Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η Μεγέθυνση πριν την Κρίση στην Ελληνική Οικονομία

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Η Μεγέθυνση πριν την Κρίση στην Ελληνική Οικονομία"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Η Μεγέθυνση πριν την Κρίση στην Ελληνική Οικονομία

2 Η μεγέθυνση στην Ελληνική οικονομία
Την τελευταία δεκαετία η Ελληνική οικονομία μεγεθύνθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,8% ο ρυθμός αυτός είναι σχεδόν διπλάσιος από το μέσο όρο της Ε.Ε. και πολύ πάνω από τις Μεσογειακές και Σκανδιναβικές χώρες, είναι όμως χαμηλότερος από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία καθώς οι χώρες αυτές ξεκίνησαν τη διαδικασία σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη πολύ αργότερα. Η μεγέθυνση της Ελληνικής οικονομίας στηρίχθηκε κυρίως στους λεγόμενους παραδοσιακούς κλάδους της οικονομίας αφού: το μεγαλύτερο τμήμα του ακαθάριστου αποθέματος παγίου κεφαλαίου στην Ελληνική οικονομία διαμορφώθηκε στον τομέα των κατασκευών, μη συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής οικιών (κατά μ.ο. 82% επί του συνόλου) και σε εξοπλισμό που δεν ενσωματώνει υψηλή τεχνολογία (κατά μ.ο. 10% επί του συνόλου).

3 Η μεγέθυνση στην Ελληνική οικονομία
Ο ακαθάριστος σχηματισμός του παγίου κεφαλαίου, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι υψηλότερος από αυτόν των Σκανδιναβικών χωρών, βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τις Βαλκανικές χώρες και λίγο χαμηλότερα από το μέσο όρο των Μεσογειακών χωρών. Το ποσοστό ανεργίας φθίνει διαχρονικά για την Ελλάδα αλλά γενικά είναι υψηλότερο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες (για την περίοδο , είναι 10,13% έναντι 8,30% για την ΕΕ-27). Το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας (περίοδος μεγαλύτερη από 12 μήνες) άγγιξε το 2007 το 4,1%. Αντίθετα, το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών (ηλικίας 25-54) ξεπερνά τον κοινοτικό μέσο όρο. Συνεπώς, υπάρχει μια ανενεργή παραγωγική «δεξαμενή» εργασίας.

4 Η μεγέθυνση στην Ελληνική οικονομία
Τα ποσοστά απασχόλησης για το 2007 στην Ελλάδα κατανέμονται ως εξής: 22,9% των ανέργων είναι νέοι κάτω των 25 ετών, 12,8% των ανέργων είναι γυναίκες, και οι εργαζόμενοι ηλικίας ετών, οι οποίοι συνδέονται άμεσα με τη συνταξιοδοτική έξοδο. Η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ των Μεσογειακών χωρών στη διαθεσιμότητα του ανθρωπίνου κεφαλαίου, αλλά όχι και μεταξύ των χωρών της Βόρειας Ευρώπης (2007). Σχετικά με τις ώρες εργασίας, για την περίοδο , οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα απασχολήθηκαν περισσότερες ώρες (1.889 ώρες) συγκριτικά με τους εργαζομένους των υπολοίπων χωρών, με εξαίρεση τη Ρουμανία. Παρατηρείται λοιπόν ισορροπία στην αγορά εργασίας με σχετικά χαμηλή αλλά εντατικότερη απασχόληση.

5 Η χρηματοδότηση της μεγέθυνσης και του πλούτου
Όσον αφορά τις αποταμιεύσεις, η Ελλάδα επιδεικνύει κατά μέσο όρο τα χαμηλότερα ποσοστά συγκριτικά με τις εξεταζόμενες χώρες, για την περίοδο Πιθανοί λόγοι είναι: τα βασικά χαρακτηριστικά ανθρώπινων στάσεων απέναντι στην αποταμίευση, το μεγάλο μέρος του ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε κέρδη επιχειρήσεων, οι χαμηλές αποδόσεις της αποταμίευσης (διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων), και η αύξηση της κατανάλωσης. Σχετικά με το δανεισμό, για την περίοδο , η Ελλάδα δανείστηκε ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, όπως φαίνεται από τη χαμηλή ροπή προς αποταμίευση. Μόνο η Βουλγαρία σημείωσε υψηλότερα επίπεδα δανεισμού από την Ελλάδα (για την περίοδο ).

