Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ
ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ

2 ΕΝΟΧΗ (Οbligatio) Παροχή:
O νομικός δεσμός (vinculum iuris) με τον οποίο κάποιος υποχρεώνεται απέναντι σε άλλο σε παροχή. Παροχή: Να δώσει κάτι (dare) Να κάνει κάτι (facere) ή να παραλείψει κάτι Να παράσχει κάτι (praestare) Ιουστινιανός, Inst. 3,13: «ο νομικός δεσμός από τον οποίο εξαναγκαζόμαστε να εκπληρώσουμε προς άλλον κάτι, κατά τους νόμους της πολιτείας μας». Ο δεσμός συνδέει τον οφειλέτη (creditor) με το δανειστή (debitor).

3 Αρχαϊκή περίοδος Δεν συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο:
Υποχρέωση (debitum): βαρύνει τον οφειλέτη Ευθύνη (Obligatio): βαρύνει τρίτο = εγγυητής – «όμηρος», παραδίδεται στα χέρια του δανειστή για να εξασφαλιστεί η παροχή. Ob + ligare = δένω. Ο εγγυητής γίνεται δέσμιος του δανειστή, υπό την κυριαρχία του. Αν ο οφειλέτης ικανοποιήσει το δανειστή, ο εγγυητής «λυνόταν» (solvere) με ιδιαίτερη δικαιοπραξία. Αλλιώς, ο δανειστής μπορεί να εκτελέσει κατά του εγγυητή (όχι του οφειλέτη), πουλώντας τον ως δούλο πέρα από τον Τίβερη ή σκοτώνοντάς τον. Ανάμνηση αυτών: η ορολογία του ενοχικού δικαίου, iuris vinculum, liberare. Αργότερα: εγγυάται και ο ίδιος ο οφειλέτης για τον εαυτό του (nexum), αν και η δυνατότητα αυτή (nexum se dare) περιορίζεται από το νόμο. Κλασική περίοδος: η προσωπική ευθύνη του οφειλέτη αντικαθίσταται από την ευθύνη με την περιουσία του.

4 Γένεση ενοχών Από σύμβαση Μάλλον προηγήθηκαν χρονικά.
Ο οφειλέτης υποβάλλεται μόνος του στην εξουσία του δανειστή, με επερώτηση (sponsio) με nexum (από το nectere = δεσμεύω), δέσμευση του οφειλέτη με δικαιοπραξία per aes et libram. H εκπλήρωση της παροχής = μέσο απαλλαγής του οφειλέτη ή του εγγυητή από τη δέσμευση. Προκλασική περίοδος: αναγνωρίζεται η υποχρέωση του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή. Ενοχές: κατατάσσονται στα ασώματα πράγματα (res incorporales)

5 Από αδίκημα Συνδέεται με μία μονομερή πράξη τρίτου (αδικοπραξία), απορρέει από την υποχρέωση που αναγνωρίζεται σε μία πολιτισμένη κοινωνία στο θύμα μίας παρανομίας να αποζημιωθεί από αυτόν που τον ζημίωσε (obligationes ex delicto). Ιδιωτικά (delicta privata): ενδιαφέρουν το άτομο, την οικογένειά του, την περιουσία του. Δημόσια (crimina publica): ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Αρχικά δεν ρυθμίζονται από το δίκαιο. Αντεκδίκηση (φόνος –ακρωτηριασμός) Αντίποινα (talio) Δυνατότητα παραίτησης παθόντος με συμφωνία για λύτρα (poena) με το θύτη ή την οικογένειά του, και με εγγυητές. Η υποχρέωση προς παροχή απορρέει από τη συμφωνία και όχι από το αδίκημα. Αργότερα, με παρέμβαση της πολιτείας γίνεται υποχρεωτική η αποδοχή της αποζημίωσης από τον παθόντα και άρα πηγή της ενοχής είναι το αδίκημα.

6 Δικαιώματα in personam
Αντιπαραβάλλεται προς το δικαίωμα in rem, το εμπράγματο δικαίωμα που συνίσταται στην εξουσία επί κάποιου πράγματος. Η ύπαρξη ενοχής είχε δύο όψεις, αφενός την ύπαρξη υποχρέωσης για το ένα μέρος, αφετέρου την ύπαρξη αντιστοίχου δικαιώματος για το άλλο, το οποίο μπορούσε να επιδιώξει δικαστικά, συνήθως με τη μορφή χρηματικής αποζημίωσης (μέσω αγωγής in personam).

7 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ
Η δόση πράγματος (dare) Η πραγματοποίηση πράξης (facere) ή παράλειψης (non facere) H εκπλήρωση ενοχικής υποχρέωσης(praestare) ρωμαϊκή έννοια που αποδίδει την επέλευση ορισμένου αποτελέσματος Praes (= εγγυητής) stare Αρχικά σημαίνει μόνο την ανάληψη εγγυητικής υποχρέωσης Μετά, κάθε ενοχικής υποχρέωσης Οι έννοιες αυτές ενίοτε επικαλύπτονται.

