Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
Θεωρίες Συμπεριφορών και Υγεία
ΨΥΧ-258 ftp://ftp.soc.uoc.gr/psycho/manola/
2
Μοντέλα Έλλογης Δράσης Reasoned Action Models (TRA, Fishbein & Ajzen, 1975; Ajzen & Fishbein, 1980)
TPB, Ajzen, 1988, 1991) TRA: Theory of Reasoned Action (Θεωρία Έλλογης Δράσης) TPB: Theory of Planned Behaviour (θεωρία Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς)
3
Εισαγωγικά Μοντέλα Έλλογης Δράσης (Reasoned Action Models)
Deliberative processing models Η διαμόρφωση των στάσεων είναι αποτέλεσμα της προσεκτικής αξιολόγησης των διαθέσιμων πληροφοριών Η θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς αποτελεί μία εξέλιξη της θεωρίας της έλλογης δράσης. Και τα δύο μοντέλα συχνά αναφέρονται στη βιβλιογραφία ως μοντέλα της έλλογης δράσης (reasoned action models), κι αυτό γιατί και τα δύο δίνουν έμφαση στην δράση ως προϊόν μιας βουλητικής (volitional) διαδικασίας σκέψης και αξιολόγησης των διαθέσιμων πληροφοριών. Τα μοντέλα αυτά αναφέρονται σε συμπεριφορές που θεωρούνται ότι είναι κάτω από τον βουλητικό έλεγχο του ατόμου (volitional control), σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, των συμπεριφορών που αποτελούν συνειδητή επιλογή του ατόμου. Θεωρείατι ότι οι περισσότερες συμπεριφορές υπόκεινται σε κάποιο βαθμό ελέγχου. Η θεωρία της έλλογης δράσης αφορά μόνο συμπεριφορές που υπόκεινται σε βουλητικό έλεγχο, και στη συνέχεια η θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς αναπτύχθηκε για να συμπεριλάβει και συμπεριφορές που δεν υπόκεινται στον ξεκάθαρο βουλητικό έλεγχο, συμπεριλαμβάνοντας τη μέτρηση της αντιληψης άσκησης ελέγχου επάνω στην πραγματοποίηση της συμπεριφοράς. Η θεωρία της έλλογης δράσης έχει τις ρίζες της στη δουλειά του Fishbein (1967) σχετικά με τις ψυχολογικές διαδικασίες κάτω από τις οποίες οι στάσεις του ατόμου προκαλούν την συμπεριφορά του. Συγκεκριμένα, έως τότε επικρατούσε η άποψη ότι η στάση του ατόμου για ένα θέμα θα ήταν εκείνη που θα καθόριζε τη συμπεριφορά του (attitude-behaviour). Ο Fishbein έκανε μία ανάλυση σχετικά με την αποτυχία της πρόβλεψης της συμπεριφοράς από τις στάσεις του ατόμου. Η δουλειά του Fishbein εφάρμοσε το θεωρητικό πλαίσιο της αναμενόμενης αξίας (expectancy-value, Peak, 1955), για να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ πεποιθήσεων και στάσεων (beliefs and attitudes). Επιπλέον, εισήγαγε μία επιπλέον μεταβλητή μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς, αυτή της πρόθεσης. (Attitude-intention-behaviour). Στην ανάλυσή του σχετικά με την αποτυχία πρόβλεψης της συμπεριφοράς από τις στάσεις του ατόμου, έδωσε μία ισχυρή ερμηνεία των συνθηκών υπό τις οποίες μπορούμε να αναμένουμε μία ισχυρή σχέση μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς (η αρχή της συμβατότητας-principle of compatibility).
4
1. Πρόθεση (intention) Κεντρική έννοια του μοντέλου
Κίνητρο, οδηγία προς εαυτό Συνειδητό πλάνο δράσης Η εγγύτερη προβλεπτική μεταβλητή της συμπεριφοράς Οι θεωρίες της έλλογης δράσης δίνουν βαρύτητα στην κατανόηση και ερμηνεία των παραγόντων/αιτίων (reasons) που οδηγούν στη διαμόρφωση της πρόθεσης για την ανάληψη μιας δράσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα αίτια αυτά είναι απαραίτητα και λογικά ή σωστά. Η διαμόρφωση της πρόθεσης είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς κριτικών αξιολογήσεων (reasoning) στάσεων, κοινωνικών νορμών, εμποδίων κλπ. Σύμφωνα με τα μοντέλα της έλλογης δράσης, η πρόθεση κάποιου να πραγματοποιήσει μία συμπεριφορά αντιπροσωπεύει το πιο κοντινό αίτιο της συμπεριφοράς. Η πρόθεση αντιπροσωπεύει το κίνητρο ενός ατόμου με την έννοια ενός συνειδητού πλάνου, ή συνειδητής απόφασης ή οδηγίας προς τον εαυτό να αναλάβει μία προσπάθεια για να εκτελέσει την εν λόγω συμπεριφορά. Πρέπει να τονιστεί ότι η ύπαρξη μιας θετικής πρόθεσης (πλάνου) δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το άτομο θα ακολουθήσει στη συνέχεια την πρόθεση αυτή.
