρόνο πρόβλεψης της συμπεριφοράς τις 127 ημέρες. Οι διαφορές στο ποσοστό πρόβλεψης αποδίδονται εν μέρει στις διαφορετικές συμπεριφορές που μελετώνται, αλλά και στα εργαλεία μέτρησης (αυτοαναφοράς, αξιοπιστία κλπ), και στους ερευνητικούς σχεδιασμούς (συσχετιστικούς και όχι πειραματικούς κλπ). Εργαλεία μέτρησης που έχουν χρησιμοποιηθεί εκτεταμένα, και συνεχώς γίνεται δουλειά για την βελτίωσή τους. Ίσως ένα από τα σημαντικοτερα πλεονεκτήματα είναι ο σημαντικός βαθμός δουλειάς που έχει γίνει και εξακολουθεί να γίνεται με τη θεωρία αυτή και η δυνατότητα σύγκρισης και αξιολόγησης που υπάρχει.

29 Μελλοντικές κατευθύνσεις
Συμβατότητα - Η συμπεριφορά μπορεί να επηρεάζεται από στάσεις για επιμέρους θέματα - Η χρονική απόσταση από την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς μπορεί να επηρεάζει την αναπαράστασή της και την διαμόρφωση των στάσεων - Η συμπεριφορά μπορεί να επηρεάζεται από την ασυμφωνία μεταξύ αναπαράστασης της συμπεριφοράς και άμεσης εμπειρίας Μελέτη τροποποιητικών μεταβλητών - Διερεύνηση συνθηκών υπό τις οποίες μεγιστοποιούνται οι σχέσεις σχέσεις μεταξύ των μεταβλητών του μοντέλου (πχ. πρόθεσης και συμπεριφοράς) Συμβατότητα Κάποιες συμπεριφορές επηρεάζονται από τις στάσεις μας σε ποικίλα θέματα (πχ η στάση μας ως προς την αγορά γενετικά τροποποιημένων προιόντων μπορεί να επηρεάζεται από γενικότερες στάσεις ως προς αυτές τις μεθόδους παραγωγής, αλλά και από στάσεις ως προς συγκεκριμένες αγοραστικές συμπεριφορές, ιδιάιτερα αν οι στάσεις αυτές επικεντρώνονται στα αποτελέσματα της αγοράς (πχ το άτομο δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην τιμή και τα χρήματα που θα ξοδέψει, παρά στον τρόπο παραγωγής του προϊόντος). Επιπλέον, η αναπαράσταση των ατόμων για μία συμπεριφορά φαίνεται να διαφέρει ανάλογα με την χρονική άπόσταση από την εκτέλεση της συμπεριφοράς (Trope & Liberman, 2000). Πχ σε μεγαλύτερη χρονική απόσταση, μία συμπεριφορά είναι πιθανό να αναπαρίσταται με πιο αφηρημένο τρόπο, σε σύγκριση με μία κοντινή χρονική στιγμή. Το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάζει και το ποιές πεποιθήσεις είναι περισσότερο εξέχουσες σε κάθε χρονική στιγμή (άρα και τη διαμόρφωση των στάσεων κλπ). Τέλος, έχει υποστηριχθεί (Lord et al., 1984), ότι η στάση ως προς ένα αντικείμενο θα συμπίπτει με την τελική συμπεριφορά μόνο όταν το αντικείμενο της στάσης θα ταιριάζει με την αναπαράσταση που έχει το άτομο για το αντικείμενο της στάσης. Έτσι, αν η αναπαράσταση του ατόμου για την κατανάλωση τροφών χαμηλών σε λιπαρά δεν ταιριάζει με την τελική εμπειρία που θα έχει από πρώτο χέρι το άτομο με τη συμπεριφορά, τότε θα υπάρχει μία χαμηλή σχέση στάσης και τελικής συμπεριφοράς. Τροποποιητικές μεταβλητές Τελευταία γίνεται πολύ δουλειά σε μεταβλητές που επηρεάζουν το μέγεθος των σχέσεων μεταξύ των μεταβλητών της ΤΡΒ, με σκοπό την ταυτοποίηση καταστάσεων που μεγιστοποιούν τις σχέσεις αυτές (ανασκόπηση 44 μελετών Cooke & Sheeran, 2004). Επιπρόσθετες μεταβλητές: αναμενόμενη μετανόηση, παρελθοντική συμπεριφορά, κλπ Ιδιότητες μεταβλητών της ΤΡΒ (properties of TPB components): accessibility, direct experience, involvement, certainty, ambivalence, affective-cognitive consistency and temporal stability. Για παράδειγμα, η αναμενόμενη μετανόηση έχει μελετηθεί ως τροποποιητική της σχέσης μεταξύ πρόθεσης-συμπεριφοράς. Αυτό γιατί τα άτομα με υψηλή αναμενόμενη μετανόηση ίσως δείνουν να δεσμεύονται περισσότερο στις προθέσεις τους, γιατί αν δεν πραγματοποιήσουν την εν λόγω συμπειρορά θα αναμένουν ότι θα νιώσουν αρνητικά συναισθήματα. Σαν δεύτερο παράδειγμα, η σταθερότητα των προθέσεων στο χρόνο έχει βρεθεί να επηρεάζει (περισσότερο από άλλες μεταβλητές) τη σχεση πρόθεσης- συμπεριφοράς. Σταθερότερες στο χρόνο προθέσεις αναμένεται να είναι καλύτερες για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς.