8 Κάθε παροχή αναγνωρίζεται από το δίκαιο;
Αν είναι αντικειμενικά δυνατή (D , Kέλσος: Impossibilium nulla obligatio est). Αν η αδυναμία οφείλεται σε φυσικούς λόγους (π.χ. ο δούλος προς μεταβίβαση δε ζει), Ή σε νομικούς λόγους (π.χ. γιατί το πράγμα είναι εκτός συναλλαγής), Αδύνατη παροχή: αν το αντικείμενό της ανήκει ήδη στο δανειστή. Αν είναι ανύπαρκτο: π.χ. ιπποκένταυρος, Όταν τελεί υπό αίρεση μη πραγματοποιήσιμη, π.χ. «να αγγίξει με το δάχτυλο τον ουρανό». Η ενοχική δικαιοπραξία τότε είναι άκυρη. Aν η αδυναμία είναι υποκειμενική (αφορά μόνον τον οφειλέτη), η ενοχή είναι ισχυρή.

9 Π.χ., να υποσχεθεί κάποιος να διαπράξει φόνο ή ιεροσυλία
Η παροχή πρέπει να είναι θεμιτή: να μην αντίκειται στο νόμο (lex perfecta, lex minus quam perfecta, lex imperfecta). Να μην αντίκειται στα χρηστά ήθη. Κάθε συναινετική σύμβαση, που βασιζόταν στην καλή πίστη των μερών (π.χ. η πώληση, η δωρεά), δεν μπορούσε να εκτελεσθεί αν είχε ανήθικη αιτία Π.χ., να υποσχεθεί κάποιος να διαπράξει φόνο ή ιεροσυλία κρινόταν με προσφυγή στην κοινά αποδεκτή αντίληψη των Ρωμαίων περί χρηστών ηθών, όπως ερμηνεύονται από τους ερμηνεία των "χρηστών ηθών" γινόταν αρχικά από τους Τιμητές και τους Πραίτορες και εν συνεχεία από τους Αυτοκράτορες Εν γένει οι Ρωμαίοι είχαν σαφέστατη αντίληψη περί του τί είναι ανήθικο κατά τα μέτρα της κοινωνίας τους. Πολλές συναφείς περιπτώσεις αναφέρονται στον Πανδέκτη, που εστιάζουν στις αξίες του καθήκοντος έναντι των θεών και των οικείων και στην αξιοπρέπεια της οικογενειακής ζωής (άκυρες π.χ. θεωρούνται υποχρεώσεις σύναψης ή διάλυσης γάμου). Η συνέπεια της αντίθετης προς τα χρηστά ήθη ήταν η ακυρότητα της δικαιοπραξίας.

10 Ορισμένη παροχή Να είναι ορισμένη: χωρίς αμφιβολία ως προς το σε τι Να είναι ορισμένη: χωρίς αμφιβολία ως προς το σε τι συνίσταται. Αν είναι αόριστη: δεν υπάρχει ενοχή. Αν ο προσδιορισμός έχει ανατεθεί σε τρίτο ή σε ένα από τα μέρη: έγκυρη ενοχή, αν ο προσδιορισμός γίνει με κρίση αγαθού ανδρός (boni viri arbitratu). H παροχή, στο κλασικό ρ.δ., πρέπει να είναι αποτιμητή σε χρήμα (διαδικασία per formulam, δυνατή μόνο χρηματική καταδίκη οφειλέτη).

11 Ενοχές είδους & Ενοχές γένους
Ενοχές είδους & Ενοχές γένους Ανάλογα αν το αντικείμενο της παροχής προσδιορίζεται από τα ατομικά του χαρακτηριστικά ή από τα γενικότερα. Σημασία: για την κατανομή του κινδύνου, αν το αντικείμενο υποστεί καταστροφή ή χειροτέρευση, από τυχαίο γεγονός. Ενοχές είδους: τον κίνδυνο φέρει ο δανειστής. Ενοχές γένους: τον κίνδυνο φέρει ο οφειλέτης. Καταχρηστικό ή περιορισμένο γένος = κρασί από συγκεκριμένο πιθάρι. Τον κίνδυνο φέρει ο δανειστής. Ποιότητα; Ο οφειλέτης απαλλάσσεται έστω και με πράγμα χειρότερης ποιότητας, φθάνει να μην έχει ελάττωμα. Για προστασία του δανειστή: συμφωνείται η παροχή με βάση δείγμα (exemplar). Ιουστινιάνειο δίκαιο: ο οφειλέτης οφείλει πράγμα μέσης ποιότητας.

12 Διαζευκτική ενοχή Οφείλονται δύο ή περισσότερες παροχές, αλλά ο δανειστής δικαιούται μόνο μία. Αν η μία είναι ή καταστεί αδύνατη, η υποχρέωση περιορίζεται στις υπόλοιπες. Το δικαίωμα επιλογής: ο οφειλέτης. Διαζευκτική ευχέρεια = μία μόνο παροχή, αλλά ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να παράσχει αντί για το αντικείμενο της παροχής ένα άλλο.

