Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
Μυθοι και Θρυλοι της Ηλείας
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 2ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ-ΜΑΙΟΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ
3
Οι μαθητές Ηλιοπούλου Αναστασία Καμπάνταη Αναστασία Νικηταρά Άντζελα Κατσιμοίρης Αθανάσιος Λαζάροβα Λόρα Μπαντούνα Αρετή Παναγιώτα Καυκόπουλος Ιωάννης Λουκόπουλος Αντώνης Κρινάς Ευστάθιος Τζοκολα Μαίρη Γκουσέτης Δημήτρης Κοτσώνης Παναγιώτης Βαρθάλη Διονυσία Μπαρμπούνα Αρετή
4
Αυτούς τους πέντε μήνες που η ομάδα μας ασχολήθηκε με το θέμα των μύθων και θρύλων της περιοχής μας, αναρωτηθήκαμε τι είναι ο μύθος, ο θρύλος και η σχέση τους με την τοπική ιστορία και παράδοση. Πού αρχίζει η φαντασία και πού η αλήθεια. Τι είναι η λαογραφία και τι μας προσφέρει η μελέτη της. Εκτός από το ερευνητικό μέρος της δραστηριότητας, κατά το οποίο τα παιδιά προσπάθησαν να συλλέξουν πληροφορίες , να τις μελετήσουν, να τις συγκρίνουν και να τις ταξινομήσουν , αναζητήθηκε το ιστορικό-λαογραφικό πλαίσιο και οι τρόποι μετάδοσής τους μέσω των τεχνών. Μέσω της ομαδικής ερευνητικής δραστηριότητας καλλιεργείται η συνεργασία και η ερευνητική ματιά των μαθητών. Παράλληλα γνωρίζουν καλύτερα την περιοχή τους την πολιτιστική κληρονομιά και την ιστορία του τόπου, μέσω της λαογραφικής μελέτης. Μελετώντας τα ευρήματα, καλλιεργούν τη φαντασία και την δημιουργικότητά τους, όπως και συνδυάζουν τη τέχνη του λόγου με την τέχνη της εικόνας. Μπορούν έτσι να μοιραστούν τα προιόντα της έρευνας τους διανθισμένα με τις προσωπικές τους πινελιές με τους υπόλοιπους συμμαθητές τους και τον περίγυρό τους, προσφέροντας στους ίδιους και τους οικείους τους γνώσεις και ευαισθητοποίηση για την τοπική ιστορία και την φαντασία των προγόνων τους. Επειδή η αρχαία μυθολογία σ αυτόν τον τόσο πλούσιο σε ιστορία τόπο είναι ατελείωτη, ασχοληθήκαμε με τη πιο πρόσφατη δημοτική παράδοση που συναντήσαμε σε γραπτά και βιβλία της περιοχής.
5
Η λαογραφία. Ο μύθος , ο θρύλος, η τοπική ιστορία
Χάρτης της Πελοποννήσου με την ονομασία: "Αρχαία Ελλάδα,Νοτιότερο τμήμα". Σχεδιασμένος το 1829 από τους J. & C. Walker.
6
Σε συζητήσεις με λαογράφους και έρευνα σε τοπικές βιβλιοθήκες και αρχεία, στο διαδίκτυο και σε έντυπα, αλλά και με τη βοήθεια των οικογενειών τους μέσω συζητήσεων και ερωτηματολογίων, τα παιδιά ανακάλυψαν γνωστούς ή ξεχασμένους μύθους και θρύλους της περιοχής τους. Έγιναν αξιολογήσεις, συγκρίσεις και ταξινομήσεις ώστε το υλικό να μελετηθεί και να αναζητηθεί πιθανή εικονογράφησή του ή να δημιουργηθεί από τα παιδιά νέα, παράλληλα με μελέτη των τοπικών εθίμων, ενδυμάτων και παλαιότερων συνηθειών στην καθημερινότητα των προγόνων μας ανάλογα με την εποχή στην οποία ανάγεται κάθε ιστορία.
7
Δραστηριότητες-δράσεις που έγιναν για την υλοποίηση του προγράμματος
Συνάντησεις και συζητήσεις για το θεωρητικό πλαίσιο, το μύθο, τους θρύλους, τη λαογραφία. Οργάνωση των εργασιών. Συλλογή πληροφοριών για τη μυθοπλασία στην παγκόσμια και ελληνική παράδοση. Παρουσίαση εργασιών σε συνάντηση της ομάδας. Συζήτηση για το υλικό και τους στόχους της ομάδας. Προγραμματισμός εργασιών. Συνεργασία με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον με συνεντεύξεις και συλλογή πληροφοριών και ιστοριών. Συνάντηση για τη μεθοδολογία της έρευνας. Συνάντηση, σταχυολόγηση, παρουσίαση των μύθων και θρύλων της περιοχής που συνελέγησαν. Συζήτηση για τα είδη των μυθων και θρύλων, το νόημα και τα μηνύματά τους. Συνάντηση , σύγκριση υλικού, αναζήτηση της εικονογράφησής των μύθων και θρύλων της περιοχής που έχουν συλλεχθεί. Επίσκεψη σε μέρη που αναφέρονται στις τοπικές ιστορίες και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Αμαλιάδας.
8
Φαντασία Με τον όρο φαντασία εννοείται εκείνη η ψυχική λειτουργία που εκδηλώνεται ως παραστατική λειτουργία της συνείδησης και έχει τη βιολογική της βάση στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αποτελεί βασικό αντικείμενο έρευνας της κλασικής ψυχολογίας και κατέχει πρωτεύουσα θέση στις ανθρωπιστικές επιστήμες και τις νευροεπιστήμες[. Βοηθά στην παροχή νοήματος στην εμπειρία και κατανόησης στη γνώση. Είναι θεμελιώδης λειτουργία, μέσω της οποίας οι άνθρωποι αναζητούν νόημα στον κόσμο[ και κατέχει ρόλο-κλειδί στη μαθησιακή διαδικασία.
