Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
2
Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ.....
Oι γραπτές πηγές δίνουν πολλές πληροφορίες για τη διατροφή των Βυζαντινών. Βασική επιδίωξη ήταν η αυτάρκεια του νοικοκυριού και γι' αυτό κάθε οικογένεια καλλιεργούσε τα βασικά λαχανικά και εξέθρεψε κάποια ζώα (κυρίως πουλερικά). Βέβαια αυτό ήταν δύσκολο να ισχύει στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, που την περίοδο της ακμής της έφτανε τους κατοίκους. Για αυτές τις περιπτώσεις, επενέβαινε η κρατική μέριμνα, κυρίως μέσω του έπαρχου της πόλης. Τα κύρια γεύματα των Βυζαντινών ήταν το πρόγ(ε)υμα ή πρόφαγον, το άριστον ή μεσημβρινόν (γεύμα), καθώς και ο δείπνος. Έτρωγαν χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια, αφού το πιρούνι ήταν άγνωστο μέχρι το 10ο αιώνα και η χρήση του σπάνια στους επόμενους αιώνες. Χρησιμοποιούσαν επίσης κοχλιάρια ή κουτάλια και μαχαίρια. Πριν και μετά το φαγητό έπλεναν τα χέρια τους, χρησιμοποιώντας το χέρνιβ(ι)ον (πήλινο ή μεταλλικό αγγείο).
3
Οι Βυζαντινές γεύσεις Η διαδικασία παρασκευής της τροφής -η επιλογή υλικών, μεθόδων και σκευών- αποτελεί μία σημαντική παράμετρο του πολιτισμού μίας εποχής και η διερεύνηση της συνεργεί στην αναπαράσταση της καθημερινότητας ενός λαού, σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Η περίοδος του Βυζαντίου είναι μία σημαντική εποχή, όπου το ελληνικό στοιχείο αναδεικνύεται κυρίαρχο και παράλληλα συμβιώνει με σειρά άλλους λαούς, που είχαν πρόσβαση στη Μεσόγειο, αλλά και στην Κασπία και στη Μαύρη Θάλασσα. Η αναζήτηση των βυζαντινών γεύσεων αποδεικνύεται περισσότερο δύσκολη απ΄ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Η πρώτη δυσκολία προκύπτει από τις γραπτές πηγές της εποχής, οι οποίες παρέχουν μεν πληροφορίες για το τι έτρωγαν οι Βυζαντινοί, αποδεικνύονται όμως μη διαφωτιστικές σ΄ ό,τι αφορά στον τρόπο που μαγείρευαν τα φαγητά τους, για τη δοσολογία των διαφόρων υλικών που χρησιμοποιούσαν ή για τον χρόνο που απαιτούνταν για την παρασκευή ενός φαγητού. Διαφοροποιήσεις στις διατροφικές συνήθειες επέβαλλαν προφανώς οι κατά τόπους διαφορετικές κλιματολογικές και γεωγραφικές συνθήκες (όπως π.χ. η γειτνίαση ή όχι με τη θάλασσα), η κοινωνική και οικονομική διαστρωμάτωση του πληθυσμού, η πιστή ή όχι τήρηση των απαγορεύσεων, που υποδείκνυαν οι διάφορες θρησκείες. Ακόμα, μάλιστα και οι ιστορικές εξελίξεις, που σχετίζονταν με τις μετακινήσεις των πληθυσμών, τη σταδιακή αλλαγή της σχέσης μεταξύ της υπαίθρου και των πόλεων και την αυξομείωση των συνόρων της επικράτειας των Βυζαντινών. Σημαντικές αλλαγές υπήρξαν, στις διατροφικές συνήθειες των Βυζαντινών, μετά το 1204 μ.Χ. και την κατάλυση της αυτοκρατορίας από τους Σταυροφόρους.