13 Αγωγή (actio) Δικονομική έννοια Ουσιαστική έννοια:
Δικονομικό σύστημα per formulam. O Πραίτορας δημιουργεί σειρά από formulae, καθεμία αντιστοιχεί σε μία ενοχή. Οι αγωγές παίρνουν την ονομασία τους από την αιτία (causa): π.χ. actio locati. Actiones in factum: το Ήδικτο δεν προβλέπει αγωγή, αλλά ο Πραίτορας κρίνει μία περίπτωση άξια δικαστικής προστασίας και δημιουργεί νέα formula. Ουσιαστική έννοια: = αξίωση που μπορεί να προστατευθεί δικαστικά. Οδηγεί στη δημιουργία δικονομικών αγωγών. Aν δεν υπάρχει αγωγή (formula), δεν αναγνωρίζεται το ουσιαστικό δικαίωμα. Μετακλασικό δίκαιο: πλήρης ελευθερία συμβάσεων.

14 Τυπική formula “Δικαστής (iudex) ορίζεται ο Παύλος. Εάν αποδειχθεί ότι ο Γάιος οφείλει στον Κορνήλιο σηστερσίους, χωρίς απάτη από πλευράς του Κορνηλίου, καταδίκασε iudex τον Γάιο να πληρώσει στον Κορνήλιο σηστερσίους. Εάν δεν αποδειχθεί, απάλλαξέ τον”.

15 Είδη ενοχών Διακρίσεις: Α) ανάλογα με την προέλευσή τους.
Ιus civile – Ius honorarium. Β) Ανάλογα με τον είναι εξοπλισμένες με αγωγές. Obligationes civiles – obligationes naturales Γ) Ανάλογα με το αν αποσκοπούν σε ορισμένο ή μη αντικείμενο παροχής. Certum - incertum

16 Aνάλογα με την προέλευσή τους.
IUS CIVILE Έχουν ήδη διαμορφωθεί το 2ο αι. π.Χ. (διαδικασία per formulam). Eίναι εξοπλισμένες με καλόπιστες αγωγές (iudicia ex bona fide). IUS HONORARIUM Όσες ενοχές έκανε αγώγιμες ο Πραίτορας ή οι αγορανόμοι (actiones honorariae), θεωρώντας κατά πλάσμα ότι συντρέχουν τα αναγκαία περιστατικά για την έγερσή τους, ή παραθέτοντας στη formula όσα συνέτρεχαν (actiones in factum).

17 Β) Ανάλογα με το αν είναι εξοπλισμένες με αγωγές.
Ενοχές αυστηρού δικαίου (actiones stricti iuris). Δεν περιέχουν στη formula της αγωγής τη ρήτρα της καλής πίστης (ex fide bona). O δικαστής (iudex) λαμβάνει υπόψιν του μόνο τα στοιχεία της formula. Καλόπιστες ενοχές (actiones ex fide bona) H formula περιλαμβάνει τη ρήτρα «ex fide bona». O δικαστής αποκτά την εξουσία να επιλύσει τη διαφορά με γνώμονα την καλή πίστη, καθορίζοντας κατά την κρίση του τι πρέπει να καταβάλει ο εναγόμενος.

18 Ex fide bona Καθώς κανένα ζήτημα δεν μπορούσε να εξεταστεί από τον iudex αν δεν περιλαμβανόταν στην formula, την έγγραφη οδηγία που είχε λάβει από τον Πραίτορα, οι συναφείς αγωγές δημιουργήθηκαν προσθέτοντας σε αυτήν τρεις λέξεις: "ex fide bona", δηλαδή να εκφέρει την κρίση του υπό το πρίσμα της καλής πίστης, ως προς τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης. Κάποιες από τις αγωγές αυτές (π.χ. η αγωγή περί δόλου ή εντολής), δηλαδή αφορούσαν ζημίες που προήλθαν από την παραβίαση κάποιας σχέσης εμπιστοσύνης, είχαν ποινικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι η καταδίκη του εναγομένου επέσυρε, πέραν της υποχρέωσης αποζημίωσης και την ατιμία (infamia) σε βάρος του.

19 Αγωγές sticti iuris (condictio).
Oι μονομερείς δικαιοπραξίες προστατεύονταν με τις αγωγές stricti iuris (ονομάζονται condictio). Το στοιχείο της καλής πίστης είναι λιγότερο σημαντικό απ' ό,τι στις συναινετικές, όπου η παροχή του ενός μέρους αντισταθμίζεται από την παροχή του άλλου και επομένως αμφότερα τα μέρη πρέπει να ενεργήσουν καλόπιστα, ενώ στις μονομερείς δικαιοπραξίες μόνον το ένα μέρος είχε υποχρέωση εκτέλεσης μίας παροχής. Όμως, από τα μέσα του 1ου π.Χ. αιώνα, μία σημαντική εξέλιξη επέτρεψε στο στοιχείο της καλής πίστης να ληφθεί υπ' όψιν και στις αγωγές sticti iuris, με τη μορφή της ένστασης του δόλου (exceptio doli), αφ' ότου αυτή περιλήφθηκε στο Ήδικτο του Πραίτορα.