9
Η επιστήμη για τη φαντασία
Βιολογική βάση της φαντασίας συνιστά το είκασμα η παράστασις ή εικονοπλασία ως όρος απόδοσης του imagery. Έχει προταθεί η άποψη ότι τα προϊόντα της φαντασίας προέρχονται από μια διαδικασία μετασχηματισμού της βασικής εικονοπλασίας ή παραστατικής λειτουργίας, της πηγής της φαντασίας. Ο ψυχολόγος Άλαν Λέσλι (Alan Leslie), εργαζόμενος στο Λονδίνο στη δεκαετία του '80, εισήγαγε τη θεωρία ότι η φαντασία αναπτύσσεται σε τρία διαδοχικά βήματα. Καταρχήν υφίσταται μια πρωταρχική αναπαράσταση, μια εικόνα με αληθείς σχέσεις με τον εξωτερικό κόσμο. Στη συνέχεια παράγεται μια δευτερεύουσα απεικόνιση. Τελικά η συνείδηση εισάγει αλλαγές στη δευτερεύουσα απεικόνιση παίζοντας ουσιαστικά με τις αληθείς σχέσεις της με τον εξωτερικό κόσμο, χωρίς ωστόσο να αλλάζει το περιεχόμενο της πρωταρχικής εικόνας[. Οποιοδήποτε ζώο με εγκέφαλο και προσαρτημένο κατάλληλο αισθητήριο όργανο είναι ικανό να παράγει την πρωταρχική απεικόνιση. Ο περιβάλλων κόσμος γίνεται αντιληπτός εξαιτίας των ερεθισμάτων που εκπέμπει από τη συνείδηση, μέσω των θυρών επικοινωνίας του εγκεφάλου, των πέντε βασικών αισθήσεων, και την ανάλογη εγκεφαλική διέγερση. Οι εντυπώσεις που προκαλούνται από τα εξωτερικά ερεθίσματα διαμορφώνουν τις μνημονικές εικόνες. Η επεξεργασία των μνημονικών εικόνων στην περιοχή του Flechsig[ παράγει τη σκέψη ή τον μη εξωτερικευμένο, «ενδιάθετο» λόγο. Η φαντασία ως προς την ψυχολογική βάση της είναι ψυχική λειτουργία. Αντλεί το υλικό της από παραστάσεις του παρελθόντος και παραστάσεις του παρόντος. Αυτές οι παραστάσεις διασπώνται στα βασικά τους στοιχεία και κατόπιν αναπλάθονται -δυνητικά σε άπειρους σχηματισμούς- παράγοντας νέες παραστατικές εικόνες. Όταν αναλύονται στα δομικά τους στοιχεία οι φανταστικές παραστάσεις είναι ταυτόχρονα και μνημονικές παραστάσεις, μη αναγνωρίσιμες ωστόσο καθώς εκδηλώνονται με πρωτότυπο και ασυνήθιστο τρόπο. Ο όρος φαντασία στην ψυχολογία καλύπτει το σύνολο της παραστατικής λειτουργίας της ψυχής και αντιστοιχεί στον αγγλ. όρο imagination, ενώ τα ίδια τα εικάσματα, τα πλάσματα της φαντασίας, αποκαλούνται φαντασιώσεις και αντιστοιχούν στον όρο fantasy. Η φιλοσοφική εξέταση της φαντασίας Σύμφωνα με την πλατωνική αντίληψη η φαντασία είναι δημιουργική ικανότητα της ψυχής, που δημιουργεί «φαντάσματα», στηριγμένη σε στοιχεία της πραγματικότητας. Στον Φίληβο ο Πλάτων θέτει πιθανώς για πρώτη φορά τοπλαίσιο της φαντασίας δια στόματος Σωκράτη, όταν αναφέρει όταν ο άνθρωπος λαμβάνει μέσω της όρασης ή κάποιας]. άλλης αίσθησης τις γνώμες και τα λεγόμενα και κρατά κατόπιν στον νου του τις εικόνες των γνωμών και των λεγομένων[. Ο Αριστοτέλης με τη σειρά του διαχωρίζει τη φαντασία από την αίσθηση και τη διάνοια, θεωρώντας επίσης ότι χωρίς τη φαντασία δεν υπάρχει σύλληψις[. Οι Επικούρειοι με τη σειρά τους ορίζουν ως φανταστικό εκείνο που έρχεται από έξω, ορίζοντας την νοητική εικόνα ως υλική ουσία της σκέψης. Αντίθετα οι Νεοπλατωνικοί και οι Στωικοί θεωρούν ότι το φανταστικό μπορεί να προέλθει εξίσου από το εξωτερικό περιβάλλον και τον ανθρώπινο ψυχισμό[11]. Κατά τον μεσαίωνα ο Πέτρος Αβελάρδος οριοθετεί τη φαντασία ως ακολουθούσα τις αισθήσεις αλλά όντας πάνω από αυτές εντυπώνει στην ψυχή τις μορφές των πραγμάτων σε μια συγκεχυμένη μορφή, την οποία ξεκαθαρίζει η νόηση
10
Τι είναι ο μύθος και ο θρύλος;
“ Ο μύθος σύμφωνα με την ανθρωπολογική ερμηνεία του όρου είναι ιερή ή θρησκευτική αφήγηση της οποίας το περιεχόμενο σχετίζεται με την προέλευση ή τη δημιουργία φυσικών, υπερφυσικών ή πολιτιστικών φαινομένων. Η ανθρωπολογική έννοια για τον μύθο διαφέρει από εκείνην που υπονοεί στο περιεχόμενο του μύθου κάποιο ψεύδος. Οι μύθοι διερευνούνται επίσης ως αποσπασματικές πηγές προφορικής ιστορικής αφήγησης ως ενδείξεις κοινωνικών αξιών που διαμορφώνουν τον κοινωνικό χάρτη μιας ομάδας ανθρώπων και (από τον Κλοντ Λεβί-Στρος) για τις καθολικές (συμπαντικές) δομές τους. Στην καθομιλούμενη γλώσσα ο μύθος είναι φαντασία, κάτι που δε θεωρείται αληθινό. Οι μελετητές της μυθολογίας, ωστόσο, δίνουν μια διαφορετική εξήγηση. Ο μύθος είναι ένα ιδιαίτερο είδοςιστορίας, που προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποιες όψεις του κόσμου που μας περιβάλλει. Κάποιοι άλλοι όπως ο Φράι, προβάλλουν την άποψη πως οι μύθοι είναι ιστορίες για θεούς και άλλες υπερφυσικές υπάρξεις. Με τη σειρά του ο Μιρτσέα Ελιάντε θεωρεί πως ο μύθος είναι συχνά αφήγηση της ανθρώπινης προέλευσης ή της δημιουργίας του κόσμου και την ίδια στιγμή μια ιερή εξιστόρηση. Ο Λεβί Στρος από την άλλη ισχυρίζεται πως χρειάζεται γλωσσολογική ανάλυση του μύθου. Είναι εκείνη που μπορεί να αποδώσει ή να αποκαλύψει το κεντρικό του νόημα. Για τονΦρόιντ ο μύθος είναι όνειρα που πηγάζουν από τον ασυνείδητο νου. Στην πραγματικότητα είναι δυνατόν, όπως έδειξε ο Καρλ Γιουνγκ, να αποκαλύπτουν και αρχέτυπα του συλλογικού ασυνείδητου. Για τον Τζόζεφ Κάμπελ ο μύθος προσανατολίζει τον άνθρωπο προς τις μεταφυσικές διαστάσεις της ύπαρξης, ερμηνεύει την προέλευση του σύμπαντος, ζωντανεύει τις κοινωνικές αξίες και ταυτόχρονα απευθύνεται στα έσχατα βάθη της ψυχής.»
