Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

δεν είναι παίξε-γέλασε

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "δεν είναι παίξε-γέλασε"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 δεν είναι παίξε-γέλασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος το 1907 στην Αθήνα Εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε-γέλασε Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος εφυγε το 1985

2 Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς. Το φως το δικό σου, Μπολιβάρ, γιατί ως νάρθης η Νότια Αμερική ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια. Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος, που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια και την οικουμένη! Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν απ’ τα μάτια σου. Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου, Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκαλιά σου. Στην κορφή της κεφαλής σου, παλικαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια, Ο πλούτος της Αργεντινής. Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφφέ. Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουν το παν, Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά, Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους, Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά, Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη. Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

3 1944, Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα 1938, Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν
1939, Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής 1944, Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα 1978, Στην κοιλάδα με τους ροδώνες

4 ΤΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ την ποίησιν ή την δόξα; την ποίηση
το βαλάντιο ή την ζωή; τη ζωή Χριστόν ή Βαραββάν; Χριστόν την Γλάτειαν ή μίαν καλύβην; την Γαλάτεια την Τέχνην ή το θάνατο; την Τέχνη τον πόλεμο ή την ειρήνη; την ειρήνη την Ηρώ ή τον Λέανδρο; την Ηρώ την σάρκα ή τα οστά; την σάρκα την γυναίκα ή τον άνδρα; τη γυναίκα το σχέδιον ή το χρώμα; το χρώμα την αγάπη ή την αδιαφορία; την αγάπη το μίσος ή την αδιαφορία; το μίσος τον πόλεμο ή την ειρήνη; τον πόλεμο νυν ή αεί; αεί αυτόν ή τον άλλον; αυτόν εσένα ή άλλον; εσένα το άλφα ή το ω μέγα; το άλφα την εκκίνηση ή την άφιξη; την εκκίνηση την χαράν ή την λύπην; την χαρά την λύπην ή την ανίαν; την λύπη τον άνθρωπο ή τον πόθο; τον πόθο τον πέλεμο ή την ειρήνη; την ειρήνη ν’ αγαπιέσαι ή ν’ αγαπάς; ν’ αγαπώ.

5 Η κριτική του μεσοπολέμου δεν μπόρεσε να διακρίνει την τεράστια
λεκτική του δύναμη και την πληθωρική του φαντασία Σήμερα οι κριτικές εργασίες και οι έρευνες που γίνονται γι αυτόν είναι αναρίθμητες

6 Είν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν τα ρόδια έρχονται και μας βρίσκουνε
τις νύχτες όταν βρέχει, με τους μαστούς τους καταργούν τη μοναξιά μας μεσ’ τα μαλλιά μας εισχωρούν βαθειά και τα κοσμούνε σα δάκρυα σαν ακρογιάλια φωτεινά σα ρόδια ειν’ οι γυναίκες π’ αγαπούμε σαν λιμάνια Προορισμός των ωραίων καραβιών μας τα μάτια τους είν’ οι κυματοθραύστες οι ώμοι τους είν’ ο σημαιοφόρος της χαράς οι μηροί τους σειρά αμφορείς στις προκυμαίες τα πόδια τους οι στοργικοί μας φάροι - οι νοσταλγοί τις ονομάζουν Κ α τ ε ρ ί ν α είναι τα κύματά τους οι υπέροχες θωπείες οι Σειρήνες τους δεν μας γελούν μόνε μας δείχνουνε το δρόμο -φιλικές- προς τα λιμάνια: τις γυναίκες π’ αγαπούμε. έχουνε οι γυναίκες π’ αγαπούμε θεία την ουσία κι όταν σφιχτές στην αγκαλιά μας τις κρατούμε με τους Θεούς κι εμείς γινόμαστε όμοιοι στηνόμαστε ορθοί σαν άγριοι πύργοι τίποτε δεν είν’ πια δυνατό να μας κλονίσει με τα λευκά τους χέρια αυτές γύρω μας γαντζώνουν κι έρχονται όλοι οι λαοί τα έθνη και μας προσκυνούνε φωνάζουν αθάνατο στους αιώνες τ’ όνομά μας γιατί οι γυναίκες π’ αγαπούμε τη μεταδίνουν και σ’ εμάς αυτή τη θεία τους ουσία