5
2. Στάση (attitude) Μαθημένη προδιάθεση θετικής ή αρνητικής αντίδρασης/αξιολόγησης απέναντι σε ένα αντικείμενο ή συμπεριφορά Εξαρτάται από: 1. Aποτελέσματα συμπεριφοράς (πόσο πιθανά είναι) 2. Αξιολόγηση πιθανών αποτελεσμάτων (θετικά-αρνητικά) Εκφράζουν μία αξιολόγηση της συμπεριφοράς (θετική, αρνητική ή ουδέτερη). Και οι στάσεις έχουν κάποιες πηγές (determinants-συνήθως οι πηγές αυτές ονομάζονται και indirect measures). Οι στάσεις αποτελούν συνάρτηση των έκδηλων πεποιθήσεων (salient beliefs) σχετικά με τις αντιλαμβανόμενες επιπτώσεις ή άλλα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς. Ακολουθώντας την προσέγγιση της αξίας-της-προσδοκίας (expectancy-value model, Peak, 1955), οι συνέπειες της συμπεριφοράς συντίθενται από τον πολλαπλασιαστικό συνδιασμό της αντιλαμβανόμενης πιθανότητας ότι η εκτέλεση της συμπεριφοράς θα οδηγήσει σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, και της την αξιολόγησης αυτού του αποτελέσματος: Στάση: σύνολο των αναμενώμενων αποτελεσμάτων (πιθανότητα η συμπεριφορά να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα Χ αξία αποτελέσματος). Αυτή η εξίσωση δεν περιγράφει το μοντέλο μιας διαδικασίας, αλλά αλλά αποτελεί μία υπολογιστική αναπαράσταση του αποτελέσματος μιας διαδικασίας που γίνεται αυτόματα ως αποτέλεσμα της μάθησης (Ajzen & Fishbein, 2000). Όλη αυτή η αξιολόγηση δεν γίνεται κάθε φορά, αλλά τα αποτελέσματα αυτής διατηρούνται στη μνήμη και ανακαλώνται όταν αυτό είναι αναγκαίο (Eagly & Chaiken, 1993). Επίσης, όταν χρειαστεί, το άτομο μπορεί να ανακαλέσει από τη μνήμη τις αντίστοιχες πεποιθήσεις και αξιολογήσεις. Το τμήμα του μοντέλου που περιγράφει τη σχέση μεταξύ στάσεων και πεποιθήσεων βασίζεται στο αθροιστικό μοντέλο των στάσεων (summative model of attitudes (Fishbein, 1967). Το άτομο μπορεί να επεξεργαστεί ένα μεγαλό αριθμό πεποιθήσεων σχετικά με μία συμπεριφορά, αλλά ανά πάσα στιγμή μόνο κάποιες από αυτές θα είναι εξέχουσες (salient). Με βάση αυτές τις εξέχουσες πεποιθήσεις θεωρείται ότι καθορίζουν τη στάση του ατόμου. Συνεπώς η στάση μεταφράζεται σε συμπεριφορά μέσω της διαμόρφωσης της πρόθεσης. Ωστόσο, το μοντέλο δεν ξεκαθαρίζει τους μηχανισμούς με τους οποίους η στάση θα μεταφραστεί σε μετέπειτα συμπεριφορά. Μία πιθανότητα είναι ότι η αναμενόμενη ευκαιρία (anticipated opportunity) για την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς προάγει την διαμόρφωση της πρόθεσης.
6
3. Υποκειμενική νόρμα (subjective norm)
Οι πεποιθήσεις του ατόμου σχετικά με τις αντιλήψεις των ‘σημαντικών άλλων’ αναφορικά με την εκτέλεση ή μή της εν λόγω συμπεριφοράς Εξαρτάται από: 1. Την αντίληψη του ατόμου αναφορικά με το αν σημαντικά πρόσωπα εγκρίνουν ή όχι τη συμπεριφορά 2. Το κίνητρο του ατόμου να συμμορφωθεί στις πεποιθήσεις των άλλων Εκφράζει την αντίληψη της κοινωνικής πίεσης από τους άλλους για την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς. Η ποσοστικοποίηση αυτής της μεταβλητής γίνεται με μία αντίστοιχη εξίσωση, όπου η υποκειμενική νορμα εκφράζεται ως το σύνολο των πεποιθήσεων σχετικά με την πιθανότητα ότι κάποια εξέχοντα άτομα ή ομάδες πιστεύουν ότι το άτομο θα έπρεπε πραγματοποιήσει την συμπεριφορά ή όχι, επί την κινητοποίηση (επιθυμία) του ατόμου να συμμορφωθεί με τις προσδοκίες των σημαντικών άλλων. Συνήθως η σχέση ανάμεσα στις πεποιθήσεις συμπεριφοράς και τις πεποιθήσεις νόρμας είναι υψηλή (αυτό του σκεφτεται το άτομο για τη συμπεριφορά δηλώνει ότι το σκέφτονται και οι σημαντικοί άλλοι). Ωστόσο, υπραρχει υψηλή συσχέτιση και μεταξύ πεοποιθήσεων νόρμας και υποκειμενικής νόρμας, και γενικά αυτή η διατύπωση θεωρείται έγκυρη.