11
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ 2ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΑΜΑΛΙΑΔΑΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 2014
13
«Άσχετα αν ο μύθος εμφανίζεται με τη μορφή της ιερής εξιστόρησης, του παραμυθιού ή του θρύλου, πάντα ο κεντρικός πυρήνας του συνίσταται από τρεις βασικές αλήθειες. Καταρχήν είναι μια προσπάθεια ερμηνείας του μακρόκοσμου, των δυνάμεων που ελέγχουν τον κόσμο και της σχέσης που έχουν τα ανθρώπινα πλάσματα με αυτές τις δυνάμεις. Έπειτα, είναι ένας συμβολικός τρόπος διδασκαλίας αυτών των πλασμάτων, για το πώς μπορούν να τα βγάζουν πέρα με τις δυνάμεις της εξέλιξης, μέσα από καθορισμένα ανοδικά μονοπάτια που καλείται να βαδίσει η συνείδηση. Τέλος, ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται από τους επιστήμονες ιστορικούς, σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανώς καταγραφή -με τη μορφή του θρύλου- πρώιμων ιστορικών γεγονότων με συγκεκριμένες χωροχρονικές αναφορές. Συγκεριμένο παράδειγμα σε αυτή την περίπτωση είναι η μεγάλη έρευνα που διεξάγεται για την ιστορικότητα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις εποχές, και κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις οι μύθοι των ανθρώπων υπήρξαν η ζωντανή έμπνευση για όλες τις δραστηριότητες του νου, των συγκινήσεων και του σώματος. Πολύ περισσότερο κάτι τέτοιο είναι αληθινό για τους Έλληνες, έναν λαό με γόνιμη μυθοπλαστική φαντασία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο μύθος είναι ένα μυστικό άνοιγμα, μέσα από το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να ρίξει μια φευγαλέα κοσμολογική ματιά στις ανεξάντλητες ενέργειες του σύμπαντος και στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι ενέργειες μεταβάλλονται, μετουσιώνονται σε πολιτισμό.»
15
Τι είναι η λαογραφία; ” Η λαογραφία εξετάζει τον πολιτισμό των διαφόρων λαών. Και μάλιστα τον καθένα χωριστά, όπως π.χ. και η Ιστορία. Πιο ειδικά, η λαογραφία εξετάζει το λαϊκό πολιτισμό. Όταν μιλάμε για πολιτισμό εννοούμε τα έργα και τον τρόπο ζωής ανθρώπων, που είναι οργανωμένοι σε ομάδες. Εννοούμε τα υλικά και πνευματικά έργα (π.χ. οικοδομήματα, μηχανές, έργα τέχνης, επιστήμες), τις κοινωνικές, τις οικονομικές και άλλες σχέσεις που έχουν μεταξύ τους. Το επίθετο λαϊκός, που συνοδεύει τον πολιτισμό όπως τον εξετάζει η λαογραφία, σημαίνει ότι αυτή ενδιαφέρεται για εκείνα τα έργα του πολιτισμού, που δημιουργούνται πάνω σε μια βάση ομαδική. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου εύκολο πολλές φορές να γνωρίζουμε το όνομα εκείνου που πρωτοδημιούργησε κάτι, π.χ. το δημοτικό τραγούδι για το «ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ» ή το λαϊκό παραμύθι για τη «ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ». Γι’ αυτό μάλιστα το λόγο ορισμένοι λένε το λαϊκό πολιτισμό και ανώνυμο, σε αντίθεση με τον επώνυμο πολιτισμό (δεν τον εξετάζει η λαογραφία). Όμως η ανωνυμία του λαϊκού πολιτισμού δεν υπάρχει πάντα. Έχουμε έργα λαϊκής τέχνης (π.χ. κεραμικά, κεντήματα, ζωγραφιές κ.ά.), που οι τεχνίτες τους είναι γνωστοί, αφού φρόντισαν μάλιστα να γράψουν το όνομά τους πάνω σ’ αυτά. Και όλα αυτά είναι έργα λαϊκού πολιτισμού, γιατί οι άνθρωποι που τα δημιούργησαν συμφωνούσαν ολότελα με τα γούστα και τις ιδέες των πολλών, για τους οποίους και τα δημιούργησαν. Και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού που λέμε λαϊκό: η ομαδική (συλλογική) συμφωνία και η ψυχική συμμετοχή σε ένα έργο. Η ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα παλαιά, αλλά και για την παράδοση, δηλαδή, για παλαιά που έχουν φτάσει στη σύγχρονη εποχή. Κάθε λαός πρέπει να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που του έχει παραδοθεί από το παρελθόν του. Η παράδοσή του έρχεται από εποχές μακρινές κι όχι τόσο γνωστές ίσως. Η λαογραφία, χωρίς να ζητεί διόλου από τους ανθρώπους να γυρίσουν στο παρελθόν - αυτό άλλωστε είναι κάτι αφύσικο και αδύνατο - τους βοηθάει να γνωρίζουν τη λαϊκή τους παράδοση.” Μιχάλης Γ. Μερακλής Ομότιμος Καθηγητής Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
16
Η λαογραφία στην Ελλάδα
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ιδρύθηκε από το Νικόλαο Γ. Πολίτη. Η επίσημη ίδρυσή της έγινε στις 11 Ιανουαρίου 1909, ενώ η άτυπη συνέλευση για το σκοπό αυτό έγινε στις 28 Δεκεμβρίου 1908 στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Στον κανονισμό της ορίζεται ότι έργο της Εταιρείας είναι η καλλιέργεια και προαγωγή των λαογραφικών ερευνών και σπουδών, ιδίως των αναφερόμενων στη γνώση του ελληνικού και των άλλων λαών της Βαλκανικής.
