Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
ΚΑΤΑΜΗΝΙΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΜΗΤΡΑΣ
Το ενδομήτριο και το μυομήτριο, ο τράχηλος και ο κόλπος υφίστανται χαρακτηριστικές μεταβολές κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου. Η μήτρα είναι ένα μυϊκό όργανο αποτελούμενο από ενδομήτριο και μυομήτριο. Με την έναρξη του καταμήνιου κύκλου, τη φάση της εμμήνου ρύσεως, το ενδομήτριο αποπίπτει σταδιακά μέχρις ότου προσεγγίσει τη βασική στιβάδα. Τότε, οι αυξημένες συγκεντρώσεις οιστρογόνων που ακολουθούν συντελούν στην ανασύσταση του ενδομητρίου, ενώ υπό την επίδραση της προγεστερόνης τα κύτταρα του μυομητρίου μεγενθύνονται και η διεγερσιμότητα και κινητικότητά τους καταστέλλονται. Ταυτόχρονα, το στρώμα αποκτά μορφή οιδηματώδη, ενώ οι αδένες μεγεθύνονται και αρχίζουν να εκκρίνουν ένα ιξώδες υγρό πλούσιο σε γλυκοπρωτεϊνες, σάκχαρα και αμινοξέα. Έμμηνος ρύση λαμβάνει χώρα όταν μειωθούν τα επίπεδα των στεροειδών ορμονών, φαινόμενο που παρατηρείται στο τέλος της ωχρινικής (εκκριτικής) φάσης. Το αποτελούμενο από επιθηλιακά κύτταρα επένδυμα του ενδομητρίου συρρικνώνεται και αποπίπτει, διαδικασία που διευκολύνεται από την αύξηση της παραγωγής PGF2α από το ενδομήτριο, η οποία διεγείρει την πρόκληση συσπάσεων του μυομητρίου.
3
ΚΑΤΑΜΗΝΙΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΡΑΧΗΛΟΥ
Τα χαρακτηριστικά της βλέννης του τραχήλου, επίσης, διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια του καταμήνιου κύκλου. Υπό την επίδραση οιστρογόνων η βλέννη καθίσταται ένα υδαρές έκκριμα που περιέχει γλυκοπρωτεϊνες, τις οποίες μπορεί εύκολα να διεμβολίσει το σπέρμα. Υπό την επίδραση της προγεστερόνης η βλέννη μειώνεται σε ποσότητα και καθίσταται πυκνή, ενώ οι γλυκοπρωτείνες σχηματίζουν μια δικτυωτή μορφή μικυλλίου, ικανή και αποτελεσματική να περιορίζει τη διεισδυτικότητα του σπέρματος. Στην ενέργεια αυτή έγκειται κατά βάση και η αντισυλληπτική δράση που εκδηλώνει το ‘’χάπι’’ που περιέχει μόνο προγεστερόνη. Το επιθήλιο του κόλπου διεγείρεται από οιστρογόνα.
4
Ορμονεσ ωοθηκησ Οι κύριες στεροειδείς ορμόνες των ωοθηκών είναι η προγεστερόνη και τα οιστρογόνα, δηλαδή η οιστραδιόλη, η οιστριόλη και η οιστρόνη, τα οποία είναι C18- στεροειδή με αρωματικό δακτύλιο Α. Ως οιστρογόνα χαρακτηρίζονται οι ουσίες οι οποίες προκαλούν κερατινοποίηση του κολπικού επιθηλίου, ενώ ως γεσταγόνα όσες προκαλούν εκκριτικές μεταβολές στο ενδομήτριο μετά από προκαταρκτική δράση οιστρογόνων. Η βιοσύνθεση των οιστρογόνων ακολουθεί την οδό σύνθεσης των ανδρογόνων μέχρι την ανδροστενδιόνη και την τεστοστερόνη και από εκεί διαμέσου 19- υδροξυλιώσεως και με τη δράση της κυτοχρωμικής αρωματάσης προχωρεί στην οιστρόνη και την οιστραδιόλη αντιστοίχως. Επιπλέον μεταβολισμός οδηγεί από τη οιστρόνη στην 16α-υδροξυοιστρόνη και την οιστριόλη. Η οιστριόλη παράγεται κατά μεγάλο ποσοστό και κατόπιν περιφερικού μεταβολισμού των άλλων οιστρογόνων (καθώς και ορισμένων ανδρογόνων) στο ήπαρ.