7
Σχήμα 1. Theory of Reasoned Action (TRA) (Fishbein & Ajzen, 1975; Ajzen & Fishbein, 1980)
Πεποιθήσεις αποτελέσματος X Αξιολόγ. Αποτελέσματος Στάση προς τη συμπεριφορά Πρόθεση Συμπεριφορά Εξωτερικές μεταβλητές Πεποιθήσεις νόρμας X Κίνητρο συμμόρφωσης Υποκειμενική νόρμα Θεωρία της Έλλογης Δράσης [Theory of Reasoned Action (TRA), Fishbein & Ajzen, 1975; Ajzen & Fishbein, 1980]
8
4. Συμπεριφορικός έλεγχος (behavioural control)
Περιορισμοί στη δυνατότητα δράσης (ευκολία ή δυσκολία πραγματοποίησης συμπεριφοράς) Πραγματικός συμπεριφορικός έλεγχος (actual behavioural control) Αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος (perceived behavioural control) Εξαρτάται από: 1. Παρουσία παράγοντων διευκόλυνσης ή παρεμπόδισης (πιθανή-μή πιθανή) 2. Δύναμη του κάθε παράγοντα να διευκολύνει ή να παρεμποδίσει τη συμπεριφορά Αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος: πιθανότητα να παρουσιαστούν ή όχι παράγοντες που θα διευκολύνουν ή θα παρεμποδίσουν την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς Χ την υποκειμενική αντίληψη της δύναμης του παράγοντα να διευκολύνει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση της συμπεριφοράς. Οι αξιολογήσεις σχετικά με τον αντιλαμβανόμενο συμπεριφορικό έλεγχο διαμορφώνονται με βάση πεποιθήσεις σχετικά με το αν κάποιος έχει πρόσβαση στα απαραίτητα μέσα και ευκαιρίες εκτέλεσης της συμπεριφοράς, με βάση (weighted) την αντίληψη σχετικά με την δύναμη του κάθε παράγοντα. Η αντίληψη των παραγόντων που μπορούν να διευκολύνουν ή να παρεμποδίσουν την εκτέλεση της συμπεριφοράς ονομάζεται πεποιθήσεις ελέγχου. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να είναι εσωτερικοί (πχ πληροφορίες, συναισθήματα, έλλειψη ή ύπαρξη ικανοτήτων, δεξιοτήτων κλπ), ή εξωτερικοί (ευκαιρίες, εμπόδια, εξάρτηση από άλλους κλπ). Άτομα που πιστεύουν ότι έχουν πρόσβαση στα απαραίτητα μέσα και ότι υπάρχουν ευκαιρίες (ή δεν υπάρχουν εμπόδια) για την εκτέλεση της συμπεριφοράς πιθανά να αντιλαμβάνονται ότι έχουν έναν υψηλό βαθμό ελέγχου της συμπεριφοράς.
9
5. Συμπεριφορά Η πραγματοποίηση της συμπεριφοράς εξαρτάται από την ύπαρξη θετικών προθέσεων και υψηλού επιπέδου ελέγχου (υποκειμενικού και αντικειμενικού) Ο τύπος της συμπεριφοράς, και ο υπό μελέτη πληθυσμός επηρεάζουν την προβλεπτική ικανότητα αυτών των μεταβλητών Με άλλα λόγια, το μοντέλο ορίζει δύο μεταβλητές που προβλέπουν τη συμπεριφορά: την πρόθεση, και τον αντιλαμβανόμενο συμπεριφορικό έλεγχο. Υπάρχει και η τρίτη μεταβλητή, αυτή του πραγματικού συμπεριφορικού ελέγχου, η οποία είναι δυσκολότερο να οριστεί να να μετρηθεί. Αναφορικά με τη σχέση πρόθεσης και συμπεριφοράς, οι άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναλάβουν συμπεριφορές τις οποίες έχουν πρόθεση να πραγματοποιήσουν, παρά συμπεριφορές τις οποίες δεν έχουν πρόθεση να εκτελέσουν. Η επίδραση του αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου είναι και έμμεση (μέσω της πρόθεσης) και άμεση, καθώς μπορεί να επηρεαστεί από εμπόδια προσωπικά, ή περιβαλλοντικά. Η επίδραση της μεταβλητής αυτής γίνεται μεγαλύτερη όσο ελαττώνεται ο βουλητικός έλεγχος της συμπεριφοράς. Συνεπώς, στις περιπτώσεις όπου η συμπεριφορά ξεφεύγει από το βουλητικό (πραγματικό) έλεγχο του ατόμου, η μεταβλητή του αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου α) θα διευκολύνει την εφαρμογή της πρόθεσης σε δράση, και β) θα προβλέπει τη συμπεριφορά άμεσα. Όταν το άτομο έχει πραγματικό έλεγχο θα εκτελεί την επιθυμητή συμπεριφορά, αλλά όταν δεν έχει πραγματικό έλεγχο δεν θα την εκτελεί.