17
Ιστορίες ντυμένες με εξωτικές μελωδίες, περίεργες φωνές, ήχους από τα νερά που μοιάζουν με τραγούδι.
Μάγισσες και νεράιδες, περίεργα και αλλόκοτα όντα, δαιμόνια ή στοιχειά, νυκτόβια πλάσματα. Άνθρωποι που πόνεσαν και δοκιμάστηκαν , θυσιάστηκαν και προσέφεραν και «στοίχειωσαν» τον τόπο Πριν να αποκτήσουμε τα τεχνολογικά μέσα που μας «διηγούνται ιστορίες» οι οικογένειες, οι παρέες και οι συνάδελφοι αντάλασσαν ιστορίες και μύθους. Γι αυτό και τα παιδιά δυσκολέυτηκαν να ανακαλύψουν ιστορίες, οι μεγαλύτεροι που παλιότερα τις ζωντάνευαν με την θεατρική τους εξιστόρηση λιγόστεψαν και μαζί τους χάθηκαν κι αυτές. Σε κάποια βιβλία και ιστοσελίδες , αλλά και σε λαογραφικό υλικό ή περιοδικά όπως τα «Ηλειακά» , και σε υλικό της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Αμαλιάδας την οποία επισκεφθήκαμε βρήκαμε κάποιες τοπικές φανταστικές (ή όχι; ) ιστορίες. Ιστορίες που διακρίνουμε πλέον από ιστορικά στοιχεία μέχρι χαμένες πληροφορίες για τον τόπο, μαζί με την πλούσια φαντασία του καθημερινού άνθρώπου που πάλευε για την επιβίωση, αλλά με την΄τέχνη ομορφαινε την ζωή του και καταλάβαινε τον κόσμο καλύτερα. Μερικές απ αυτές τις τοπικές ιστορίες βέβαια μπορεί να συναντώνται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, ακόμα και σε άλλες χώρες!Ο λιγοστός φωτισμός τα βράδια, ο φόβος , ο θαυμασμός και το δέος για τη φύση, το άγνωστο και το παράξενο, η ανάγκη ψυχαγωγίας και μεταφοράς πληροφοριών από γενιά σε γενιά αλλά και προστασίας των άπειρων και μικρών ενέπνεαν ιστορίες φανταστικές αλλά διδακτικές. Την έμπνευση την έβρισκαν παντού στη καθημερινή ζωή, στο κάθε ζώο, στο κάθε καιρικό φαινόμενο, στο δέντρο, το δάσος , το νερό, το πηγάδι και τη σπηλιά… και άλλα πολλά που κρύβουν το μυστήριο της ζωής και του θανάτου.
19
Ελληνική μυθολογία, θρύλοι, παραδόσεις και φυσικό περιβάλλον.
Οι ποταμοί, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, κατά την προσφιλή αλληγορική, ιδεο-ανθρωπόμορφη αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων ήταν ποτάμιοι θεοί, γιοι του Ωκεανού και της Τηθύος. Αποτελούν θέμα των λαϊκών μας παραδόσεων. Θρύλοι θέλουν αλλόκοτα πλάσματα να ζωντανεύουν στα νερά των ποταμών. Αλφειός Ο σημαντικότερος ποταμός της Πελοποννήσου. Το όνομά του ετυμολογείται από το αρχαίο ρήμα "αλφάνω", που σημαίνει πλουτοδοτώ, προσφέρω πλούτο, εξ ου και η λέξη "τιμαλφή". Λατρευόταν κυρίως στην Ηλεία, Μεσσηνία και Αρκαδία. Κάποτε σκότωσε τον αδελφό του Κέρκαφο και τον καταδίωκαν οι Ερινύες. Φτάνοντας στον ποταμό Νίκτυμο, έπεσε μέσα κι από τότε πήρε το όνομάτου.