6
Ορμονεσ ωοθηκησ Τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη προέρχονται από την χοληστερόλη. Διεγείρουν τον μαζικό αδένα, τη μήτρα και τον κόλπο και ασκούν τόσο αρνητική όσο και θετική παλίνδρομη δράση στον άξονα του ΚΝΣ (κεντρικό νευρικό σύστημα)-υποθαλάμου- υπόφυσης, προκαλώντας είτε αναστολή είτε διέγερση της έκκρισης γοναδοτροπινών. Οι κύριες ορμόνες που εκκρίνονται από τις ωοθήκες είναι η οιστραδιόλη-17β, η οιστρόνη, η προγεστερόνη και τα ανδρογόνα. Τα οιστρογόνα επηρεάζουν την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου, στα οποία περιλαμβάνονται η ανάπτυξη του στήθους και η γυναικείου τύπου κατανομή του λίπους, καθώς και η ωορρηξία κατά την αναπαραγωγική ηλικία. Από την έναρξη της εμμήνου ρύσεως έως την εμμηνόπαυση το κύριο οιστρογόνο είναι η οιστραδιόλη-17β, ενώ στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες επικρατεί η οιστρόνη. Η οιστριόλη είναι παρούσα σε σημαντικές ποσότητες μόνο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και παράγεται από τον πλακούντα, ο οποίος μετατρέπει την δεϋδροϊσοεπιανδροστερόνη ( DHEA) από τον φλοιό των επινεφριδίων του εμβρύου σε οιστριόλη.
7
Ορμονεσ ωοθηκησ Ένα μεγάλο ποσοστό των οιστρογόνων στο αίμα ευρίσκεται σε σύνδεση με πρωτεϊνες και ειδικότερα με τη λευκωματίνη (60%) και την GBG (38%). Κατά τον περιφερικό μεταβολισμό της οιστραδιόλης και της οιστρόνης παράγονται περισσότεροι από 10 στεροειδείς μεταβολίτες, οι οποίοι απεκκρίνονται στα ούρα σε σύνδεση κυρίως με θειικές ή γλυκουρονικές ρίζες. Τα επίπεδα των οιστρογόνων στο αίμα εμφανίζουν δύο μέγιστα: το πρώτο (υψηλότερο, αλλά μικρότερης διάρκειας) αντίστοιχα με την ωοθυλακιορρηξία και το δεύτερο (χαμηλότερο, αλλά μεγαλύτερης διάρκειας) κατά την εκκριτική φάση του κύκλου. Η προγεστερόνη που παράγεται κυρίως στο ωχρό σωμάτιο είναι ευνόητο ότι εμφανίζει υψηλότερη στάθμη κατά την εκκριτική φάση. Ο κοκκώδης υμένας του ωχρού σωματίου παράγει περισσότερο προγεστερόνη παρά οιστρογόνα, ενώ τα κύτταρα της έσω και της έξω θήκης κυρίως ανδροστενδιόνη και τεστοστερόνη που μετατρέπονται όμως σε οιστρογόνα από τα κύτταρα του κοκκώδους υμένα. Η προγεστερόνη συνδέεται και αυτή κατά 80% με τη λευκωματίνη στο αίμα. Η προγεστερόνη εμφανίζεται στα ούρα κυρίως με τη μορφή του κύριου περιφερικού μεταβολίτη της, της πρεγνανδιόλης.
8
Ορμονεσ ωοθηκησ Ωοθηκική ορμόνη είναι και η ρελαξίνη, η οποία παράγεται κυρίως από το κυοφόρο ωχρό σωμάτιο, αλλά σε μικρά ποσά και εκτός κυήσεως, καθώς επίσης και από τον προστάτη στον άνδρα. Πρόκειται για ένα διπεπτίδιο με δύο αλύσους αμινοξέων , οι οποίες συνδέονται με δισουλφιδικούς δεσμούς. Η δομή της ρελαξίνης παρουσιάζει ομοιότητα με εκείνη της ινσουλίνης και των IGF-I και –II (insulin-like growth factors I και II). Η δράση της ρελαξίνης εμφανίζεται κατά το δεύτερο ήμισυ της εγκυμοσύνης, οπότε προκαλείται χαλάρωση της ηβικής συμφύσεως, καθώς και του μυομητρίου. Θεωρείται επίσης ότι συμβάλλει στη διαστολή του τραχήλου της μήτρας. Προϋπόθεση για την εμφάνιση των επενεργειών της ρελαξίνης είναι η παρουσία υψηλής σχετικά στάθμης οιστρογόνων στον οργανισμό. Η ρελαξίνη δρα κυρίως στο κολλαγόνο, ελαττώνοντας τον πολυμερισμό των βλεννοπολυσακχαριτών τους οποίους περιέχει, αυξάνοντας την περιεκτικότητά τους σε ύδωρ, ελαττώνοντας τον αριθμό των συνδέσεων μεταξύ των κολλαγόνων ινών και αυξάνοντας τη δραστηριότητα των πρωτεολυτικών κολλαγονασών.