4
Στο Φούρνο Τα κυριότερα είδη διατροφής ήταν το ψωμί, το λάδι, οι ελιές και το τυρί. Η ποιότητα του ψωμιού παρουσίαζε ποικιλία και ήταν ανάλογη με τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή. Έτσι καλύτερος και ακριβότερος άρτος ήταν ο καθαρός άρτος ή ο σεμίδαλις. Φτιαγμένος από καθαρό ψιλοκοσκινισμένο σιτάρι ή από σιμιγδάλι, τον απολάμβαναν οι πλουσιότερες ομάδες του πληθυσμού. Οι υπόλοιποι αρκούνταν σε έναν υποδεέστερο τύπο ψωμιού, το μεσοκάθαρον ή της μέσης ή ακόμη και στους ρυπαρούς ή κυβαρούς άρτους, ζυμωμένους από άλλα, χαμηλής ποιότητας δημητριακά, και συνυφασμένους με τη φτώχεια. Ένδειξη απόλυτης φτώχειας ήταν η κατανάλωση ψωμιού από πίτουρα (πιτεράτον).
5
Το Ψωμί Στα χωριά το κάθε νοικοκυριό έψηνε μόνο του το ψωμί που χρειάζονταν, ενώ στις πόλεις οι περισσότεροι το αγόραζαν από τους φούρνους. Εκτός, από το φρέσκο ψωμί οι Βυζαντινοί παρασκεύαζαν και παξιμάδια, που διατηρούνταν περισσότερο καιρό .
6
Όσπρια - Λαχανικά Η φθηνότερη και πιο διαδεδομένη τροφή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν τα λαχανικά και τα όσπρια. Με δεδομένες δε τις μεγάλες περιόδους νηστείας που προβλέπει η Εκκλησία, και τις οποίες φαίνεται ότι τηρούσαν με αρκετή ευλάβεια οι Βυζαντινοί, οι τροφές αυτές καταναλώνονταν για μακρύ χρονικό διάστημα από το σύνολο του πληθυσμού. Δεν είναι πάντα εύκολο να ταυτίσουμε τα διάφορα είδη λαχανικών που αναφέρουν οι πηγές. Μεγάλη κατανάλωση είχαν τα λάχανα, τα πράσα, τα κρεμμύδια, τα τεύτλα, τα μαρούλια, τα ραδίκια, το καρότο, ο αρακάς, η ρόκα. Άγνωστες φυσικά ήταν οι πατάτες και οι ντομάτες, που έφτασαν στην Ευρώπη πολύ αργότερα. Τα όσπρια ήταν φθηνά και είχαν την τιμητική τους στο τραπέζι των ασθενέστερα οικονομικά τάξεων. Το γεγονός ότι τα όσπρια μπορούσαν να διατηρηθούν επί μακρόν μπορούσαν να φθάνουν στα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και στις απομακρυσμένες περιοχές της αυτοκρατορίας. Τα πιο συνηθισμένα όσπρια ήταν το «φασούλιν», τα «κουκκία», η φακή, τα «λουπινάρια» και τα «ερεβίνθια». Μεγάλη κατανάλωση φαίνεται να είχαν τα άγρια χόρτα και οι βολβοί. Το μαγείρεμα των λαχανικών είχε μεγάλη ποικιλία, τα έφτιαχναν, μάλιστα και τουρσί, για να μπορούν να τα καταναλώνουν και κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
8
Σούπες Σούπες και ζωμοί με διάφορα λαχανικά, όσπρια, ψάρια ή και παστό κρέας φαίνεται ότι αποτελούσαν μία συνηθισμένη επιλογή στα βυζαντινά νοικοκυριά του 13ου αιώνα. Μετά από το 1204 και την κατάκτηση του Βυζαντίου από τους σταυροφόρους, οι διατροφικές συνήθειες φαίνεται να διαφοροποιούνται, τόσο από τις δυτικές επιρροές, όσο και από την οικονομική κρίση που ακολούθησε.