7 ο Γιώργος Σαραντάρης το 1908 στην Κωνσταντινούπολη έφυγε το 1941,
Έφερε στην ελληνική ποίηση τον υπαρξισμό, τον ελεύθερο στίχο και τον "καθαρό λόγο", για να μείνει τελικά στο περιθώριο Ωστόσο σαν φευγαλέα λάμψη άφησε το ποιητικό στίγμα του. Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ. έφυγε το 1941, 33 ετών

8 τον λύγισαν και τον οδήγησαν στο θάνατο τον Φεβρουάριο του 1941
Να κομάσαι νηστικός Να κομάσαι νηστικός σε μια σοφίτα Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού Να γίνεσαι σκουπίδι Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα Θα σηκώσω το γιακά Για να φύγω σαν ένας ληστής Από το δικό μου σπίτι Θα κοιμηθώ στους δρόμους Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία Να τουρτουρίζει μαζί μου Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ Αλλά είναι καλό που δεν τον βλέπω Θα το ξαπλώσω χάμω Και θα στρωθώ πάνω του Να πιω λίγη βραδυά Στη γωνιά του έρημου κήπου Θα αιστανθώ τη σελήνη Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε Στη ζωή μου Θα την αιστανθώ στα χείλια μου Σαν ένα αχλάδι Στα μάγουλα Σαν άλλα μάγουλα. Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει Μπορεῖ ἕνας ἀπὸ μᾶς ν᾿ ἀγαπήσει μία γυναῖκα; Ἂς βγεῖ ἔξω Ἂς περπατήσει πρὸς τὴ θάλασσα Ἂς τραγουδήσει Ἀπὸ τὰ κύματα θ᾿ ἀνθίσουν γυναῖκες Ὄχι μοναχὰ γιὰ κεῖνον ποὺ τραγουδᾷ Ἀλλὰ γιὰ ὅλους μας Ὅλοι θὰ μάθουμε ξανὰ τὸν ἔρωτα Σὰν νὰ μὴν τὸν ξέραμε ποτὲ Σὰν νὰ τὸν εἴχαμε λησμονήσει Γιατὶ τὸν εἴχαμε λησμονήσει Οι κακουχίες του Αλβανικού Μετώπου, όπου πολέμησε σαν απλός στρατιώτης, τον λύγισαν και τον οδήγησαν στο θάνατο τον Φεβρουάριο του 1941

9 Η γενιά του βρίσκει σήμερα στο πρόσωπο του Σαραντάρη τον ιδανικότερο
Ο Γιώργος Σαραντάρης είναι, από τους λίγους εκπροσώπους της γενιάς του που τα γραπτά του φέρνουν στην ποίηση κάτι τόσο νέο και ριζοσπαστικό. Εμφανίζεται στην Ελληνική ποίηση το 1931 και εισάγει ουσιαστικά στη γενιά του '30 έναν πρωτόγνωρο ρεαλιστικό λυρισμό. “Δεν έχω γνωρίσει, θα ‘θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του.” ( ο Οδυσσέας  Ελύτης για τον Γιώργο Σαραντάρη ) Πενήντα χρόνια μετά. Η γενιά του βρίσκει σήμερα στο πρόσωπο του Σαραντάρη τον ιδανικότερο και τον πιο αληθινό εκφραστή της.

10 Είναι μια γυναίκα Είναι μια γυναίκα και τραγουδά Θα γίνω σαν τη θάλασσα που βρέχει τη ζωή μας Θα γίνω περιστέρι Θα γίνω σαν τη θάλασσα που είναι πάντα μπροστά μου Και μ' ακλουθά όταν περπατώ Και μ' ακλουθά όταν κλαίω Και με παρηγορεί την ώρα που δεν φταίω Την ώρα που την πατρίδα μου νείρομαι Τον έρωτα ή τη χαμένη αγάπη. ΕΠΟΣ Φύλλα δέντρου Φτερά πουλιού Άνεμος Έπειτα θάλασσα Κύματα Χρόνος γαλάζιος Ορίζοντες παντού Και μπροστά μας Ο ουρανός Ἡ καρδιά μας Η καρδιά μας είναι ένα κύμα που δεν σπάει στην ακρογιαλιά Ποιος μαντεύει τη θάλασσα απ’ όπου βγαίνει η καρδιά μας ; Αλλά είναι η καρδιά μας ένα κύμα μυστικό χωρίς αφρό. Βουβά πιάνει μια στεριά Και αθόρυβα σκαλίζειτο ανάγλυφο ενός πόθου Που δεν ξέρει την απογοήτευση και αγνοεί την ησυχία

11 ο Γιάννης Ρίτσος το 1909 στη Μονεμβασιά έφυγε το 1990

12 Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου,
καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω; Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου, Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου, τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα; Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι; Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο. Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει. Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω. 1936, Επιτάφιος Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. 1956, Η σονάτα του σεληνόφωτος

13 κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους - ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι. 1966, Ρωμιοσύνη Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους. Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια, μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα. Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα. Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό, αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα, αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο, αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο. Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή, σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του, σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς. Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.