9
ΔΡΑΣΕΙΣ ΟΙΣΤΡΟΓΟΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΓΕΣΤΕΡΟΝΗΣ
Τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη είναι υπεύθυνα για την ειδική διαμόρφωση και τη διαφοροποίηση των γεννητικών οργάνων του θήλεος. Επιπλέον, δρουν και στον γυναικείο οργανισμό ως σύνολο. Τα οιστρογόνα κατά την εφηβική ηλικία προκαλούν αύξηση του μεγέθους της μήτρας (κυρίως του μυομητρίου), ενώ παραλλήλως προωθούν την εξέλιξη του κόλπου και τη διαφοροποίηση του επιθηλίου του, καθώς επίσης και την ανάπτυξη των έξω γεννητικών οργάνων του θήλεος. Μεγάλη σημασία παρουσιάζουν οι δράσεις των οιστρογόνων και της προγεστερόνης στη μήτρα και στον κόλπο κατά τη διάρκεια της εξελίξεως του ωοθηκικού κύκλου.
10
ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΗΤΡΑ Η έκκριση των οιστρογόνων από τα ταχέως αναπτυσσόμενα ωοθυλάκια στα αρχικά στάδια του ωοθηκικού κύκλου (5η-14η ημέρα) προκαλεί συνεχή άνοδο της στάθμης των στεροειδών αυτών στο αίμα. Τα οιστρογόνα δρουν στα βασικά εκείνα τμήματα του βλεννογόνου της μήτρας (ενδομήτριο) τα οποία παρέμειναν μετά από την προηγηθείσα έμμηνη ρύση και προκαλούν ταχεία ανάπλαση όλων των στοιβάδων του. Η πρώτη αυτή φάση του καταμήνιου κύκλου της μήτρας ονομάζεται θυλακική ή παραγωγική φάση. Σε αυτήν οι αδένες του ενδομητρίου αυξάνονται κατά μήκος, παραμένουν όμως ακόμα σχετικά ευθύγραμμοι, ενώ συγχρόνως αναπτύσσονται και οι ακροτελεύτιες απολήξεις των ελικοειδών αρτηριών του ενδομητρίου. Ειδικότερα, τα οιστρογόνα προκαλούν υπερτροφία και υπερπλασία του επιθηλίου, αύξηση της διαβατότητας του τοιχώματος των αιματικών τριχοειδών και αύξηση του ρυθμού συνθέσεως DNA και RNA, πρωτεϊνών και γλυκογόνου. Το σύνολο των μεταβολών αυτών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μεγέθους και του βάρους της μήτρας.
11
ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΗΤΡΑ Στην ωχρινική ή εκκριτική φάση, η οποία ακολουθεί και αρχίζει από τη στιγμή της ωοθυλακιορρηξίας, οι αδένες του ενδομητρίου με την επίδραση της προγεστερόνης του ωχρού σωματίου αυξάνουν περισσότερο σε μέγεθος και γίνονται ελικοειδείς. Στα κύτταρά τους εναποτίθενται γλυκογόνο και άλλες θρεπτικές ουσίες, ενώ το ενδομήτριο ολόκληρο εμφανίζει μια ελαφρά εξοίδηση, λόγω κατακράτησης ύδατος και ηλεκτρολυτών. Κατά τη φάση αυτή, η οποία κορυφώνεται 6-8 ημέρες μετά την ωοθυλακιορρηξία, η μήτρα είναι πλέον απόλυτα προετοιμασμένη για να υποδεχθεί το ωάριο το οποίο ενδεχομένως έχει γονιμοποιηθεί. Εάν δεν επέλθει γονιμοποίηση, το ωχρό σωμάτιο αρχίζει να υποστρέφεται και στον βλεννογόνο της μήτρας αίρεται η υποστήριξη από την προγεστερόνη και τα οιστρογόνα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα i) την συρρίκνωση του βλεννογόνου (αφυδάτωση) ii) την σύσπαση και την απόφραξη των ακροτελεύτιων κλάδων των ελικοειδών αρτηριών (ισχαιμική φάση) και άρα διαταραχές της αιματώσεως των επιφανειακών επιθηλιακών και αδενικών στοιχείων του ενδομητρίου (δηλαδή της λεγόμενης λειτουργικής στιβάδας του ενδομητρίου) iii) τη δημιουργία εστιακών νεκρώσεων και λευκοκυτταρικών διηθήσεων και iv) την απόσπαση μεγάλων τμημάτων του ενδομητρίου. Αυτή συνοδεύεται από χαρακτηριστική αιμορραγία ( ml αίμα) η οποία διαρκεί 3-7 ημέρες (φάση έμμηνης ρύσεως). Μαζί με το αίμα, το οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πήζει εύκολα γιατί περιέχει μια ινωδολυσίνη, απομακρύνεται και ένας αυξημένος αριθμός λευκών αιμοσφαιρίων (λευκόρροια). Η παρουσία των κυττάρων αυτών συμβάλλει στην προστασία της αιμορραγούσας μήτρας από επιμολύνσεις. Τελικά διατηρούνται τα βαθύτερα στρώματα του ενδομητρίου (βασική στοιβάδα) και ιδίως οι πυθμένες των αδένων του από τους οποίους και πάλι αναγεννάται ολόκληρο το ενδομήτριο κατά τον επόμενο κύκλο.