10
Δομή Μοντέλου Σχήμα 2. Theory of Planned Behaviour
Outcome beliefs X Outcome evaluation Attitude towards the behaviour Η θεωρία της έλλογης δράσης αναφέρεται στην πρόβλεψη βουλητικών volitional) συμπεριφορών. Η συμπεριφορές για την πραγματοποίηση των οποίων απαιτούνται ικανότητες, μέσα και ευκαιρίες δεν μπορούν να προβλεφθούν καλά από τη θεωρία της έλλογης δράσης. Ο έλεγχος της συμπεριφοράς ΄θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από ένα συνεχές, όπου από τη μία πλευρά τοποθετούνται οι πολύ εύκολα εκτελούμενες συμπεριφορές (πχ κατανάλωση αρεστού, άμεσα διαθέσιμου φαγητού), και από τη άλλη τοποθετούνται συμπεριφορές η πραγματοποίηση των οποίων προϋποθέτει την ύπαρξη μέσων, εξειδικευμένων ικανοτήτων, και ευκαιριών (πχ το να γίνει κανείς διάσημος πρωταθλητής 100 μέτρων στίβου). Οι μή βουλητικές συμπεριφορές αναφέρονται σε περισσότερο πολύπλοκους στόχους και συμπεριφορές, που ουσιαστικά αφορούν την εκτέλεση μιας σειράς άλλων συμπεριφορών, και συνήθως έχουν σημαντικά αποτελέσματα για την υγεία (πχ υγειινή διατροφή). Η θεωρία της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς αναπτύχθηκε για να περιλάβει και τη μελέτη των μή βουλητικών συμπεριφορών, με την εισαγωγή μιας επιπρόσθετης μεταβλητής για την μελέτη της αντίληψης του βαθμού ελέγχου που θεωρεί ότι έχει το άτομο στην άσκηση της συμπεριφοράς. Οι Ajzen & Fishbein (2005) υποστηρίζουν ότι αναφορικά με αυτές τις περισσότερο περίπλοκες μή βουλητικές συμπεριφορές η έλλειψη πραγματικού ελέγχου (actual behavioural control) μειώνει τη δύναμη της πρόθεσης να προβλέψει την συμπεριφορά. Ωστόσο, επειδή είναι πολύ δύσκολα ο ορισμός και η αξιόπιστη μέτρηση του πραγματικού συμπεριφορικού ελέγχου, συνήθως χρησιμοποιείται η μεταβλητή του αντιλαμβανόμενου ελέγχου της συμπεριφοράς. Όταν ο αντιλαμβανόμενος συμπεριφορικός έλεγχος αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τον πραγματικό συμπεριφορικό έλεγχο, τότε θα παρέχει μία καλή πρόβλεψη της συμπεριφοράς. Η εισαγωγή της μεταβλητής του αντιλαμβανόμενου συμπεριφορικού ελέγχου προσφέρει πληροφορίες για πιθανούς περιορισμούς στη δυνατότητα δράσης όπως γίνονται αντιληπτοί από το άτομο, και εξηγεί γιατί η πρόθεση δεν εξηγεί πάντα τη συμπεριφορά. Normative beliefs X Motivation to comply Intention Behaviour Subjective norm External variables Perceived likelihood of occurrence X Perceived power to control Perceived behavioural control Actual behavioural control
11
Δομή Μοντέλου Σχήμα 3: Θεωρία Προσχεδιασμένης Συμπεριφοράς
Πεποιθήσεις αποτελέσματος X Αξιολόγ. Αποτελέσματος Στάση προς τη συμπεριφορά Πεποιθήσεις νόρμας X Κίνητρο συμμόρφωσης Πρόθεση Συμπεριφορά Υποκειμενική νόρμα Εξωτερικές μεταβλητές Αντιλαμβανόμενη πιθανότητα συμβάντος X Αντιλαμβανόμενη ισχύς ελέγχου Αντιλαμβανόμενος έλεγχος συμπεριφοράς Πραγματικός έλεγχος συμπεριφοράς Οι εξωτερικές μεταβλητές περιλαμβάνουν δημογραφικές μεταβλητές (πχ ηλικία, φύλο, επάγγελμα, κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, μορφωτικό επίπεδο, θρήσκευμα, κλπ), χαρακτηριστικά προσωπικότητας (πχ εξωστρέφεια, νευρωτισμός κλπ), και περιβαλλοντικές επιδράσεις (πχ πρόσβαση, φυσικό περιβάλλον). Το μοντέλο θεωρείται ότι είναι μία πλήρης θεωρία της συμπεριφοράς, με την έννοια ότι οποιαδήποτε άλλη επίδραση στη συμπεριφορά θεωρούνται ότι επηρεάζουν τη συμπεριφορά μέσω της επίδρασής τους στις μεταβλητές που ορίζονται από το μοντέλο. Ωστοσο, ίσως είναι σωστότερο να θεωρείται το μοντέλο ως μία θεωρία των εγγύτερων μεταβλητώ που καθορίζουν τη συμπεριφορά.