30 Εφαρμογή: Επιλογή τροφών (food choice)
Δεδομένα από ευρύτερη μελέτη των Conner et al. (2002) ‘στάσεις σε σχέση με την υγιεινή διατροφή για διάστημα 6 ετών’ Συμπεριφορά: Υγιεινή διατροφή (ορισμένη ως δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά και υψηλή σε φρούτα, λαχανικά και φυτικές ίνες) Σκοπός η μελέτη των παραγόντων που προβλέπουν την μακροπρόθεσμη επιλογή της υγιεινής διατροφή Η μελέτη της μακροχρόνιας επιλογής της υγιεινής διατροφής είναι σημαντική καθώς τα οφέλη της υγιεινής διατροφής έρχονται με την μακροχρόνια υιοθέτηση της συνήθειας. Στο παρόν παράδειγμα αναφέρονται δεδομένα μόνο από τις μετρήσεις του 1ου και του 3ου σταδίου.

31 Συμμετέχοντες και διαδικασία
Μελέτη ερωτηματολογίου Επιλογή συμμετεχόντων από ιατρεία γενικών ιατρών (general practitioners) στο Η.Β. Στάδιο 1 Ν= 248 άτομα 59 άνδρες, 189 γυναίκες, mage= 47.4 έτη Στάδιο 2 (6 χρόνια μετά) Ν= 144 Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις μεταβλητές του μοντέλου μεταξύ αυτών που συμμετείχαν ή όχι στο δεύτερο στάδιο [F(7, 240)= 1.21, ns] Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις μεταβλητές του μοντέλου μεταξύ αυτών που συμμετείχαν ή όχι στο δεύτερο στάδιο.

32 Εργαλεία μέτρησης Intention to eat a healthy diet
[5-item, 7-point scale, alpha= .95, scoring -3 to +3 (definitely do not-definitely do]. ‘I intend to eat a healthy diet in the future’ Attitude (mean of six semantic differential scales, scores ranging from -3 to +3, alpha= .83, test-retest r= .51, p< .01) ‘my eating a healthy diet would be/is: (bad-good, harmful-beneficial, unpleasant-pleasant, unenjoyable-enjoyable, foolish-wise, unnecessary-necessary)’

33 Εργαλεία μέτρησης Subjective Norm
[single item, scored -3(unlikely) to +3 (likely)] ‘people who are important to me think I should eat a healthy diet’ Perceived Behavioural Control [6-item, 7-point unipolar items, scoring from +1 to +7, alpha, .74, test-retest r= .53, p< .01] ‘for me to eat a healthy diet in the future is…’ (difficult-easy) ‘I am confident that if I ate a healthy diet I could keep to it’ (strongly disagree-strongly agree)