12
ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ Παράλληλα με τα όσα συμβαίνουν στη μήτρα παρουσιάζονται και μεταβολές στο επιθήλιο του κόλπου, οι οποίες επίσης σχετίζονται με τις κυκλικές μεταπτώσεις της στάθμης των οιστρογόνων και της προγεστερόνης στον οργανισμό. Τα οιστρογόνα προκαλούν υπερπλασία του κολπικού επιθηλίου, του οποίου τα κύτταρα εμφανίζουν στα ενδιάμεσα στάδια μια χαρακτηριστική εναπόθεση κοκκίων γλυκογόνου (παράλληλα με το ίδιο φαινόμενο που παρατηρείται στο ενδομήτριο), ενώ τελικώς οι επιφανειακές στιβάδες κερατινοποιούνται και αποπίπτουν. Το pH του κόλπου είναι όξινο και η βλέννα που εκκρίνεται είναι πολύ ιξώδης, αλλά σχετικά λεπτόρευστη, και σχηματίζει όταν ξηραίνεται χαρακτηριστικά σχήματα φτέρης. Η δράση της προγεστερόνης είναι ανάλογη αλλά λιγότερο έντονη, δηλαδή προκαλείται υπερπλασία των κυττάρων η οποία όμως δεν φτάνει μέχρι την κερατινοποίηση και η βλέννη είναι περισσότερο παχύρρευστη. Υπερπλαστική δράση εμφανίζουν οιστρογόνα και προγεστερόνη και στα κύτταρα των ωαγωγών. Τα οιστρογόνα επιπλέον προάγουν ιδιαίτερα την αύξηση του αριθμού των κροσσωτών κυττάρων, τα οποία συμβάλλουν στην κάθοδο του ωαρίου προς την μήτρα.
13
ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΜΑΖΙΚΟ ΑΔΕΝΑ
Τα οιστρογόνα προωθούν την ανάπτυξη των γαλακτοφόρων πόρων, οι οποίοι αυξάνουν κατά μήκος και διάμετρο. Η προσθήκη της προγεστερόνης προκαλεί την εμφάνιση και ανάπτυξη των αδενοκυψελών, ενώ στην εξέλιξη και διαφοροποίηση των αδένων αυτών συμμετέχουν και ορμόνες της αδενοϋπόφυσης. Τα οιστρογόνα επαυξάνουν την χρωστική στην άλω των θηλών. Σε μικρές δόσεις συμβάλλουν επιπλέον στη διατήρηση της παραγωγής του γάλακτος κατά την γαλουχία, ενώ αντίθετα η χορήγηση μεγάλων δόσεων την διακόπτει.
14
ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕσ ΔΡΑΣΕΙΣ Εκτός από τις ειδικές ενέργειες σε όργανα που σχετίζονται με τη λειτουργία της αναπαραγωγής, τα στεροειδή των ωοθηκών προκαλούν μια σειρά από γενικότερες επιδράσεις στον γυναικείο οργανισμό. Συγκεκριμένα: Τα οιστρογόνα συμβάλλουν στην θηλυκή διαμόρφωση του γυναικείου σώματος (αυξημένη ποσότητα λίπους σε σχέση με τον άνδρα και χαρακτηριστική κατανομή του, μικρή ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος, μικρός λάρυγγας, στενοί ώμοι, ευρεία πύελος κτλ). Επίσης, προκαλούν αύξηση του πάχους του δέρματος και καθιστούν περισσότερο ρευστά τα εκκρίματα των σμηγματογόνων αδένων ανταγωνιζόμενα στο σημείο αυτό τα ανδρογόνα. Η ανάπτυξη της δευτερογενούς τριχώσεως της γυναίκας οφείλεται βασικά στα ανδρογόνα του γυναικείου οργανισμού, ενώ η σχετική συμβολή των οιστρογόνων είναι ελάχιστη. Τα οιστρογόνα προκαλούν μια μετρίου βαθμού κατακράτηση νατρίου και ύδατος, ενώ η προγεστερόνη αντιθέτως αυξάνει την αποβολή του νατρίου δρώντας ανταγωνιστικά προς την αλδοστερόνη. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι κατά τις φάσεις της μέγιστης εκκρίσεώς τους στον κύκλο τα οιστρογόνα αυξάνουν το διάμεσο ύδωρ στο δέρμα, το οποίο κατά συνέπεια εμφανίζει μια ελαφρά εξοίδηση.