12
Αρχή συμβατότητας (principle of compatibility)
Η στάση και η συμπεριφορά θα πρέπει να παρουσιάζουν συμβατότητα ως προς 4 στοιχεία: A) αντικείμενο ή στόχος (object or target) B) δράση (action) Γ) πλαίσιο (χώρος) (context) Δ) περίσταση (time or occasion) [TACT principle] Πχ ‘θα βουρτσίζω τα δόντια μου το βράδυ πριν πάω για ύπνο’ Η σχέση μεταξύ των μεταβλητών του μοντέλου και της συμπεριφοράς γίνεται ασθενέστερη όταν η αρχή αυτή δεν τηρείται Βασιζόμενοι σε μία ανάλυση προηγούμενων μελετών αναφορικά με τη σχέση μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς, οι Fishbein & Ajzen (1975, Ajzen & Fishbein, 1977) ανέπτυξαν την αρχή της συμβατότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε στάση και συμπεριφορά περιλαμβάνει 4 στοιχεία (elements): α) δράση (action), β) στόχος (target), γ) πλαίσιο (context), δ) χρόνος (time). Η αντιστοιχία μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς θα είναι η μέγιστη όταν και οι δύο αυτές μεταβλητές μετρώνται με τον ίδιο βαθμό συγκεκριμενοποίησης (specificity) αναφορικά με το κάθε στοιχείο. Με άλλα λόγια, κάθε συμπεριφορά αποτελείται από: α) τη δράση (ή συμπεριφορά), β) η οποία πραγματοποιείται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή ως προς ένα συγκεκριμένο στόχο, γ) σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, δ) σε ένα συγκεκριμένο χρόνο ή περίσταση. Παράδειγμα: ένα άνθρωπος με θετική στάση ως προς την υγειινή των δοντιών α) βουρτσίζει β) τα δόντια, γ) στο μπάνιο, δ) κάθε πρωί μετά το πρωινό. Οι συμπεριφορές υγείας συχνά έχουν να κάνουν με την επαναλαμβανόμενη εκτέλεση μίας συγκεκριμένης συμπεριφοράς (πχ βούρτσισμα δοντιών), ή μιας ομάδας συμπεριφορών (πχ υγειινή διατροφή) σε έναν αριθμό πλαισίων και περιστάσεων που μας ενδιαφέρει να προβλέψουμε. Οι στάσεις και η συμπεριφορά θα είναι στενότερα συνδεδεμένες μεταξύ τους όταν και οι δύο μετρώνται στο ίδιο επίπεδο συγκεκριμενοποίησης αναφορικά με αυτά τα 4 στοιχεία. Επομένως, οι γενικές στάσεις θα πρέπει να προβλέπουν γενικές ομάδες συμπεριφορών, ενώ οι συγκεκριμένες στάσεις θα πρέπει να προβλέπουν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Το θέμα της συμβατότητας είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην κατασκευή των κατάλληλων εργαλείων μέτρησης των μεταβλητών των θεωριών της έλλογης δράσης και της προσχςδιασμένης συμπεριφοράς.
13
Ερευνητική εφαρμογή Η θεωρία είναι κατάλληλη για εφαρμογή σε συμπεριφορές όπου είναι σημαντική η διερεύνηση γνωστικών παραγόντων, πχ στάσεων, πεποιθήσεων, αξιών, κλπ Έχει εφαρμοστεί για την διερεύνηση πλήθους συμπεριφορών υγείας, πχ κάπνισμα, κατανάλωση αλκοόλ, εφαρμογή σφαλών σεξουαλικών πρακτικών, φυσική άσκηση, ασφαλείς οδικές συμπεριφορές, προληπτικός έλεγχος κλπ, με ικανοποιητικά αποτελέσματα Είναι κατάλληλη και για το σχεδιασμό παρεμβάσεων (πχ αξιολόγηση βαρύτητας προβλεπτικών μεταβλητών προκειμένου να αποτελέσουν το στόχο της παρέμβασης, παρέμβαση στις μεταβλητές αυτές κλπ)
14
Εφαρμογή σε πλαίσιο προαγωγής υγείας
Η εφαρμογή της θεωρίας στην προαγωγή υγείας αποτελεί ένα εργαλείο για τη διερεύνηση σε βάθος και την ταυτοποίηση των συγκεκριμένων/επιμέρους αιτίων της συμπεριφοράς Απαιτεί Χρόνο Γνώσεις (πχ μέτρηση γνωστικών μεταβλητών, στατιστική ανάλυση δεδομένων, κλπ)
15
Εφαρμογή σε πλαίσιο προαγωγής υγείας