6 Η χρηματοδότηση της μεγέθυνσης και του πλούτου

7 Η χρηματοδότηση της μεγέθυνσης και του πλούτου
Το έλλειμμα, παρότι μέχρι το 2007 στην Ελλάδα παρουσιάζει φθίνουσα πορεία, είναι αρκετά υψηλό με αποτέλεσμα την περαιτέρω διόγκωση του δημόσιου χρέους. Στην Ελληνική οικονομία, ακολουθείτο μονίμως μία «κεϋνσιανού τύπου» δημοσιονομική πολιτική. Οι σχετικά αδύναμες παραγωγικές δυνατότητες της Ελληνικής οικονομίας και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του ενεργού πληθυσμού που διαθέτει έχουν ωθήσει την οικονομική πολιτική να συντηρεί υψηλά μεγέθη δημοσιονομικού ελλείμματος σε μία συνεχή «επεκτατική παρέμβαση», με στόχο τη διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης. Αυτό έχει διασταλτικές επιπτώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών και εξαντλεί τις δυνατότητες επίκλησης επεκτατικής πολιτικής όταν απαιτείται (οικονομική κρίση ).

8 Η χρηματοδότηση της μεγέθυνσης και του πλούτου
Ο κατά κεφαλήν καθαρός πλούτος στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει υπερβεί το μέσο όρο της Ευρωζώνης από το 2002, και έχει προσεγγίσει το αντίστοιχο μέγεθος για τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης και τις Ιταλία - Ισπανία. Το μεγαλύτερο μέρος του δημιουργούμενου πλούτου συσσωρεύεται υπό μορφή ακίνητης περιουσίας. Εξαιρώντας τις επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, η συμβολή των ακινήτων στον πλούτο των Ελληνικών νοικοκυριών κυμαίνεται μεταξύ 80% και 90%, όταν στην Ευρωζώνη είναι μεταξύ 40% και 50% και στις ΗΠΑ 25% έως 30%. Ο βαθμός επιβάρυνσης των Ελληνικών νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ, συγκριτικά με αυτά των Μεσογειακών και Βορειοευρωπαϊκών χωρών, αναδεικνύει τη ραγδαία αύξηση του δανεισμού των Ελληνικών νοικοκυριών .

9 Η παραγωγή και το εισόδημα Ακαθάριστη αξία σε αγοραίες τιμές (ποσοστό του συνόλου)

10 Οι καταναλωτικές δαπάνες (% του ΑΕΠ)

11 Εισαγωγές, εξαγωγές και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Η Ελληνική οικονομία παρουσιάζει χαμηλή εξαγωγική δραστηριότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες (γύρω στο 21% του ΑΕΠ). Εξάγει κυρίως υπηρεσίες, τρόφιμα, προϊόντα πετρελαίου, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, χημικά, μηχανές και συσκευές. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς των Ελληνικών προϊόντων είναι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (γύρω στο 70%) του συνόλου των Ελληνικών εξαγωγών για την περίοδο και ειδικότερα η Γερμανία και η Ιταλία. Η Ελλάδα εισάγει γύρω στο 35% του ΑΕΠ, κυρίως από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (γύρω στο 80% του συνόλου για την περίοδο ), με τη Γερμανία και την Ιταλία να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο. Εισάγει κυρίως οχήματα, μηχανές, τρόφιμα, χημικά και πλαστικά, πετρελαιοειδή, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ενδύματα και μέταλλα.

12 Εισαγωγές, εξαγωγές και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
Το μεγάλο μέγεθος των εισαγωγών σε σχέση με τις περιορισμένες εξαγωγές έχουν οδηγήσει την Ελλάδα σε ένα πολύ μεγάλο έλλειμμα (12,3%), αντίστοιχο με αυτό της Ρουμανίας και πολύ μεγαλύτερο από αυτό των Μεσογειακών χωρών. Οι Βορειοευρωπαϊκές χώρες από την άλλη επιδεικνύουν σταθερά ένα υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών τους. Η Ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαπενταετία παρουσιάζει εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες. Το εξωτερικό ισοζύγιο πληρωμών έχει διευρυνθεί και αυτό συνδέεται με τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος αποταμιεύσεων-επενδύσεων. Το ισοζύγιο προϊόντων και υπηρεσιών παρουσιάζει συνεχή επιδείνωση όπως και το ισοζύγιο καθαρών επενδύσεων. Το ισοζύγιο καθαρών μεταβιβάσεων στηρίζει τα δύο προηγούμενα μεγέθη κυρίως λόγω των μεταβιβάσεων από την Ε.Ε.