34 Εργαλεία μέτρησης Behavioural beliefs (derived from pilot interviews):
(7-item, 7point scale, scored -3 (unlikely ) to +3 (likely) ‘eating a healthy diet would…help me loose weight/help me live longer/make me feel good about myself/take time/be expensive’ The outcomes identified in the behavioural belief questions were also evaluated [scoring from -3 (bad) to +3 (good)]. ‘being physically fitter would be…’. Each behavioural belief was multiplied by the corresponding outcome evaluation and these products summed

35 Εργαλεία μέτρησης Normative beliefs (pilot interviews):
Assessed in relation to 4 referents (friends, health experts, family, workmates). Scoring -3 (unlikely) to +3 (likely) ‘my friends think I should eat a healthier diet motivation to comply question corresponding to normative belief question [scoring -3 (strongly disagree) to +3 (strongly agree)] ‘with regard to eating, I want to do what friends think I should do’ Each normative belief was multiplied by the corresponding outcome evaluation and these products summed

36 Εργαλεία μέτρησης Control Beliefs (pilot interviews):
[11-items, scoring ranged for 1(never) to 7(frequently)] ‘lack of support from people with whom I share food’ Power items corresponding to each control belief question ‘lack of support from whom I share food makes my eating a healthier diet…-3(unlikely) to +3(likely) Each control belief item was multiplied with corresponding power item, and these products were summed Behaviour: (time 2 point) 33-item Food Frequency Questionnaire (FFQ) Control beliefs ‘lack of support from people with whom I share food’ ‘the limited choice of healthier food when eating out’ ‘obscure and difficult to understand advice about healthier eating’ ‘stressful situations’ ‘having free time on my hands’ ‘being anxious/upset’ ‘seeing others eating unhealthy foods’ ‘feeling depressed’ ‘the poor taste of a healthier diet’ ‘being in a hurry at meal times’ Lack of easy access to place selling healthier foods (e.g. large super markets)’ Behaviour: Food Frequency Questionnaire Τα ερωτήματα αφορούσαν συχνά καταναλούμενες κατηγορίες τροφίμων, ομαδοποιημένες σε ομάδες τροφίμων: γαλακτοκομικά, κρέας και ψάρι, ψωμί και δημητριακά, φρούτα και λαχανικά, επιδόρπια και σνακ. Το κάθε τρόφιμο βαθμολογούνταν για τη συχνότητα που καταναλώνονταν, σε κλίμακα έξι κατηγοριών δύο ή περισσότερες φορές την ημέρα, κάθε μέρα, τρεις με πέντε φορές την εβδομάδα, μία ή δύο φορές την εβδομάδα, μία ως τρεις φορές το μήνα, και σπάνια/ποτέ. Με αυτό το ερωτηματολόγιο, υπολογίστηκαν δεδομένα για το τυπικό μέγεθος μερίδας και τη θρεπτική αξία του ποσοστού κατανάλωσης λίπους (ποσοστό θερμίδων στη διατροφή που λαμβάνεται από κατανάλωση λίπους, μ.ο.= 34.9, τ.α. = 6.45), κατανάλωση φυτικών ινών (γραμμάρια φυτικών ινών που καταναλώθηκαν κάθε ημέρα, μ.ο.= 9.65, τ.α. = 3.40) και κατανάλωση φρούτων και λαχανικών (μερίδες φρούτων και λαχανικών που καταναλώθηκαν κάθε μερα, μ.ο.= 4.23, τ.α.= 0.96). Για να υπολογιστεί ένα σκορ συνολικής συμπεριφοράς υγιεινής διατροφής, υπολογίστηκε η τυπική τιμή για τα τρία παραπάνω τα οποία στη συνέχεια προστέθηκαν (αφού το ποσοστό θερμίδων προερχόμενων από λιπαρά πολλαπλασιάστηκε με -1), έτσι ώστε το υψηλότερο σκορ σήμαινε υγιεινότερη διατροφή.