(δείτε: TRA models.doc. Δείγμα ερωτηματολογίου και οδηγίες κατασκευής παρέμβασης μπορούν να βρεθούν στο site της TPB: Προτεινόμενα βήματα: 1. Διεξαγωγή πιλοτικής μελέτης. Συνεντεύξεις με αντιπροσωπευτικά μέλη του πληθυσμού (15-20 άτομα). Στόχοι: Α) ταυτοποίηση των αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς (θετικών ή αρνητικών) που είναι σημαντικά για τον εν λόγω πληθυσμό, β) ταυτοποίηση των ατόμων ή ομάδων που ασκούν επίδραση (υπέρ ή κατά) αναφορικά με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, καθώς και γ) αναγνώριση των σημαντικών δυσκολιών και εμποδίων στην πραγματοποίηση της συμπεριφοράς Εφαρμογή Θεωριών Έλλογης Δράσης σε πλαίσιο προαγωγής υγείας. Η θεωρία προσφέρει ένα εργαλείο για την λεπτομερή διερεύνηση των γνωστικών μεταβλητών που επηρεάζουν μία συμπεριφορά. Προκειμένου να ασκήσουμε επίδραση στο άτομο ή σε μία ομάδα ατόμων μπορούμε να ταυτοποιήσουμε τις σημαντικές αυτές γνωστικές μεταβλητές και να προσπαθήσουμε να επιδράσουμε σε αυτές. Προτεινόμενα βήματα: 1. Διεξαγωγή πιλοτικής μελέτης. Ανοιχτές, σε βάθος συνεντεύξεις με αντιπροσωπευτικά μέλη του πληθυσμού (15-20 άτομα). Προτιμότερο είναι τα μισά μέλη του δείγματος να έχουν πραγματοποιήσει τη συμπεριφορά (ή να έχουν θετική πρόθεση να το κάνουν) και τα άλλα μισά να μην την έχουν πραγματοποιήσει. Στάσεις: ερωτήσεις σχετικά με τις θετικές ή αρνητικές αιτίες για την πραγματοποίηση της συμπεριφοράς (πεποιθήσεις για τα πιθανά αποτελέσματα της συμπεριφοράς, και αξιολόγηση αυτών) Κοινωνικές νόρμες: ερωτήσεις σχετικά με το τί πιστεύουν σημαντικοί άλλοι (άτομα ή ομάδες) σχετικά με τη συμπεριφορά. Συμπεριφορικός έλεγχος: ερωτήσεις σχετικά με τις δυσκολίες και τα εμπόδια στην πραγματοποίηση της συμπεριφοράς. Σκοπός της παραπάνω πιλοτικής μελέτης είναι η ταυτοποίηση α) των αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς (θετικών ή αρνητικών) που είναι σημαντικά για τον εν λόγω πληθυσμό, β) των ατόμων ή ομάδων που ασκούν επίδραση (υπέρ ή κατά) αναφορικά με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, καθώς και γ) η αναγνώριση των σημαντικών δυσκολιών και εμποδίων στην πραγματοποίηση της συμπεριφοράς. 2. Κατασκευή ερωτηματολογίου με βάση τα αποτελέσματα της πιλοτικής μελέτης, με σκοπό τη μέτρηση των παραγόντων επίδρασης στην διαμόρφωση των προθέσεων και της συμπεριφοράς που προέκυψαν ως σημαντικοί για τον υπό μελέτη πληθυσμό και τη στοχευόμενη συμπεριφορά. Στάση: Σύνολο(πεποιθήσεις αποτελεσμάτων Χ αξιολόγηση αποτελεσμάτων). Υποκειμενική νόρμα: Σύνολο(πεποιθήσεις νόρμας Χ κίνητρο συμμόρφωσης). Συμπεριφορικός έλεγχος: Σύνολο(πιθανά εμπόδια Χ ισχύς επίδρασης). 3. Χορήγηση ερωτηματολογίου σε δείγμα του στοχευόμενου πληθυσμού. Στατιστική ανάλυση δεδομένων. Διερεύνηση επίδρασης των μεταβλητών με τη μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση των προθέσεων και της συμπεριφοράς. Ταυτοποίηση πεποιθήσεων με τη μεγαλύτερη συσχέτιση με την πρόθεση και τη συμπεριφορά. Οι πεποιθήσεις αυτές θα αποτελέσουν το στόχο παρεμβάσεων με σκοπό την αλλαγή των προθέσεων και της συμπεριφοράς για τον υπό μελέτη πληθυσμό. Δείγμα ερωτηματολογίου και οδηγίες κατασκευής παρέμβασης μπορούν να βρεθούν στο site της TPB:
16
προτεινόμενα βήματα (συν.)
2. Κατασκευή ερωτηματολογίου με βάση τα αποτελέσματα της πιλοτικής μελέτης, με σκοπό τη μέτρηση των παραγόντων επίδρασης στην διαμόρφωση των προθέσεων και της συμπεριφοράς που προέκυψαν ως σημαντικοί για τον υπό μελέτη πληθυσμό και τη στοχευόμενη συμπεριφορά. Στάση: σύνολο(πεποιθήσεις αποτελεσμάτων Χ αξιολόγηση αποτελεσμάτων). Υποκειμενική νόρμα: Σύνολο(πεποιθήσεις νόρμας Χ κίνητρο συμμόρφωσης). Συμπεριφορικός έλεγχος: Σύνολο(πιθανά εμπόδια Χ ισχύς επίδρασης). 3. Χορήγηση ερωτηματολογίου σε δείγμα του στοχευόμενου πληθυσμού. Στατιστική ανάλυση δεδομένων. Διερεύνηση επίδρασης των μεταβλητών με τη μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση των προθέσεων και της συμπεριφοράς. Ταυτοποίηση πεποιθήσεων με τη μεγαλύτερη συσχέτιση με την πρόθεση και τη συμπεριφορά. Οι πεποιθήσεις αυτές θα αποτελέσουν το στόχο παρεμβάσεων με σκοπό την αλλαγή των προθέσεων και της συμπεριφοράς για τον υπό μελέτη πληθυσμό.