20
Το νερό, τη μέγιστη ζωογόνο δύναμη στη γη, το συναντήσαμε σε πολλές ιστορίες. Νερό- νεράιδες, πηγάδια και ποτάμια… Για τις νεράιδες - που επιχειρήθηκε η συσχέτισή τους με τις «νηρηίδες» της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, με τις οποίες υπάρχει φανερή ετυμολογική σχέση - ο Νικόλαος Γ. Πολίτης δημοσίευσε πλήθος από θαυμάσιες παραδόσεις στον πρώτο τόμο των Παραδόσεών του (1904): έχουν εξαίσια όμορφα, μακριά ξανθά μαλλιά - κάποτε πράσινα - που τα χτενίζουν με χρυσό χτένι, μάτια αμυγδαλωτά, και είναι κατά κανόνα ασπροντυμένες· ζουν σε όλα τα σημεία της φύσης, σε νεραϊδόκηπους και νεραϊδόσπηλιους, όπου απάγουν εκείνους που ερωτεύονται. Οι παραδόσεις για τις νεράιδες διατηρήθηκαν ζωντανές ως τα νεώτερα χρόνια στη μνήμη του ελληνικού λαού, αλλά και άλλα πλάσματα υποχθόνια όπως στις παραδόσεις των καλικαντζάρων.
21
Ένα παράδειγμα για το πώς ο καθημερινός ΄μόχθος και η άνιση πάλη με τη φύση «στοιχειωναν» τον τόπο είναι η ακόλουθη ιστορία ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ Ο ΕΒΥΘΟΣ Ήταν της Παναγίας της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη. Η παπαδιά αποβραδίς είδε όνειρο κακό. Ξημέρωνε Κυριακή και της Κυριακής τ’ όνειρο ίσαμε το μεσημέρι ξεδιαλύνει. Το έλεγε του παπά της κι έτρεμε σαν το φυλλοκάλαμο η φτωχή. Μα ο παπάς δεν έπαιρνε από τέτοια. - Σώπα, βλοημένη, με τα όνειρά σου! της έλεγε. - Πώς να σωπάσω, παπά μου; Το είδα ολοφάνερο: Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες, εγώ έμεινα έρμη κι απομόναχη. Γύριζα μέσα στα κρύα του χειμώνα ξώζαρκη και μάζωνα μπουκιά σε μπουκιά το ψωμί... Κι έτσι λέγοντας δερνότανε κι έκλαιγε η παπαδιά. Νταγκ νταγκ!... Νταγκ νταγκ!... ακούστηκε κείνη την ώρα η βραχνιασμένη φωνή του σήμαντρου πέρα, στου Μάζη. Ήταν ώρα για τη λειτουργιά. - Ου να μου χαθείτε, τσακάλια, που θέλετε κι εκκλησιά! είπε με περιφρόνηση ο παπάς ετοιμάζοντας τα σύνεργα της δουλειάς.
22
- Πήγαινε στη λειτουργιά σου, παπά μου· τέτοια ημέρα σήμερα δεν κάνει να πιάσεις δουλειά· του είπε μισοκλαίοντας η παπαδιά. - Άφηνέ με, παπαδιά, ήσυχο· σήμερα τα ήβρα τ’ άλογα, σήμερα θ’ αλωνίσω κι ας είναι και Λαμπρή! Τον καιρό δεν τον έχουμε πάντα στο χέρι· μόνο βάλε ψωμί στο τράστο και σώπα! - Σκιάζουμι, παπά μου· το είδα ολοφάνερο τ’ όνειρο. Το σπίτι έπεσε, εσύ σκοτώθηκες... - Μωρ’ βάλε ψωμί στο τράστο κι άσε με μη βλαστημήσω! την έκοψε άγρια ο παπάς. Και τα ξανθά του τα γένια έτρεμαν από το θυμό. Εκείνη κατάπιε τα δάκρυά της και δεν είπε τίποτα. Ήταν καλή γυναίκα η καημένη· λόγο δεν ήξερε να γυρίσει στον άντρα της. Ωστόσο εκείνος ετοιμάστηκε για καλά. Φόρεσε τα κοντά του τα ράσα, έβαλε ένα μάλλινο σκουφάκι στο κεφάλι, έδεσε μ’ ένα σκοινί τη μέση του, κρέμασε το τράστο με το φαγί στον ώμο του, πήρε το χοντρό ραβδί του κι έφυγε χωρίς ούτε γεια σου να ειπεί στην παπαδιά, που τον έβλεπε με θλιμμένη ψυχή. Ο Παπαβασίλης ήταν από τα χωριά της Γαστούνης, από την Κελεβή, την πατρίδα του Παρασκευά του αρχιληστή. Πριν ρασοφορέσει, ήταν άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού. Τα χωριά έτρεμαν στ όνομά του. Έδερνε κι έγδυνε, έγδυνε κι έδερνε ολημερίς. Ακόμη και τη γυναίκα του, αρχοντοθυγατέρα με τ’ όνομα, την πήρε κλεφτή. Άξαφνα του βουλήθηκε να γίνει παπάς. Οι φρόνιμοι το βλέπαν σαν δύσκολο μα εκείνος·
24
- Ποιο; έλεγε κουνώντας το κεφάλι· σε λίγες μέρες τα βλέπετε.