13 Εισαγωγές, εξαγωγές και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

14 Ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα
Επιδείνωση ανταγωνιστικότητας Βελτίωση παραγωγικότητας

15 Ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα
Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας και η βελτίωση της παραγωγικότητας που παρατηρείται στην Ελληνική οικονομία, συνδέονται με την αναπτυξιακή διαδικασία που έχει ακολουθήσει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Τα αίτια αυτής της “παραδοξότητας” είναι τα ακόλουθα: 1) Η μεγέθυνση της παραγωγικότητας διαφέρει μεταξύ των κλάδων ενώ οι αμοιβές δε διαφέρουν ιδιαίτερα. 2) Η ανάπτυξη ολιγοπωλιακών καταστάσεων και η ύπαρξη “transfer pricing”. 3) Η ιδιότυπη οργάνωση της Ελληνικής παραγωγικής διάρθρωσης στηρίζεται στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

16 Μεγέθυνση και ζήτηση στην Ελληνική οικονομία
Σε κάθε οικονομία διαμορφώνονται δυνάμεις ζήτησης του παραγόμενου προϊόντος που είναι καθοριστικές για την εξέλιξή του. Η βασική προωθητική δύναμη ζήτησης στην Ελλάδα, άρα και διατήρησης των ρυθμών μεγέθυνσης, ήταν η εσωτερική και όχι η εξωτερική ζήτηση -που παίζει μικρό έως αρνητικό ρόλο. Διαπιστώνεται ότι οι δυνάμεις προώθησης της μεγέθυνσης είχαν ενδογενή χαρακτήρα. Ο κυριότερος προωθητικός παράγοντας της εσωτερικής ζήτησης ήταν οι ακαθάριστες επενδύσεις, και μάλιστα οι ιδιωτικές. Σοβαρό σταθερό ρόλο έχει η ιδιωτική κατανάλωση. Το μοντέλο διαχείρισης της οικονομίας για όλη την περίοδο αυτή παραμένει σχεδόν σταθερό.

17 Το μέγεθος της παραοικονομίας και οι επιπτώσεις της
Η παραοικονομία περιλαμβάνει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, νόμιμη ή παράνομη, η οποία διαφεύγει του εντοπισμού και επομένως δεν υπολογίζεται στο επίσημο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο που στηρίζεται στον προσδιορισμό της συνάρτησης ζήτησης χρήματος για τη μέτρηση της παραοικονομίας, το μέγεθος της στην Ελλάδα για το 2008 ήταν ίσο με το 20,97% περίπου του ΑΕΠ. Η Ελλάδα παρουσιάζει το μεγαλύτερο μέγεθος παραοικονομικής δραστηριότητας ανάμεσα στις υπό εξέταση χώρες. Διαχρονικά το μέγεθος αυτό αυξάνεται.

18

19 Το μέγεθος της παραοικονομίας και οι επιπτώσεις της
Η παραοικονομία επηρεάζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα διότι: οι συναλλαγές στην παραοικονομία πραγματοποιούνται κυρίως σε μετρητά με αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης για χρηματικά διαθέσιμα και τη μείωση της ελαστικότητας της ζήτησης χρήματος ως προς το επιτόκιο. Μια τέτοια εξέλιξη μειώνει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. η αύξηση του μεγέθους της παράλληλης οικονομίας οδηγεί σε μια διεύρυνση της «παρά-αγοράς» χρήματος, στην οποία απαντώνται φαινόμενα όπως οι παράνομες πωλήσεις συναλλάγματος, η κυκλοφορία πλαστών χαρτονομισμάτων, το «σπάσιμο» μεταχρονολογημένων επιταγών, κτλ. Επιπλέον, συντηρεί και αναπαράγει την παρά-αγορά προϊόντων, αφού αυτοί που δραστηριοποιούνται στο χώρο της παραοικονομίας δύσκολα εξασφαλίσουν πόρους από το επίσημο πιστωτικό σύστημα.