17
Παράδειγμα: Επιλογή τροφών (food choice)
Δεδομένα από ευρύτερη ερευνητική μελέτη των Conner et al. (2002) ‘στάσεις σε σχέση με την υγιεινή διατροφή για διάστημα 6 ετών’ Ορισμός συμπεριφοράς: Υγιεινή διατροφή (ορισμένη ως δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά και υψηλή σε φρούτα, λαχανικά και φυτικές ίνες) Στόχος: μελέτη των παραγόντων που προβλέπουν την μακροπρόθεσμη επιλογή της υγιεινής διατροφή Η μελέτη της μακροχρόνιας επιλογής της υγιεινής διατροφής είναι σημαντική καθώς τα οφέλη της υγιεινής διατροφής έρχονται με την μακροχρόνια υιοθέτηση της συνήθειας. Στο παρόν παράδειγμα αναφέρονται δεδομένα μόνο από τις μετρήσεις του 1ου και του 3ου σταδίου.
18
Συμμετέχοντες και διαδικασία
Μελέτη ερωτηματολογίου Επιλογή συμμετεχόντων από ιατρεία γενικών ιατρών (general practitioners) στο Η.Β. Στάδιο 1 Ν= 248 άτομα 59 άνδρες, 189 γυναίκες, mage= 47.4 έτη Στάδιο 2 (6 χρόνια μετά) Ν= 144 Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις μεταβλητές του μοντέλου μεταξύ αυτών που συμμετείχαν ή όχι στο δεύτερο στάδιο [F(7, 240)= 1.21, ns] Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές στις μεταβλητές του μοντέλου μεταξύ αυτών που συμμετείχαν ή όχι στο δεύτερο στάδιο.
19
Εργαλεία μέτρησης Intention to eat a healthy diet
[5-item, 7-point scale, alpha= .95, scoring -3 to +3 (definitely do not-definitely do]. ‘I intend to eat a healthy diet in the future’ Attitude (mean of six semantic differential scales, scores ranging from -3 to +3, alpha= .83, test-retest r= .51, p< .01) ‘my eating a healthy diet would be/is: (bad-good, harmful-beneficial, unpleasant-pleasant, unenjoyable-enjoyable, foolish-wise, unnecessary-necessary)’
20
Εργαλεία μέτρησης Subjective Norm
[single item, scored -3(unlikely) to +3 (likely)] ‘people who are important to me think I should eat a healthy diet’ Perceived Behavioural Control [6-item, 7-point unipolar items, scoring from +1 to +7, alpha, .74, test-retest r= .53, p< .01] ‘for me to eat a healthy diet in the future is…’ (difficult-easy) ‘I am confident that if I ate a healthy diet I could keep to it’ (strongly disagree-strongly agree)
21
Εργαλεία μέτρησης Behavioural beliefs (derived from pilot interviews):
(7-item, 7point scale, scored -3 (unlikely ) to +3 (likely) ‘eating a healthy diet would…help me loose weight/help me live longer/make me feel good about myself/take time/be expensive’ The outcomes identified in the behavioural belief questions were also evaluated [scoring from -3 (bad) to +3 (good)]. ‘being physically fitter would be…’. Each behavioural belief was multiplied by the corresponding outcome evaluation and these products summed
22
Εργαλεία μέτρησης Normative beliefs (pilot interviews):
Assessed in relation to 4 referents (friends, health experts, family, workmates). Scoring -3 (unlikely) to +3 (likely) ‘my friends think I should eat a healthier diet motivation to comply question corresponding to normative belief question [scoring -3 (strongly disagree) to +3 (strongly agree)] ‘with regard to eating, I want to do what friends think I should do’ Each normative belief was multiplied by the corresponding outcome evaluation and these products summed
23
Εργαλεία μέτρησης ‘seeing others eating unhealthy foods’
Control Beliefs (pilot interviews): [11-items, scoring ranged for 1(never) to 7(frequently)] ‘lack of support from people with whom I share food’ ‘seeing others eating unhealthy foods’ ‘the poor taste of a healthier diet’ ‘being in a hurry at meal times’. Power items corresponding to each control belief question ‘lack of support from whom I share food makes my eating a healthier diet… -3(unlikely) to +3(likely) Each control belief item was multiplied with corresponding power item, and these products were summed Behaviour: (time 2 point) 33-item Food Frequency Questionnaire (FFQ) Control beliefs ‘lack of support from people with whom I share food’ ‘the limited choice of