14 1937 Το τραγούδι της αδελφής μου
Η κωδωνοκρουσία του φωτός μας υποδέχεται στο ξενθό ακροθαλάσσι 1938, Εαρινή συμφωνία 1955, Πρωινό άστρο 1957, Οι γειτονιές του κόσμου 1973, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας 1974, Καπνισμένο τσουκάλι Γιατί ἐμεῖς δὲν τραγουδᾶμε γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε ἀδελφέ μου ἀπ' τὸν κόσμο. Ἐμεῖς τραγουδᾶμε γιὰ νὰ σμίξουμε τὸν κόσμο. 1975, Η Κυρά των Αμπελιών Πορτρέτο του Τάσου Λειβαδίτη από τον Γιάννη Ρίτσο Αη Στράτης 1951 1975, Ημερολόγιο εξορίας

15 τοῦ σώματός σου. Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Σάρκινος λόγος Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω. Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα. Καλυμμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν. Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα. Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα. Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ, τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα. Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο. Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου. Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου. Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη. Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας, θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους. Όμως εγώ δεν θάχω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι ύστερα μαζευόσουν στο κρεβάτι ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι- μούλεγες- έτσι· έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου· με τα μαλλιά μου ριγμένα στα μάτια μου- γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν, πώς νάχω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου 1981, Τα ερωτικά

16 Σχήμα της απουσίας I Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες, και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο, απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο, ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε τα παράθυρα, και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου, μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.

17 ο Νίκος Καββαδίας το 1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας Οι γονείς
από την Κεφαλωνιά έφυγε το 1985 1933, Μαραμπού 1947, Πούσι 1974, Τραβέρσο

18 ΜΑΡΑΜΠΟΥ Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο, πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω. Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο, κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές, σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγμαατισμένο. Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ, που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα, κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές κανείς δεν το 'μαθε ποτέ, γιατί δεν το 'πα σε κανένα. Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω σε χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη. ΓΥΝΑΙΚΑ Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα. Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία. Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα. Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου. Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει. Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου, για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

19 ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο ένα μικρό αφρικάνικον ατσάλινο μαχαίρι -- όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες που από ένα γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι. Θυμάμαι, ως τώρα νά 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη, όπου έμοιαζε με μιάν παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια, ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες, να λέει με μιά βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια : "Ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν' αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει, κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν, καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει. Ο δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό την Δόνα Τζούλια, την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε. Ο Κόντε Αντόνιο, μιά βραδιά, το δύστυχο αδερφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε. Ενας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο. Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο. Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει, είν' αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο, μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις." -- Πόσο έχει; -- Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το. Ενα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο, που ιδιοτροπία μ' έκανε και τό 'καμα δικό μου· κι αφού κανένα δε μισώ στο κόσμο να σκοτώσω, φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου KURO SIWO Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια. Είναι παράξενα της Ιντιας τα φανάρια και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο. Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια. Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα. Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει, κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει, "ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;" Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει. Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη. Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει. Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει! Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνη κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι

20 MAL DU DEPART FATA MORGANA
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό, που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν. Πανί δερμάτινο αλειμμένο με κερί, οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι, όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη. Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά. Οι κάβες της Γερακινής και το Σταρτόνι. Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά, μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει. * Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα. Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα. Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα. MAL DU DEPART Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές, χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων. Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία. Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ, οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πιά ξεχάσει, κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά : "Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει " Μα ο εαυτός μου μιά βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει, κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί, θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει. Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ και μιά κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

21 Θεσσαλονίκη Ήτανε εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά. Σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά. Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγαν οι Χιλιάνοι -Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Άγια Θαλασσινή Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί. Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού. Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες "σ' αγαπώ" Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.


Κατέβασμα ppt "δεν είναι παίξε-γέλασε"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google