20 Γ) Ανάλογα με το αν αποσκοπούν σε ορισμένο ή μη αντικείμενο παροχής.
Certum Το αντικείμενο της παροχής όπως καταχωρίζεται στην intentio της σχετικής formula είναι ορισμένο. Γάιος: ορισμένο (certum) = όπου το τι (quid), το τι είδους (quale), και το ποσό (quantum) προκύπτουν από την ίδια τη δήλωση. Kάθε υπέρβαση στο αίτημα της αγωγής (plus petitio), οδηγούσε σε απόρριψή της. Incertum Πάντα στις καλόπιστες αγωγές. Γιατί το ποσό της παροχής προσδιορίζεται κατά καλή πίστη από το δικαστή. Ο δικαστής μπορεί να λάβει υπ’ όψιν του στοιχεία όπως αν η υποχρέωση προς παροχή ήταν αποτέλεσμα απειλής του δανειστή και φόβου (metus) του οφειλέτη, ή αν η υποχρέωση δημιουργήθηκε κατόπιν δόλου (dolus malus), και επομένως αν κατά καλή πίστη δικαιολογείται η όχι η αναγνώριση της ενοχικής υποχρέωσης.

21 Φυσική ενοχή (obligatio naturalis)
Ονομάζεται και ατελής ενοχή Δεν δημιουργεί απαίτηση του δανειστή. Δεν δημιουργεί υποχρέωση του οφειλέτη. Δεν είναι αγώγιμη - δεκτική εκτέλεσης. Όμως, κάθε τι που θα καταβληθεί προς εκπλήρωσή της δεν μπορεί να αναζητηθεί, ως αχρεώστητο. Χωρεί συμψηφισμός φυσικής ενοχής με άλλη απαίτηση. Π.χ. συναλλαγές μεταξύ υπεξουσίου – εξουσιαστή, δούλου –κυρίου, ή stipulatio όπου δεν τηρήθηκε ο τύπος.

22 ΓΕΝΕΣΙΟΥΡΓΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΝΟΧΩΝ
SUMMA DIVISIO

23 GAIUS: SUMMA DIVISIO ΙΙΙ.8: Omnis enim obligatio vel ex contractu nascitur vel ex delicto. Ενοχές από σύμβαση – από αδίκημα. Εξέλιξη επί Ιουστινιανού: Ενοχές από οιονεί σύμβαση Ενοχές από οιονεί αδίκημα

24 Contractus Contrahere = δεν σημαίνει «συμβάλλομαι», αλλά κάθε πράξη που δημιουργεί ευθύνη (damnum contrahere, delictum contrahere). Αναγκαίο στοιχείο σύμβασης: η σύμπτωση βουλήσεων. Ουλπιανός («κομψή ρήση» Sextus Pedius): nullum esse contractum, nullam obligationem, quae non habeat in se conventionem.

25 Συμβάσεις: 4 γένη ενοχών (quattuor genera)
RE καταρτίζονται με δόση πράγματος VERBIS καταρτίζονται με τυπικούς λόγους LITTERIS καταρτίζονται με έγγραφο CONSENSU Καταρτίζονται με μόνη τη συναίνεση των μερών.

26 Συμβάσεις RE Bασίζονταν σε ένα υλικό στοιχείο, την παράδοση ενός ενσώματου πράγματος (res corporalis), δηλαδή το πλέον πρωτόγονο στοιχείο των συναλλαγών. Άτυπες συμβάσεις: το κύρος τους δεν εξαρτάται από την τήρηση κάποιου τύπου. Η παράδοση του πράγματος καταρτίζει τη σύμβαση. Με μόνη τη συμφωνία των μερών, χωρίς τη δέσμευση του πράγματος, δεν μπορούν να συναφθούν . Συμβάσεις RE (καλής πίστης): το δάνειο (mutuum) χρημάτων ή άλλων πραγμάτων. το χρησιδάνειο (commodatum), η παρακαταθήκη (depositum), το ενέχυρο (pignus).