9
Τα αβγά και τα φρούτα, οι ξηροί καρποί, το γάλα και το τυρί
Τα αβγά και τα φρούτα, οι ξηροί καρποί, το γάλα και το τυρί Τα αβγά κότας ήταν ένα συνηθισμένο τρόφιμο στο Βυζάντιο. Τρώγονταν βραστά, ψητά, τηγανητά ή και «ροφητά» (ωμά). Οι Βυζαντινοί προτιμούσαν τ΄ αβγά των φασιανών σε σχέση με τ΄ αβγά της χήνας, της πάπιας και της πέρδικας. Τα φρούτα και οι ξηροί καρποί αποτελούσαν το επιδόρπιο των Βυζαντινών. Φρούτα, όπως τα σύκα και τα σταφύλια τα αποξέραιναν και μαζί με κάστανα αμύγδαλα φιστίκια και κουκουνάρια τα έτρωγαν τους χειμερινούς μήνες. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν έλειπαν από το βυζαντινό τραπέζι, ιδιαίτερα στην ενδοχώρα, όπου η κτηνοτροφία ήταν περισσότερο διαδεδομένη. Το τυρί οι Βυζαντινοί το έφτιαχναν από γάλα πρόβειο, κατσικίσιο, αγελαδινό, αλλά και βουβαλίσιο. Στις γραπτές πηγές, αναφέρονται διάφορες ποικιλίες τυριών, όπως το ανθότυρον, η μυζήθρα, το κρητικόν το περίφημο «βλάχικον τυρίτσιν», αλλά και το χαμηλής ποιότητας «ασβεστότυρον». Από το γάλα έφτιαχναν ακόμη «οξύγαλον» (γιαούρτι) και βούτυρο.
10
Η ελιά και το λάδι, τα ψάρια και το απαραίτητο ιώδιο από τη θάλασσα
Ο ελαιόκαρπος υπήρξε, στα βυζαντινά χρόνια, ένα πολύ διαδεδομένο, πρόχειρο και νηστίσιμο προϊόν. Οι ελιές διατηρούνταν σε άλμη (αλμάδες), σε ξίδι ή σε «οξύμελι» (ξίδι και μέλι μαζί). Γνωστές, επίσης, ήταν οι "θλαστές" (τσακιστές) και οι «δρουπάτες» (θρούμπες). Σχετικά διαδομένη ήταν και η χρήση του ελαιολάδου στη μαγειρική 'τουλάχιστον στις ελαιοπαραγωγικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Τα ψάρια οι Βυζαντινοί τα έτρωγαν «εκζεστά» (βραστά), «οφτά» (ψητά) ή «τηγάνου» (τηγανητά). Τα παστά ψάρια ήταν διατηρημένα σε χοντρό αλάτι και καταναλώνονταν κυρίως το χειμώνα, αλλά και καθ΄όλη τη διάρκεια τους έτους στις περιοχές της αυτοκρατορίας, που ήταν απομακρυσμένες από τη θάλασσα. Στο βυζαντινό τραπέζι σερβίρονταν ακόμα και θαλασσινοί μεζέδες, τα λεγόμενα «αγνά» (καλαμάρια, χταπόδια, γαρίδες, χτένια, πεταλίδες, μύδια, στρείδια, αχινοί κ.λπ.), τα οποία τα μαγείρευαν με διάφορους τρόπους ή τα έτρωγαν ωμά. Τη διατροφή των Βυζαντινών συμπλήρωναν, κυρίως στις παραθαλάσσιες και παραποτάμιες περιοχές, τα ψάρια και τα θαλασσινά. Βέβαια, στις μεγάλες πόλεις και γενικότερα όπου δεν υπήρχε άμεση δυνατότητα αλιείας, τα μεγάλα και ακριβά ψάρια (κεφάλα, συναγρίδες, μπαρμπούνια, λαβράκια, λυθρίνια, καλκάνια) ήταν προνόμιο των λίγων, ενώ οι υπόλοιποι περιορίζονταν στα μικρά ψάρια (σαρδέλες, παλαμίδες, σκουμπριά, τσίρους) και κυρίως στα παστά.