healthier food when eating out’ ‘obscure and difficult to understand advice about healthier eating’ ‘stressful situations’ ‘having free time on my hands’ ‘being anxious/upset’ ‘seeing others eating unhealthy foods’ ‘feeling depressed’ ‘the poor taste of a healthier diet’ ‘being in a hurry at meal times’ Lack of easy access to place selling healthier foods (e.g. large super markets)’ Behaviour: Food Frequency Questionnaire Τα ερωτήματα αφορούσαν συχνά καταναλούμενες κατηγορίες τροφίμων, ομαδοποιημένες σε ομάδες τροφίμων: γαλακτοκομικά, κρέας και ψάρι, ψωμί και δημητριακά, φρούτα και λαχανικά, επιδόρπια και σνακ. Το κάθε τρόφιμο βαθμολογούνταν για τη συχνότητα που καταναλώνονταν, σε κλίμακα έξι κατηγοριών δύο ή περισσότερες φορές την ημέρα, κάθε μέρα, τρεις με πέντε φορές την εβδομάδα, μία ή δύο φορές την εβδομάδα, μία ως τρεις φορές το μήνα, και σπάνια/ποτέ. Με αυτό το ερωτηματολόγιο, υπολογίστηκαν δεδομένα για το τυπικό μέγεθος μερίδας και τη θρεπτική αξία του ποσοστού κατανάλωσης λίπους (ποσοστό θερμίδων στη διατροφή που λαμβάνεται από κατανάλωση λίπους, μ.ο.= 34.9, τ.α. = 6.45), κατανάλωση φυτικών ινών (γραμμάρια φυτικών ινών που καταναλώθηκαν κάθε ημέρα, μ.ο.= 9.65, τ.α. = 3.40) και κατανάλωση φρούτων και λαχανικών (μερίδες φρούτων και λαχανικών που καταναλώθηκαν κάθε μερα, μ.ο.= 4.23, τ.α.= 0.96). Για να υπολογιστεί ένα σκορ συνολικής συμπεριφοράς υγιεινής διατροφής, υπολογίστηκε η τυπική τιμή για τα τρία παραπάνω τα οποία στη συνέχεια προστέθηκαν (αφού το ποσοστό θερμίδων προερχόμενων από λιπαρά πολλαπλασιάστηκε με -1), έτσι ώστε το υψηλότερο σκορ σήμαινε υγιεινότερη διατροφή.
24
Συμβουλευτικές εφαρμογές
Αξιολόγηση του εάν οικογένεια και φίλοι επικροτούν τη νέα συμπεριφορά Έμφαση στην πιθανή κοινωνική πίεση για την πραγματοποίηση της νέας συμπεριφοράς Παροχή παραδειγμάτων ατόμων με παρόμοια χαρακτηριστικά που πραγματοποιούν τη συμπεριφορά Χρήση συγκεκριμένων παραδειγμάτων συμπεριφοράς για την αξιολόγηση των προθέσεων Συζήτηση πιθανών εμποδίων στην πραγματοποίηση της συμπεριφοράς και αναζήτηση στρατηγικών αντιμετώπισης τους Η TRA δίνει έμφαση στην έννοια της πρόθεσης, η οποία εξαρτάται από τις προσδοκίες του ατόμου για τα αποτελέσματα της δράσης, από τη στάση του για τη συγκεκριμένη δράση, και για τις πεποιθήσεις σχετικά με το τί πιστεύουν οι σημαντικοί άλλοι σχετικά με την εν λόγω συμπεριφορά. Η TPB περιλαμβάνει και την αντίληψη του ατόμου σχετικά με το κατά πόσο η πραγματοποίηση της εν λόγω συμπεριφοράς βρίσκεται υπό τον έλεγχό του (πόσο δύσκολη είναι και ποιά είναι τα εμπόδια). Σημαντική η αξιολόγηση και συζήτηση των στάσεων και των πεποιθήσεων των σημαντικών άλλων αναφορικά με την αλλαγή της συμπεριφοράς (πχ μπορεί να είναι αρνητικοί σε αυτό). Για περιπτώσεις όπου ο έλεγχος της συμπεριφοράς είναι εξωτερικός (τύχη, πιθανότητες, ισχυροί άλλοι), όσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική πίεση για αλλαγή, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει το άτομο να συμμορφωθεί σε αυτή. Συνεπώς το άτομο μπορεί να ενθαρυνθεί για την αλλαγή τονίζοντας τις θετικές στάσεις σημαντικών άλλων και την υιοθέτηση/πραγματοποίηση της συμπεριφοράς από αυτούς. Σημαντική και η αξιολόγηση της πρόθεσης για τη συγκεκριμένη συμπεριφορά (σύμφωνα με την αρχή της συμβατότητας).
25
Χρήσιμες πηγές http://www.etr.org/recapp/theories/tra/index.htm
Recapp (Resourse Centre for Adolescent Pregnancy Prevention, USA) Το επίσημο site της TPB από τον Icek Ajzen Elder, J., P., Ayala, G., X., Harris, S., (1999). Theories and intervention approaches to health-behavior change in primary care. American Journal of Preventive Medicine, 17, 4,
26
Άσκηση ημέρας Σας ενδιαφέρει να μελετήσετε την επιλογή της μακροπρόθεσμης συστηματικής φυσικής άσκησης. Ορισμός συμπεριφοράς: έντονη φυσική άσκηση διάρκειας τουλάχιστον 30 λεπτών, τρεις φορές την εβδομάδα, για διάστημα έξι μηνών, στο γυμναστήριο
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.