27 Δάνειο αναλωτών (Mutuum)
Η ονομασία του προέρχεται από το "ex meum tuum fit": από το δικό μου γίνεται δικό σου. Αναλωτά πράγματα που ανήκαν στο δανειστή, μεταβιβάζοντο κατά κυριότητα στον πιστωτή, ο οποίος αναλάμβανε την υποχρέωση να επιτρέψει πράγματα αντίστοιχης ποιότητας και ποσότητας, φέροντας τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής τους. Αποτελούσε μονομερή δικαιοπραξία που γεννούσε αγώγιμη αξίωση, με την άσκηση μίας condictio. Καθώς επρόκειτο για δάνειο αναλωσίμων πραγμάτων δεν χωρούσε αξίωση καταβολής τόκων (foenus) μέσω αυτού, αλλά ήταν σύνηθες να συμφωνούνται τόκοι, συμφωνία η οποία έπρεπε να περιβληθεί τον τύπο της stipulatio (υποσχετική δικαιοπραξία), με την οποία υποσχόταν να επιστρέψει ένα ποσό που δεν είχε λάβει κατά τη σύσταση του δανείου, που συνιστούσε τους τόκους. Την κλασική περίοδο το δάνειο μπορούσε να είναι τοκοφόρο σε περιορισμένες περιπτώσεις: στα ναυτικά δάνεια (nauticum foenus), σε δάνεια που παρείχε μία πόλη, σε δάνεια αναλωσίμων και σε δάνεια που παρείχαν τραπεζίτες. Επί Ιουστινιανού το επιτόκιο δανεισμού περιορίστηκε στο 12%.

28 Χρησιδάνειο (Commodatum)
Το χρησιδάνειο (commodatum) αποτελούσε δάνειο κινητού πράγματος, μη αναλωτού (π.χ. ένα εργαλείο), με σκοπό τη χρησιμοποίησή του (rem utendum dare) και επιστροφή του αυτούσιου, άνευ ανταλλάγματος. Το πράγμα παρέμενε στην κυριότητα του δανειστή. Ο χρησιδανειζόμενος έπρεπε να χρησιμοποιήσει το πράγμα για τον συμφωνηθέντα σκοπό, άλλως διέπραττε την "κλοπή χρήσεως". Ευθυνόταν για το πράγμα, για τη διαφύλαξη του οποίου έπρεπε να επιδείξει την επιμέλεια που αντικειμενικά δείχνει ένας καλός οικογενειάρχης για τα πράγματα της οικογενείας του (culpa levis in abstracto).

29 Παρακαταθήκη (Depositum)
Το χρησιδάνειο και η παρακαταθήκη αποτελούν χαριστικές δικαιοπραξίες, χωρίς κάποιο άμεσο αντάλλαγμα προς τον αντισυμβαλλόμενο.

30 Ενέχυρο (Pignus) Το ενέχυρο αποτελούσε μορφή εμπράγματης εξασφάλισης μέσω της μεταβίβασης της νομής πράγματος

31 Συμβάσεις VERBIS Πράξεις που προϋποθέτουν ως προς τον τύπο, πανηγυρικούς λόγους. Η επερώτηση (stipulatio) H επαγγελία προίκας (dotis dictio) Ο απελευθερικός όρκος (ius iurandum liberti).

32 Sponsio ή stipulatio Η sponsio, η πρώτη μορφή σύμβασης στη Ρώμη, εμφανίστηκε σε σχέση με την αποκατάσταση των συνεπειών μίας αδικοπραξίας και της συμβιβαστικής συμφωνίας μεταξύ του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος για την καταβολή κάποιας μορφής "αποζημίωσης". Ο ζημιώσας υποσχόταν να την παράσχει στον ζημιωθέντα κάνοντας χρήση του όρου spondeo κατά τη δόση θρησκευτικού όρκου (ο όρος παραπέμπει στη σπονδή στους θεούς, ως μέρος του τελετουργικού του όρκου) Η συμφωνία αυτή προοδευτικά απέβαλλε το θρησκευτικό της στοιχείο και εξελίχθηκε σε μία δικαιοπραξία που χρησιμοποιείτο ευρύτατα ως τύπος και περίβλημα πάσης φύσεως υποσχετικών συναλλαγών.

33 Προφορικότητα Ο sponsio αποτελούσε τον συνηθέστερο τύπο προφορικής σύμβασης (verbis) της πρώιμης ρωμαϊκής έννομης τάξης, υφιστάμενη ήδη την εποχή του Δωδεκαδέλτου. Αρχικά ήταν προσιτή μόνον σε Ρωμαίους πολίτες, αργότερα διαμορφώθηκε και η παρόμοια stipulatio που ήταν προσιτή και σε ξένους, αποκαλούμενη ελληνιστί "επερώτηση". Αφού τα μέρη συμφωνούσαν μεταξύ τους το ακριβές περιεχόμενο της συμφωνίας τους, η συμφωνία κατέληγε με την τελετουργία της sponsio. Τα μέρη, παρόντα αυτοπροσώπως, εξωτερίκευαν την βούλησή τους να δεσμευθούν, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους πανηγυρικές φράσεις (verba certa ac sollemnia) με ορισμένο τυπικό, συνήθως ενώπιον μαρτύρων. Το ένα μέρος ρωτούσε "Dari spondes?" (υπόσχεσαι να δώσεις, π.χ. ένα ποσό;) και το άλλο απαντούσε "Spondeo" (υπόσχομαι). Η συμφωνία μπορούσε να είναι πιο σύνθετη, αλλά μέσω της επερώτησης καθοριζόταν επακριβώς το βασικό στοιχείο της, το είδος του πράγματος ή το ύψος της οφειλής.