37 Αποτελέσματα Table 2: Means, Standard Deviations and Intercorrelations Between Study Variables [Conner & Sparks, 2005] 1 2. IN 3. ATT 4. SN 5. PBC 6. BB 7. NB 8. CB 1. HB .37** .16 -.09 .20* .09 .35** .24** .57** .43** .22 .15 .07 .36** .19** .10 -.01 .42** .60** .03 .14* .06 .35 .37 .43 Mean 1.89 2.03 1.51 5.14 4.76 6.06 -1.59 Sd 2.24 1.22 0.96 1.66 1.16 2.64 6.04 4.93 HB: Healthy Eating Behaviour; IN: Intentions; ATT: Attitude; SN: Subjective Norm; PBC: Perceived Behavioural Control; BB: Behavioural Beliefs; NB: Normative Beliefs; CB: Control Beliefs Note: * p< .05, ** p< .01. For correlation with behaviour N=144, for other correlations N= 248. Συσχέτιση με πρόθεση: Συσχέτιση με συμπεριφορά:

38 Αποτελέσματα Table 3: Hierarchical Regression Analysis of Intentions onto TPB Variables [Conner & Sparks, 2005] Predictors Unstandardised β Standard error of β Standardised Β ATT 0.132 0.048 0.147** SN 0.115 0.024 0.237** PBC 0.530 0.055 0.515** ATT: Attitude; SN: Subjective Norm; PBC: Perceived Behavioural Control Note: ** p< .001, R2 = 0.40, p< .001, F(3, 244)= 54.1, p< .001 Η καλύτερη προβλεπτική μεταβλητή είναι ο αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος, ακολουθούμενη από την υποκειμενική νόρμα, και τη στάση σε σχέση με την υγιεινή διατροφή.

39 Αποτελέσματα Table 4: Hierarchical Regression Analysis of Behaviour onto TPB Variables [Conner & Sparks, 2005] Predictors Unstandardised β Standard error of β Standardised Β INT 0.400 0.150 0.247** PBC 0.370 0.142 0.241** ATT: INT: Intention; PBC: Perceived Behavioural Control Note: ** p< .001, R2 = 0.18, p< .001, F(2, 141)= 14.2, p< .001 Καλύτερη προβλεπτική μεταβλητή η πρόθεση, και με μικρή διαφορά έπεται ο αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος. Επιπλέον ανάλυση έγινε για την ταυτοποίηση πεποιθήσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το επίκεντρο παρέμβασης. Αυτό επιτεύχθη με την ταυτοποίηση των πεποιθήσεων με τις υψηλότερες συσχετίσεις με διακυμάνσεις στην άμεση προβλεπτική μεταβλητή τους, π.χ. Ποιές συμπεριφορικές πεποιθήσεις συνέδονταν περισσότερο με διακυμάνσεις στη στάση. Οι μεταβλητές της στάσης, υποκειμενικής νόρμας και αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου χωρίστηκαν με median split και δημιουργήθηκαν γκρουπ με υψηλά και χαμηλά σκορ σε αυτές τις μεταβλητές. Στη συνέχεια διενεργήθηκαν t-tests προκειμένου να βρεθεί σε ποιά γκρουπ υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα των πεποιθήσεων. Για τις στάσεις τρείς πεποιθήσεις βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές (p< .05): ‘eating a healthier diet would make me physically fitter’ ‘eating a healthier diet would make me healthier’ ‘eating a healthier diet would be expensive’ Subjective norm groups: all four beliefs were significant (p< .001) but the largest differences were for: ‘my friends think I should eat a healthier diet’ ‘my family think I should eat a healthier diet’ For PBC eight beliefs showed significant differences (p< .05) but the largest differences were for: ‘seeing others eating unhealthy foods’ ‘the poor taste of a healthier diet’ ‘being in a hurry at meal times’.