Και αληθινά εκατό τάλαρα και δυο ζευγάρια χήνες στο Δεσπότη και τέλειωσε τη δουλειά του. Ο Παπαβασίλης διορίστηκε εφημέριος σε τέσσερα χωριά: Ζόγγα, Ζουλάτικα, Μάζη και Ρετούνη. Κάθε Κυριακή λειτούργαε και σ’ ένα χωριό. Οι χωριάτες, διψασμένοι από παπά, έκαναν όλα του τα θελήματα. Μα εκείνος δεν ήταν για τέτοιο αξίωμα.Περίπαιζε θεούς και ανθρώπους. Γιορτή καθεμερνή ένα το είχε. Τώρα καθώς έφτασε στ’ αλώνι, έπιασε και λαιμάριασε τ’ άλογα. Έξι άλογα φαλάγγια! Έπειτα τα έδεσε στο στυγερό. Γύρω τα χερόβολα ήταν απλωμένα κι έτοιμα για των αλόγων τις οπλές. - Άπλα!... άπλα!... άπλα!... φώναξε. Κι έσκασε στον αέρα το μακρύ καμουτσίκι του. Τ’ άλογα στη φωνή του αντρειεύτηκαν, έσπρωξε ένα τ’ άλλο κι έπειτα ρίχτηκαν όλα μπροστά. Γύριζαν και πατούσαν τα στάχυα με τα πόδια τους. Και κείνος από πίσω, έσκαε το καμουτσίκι και φώναζε άγρια: - Άπλα!... άπλα!... άπλα!... Το αλώνι έτρεμε στο πάτημα των αλόγων· ο κάμπος βούιζε στη φωνή του παπά. Ο ήλιος ανέβηκε μεσουρανίς. Μα τι ήλιος! Αβγό έψηνες στην αντηλιάδα του. Τ’ άλογα ήρθαν και απόκαμαν. Το πετσί τους έλαμπε καθρέφτης στον ίδρωτα· το ρουθούνι τους φυσομάναε σαν φυσερό· φρούμαζαν, χλιμιντρούσαν κι έτρεχαν γύρω στο στυγερό. Το άχερο τριβότανε κάτω από τα πόδια τους· το σιτάρι πεταγόταν ολόγυρα σαν σκλήθρες χρυσάφι. Και ο παπάς με το καμουτσίκι στο χέρι, πότε έτρεχε πίσω από τ’ άλογα, πότε στεκότανε ανασαίνοντας βαριά και κοπιασμένα. Η σκούφια του ’φυγε από το κεφάλι και τα δασόμαλλα έπαιζαν με τον άνεμο τρελά και τα μακριά γένια του έσταζαν ρουνιά τον ίδρωτα. Μα εκείνος πάντα έτρεχε φωνάζοντας: - Άπλα!... άπλα!... άπλα!...
26
Και άμα έβλεπε κανένα άλογο να κοντοστέκεται, άρχιζε αμέσως τις βλαστήμιες. Κατέβαζε, ο άθεος, όλα τα καντήλια. Από το κάμα και την πολλή κούραση, σκάνε σε λίγο δυο άλογα. Ωχ! εκεί να έβλεπες τον παπά! Ούρλιαζε σαν λύκος· γύριζε τ’ άγρια του μάτια εδώ και κει, ποδοπάταε τη γη. Άξαφνα σηκώνει τα χέρια και φασκελώνει τον ουρανό. - Θες δε θες, Παναγιά, λέει τρέμοντας από λύσσα, εγώ θ’ αλωνίσω σήμερα και θα ξεσηκωθώ. Δεν είμαι γυναίκα να φοβηθώ τα όνειρα! Κι έσπρωξε έξω από το αλώνι τα σκασμένα τ’ άλογα. Έπειτα έπιασε ο ίδιος την άκρη του σκοινιού και σκάζοντας το καμουτσίκι άρχισε να γυρίζει μαζί με τ’ άλλα. - Άπλα!... άπλα!... άπλα!... ούρλιαζε αδιάκοπα. Μα δε γύρισε πολύ. Άξαφν’ ακούστηκε μια βουή τρομαχτική. Γυρίζει και βλέπει μακριά κάτι, σαν κοπάδι πρόβατα κάτασπρα. Όλα ερχόνταν τρεχάτα απάνω του.Και η βουή γινόταν δυνατότερη, σαν φουσκοθάλασσα που στέλνει τα κύματά της να χτυπήσουν το βράχο. Σε λίγο κατάλαβε ο παπάς πως δεν ήταν πρόβατα παρά νερό κι ερχόταν μανισμένο απάνω του· έζωνε τ αλώνια. Άρπαξε το φκιάρι και άρχισε λιχνιστά να μαζώνει το σιτάρι στο στυγερό. Μα σαν είδε πως το νερό ζύγωνε ολούθε και τ’ άλογα τρομαγμένα κλωτσούσαν τη γη κι ήθελαν να κόψουν το σκοινί, τα χρειάστηκε. -Ήμαρτον, Θε μου! ψιθύρισε κι έπεσε στα γόνατα. Μα ο θεός δεν τον άκουε τώρα· δεν ήταν καιρός! Τ’ αλώνι κουνιότανε σαν βάρκα στη θάλασσα το νερό πλάκωνε· μια πήχη τόπος έμεινε γύρω στον παπά. Τώρα δεν ανέβαινε με βία· βούιζε μονάχα και ψήλωνε σιγαλινά σε νεκροθάλασσα. Εκείνος κατάχλομος το κοίταζε και τα μάτια του κοκκίνισαν Τώρα το νερό του έβρεξε τα πόδια. Ξαφνίστηκε· γύρισε εδώ και κει τα μάτια, απελπίστηκε τέλεια. Κλώτσησε τη γη, δάγκωσε τα χείλη, ξέσχισε τα ράσα του.
28
Έκαμε να λύσει τ’ άλογα και να καβαλίκει να φύγει· πού να τον αφήσουν τ’ άλογα να σιμώσει! Είδε κι απόειδε, ανέβηκε απάνω στο στυγερό. Έλπισε πως δε θα έφτανε εκεί το νερό. Μα το νερό ανέβαινε, ανέβαινε δίχως βουή τώρα, δίχως φλοίσβισμα, με κάποιο κρύο κίνημα φαρμακερού σερπετού. Έφτασε το στυγερό κι άρχισε ν ανεβαίνει, ώσπου έβρεξε πάλι τα πόδια του παπά. Τ’ άλογα φοβισμένα φρούμαζαν, κλωτσούσαν, πάλευαν και ψηλώνοντας το κεφάλι κατά τον κάμπο πέρα χλιμίντριζαν θλιβερά, σαν να ζητούσαν βοήθεια . Τέλος κατόρθωσαν να κόψουν το σκοινί, ρίχτηκαν στο πέλαγο και βγήκαν πέρα, παραιτώντας έρμο κι απελπισμένο τον παπά. Ωστόσο το νερό έφτασε στη μέση, έπειτα στα στήθια, έπειτα στους ώμους του. Εκείνος κοίταζε με ζηλιάρικο μάτι τον κάμπο μακριά. Εκεί δεν ήταν νερό. Έβλεπε τα λιβάδια πράσινα, τον ουρανό ασυγνέφιαστο, τα βουνά ήσυχα. Άκουε τα κοπάδια που γύριζαν στις στάνες, τη φλογέρα του βοσκού, το γαύγισμα των σκυλιών τα γέλια, τις φωνές, τις χαρές, όλα τ’ άκουε. Τα πουλάκια που πήγαιναν να φωλιάσουν πέρναγαν τσιτσιρίζοντας απάνω από το κεφάλι του.