34 Τυπικότητα Τα μέρη έπρεπε να χρησιμοποιήσουν το ίδιο ακριβώς ρήμα και αν ο υποσχόμενος απαντούσε με άλλο ρήμα (π.χ. promitto), η sponsio έπασχε ακυρότητας, όπως αν υποσχόταν να δώσει π.χ. άλλο ποσό από αυτό που ερωτήθηκε. Αυτή η πλήρης ταύτιση (congruentia) λόγων του τυπικού της δικαιοπραξίας αποτελούσε την εγγύηση της ύπαρξης σύμπτωσης βουλήσεων που αποτελεί τον πυρήνα κάθε συμβάσεως, όπως αργότερα την απομόνωσε η νομική θεωρία. Καθώς η sponsio βασιζόταν στον προφορικό τύπο, τα μέρη έπρεπε να είναι παρόντα στον ίδιο τόπο (και να έχουν χρήση της ακοής και ομιλίας τους). Αργότερα κατέστη σύνηθες στην πρακτική των συναλλαγών να συντάσσεται επίσης για αποδεικτικούς λόγους ένα έγγραφο καταγραφής της sponsio, το οποίο βεβαίωνε ότι έλαβε χώρα η ανταλλαγή των πανηγυρικών φράσεων (ακόμα κι αν δεν είχε γίνει). Χαρακτηριστικά, σε πάμπολλες έγγραφες συμβάσεις σωζόμενες σε ελληνικούς παπύρους, εν κατακλείδι προστίθετο η ρήτρα "Ἐπερωτηθείς ὁμολόγησα".

35 Μονομερής, υποσχετική δικαιοπραξία
Η δικαιοπραξία που συναπτόταν μέσω της sponsio ήταν μονομερής, καθώς μόνον το ένα μέρος υποσχόταν να παράσχει κάτι, επομένως για τη σύναψη πώλησης έπρεπε να συναφθούν δύο αμοιβαίες υποσχετικές δικαιοπραξίες sponsio, μία για το πωλούμενο πράγμα και μία για το τίμημα. Οι υποσχετικές δικαιοπραξίες υπήρξαν σημαντικές για την εξέλιξη των συναλλαγών και του εμπορίου, επιτρέποντας την υλοποίηση πολύ πιο σύνθετων οικονομικών συναλλαγών απ' ό,τι η πώληση μετρητοίς, στην οποία το τίμημα και το πράγμα ανταλλάσσονται ταυτοχρόνως, που αποτέλεσε τον κανόνα στις συναλλαγές μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων. Κατέστησαν για παράδειγμα δυνατή την πώληση με πίστωση του τιμήματος.

36 Συμβάσεις LITTERIS Kαταρτίζονται με την καταχώρηση της απαίτησης στα βιβλία που τηρούσαν οι Ρωμαίοι (codex accepti et expensi).

37 Codex accepti & expensi
Κάθε pater familias με περιουσία κρατούσε ένα είδος οικονομικού βιβλίου, που ονομαζόταν codex accepti et expensi, αποτελώντας μία μορφή πρώιμου ισολογισμού των οικονομικών του οίκου. Στην μία στήλη καταγράφονται τα εισοδήματα (accepta) και στην άλλη τα έξοδα (expensa). Εγγραφές οφειλών ως έσοδο στα βιβλία αυτά χρησιμοποιούντο ως τύπος δικαιοπραξίας που αποδείκνυε την ύπαρξη της αντίστοιχης οφειλής έως την εξόφλησή της, οπότε γινόταν αντίστοιχη εγγραφή του εξοφληθέντος ποσού ως έξοδο. Ο τύπος αυτός επέτρεπε την απόδειξη και διεκδίκηση χρηματικών απαιτήσεων που υπέκρυπταν άλλη δικαιοπραξία, όπως δάνειο ή το τίμημα πώλησης, όπου το τίμημά του εγγραφόταν ως δάνειο προς τον αγοραστή.

38 Αυξημένη αποδεικτική δύναμη
Ο αυστηρός τύπος της δικαιοπραξίας αυτής σήμαινε ότι σε περίπτωση αντιδικίας, ο δικαστής δεν θα ελάμβανε υπ' όψιν του στοιχεία όπως η βούληση των μερών κατά τη σύναψη της υποκείμενης δικαιοπραξίας.