20 Το μέγεθος της παραοικονομίας και οι επιπτώσεις της
Η μείωση των φορολογικών εσόδων που προκαλείται από την ύπαρξη παραοικονομίας: περιορίζει τις δυνατότητες του κράτους να πραγματοποιήσει δημόσιες δαπάνες, οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση της παραοικονομίας μέσω μιας πολλαπλασιαστικής διαδικασίας. Η μείωση των εσόδων από φόρους λόγω της αύξησης της φοροδιαφυγής προκαλεί αύξηση του σχετικού φορολογικού βάρους της επίσημης οικονομίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ροπή των ατόμων για φοροδιαφυγή. Ο φαύλος αυτός κύκλος καθιστά τα μέσα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής αναποτελεσματικά. Στην Ελλάδα το ύψος των διαφυγόντων φορολογικών εσόδων ανήλθε στο 4,9% του ΑΕΠ για το 2005 και στο 4,7% του ΑΕΠ για το 2008.

21 Το μέγεθος της παραοικονομίας και οι επιπτώσεις της
Η μεγέθυνση της παραοικονομίας στερεί τους πόρους που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος: η απώλεια στα έσοδα των ασφαλιστικών οργανισμών που προέρχεται από την εισφοροδιαφυγή περιορίζει τους διαθέσιμους πόρους για συντάξεις, η καταβολή εισφορών πολύ μικρότερων από αυτές που αντιστοιχούν στις πραγματικές αποδοχές οδηγεί στην αδυναμία συγκέντρωσης του απαραίτητου αριθμού ενσήμων που εξασφαλίζει την παροχή μιας αξιοπρεπούς σύνταξης. Έτσι συντηρείται και επεκτείνεται ο φαύλος κύκλος της ανασφάλιστης εργασίας. Το εγχώριο μέγεθος της εισφοροδιαφυγής ως ποσοστό του ΑΕΠ για το ήταν ίσο με 3%, ενώ το αντίστοιχο για το 2008 ήταν 2,8%.

22 Το μέγεθος της παραοικονομίας και οι επιπτώσεις της
Η αύξηση του κόστους εργασίας και του φορολογικού βάρους και η ακαμψία του ρυθμιστικού πλαισίου πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τόσο στη διεθνή όσο και στην εσωτερική αγορά. Έτσι, οι επιχειρήσεις ωθούνται σε παραοικονομικές δραστηριότητες προκειμένου να αποφύγουν τα κρατικά εμπόδια και να αναπτύξουν κάποιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Σε μία ύφεση, έχει πολύ μεγάλη σημασία εάν η διακίνηση των κεφαλαίων γίνεται από μηχανισμό που στηρίζεται στις δημόσιες πληροφορίες ή σε μηχανισμούς που στηρίζονται σε ενδοεπιχειρηματικές (δανειστές – δανειζόμενοι) σχέσεις.

23 Το μέγεθος της παραοικονομίας και οι επιπτώσεις της
Η παράλληλη χρηματοδοτική δραστηριότητα και η επίσημη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων για την περίοδο αλληλοεπηρεάζονται, οι επιταγές και οι συναλλαγματικές αποτελούν υποκατάστατο των τραπεζικών δανείων (Petrakis και Eleftheriou ,2009). Όταν τα επιτόκια μειώνονται στο επίσημο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ευνοείται ο πραγματικός και ο επίσημος τομέας της οικονομίας. Όταν, όμως, το κόστος χρήματος αυξάνεται υπό συνθήκες κρίσης, εξαιτίας χαμηλής διατραπεζικής εμπιστοσύνης και χαμηλής εμπιστοσύνης μεταξύ τραπεζικού συστήματος και επιχειρήσεων, ο επιχειρηματικός τομέας υποκαθιστά την απουσία επίσημης χρηματοδότησης με μη-επίσημα χρηματοδοτικά μέσα (π.χ. επιταγές). Έτσι, επιβεβαιώνεται και η άποψη του ΔΝΤ ότι οι οικονομίες με χρηματοπιστωτικά συστήματα που στηρίζονται λιγότερο σε δημόσια πληροφόρηση και αγοραίες διαδικασίες (arm's length systems) και περισσότερο στις ενδοεπιχειρηματικές σχέσεις, ενδέχεται να υποστούν λιγότερο αρνητικές συνέπειες. Το αντίθετο ισχύει όταν έχουμε διευρυμένο τραπεζικό τομέα (όπως η Ελλάδα).