40 Συζήτηση Τα αποτελέσματα παρέχουν υποστήριξη στο μοντέλο
Ερμηνεία 40% διακύμανσης πρόθεσης, 18% διακύμανσης συμπεριφοράς μετά από έξι χρόνια Αποτελέσματα σε συμφωνία με μετα-αναλύσεις (McEachan et al., 2005) Μέτρια πρόβλεψη συμπεριφοράς: σταθερότητα προθέσεων (intention stability) Επιπρόσθετες αναλύσεις έδειξαν υψηλότερα ποσοστά πρόβλεψης διατροφικής συμπεριφοράς μετά από έξι χρόνια για τους συμμετέχοντες που είχαν σταθερότερες προθέσεις για τους έξι πρώτους μήνες της μελέτης Intention was significantly predicted by all three variables, with perceived behavioural control being the best predictor. Behaviour was also predicted by intentions and perceived behavioural control (in line with the model). The amounts of variance explained were 40% for intentions and 18% for behaviour, which is similar with the percentages found in meta-analyses (McEachan et al., 2005). In this context, the variance explained for behaviour is impressive, given the six-year time for the assessment of behaviour. one explanation for the modest amount of variance explained for behaviour is that intentions might have changed during the six years. In this study, Conner et al. (2002) showed that intentions were significantly stronger predictors of eating behaviour for those whose intentions remained stable within the initial six months.

41 Συζήτηση Τα ευρήμματα της μελέτης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή παρεμβάσεων Αλλαγή στις στάσεις, την κοινωνική νόρμα, και τον αντιλαμβανόμενο συμπεριφορικό έλεγχο θα οδηγήσουν σε ισχυρότερες προθέσεις και υιοθέτηση υγιεινής διατροφής από περισσότερους Πώς μπορούμε να αλλάξουμε τις στάσεις, την κοινωνική νόρμα, και τον αντιλαμβανόμενο συμπεριφορικό έλεγχο; Επικοινωνία πειθούς στοχευόμενη σε πεποιθήσεις σχετικά με τα εξέχοντα αποτελέσματα (salient outcomes) της συμπεριφοράς (Fishbein & Ajzen, 1975) Οι αναλύσεις αναφορικά με τις σημαντικές διαφορές των πεποιθήσεων για διαφορετικά επίπεδα των μεταβλητών της θεωρίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση των πεποιθήσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο αλλαγής από μηνυματα επικοινωνίας πειθούς: Επιπλέον ανάλυση έγινε για την ταυτοποίηση πεποιθήσεων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το επίκεντρο παρέμβασης. Αυτό επιτεύχθη με την ταυτοποίηση των πεποιθήσεων με τις υψηλότερες συσχετίσεις με διακυμάνσεις στην άμεση προβλεπτική μεταβλητή τους, π.χ. Ποιές συμπεριφορικές πεποιθήσεις συνέδονταν περισσότερο με διακυμάνσεις στη στάση. Οι μεταβλητές της στάσης, υποκειμενικής νόρμας και αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου χωρίστηκαν με median split και δημιουργήθηκαν γκρουπ με υψηλά και χαμηλά σκορ σε αυτές τις μεταβλητές. Στη συνέχεια διενεργήθηκαν t-tests προκειμένου να βρεθεί σε ποιά γκρουπ υπήρχαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα των πεποιθήσεων. Για τις στάσεις τρείς πεποιθήσεις βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές (p< .05): ‘eating a healthier diet would make me physically fitter’ ‘eating a healthier diet would make me healthier’ ‘eating a healthier diet would be expensive’ Subjective norm groups:all four beliefs were significant (p< .001) but the largest differences were for: ‘my friends think I should eat a healthier diet’ ‘my family think I should eat a healthier diet’ For PBC eight beliefs showed significant differences (p< .05) but the largest differences were for: ‘seeing others eating unhealthy foods’ ‘the poor taste of a healthier diet’ ‘being in a hurry at meal times’.


Κατέβασμα ppt "Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google