39 Συμβάσεις SOLO CONSENSU (ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΕΣ)
Καταρτίζονται με άτυπη δήλωση βούλησης των συμβαλλομένων. Διαμορφώθηκαν μέσω της πρακτικής των συναλλαγών, προς εξυπηρέτηση των σύνθετων αναγκών μίας αγοράς παγκόσμιου εμπορίου, όπως αυτής του forum της Ρώμης. Η επιρροή του ius gentium, αφού οι Ρωμαίοι ήλθαν σε επαφή και με τα ελληνικά συναλλακτικά ήθη και εμπορικές συνήθειες και ιδίως η σημασία της καλής πίστης (bona fides), του κατεξοχήν αναγκαίου στοιχείου στις συναλλαγές μεταξύ ξένων, υπήρξαν καταλυτικά για τη διαμόρφωση μίας νέας, καινοτόμου κατηγορίας συμβάσεων.

40 ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
Διαμορφώθηκαν μέσω της πρακτικής των συναλλαγών, προς εξυπηρέτηση των σύνθετων αναγκών μίας αγοράς παγκόσμιου εμπορίου Επιρροή δικαίου των εθνών (ius gentium) Στηρίζονται στην πίστη (fides)των μερών. Δημιουργήθηκαν μέσω της παροχής νομικής προστασίας που παρείχαν σε συναλλασσόμενους οι Πραίτορες. Αργότερα, οι νομικοί τις κατατάσσουν σε κατηγορίες: Αγοραπωλησία (emptio venditio) Mίσθωση (locatio conductio) Eταιρεία Societas) Εντολή (mandatum) Αν και καταρτίζονται άτυπα, αναγνωρίζεται ότι γεννούν αγωγές κατά το ius civile – διαφορετική αγωγή για κάθε μορφή σύμβασης.

41 ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Η νομική εξέλιξη της αναγνώρισης της συναίνεσης ως μόνης πηγής ενοχικής δέσμευσης, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια πράξη εκτέλεσης της δέσμευσης από ένα από τα μέρη, αποτέλεσε μία ιδιαιτέρως πρώιμη και εξαιρετικά σημαντική εξέλιξη του Ρωμαϊκού Δικαίου Απουσιάζει παντελώς τόσο από τα αρχαία ελληνικά δίκαια, όσο και από μετέπειτα έννομες τάξεις, όπως π.χ. την Αγγλική, όπου εμφανίζεται μόλις τον 17ο αιώνα. Οι συναινετικές συμβάσεις, ως αμφοτεροβαρείς που δημιουργούσαν υποχρεώσεις για τα δύο μέρη, ξεπέρασαν επίσης το βασικό μειονέκτημα της stipulatio, ότι ως μονομερής δικαιοπραξία δημιουργούσε υποχρέωση για το ένα μόνον μέρος και σε περίπτωση π.χ. πώλησης, έπρεπε να συναφθεί μία για το πωλούμενο πράγμα και μία για το τίμημα, με ό,τι προβλήματα αυτό συνεπαγόταν σε περίπτωση που το ένα μέρος αξίωνε την εκτέλεση της υπόσχεσης, χωρίς να έχει εκτελέσει τη δική του παροχή.

42 Αγοραπωλησία (Emptio -Venditio)
Ο αγοραστής (emptor) και ο πωλητής (venditor) συμφωνούν όπως ορισμένο πράγμα θα μεταβιβαστεί στον πρώτο έναντι τιμήματος. Αναγνωρίζεται ως συναινετική σύμβαση στα τέλη της Respublica. Πριν, έπρεπε να συναφθούν δύο sponsio (ενοχικές δικαιοπραξίες) και μία mancipatio (εμπράγματη, για τη μεταβίβαση της κυριότητας). Η απλή συμφωνία των μερών (nudo consensu) σχετικά με το πωλούμενο πράγμα και το τίμημά του, χωρίς άλλες διατυπώσεις, αρκούσε για την κατάρτιση της πώλησης, η οποία όμως δεν επέφερε την μεταβίβαση του πράγματος. Για αυτήν έπρεπε να λάβει χώρα διαφορετική δικαιοπραξία (mancipatio, in iure cessio, ή συνηθέστερα η παράδοση της νομής, traditio). Συνήθως η συμφωνία ήταν προφορική, στις περιπτώσεις δε που συντασσόταν έγγραφο χρησίμευε για την απόδειξή της. Η διπλή ονομασία της στα λατινικά αντανακλά τα διαφορετικά συμφέροντα του αγοραστή και του πωλητή.