11
Tο κρέας, είδος πολυτελείας
Η ίδια διάκριση ισχύει και για την κατανάλωση του κρέατος. Τα ζώα της οικογένειας εκτρέφονταν κυρίως για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα αβγά. Η κατανάλωση κρέατος, ακόμη και του παστού, ήταν μια σπάνια πολυτέλεια για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αντίθετα, στα τραπέζια των πλουσίων έβρισκαν συχνότερα τη θέση τους αρνιά, κατσίκια, κότες, πουλερικά, καθώς και κυνήγια. Σε ιδιαίτερη εκτίμηση είχαν τα χοιρινά κρέατα. Τα εντόσθια θεωρούνταν υποδεέστερη τροφή, κατασκεύαζαν, όμως, με αυτά φαγητά που θυμίζουν το σημερινό κοκορέτσι (πλεκτήν) και τη γαρδούμπα (γαρδούμιον). Το κρέας δεν αποτελούσε καθημερινή τροφή για τους Βυζαντινούς. Όχι μόνον επειδή ήταν μάλλον σπάνιο και ακριβό, αλλά και εξαιτίας των νηστειών που υπαγόρευε η χριστιανική θρησκεία, για τις μισές τουλάχιστον ημέρες του χρόνου. Περισσότερο αγαπητό ήταν το χοιρινό κρέας, το οποίο μαγείρευαν με ποικίλους τρόπους. Από το τραπέζι τους δεν έλειπαν τα αρνιά, οι γίδες, τα βοοειδή, καθώς και το κυνήγι π.χ.: ελάφια και λαγοί. Βρώσιμα θεωρούνταν όλα σχεδόν τα μέρη των ζώων -ακόμα και το κεφάλι, η ουρά, τα πόδια και τα εντόσθια. Το κρέας που δεν καταναλώνονταν αμέσως -μετά από τη σφαγή του ζώου-, συνήθως παστώνονταν, προκειμένου να διατηρηθεί μεγαλύτερο διάστημα. Τα πουλερικά είναι το κρέας που έτρωγαν περισσότερο από κάθε άλλο. Η ποικιλία ήταν πολύ μεγάλη. Ωστόσο, οι πηγές αναφέρουν ότι οι Βυζαντινοί προτιμούσαν τις πάπιες, τις χήνες, τα περιστέρια, τα παγόνια, τις πέρδικες, τα κοτσύφια και τις τσίχλες. Υπήρχαν, μάλιστα κι ειδικά εκτροφεία παγωνιών, καθώς το πουλί αυτό ήταν στην κορωνίδα των προτιμήσεων της άρχουσας τάξης.
12
Καρυκεύματα Οτιδήποτε μπορούσε να καταστήσει το φαγητό νόστιμο ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς «ήδυσμα» ή «άρτυμα». Ανάμεσα στα αρτύματα κυρίαρχη θέση είχε το λάδι, τα λίπη, το σκόρδο, τα γαλακτοκομικά, το ξίδι και οι σάλτσες. Από τα καρυκεύματα συνηθισμένα ήταν η ρίγανη, ο δυόσμος, το πιπέρι, το σέλινο, το πράσο, ο άνηθος, το δενδρολίβανο και το κύμινο. Επίσης, χρησιμοποιούσαν και πιο εξωτικά καρυκεύματα, όπως η κανέλα και το μοσχοκάρυδο. Από το σινάπι, μάλιστα, έφτιαχναν ένα είδος μουστάρδας, που συνόδευε τα ψάρια και τα αλλαντικά. Τέλος, ως εξαιρετικό ήδυσμα οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον κρόκο (ζαφορά). Οτιδήποτε μπορούσε να καταστήσει το φαγητό νόστιμο ονομάζονταν από τους Βυζαντινούς «ήδυσμα» ή «άρτυμα». Ανάμεσα στα αρτύματα κυρίαρχη θέση είχε το λάδι, τα λίπη, το σκόρδο, τα γαλακτοκομικά, το ξίδι και οι σάλτσες. Από τα καρυκεύματα συνηθισμένα ήταν η ρίγανη, ο δυόσμος, το πιπέρι, το σέλινο, το πράσο, ο άνηθος, το δενδρολίβανο και το κύμινο. Επίσης, χρησιμοποιούσαν και πιο εξωτικά καρυκεύματα, όπως η κανέλα και το μοσχοκάρυδο. Από το σινάπι, μάλιστα, έφτιαχναν ένα είδος μουστάρδας, που συνόδευε τα ψάρια και τα αλλαντικά. Τέλος, ως εξαιρετικό ήδυσμα οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τον κρόκο (ζαφορά).