29
Νταγκ νταγκ. ντακ-νταγκ. νταγκ νταγκ
Νταγκ νταγκ!... ντακ-νταγκ!... νταγκ νταγκ!... ακούστηκε πάλι το σήμαντρο του Μάζη, που σήμαινε τον Εσπερινό. Ο παπάς το άκουσε κι ανατρίχιασε· του φάνηκε πως νεκροσημαίναν για δαύτονε. Μα δεν έμεινε και πολύ στο βάσανο. Το νερό έφτασε στο στόμα, έπειτα του έκλεισε τα μάτια. Ένα κύμα ήρθε μουγκρίζοντας και τον έριξε κάτω από το στυγερό. Τ’ άχερα και το σιτάρι απλώθηκαν νια σάβανο απάνω από το υγρό μνήμα του παπά. Έτσι έσβησε η κολασμένη του ψυχή. Μα εγώ δε λυπούμαι τον παπά, παρά την παπαδιά τη φτωχή. Την ίδια ήμερα έπεσε το σπίτι· τα γίδια ψόφησαν, εκείνη τρελάθηκε. Παράδειρε κάμποσον καιρό ώσπου ήβρε μια πιθαμή τόπο και άπλωσε το βασανισμένο της κουφάρι. Μα εκεί που πνίγηκε ο παπάς, κάθε χρόνο, της Παναγιάς της Καψοδεματούσας τον Αλωνάρη, ακούονται χλιμιντρίσματα και ποδοβολητά και η φωνή του παπά να ουρλιάζει αδιάκοπα: - Άπλα!... άπλα!... άπλα!... Εκεί που πνίγηκε ο παπάς κάθε χρόνο της Παναγιάς, μες στο μεσημέρι, ακούγονται χλιμιντρίσματα αλόγων και οι φωνές του παπά «Άπλα, άπλα». Το μέρος που επνίγηκε λέγεται «Εβυθός» ή «Του παπά τ’ αλώνια», είναι μια λίμνη μια ώρα μακρυά από τα Λεχαινά, ανατολικά και στη μέση είναι άπατη. Όταν φυσάει βοριάς το νερό της αλμυρίζει, γιατί έχει συγκοινωνία υπογείως με τη θάλασσα.
30
Ενδεικτικά αποσπάσματα μύθων και θρύλων της περιοχής που ανακαλύψαμε
36
Ο θρύλος του Βασιλιά Ανήλιαγου, διηγείται την ιστορία του Βασιλιά της Παλαιόπολης ο οποίος ζούσε στο κάστρο Κολοσκόπι (η αρχαία Ακρόπολη της Ήλιδας), ο οποίος λόγω κάποιας κατάρας κατά της οικογένειας, είχε κάποια σπάνια νόσο και ήταν καταδικασμένος εφ' όρου ζωής, να ζει στο σκοτάδι και να μην μπορεί να αντικρίσει το φως του ήλιου. Την ίδια εποχή στο κάστρο του Χλεμουτσίου υπήρχε η Ανήλιαγη που πάσχοντας και αυτή από την ίδια νόσο, ζούσε κι αυτή μόνο στο σκοτάδι. Αφού και οι δύο ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής, ζώντας κατά την διάρκεια της ημέρας μόνο σε μέρη του κάστρου που δεν έφτανε το φως, αποφάσισαν τελικά να παντρευτούν και να μείνουν μαζί. Ο Ανήλιαγος, όταν χρειαζόταν, να συναντήσει την καλή του κυκλοφορούσε από την Παλαιόπολη στο Χλεμούτσι δια μέσω μιας υπόγειας στοάς. Έτσι ζούσαν και μέσα στα ανήλιαγα κελιά του κάστρου, ενώ ο βασιλιάς της Παλαιόπολης πηγαινοερχόταν συχνά μέσα από την στοά. Κάποτε λέγεται ότι ο Βασιλιάς είχε βγει την νύκτα, όμως τον πρόλαβε ο ήλιος έξω από τα ανήλιαγα κελιά κι έγινε αυτό που πρόβλεπε η μοίρα του. Μαρμαρώθηκε εκεί που ακριβώς τον κτύπησαν οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου.