24 Η επιχειρηματικότητα Από τις επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελληνική οικονομία, το 74,63% δραστηριοποιείται στον τριτογενή τομέα, το 23,06% στο δευτερογενή τομέα, ενώ μόλις το 2,23% στον πρωτογενή τομέα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων είναι μικρομεσαίες με τη μορφή ΕΠΕ, ΟΕ, ΕΕ και ΑΕ με μικρή κεφαλαιακή επάρκεια. Αυτό οφείλεται: α) στον κατακερματισμό της οικονομικής δραστηριότητας, και β) στη δομή της οικονομικής διάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος. Η απουσία μεγάλων οικονομικών μονάδων, σε αντίθεση με τις χώρες της Ε.Ε., οφείλεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελληνικής οικονομίας, (π.χ. κατακερματισμός μονάδων, μικρή βιομηχανική παραγωγή, έργα με κύριο μοχλό το Ελληνικό δημόσιο, γραφειοκρατία, κλπ.). Η ύπαρξη πολλών και εξαιρετικά μικρών επιχειρηματικών μονάδων, πλήττουν την ανταγωνιστικότητα.

25 Η επιχειρηματικότητα Οι ρυθμοί ανάπτυξης των Ελληνικών επιχειρήσεων άρχισαν να αυξάνονται από τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Όσο αφορά τις ξένες επιχειρήσεις η ανάπτυξή τους στην Ελλάδα γίνεται εντονότερη μόλις μετά το 1991 (έτος που συμπίπτει με τη καθιέρωση της κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς αλλά και με την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος). Οι ξένες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις που λειτουργούν σήμερα στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά νέες (μ.ο. ηλικίας γύρω στα 15 χρόνια). Οι ξένες επιχειρήσεις που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, δε μεγεθύνονται μετά την είσοδό τους στη χώρα ενώ δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στον τριτογενή τομέα. Έτσι, δε συμμετέχουν στα δίκτυα μεταφοράς γνώσης και τεχνολογίας και σε πρωτογενείς παραγωγικές δομές.

26 Η επιχειρηματικότητα

27 Η επιχειρηματικότητα

28 Η επιχειρηματικότητα Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 7η θέση στην Ευρώπη (μεταξύ 22 χωρών) και 11η ανάμεσα στις 23 χώρες υψηλότερου βιοτικού επιπέδου (εισοδήματος). Κυρίως η μείωση του ποσοστού των επιχειρηματιών αρχικών σταδίων το έτος 2007, είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να υποχωρήσει στην 26η θέση διεθνώς (μεταξύ 42 χωρών). Έτσι διαφαίνεται η ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας και της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων.

29 Η επιχειρηματικότητα Οι ιστορικές, πολιτισμικές και θεσμικές παράμετροι των χωρών, επηρεάζουν τη σχέση μεταξύ του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης και της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων. Χώρες με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, οι οποίες βρίσκονται σε στάδιο ανάπτυξης, συνήθως πετυχαίνουν υψηλά επίπεδα επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων, κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων που τις χαρακτηρίζει. Όμως, η εκβιομηχάνιση και οι οικονομίες κλίμακας, απαιτούν πιο μεγάλες και καθιερωμένες επιχειρηματικές μονάδες, οι οποίες να ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ζήτηση. Η μείωση της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων σε χώρες χαμηλού εισοδήματος, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ανάπτυξης και μετάβασης σε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο.

30 Η επιχειρηματικότητα Στην Ελλάδα η επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων προσεγγίζει το κατώτατο σημείο της κυρτής καμπύλης. Όταν το κατά κεφαλήν προϊόν θα αρχίσει να αυξάνεται τότε θα αναμένουμε και μία πύκνωση της σχετικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Όσο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα κυμαίνεται στα παρόντα επίπεδα η γενεσιουργός δύναμη για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων θα παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Αποτελεί λοιπόν μία δυσμενή συγκυρία η τρέχουσα οικονομική κρίση και το σημείο εξέλιξης της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων η οποία επιτείνει (σε σχέση με την ύφεση) την ατονία στην ανάληψη των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.


Κατέβασμα ppt "Η Μεγέθυνση πριν την Κρίση στην Ελληνική Οικονομία"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google