13
Επιδόρπιο, κρασί κι άλλα ποτά
Βασικό συμπλήρωμα της διατροφής ήταν τα φρούτα (μήλα, αχλάδια, σύκα ξερά και φρέσκα, κεράσια, σταφύλια, πεπόνια κ.ά.), καθώς κι οι ξηροί καρποί (καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια). Τέλος, ως επιδόρπια (επίδειπνα ή δούλκια) είχαν διάφορα γλυκίσματα. Κύριο γλυκαντικό μέσο ήταν το μέλι. Γνωστά γλυκίσματα της εποχής είναι ο σησαμούς (παστέλι), η μουστόπιτα (μουσταλευριά), το κυδωνάτον (κυδωνόπαστο), διάφορα γλυκά κουταλιού, καθώς κι ένα είδος τηγανίτας (το λάγανον ή λαλλάγγι). Ένα γλύκισμα (κοπτοπλακούς) με φύλλα ζύμης, αμύγδαλα, καρύδια και μέλι μοιάζει να είναι ο πρόγονος του μπακλαβά. Οι Βυζαντινοί αγαπούσαν, επίσης, το κρασί κι είχαν μία μεγάλη ποικιλία. Το κάθε κρασί αναφερόταν με το όνομα της περιοχής απ΄όπου προερχόταν. Αναμείγνυαν παλαιό κρασί με μέλι και πιπέρι κι έφτιαχναν το «κονδίτον». Άλλα αλκοολούχα ποτά ήταν ο «μηλίτης», ο «μυρτίτης», ο «απίτης», ο «φοινικίτης» κ.λπ. Γνώριζαν την μπίρα, αλλά έφτιαχναν και μία σειρά άλλα ποτά μη αλκοολούχα, όπως από εκχύλισμα αμυγδάλων, μελίγαλα, ροδόμελι κ.λπ.
15
ΑΣΧΟΛΙΕΣ..... (αστικά επαγγέλματα)
Η άσκηση των επαγγελμάτων κατά τη Βυζαντινή περίοδο ήταν ελεγχόμενη από το κράτος και οργανωμένη σε συντεχνίες. Τα χαρακτηριστικά και η λειτουργία κάθε συντεχνίας ορίζονταν σαφώς από τους νόμους και δεν ήταν επιτρεπτό να ανήκει κανείς σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Ορισμένοι επαγγελματίες υπόκεινταν σε περιορισμούς, όπως οι κεραμείς, που έπρεπε να χτίζουν τα καμίνια τους μακριά από κατοικημένη περιοχή και σε απόσταση το ένα από το άλλο. Το ίδιο ίσχυε για τους βυρσοδέψες και τους βαφείς.