15
ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕσ ΔΡΑΣΕΙΣ Τα οιστρογόνα επιδρούν στον μεταβολισμό εμφανίζοντας αναβολική επενέργεια, ασθενέστερη όμως από εκείνη της τεστοστερόνης, που εκδηλώνεται κυρίως στα όργανα του γεννητικού συστήματος του θήλεος τα οποία έχουν κατεξοχήν ευαισθησία στα στεροειδή αυτά. Δρουν όμως και γενικότερα αναβολικά, καθώς μειώνουν την δραστηριότητα των οστεοκλαστών και άρα την απορρόφηση οστού. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, δηλαδή όταν πλέον στην ωοθήκη περιορίζεται η παραγωγή οιστρογόνων στο ελάχιστο, εμφανίζεται συχνά μια προοδευτική οστεοπόρωση. Άλλες μεταβολικές δράσεις των οιστρογόνων είναι η αύξηση των ειδικών πρωτεϊνών του πλάσματος που δεσμεύουν την κορτιζόλη (τρανσκορτίνη) και τις θυρεοειδικές ορμόνες (TBG) και είναι δυνατόν επομένως να περιορίζουν τις δραστικές συγκεντρώσεις των στεροειδών και των θυρεοειδικών ορμονών. Επίσης, επιφέρουν αύξηση των επιπέδων της HDL χοληστερόλης στο αίμα και μείωση της LDL, γεγονός που μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης αρτηριοσκλήρυνσης. Προκαλούν επίσης αύξηση των τριγλυκεριδίων στο πλάσμα. Ακόμη, αυξάνουν στο αίμα τα κυκλοφορούντα επίπεδα διαφόρων παραγόντων πήξης. Η προγεστερόνη αντιθέτως εμφανίζει μάλλον καταβολική δράση η οποία σε έναν βαθμό μπορεί να συσχετισθεί με την έντονη θερμιδογόνο της δράση. Μέσω άμεσης ή έμμεσης δράσης στον υποθάλαμο η προγεστερόνη προκαλεί ανύψωση της θερμοκρασίας του σώματος. Έτσι, στην ωοθυλακιορρηξία και μετά, η θερμοκρασία του σώματος της γυναίκας αυξάνει κατά ˚C.
16
ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΕσ ΔΡΑΣΕΙΣ Τα οιστρογόνα δρουν στην αύξηση του σώματος στην εφηβική ηλικία με έναν μηχανισμό ανάλογο με της τεστοστερόνης. Αρχικά, προκαλείται επίταση της αυξήσεως, μετά όμως επέρχεται ταχεία σύγκλειση της αυξητικής ζώνης στις επιφύσεις έτσι ώστε να διακόπτεται η περαιτέρω αύξηση του σώματος. Γενικά, η κατά μήκος αύξηση σταματά νωρίτερα στα θήλεα άτομα (συνήθως την εποχή της πρώτης εμφάνισης της έμμηνης ρύσεως, δηλαδή της πλήρους γενετήσιας λειτουργίας) παρά στα άρρενα, στα οποία συνήθως συνεχίζεται αρκετά χρόνια ακόμη. Αυτός είναι και ένας λόγος που τα θήλεα άτομα των μεσογειακών χωρών, επειδή εμφανίζουν πρωιμότερη έναρξη της εμμήνου ρύσεως, είναι πιο βραχύσωμα από τις κατοίκους των βορειότερων περιοχών (Σκανδιναβικές χώρες) στις οποίες η λειτουργία αυτή σχετικώς καθυστερεί. Τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, όπως άλλωστε και τα ανδρογόνα, επηρεάζουν τη συμπεριφορά και τον ψυχισμό του ατόμου, καθώς επίσης και διάφορες νευροφυτικές λειτουργίες. Οι δράσεις αυτές εξασκούνται κυρίως μέσω του υποθαλάμου, αλλά ενδεχομένως και άλλων περιοχών του εγκεφάλου.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.