37
Ο "Βρικολακιασμένος" της Αμαλιάδας
Την τοποθεσία που λέγεται "Τ' Αράπη η κοφίνα" την συμβολίζουν δύο μικροί λόφοι πού 'ναι κολλημένοι στην αγροτική ιδιοκτησία του εξ Αμαλιάδος Πάνου Βαρελά και τώρα των κληρονόμων του. Η τοποθεσία αυτή βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου Αμαλιάδας -Γεράκι και πλησιέστερα μάλλον προς το Γεράκι. Την ονομασία της αυτή την πήρε όχι διότι ο ένας λόφος έχει το σχήμα ανεστραμμένης κοφίνας αλλά διότι κατά τα χρόνια της επάρατης Τουρκοκρατίας ένας ημίγυμνος γυφτάραπας είχε στήσει το τσαντίρι του στους πρόποδες των δύο λόφων και έφτιαχνε κοφίνες και κοφίνια τα οποία πουλούσε στην Αμαλιάδα και τα αγόραζε ο κόσμος για τις ανάγκες του τρύγου αμπελιών και σταφίδων. Την πρώτη ύλη από καλάμια και αλυγαριές την προμηθευότανε ο αράπης από την παρακείμενη Σοχιά που είχε νερό χειμώνα -καλοκαίρι και γι ' αυτό λειτουργούσαν μέχρι το 1875 δυο υδρόμυλοι μέσα στην πόλη, παλαιότερα του Κουτσουρίδα και αργότερα του Κουρουπά, εκεί που ήτανε το χάνι του Ξύδη, δηλαδή λίγο παράπλευρα από την κεντρική γέφυρα της Σοχιάς, στην πλατεία Ελευθερίας. Το τσαντίρι του Αράπη ήταν μόνιμο και συνεπώς ο γυφτάραπας έμενε εκεί χειμώνα -καλοκαίρι. Ήταν ένας απαίσιος άνθρωπος στην όψη, μάλλον ηλικιωμένος, αδύνατος, με γένια και μακριά μαλλιά. Για να τον αντικρίσεις έπρεπε να 'χεις το θάρρος του Αθανάσιου Διάκου. Οι γυναίκες και τα παιδιά τον εφοβούντο και παρουσιαζόντανε δυσκολίες στις δουλειές των οικογενειών Γεράκι και Μπεσερέ (στο σημερινό Περιστέρι). Οι άντρες τους αποφάσισαν να τον καθαρίσουν , όπως κι έγινε. Κι έτσι ο Αράπης ένα πρωί βρέθηκε σκοτωμένος. Αλλά ποιος να τον θάψει; Ο Γυφτάραπας έμεινε άθαφτος πολλά μερόνυχτα μέχρις ότου τον έφαγαν τα σκυλιά και τα όρνια. Το ξεκαθάρισμα όμως του Αράπη, αντί να βελτιώσει την κατάσταση τη χειροτέρεψε διότι ο Γυφτάραπας βρικολάκιασε και τον έβλεπαν τη νύχτα οι διερχόμενοι αλαφροίσκιωτοι πότε να χτενίζει τα βρώμικα μαλλιά του, πότε να φτιάχνει κοφίνες, πότε να βγάζει φωτιές από το στόμα και πότε να κάθεται σταυροπόδι και να μετράει λεφτά, οπότε εφοβούντο και οι άντρες να περνάνε από κει νύχτα. Εγώ δε που τ' άκουγα όλα αυτά φοβόμουνα να περάσω και την ημέρα, για να πάω στον Αντίλαλο, που έμενε μόνιμα η αδερφή της μακαρίτισσας της μάνας μου, Θοδώρα. Αυτή είναι η παράδοση για την τοποθεσία, που και σήμερα ακόμα έχει το όνομα "Τ' Αράπη η κοφίνα". Έτσι μου την διηγήθηκε ο γέρο -Νικολός ο Γαργαρώνης, όπως την είχε άκουσε από τον πατέρα του.
39
Αφήγηση του ογδοντάχρονου το 1978 Πέτρου Γιαβάση πρόσφυγα από την Κάτω Παναγιά Ηλείας (στον εκδότη των Ηλειακών Ντίνο Ψυχογιό)
40
Από την παράδοση της Εφύρας Ο κάποτε απάτητος Γουλάς
47
Αγραπιδιά
51
Οι βρυκόλακες (ενίοτε "βρικόλακες") είναι δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, τα οποία στην ελληνική και χριστιανορθόδοξη παράδοση έχουν ποικίλα χαρακτηριστικά. Κατά τις διάφορες δοξασίες πρόκειται για σώματα νεκρών που για κάποιες αιτίες εξέρχονται από τους τάφους τη νύκτα και μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές ζώων, ιδιαίτερα κατοικίδιων πχ σκύλου ή κατσικιού με απώτερο σκοπό να φοβίσουν ή να ενοχλήσουν τους ζωντανούς συγγενείς τους ή και ξένους, περιφερόμενοι στους χώρους που διαβιούσαν. Έτσι συνδέονται άμεσα με το κακό και τον Σατανά. Σε κάποιες περιοχές λέγονται "καταχανάδες" ή "τυμπανιαίοι" γιατί είναι φουσκωμένοι από το αίμα των ανθρώπων που έχουν πιεί. Κατά μύθους πέθαιναν από ένα παλούκι ξύλου στην καρδία. Επίσης σε πολλά βιβλία οι βρικόλακες δεν μπορούσαν να πιουν θεραπευτικά βότανα. [1][2][3] Τρέφονται με αίμα, αλλά και γάλα ή αλεύρι, μαγαρίζουν (λερώνουν) το σπίτι συγγενικών τους προσώπων και σκοτώνουν πρώτα τους συγγενείς τους. Δεν τους επηρεάζει ο ήλιος, αλλά φοβούνται τα Θεία και, κατά κάποιες ελληνικές παραδόσεις, η μόνη ημέρα που γυρίζουν στον τάφο τους είναι το Σάββατο ή η Κυριακή. Δεν μπορούν να διασχίσουν νερό, ειδικά θαλασσινό.
55
Επίλογος Το μικρό ταξίδι που κάναμε σ αυτές τις συναντήσεις μέσα από τους μύθους και τους θρύλους της περιοχής μας, ήταν σύντομο αλλά διδακτικό, παράξενο κι ευχάριστο. Δεν τελειώνει όμως εδώ. Ξεκίνησε από πάρα πολύ παλιά για να μας οδηγήσει και στο μέλλον. Θα απολαμβάνουμε μαγευτικές ιστορίες σε όλη μας τη ζωή, θα μαθαίνουμε για το παρελθόν, θα αναρωτιόμαστε για το μέλλον και θα προσπαθούμε να αντιμετωπίζουμε το άγνωστο και το τρομακτικό με φαντασία και γνώση. Το ταξίδι δε σταματά ποτέ, παρά μόνο όταν στερέψει η ανθρώπινη φαντασία και δημιουργικότητα.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.