16
Στις πόλεις βρίσκονταν τα εργαστήρια και τα εμπορικά
Στις πόλεις βρίσκονταν τα εργαστήρια και τα εμπορικά. Κάθε συντεχνία διατηρούσε τα εργαστήρια ή τα μαγαζιά της σε συγκεκριμένη περιοχή της πόλης. Για παράδειγμα οι χαλκωματάδες της Θεσσαλονίκης είχαν τα καταστήματά τους κοντά στην Παναγία των Χαλκέων. Ανάμεσα στα καταστήματα που λειτουργούσαν ήταν τα μαγκιπεία, οι φούρνοι δηλαδή, και τα σαρδαμαρεία, που έμοιαζαν με τα σημερινά παντοπωλεία. Κρέας και λαχανικά προμήθευαν στους κατοίκους ο μακελλάρης και ο λαχανοπώλης. Ένα πλήθος πλανόδιων μικροπωλητών, "οι γυρεύοντες", εξυπηρετούσε τις γυναίκες περνώντας έξω από τα σπίτια τους. Με το χτίσιμο των σπιτιών ασχολούνταν οι οικοδόμοι, ο μαΐστωρ και οι μαθητές. Αυστηροί νόμοι που προέβλεπαν δεκαετή εγγύηση των κτιρίων εξασφάλιζαν τους ιδιοκτήτες από κακοτεχνίες. Υπήρχαν ακόμη οι διδάσκαλοι και οι γιατροί, καθώς επίσης και οι μυρεψοί, που πουλούσαν αρώματα και φάρμακα. Οι εργαζόμενες γυναίκες ήταν, μεταξύ άλλων, υφάντριες, χορταρίνες, μάζευαν δηλαδή χόρτα, και πορικοπώλισσες, που πουλούσαν οπωροκηπευτικά, ή κουρίσσες που φρόντιζαν την κόμμωση των γυναικών και δούλευαν στα σπίτια και στα λουτρά.
18
Ασχολίες (αγροτικά επαγγέλματα)
Λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους της Μακεδονίας οι αγροτικές και κτηνοτροφικές ασχολίες ήταν η βάση της οικονομίας. Οι διάφοροι μικροϊδιοκτήτες, μισθωτές γαιών και δουλοπάροικοι ήταν δεμένοι με τη γη που καλλιεργούσαν. Γύρω από τα χωριά υπήρχαν τα αμπέλια και τα περιβόλια, καθώς υπήρχαν ζώνες καλλιέργειας για τα διάφορα προϊόντα. Σε μεγαλύτερη απόσταση εκτείνονταν τα χωράφια η έκταση των οποίων καθοριζόταν με σκοινιά και όρους, ενώ πολλές φορές προκαλούνταν καυγάδες ανάμεσα στους γείτονες.
19
Το δημοσιονομικό σύστημα του βυζαντινού κράτους στηριζόταν στην αγροτική παραγωγή της οργανωμένης κοινωνίας του χωριού. Όμως, η φορολογία που τους έδενε άρρηκτα με τη γη και τους συγχωριανούς τους, οι θεομηνίες και το πέρασμα των στρατευμάτων με την παρεπόμενη διαρπαγή των προϊόντων τους, δυσχέραιναν τη ζωή των αγροτών και τους οδηγούσαν πολύ συχνά στο δανεισμό. Η ανικανότητα αποπληρωμής των χρεών οδηγούσε στην εξαθλίωση και τη φυγή. Συχνά, για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες, οι μικροκαλλιεργητές προτιμούσαν να πουλήσουν τις εκτάσεις τους μαζί με την ελευθερία τους και να μετατραπούν σε δουλοπαροίκους, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τις ήδη μεγάλες ιδιοκτησίες των μεγαλογαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι κατόρθωναν με το πέρασμα των αιώνων να ελέγχουν όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις απολαμβάνοντας ταυτόχρονα σημαντικές φοροαπαλλαγγές παρά τις όποιες προσπάθειες της κεντρικής εξουσίας να περιορίσει τη δύναμή τους. Αντίθετα οι βοσκότοποι, που εκτείνονταν πέρα από τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ανήκαν συλλογικά στην κοινότητα. Οι βοσκοί φρόντιζαν τα ζώα τους με τη βοήθεια των ποιμενικών σκύλων.
21
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ Tamara T. Rice, Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος Βυζαντινών, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1997. =ypomeleti&lang=gr&id=2&sub=320&level=2
22
ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ : ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΠΑΝΟΓΛΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΣΑΜΗ ΡΑΦΑΕΛΑ ΣΠΑΝΟΥ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ : ΚΑΙΤΗ ΤΣΟΠΑΝΟΓΛΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΣΑΜΗ ΡΑΦΑΕΛΑ ΣΠΑΝΟΥ
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.