43 Αναγκαία στοιχεία: η συναίνεση, το πράγμα και το τίμημα.
Αναγκαία στοιχεία: η συναίνεση, το πράγμα και το τίμημα. Συμφωνία επί του πράγματος: Συνήθως η αγοραπωλησία αφορούσε ένα ενσώματο πράγμα (merx), αν και αντικείμενό της μπορούσε να αποτελέσει και ένα ασώματο πράγμα, π.χ. μία κληρονομία, μία απαίτηση κατά τρίτου, το εμπράγματο δικαίωμα της δουλείας ή επικαρπίας και κάθε άλλο μεταβιβαστό περιουσιακό δικαίωμα, ακόμα και μελλοντικό πράγμα (emptio rei speratae, π.χ. η σοδειά ή το ζώο που θα γεννηθεί, περίπτωση κατά την οποία η πώληση ακυρωνόταν αν το πράγμα δεν υλοποιείτο). Το πράγμα έπρεπε να προσδιορισθεί στην συμφωνία πώλησης είτε ειδικά (π.χ. το συγκεκριμένο ένδυμα) ή γενικότερα (π.χ. δέκα πρόβατα από το κοπάδι μου). Το πράγμα δεν ήταν επαρκώς ορισμένο αν προσδιοριζόταν μόνον κατά γένος (π.χ. δέκα πρόβατα). Το πράγμα έπρεπε να ανήκει στα πράγματα εντός συναλλαγής και να είναι δυνατή η μεταβίβασή του (impossibilium nulla obligatio est).

44 Συμφωνία επί του τιμήματος
Τα μέρη έπρεπε επίσης να συμφωνήσουν επί του τιμήματος. Η ανταλλαγή προϊόντων (permutatio) δεν θεωρείτο πώληση, σύμφωνα με την επικρατήσασα άποψη των Προκουλιανών, ότι σε αυτήν δεν είναι δυνατόν να ξεχωρίσει κανείς τον αγοραστή από τον πωλητή. Το τίμημα έπρεπε να συνίσταται σε χρήματα μετρητοίς (pecunia numerata), να είναι αληθές (verum), δηλαδή όχι εικονικό, άλλως υποκρυπτόταν δωρεά. Έπρεπε να είναι ορισμένο (certum), δεν αρκούσε δηλαδή να συμφωνηθεί η πώληση του πράγματος σε "εύλογη τιμή". Θεωρείτο ορισμένο είτε εάν είχε αριθμητικά προσδιορισθεί, είτε αν μπορούσε να ορισθεί, εφόσον ο τρόπος προσδιορισμού του προέκυπτε από σαφές κριτήριο κατά το χρόνο σύναψης της συμβάσεως (π.χ. η σημερινή τιμή του προϊόντος στην αγορά). Ο Ιουστινιανός έκανε δεκτό ο προσδιορισμός του τιμήματος να μπορεί να ανατεθεί στην κρίση τρίτου μέρους που κατονόμαζαν τα μέρη. Εάν αυτός δεν προσδιόριζε εν συνεχεία το τίμημα, η πώληση ήταν άκυρη. Για τη μεταβίβαση της κυριότητας του πράγματος στην πώληση δεν αρκούσε η ενοχική δικαιοπραξία της πώλησης, αλλά έπρεπε να λάβει χώρα και το εμπράγματο σκέλος της, δηλαδή η παράδοση του πράγματος στον αγοραστή. Κατά τον Ιουστινιανό, έπρεπε επιπλέον να έχει εξοφληθεί ή τουλάχιστον πιστωθεί το τίμημα με συμφωνία των μερών ή να έχει παρασχεθεί εγγύηση για την εξόφλησή του.

45 Υπέρμετρη βλάβη πωλητή (laesio enormis)
Πίσω από την πώληση κάποιου περιουσιακού στοιχείου με πολύ χαμηλό τίμημα συνήθως υποκρύπτεται η ανάγκη του πωλητή ή η εκμετάλλευσή του από τον αγοραστή. Αν δεν είχε μεσολαβήσει κάποια μορφής απάτη, ο Πραίτορας κατ' αρχάς δεν χορηγούσε ένδικη προστασία στον πωλητή για την ακύρωση της πώλησης, μόνον επειδή η τιμή υπολειπόταν της πραγματικής.  Όμως, εν όψει της εκμετάλλευσης ορισμένων ασθενών συναλλασσόμενων από τους ισχυρούς, με rescriptum των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, ορίστηκε ότι εάν ένα πράγμα πωλείτο σε τιμή χαμηλότερη από το ήμισυ της αξίας του (η αποκληθείσα αργότερα laesio enormis - υπέρμετρη βλάβη), ο πωλητής μπορούσε να ανακτήσει το πράγμα, εκτός αν ο αγοραστής συμπλήρωνε το τίμημα στην πλήρη αξία του πράγματος. Η περίπτωση αυτή διαφέρει από αυτήν της εκμετάλλευση της ανάγκης ή εξαπάτηση του πωλητή.

46 Συναίνεση Η συναίνεση στην πώληση θεωρείτο αναγκαίο στοιχείο, όπως και σε κάθε άλλη δικαιοπραξία. Τους Ρωμαίους νομικούς απασχόλησε η έλλειψή της, η οποία αντιμετωπίστηκε κυρίως περιπτωσιολογικά, διαμορφώνοντας τις περιπτώσεις όπου τα ελαττώματα της βούλησης μπορούσαν να ακυρώσουν τη δικαιοπραξία. Για την απόδειξη της συμφωνίας, που ήταν κατά κανόνα προφορική, μπορούσε να συνταχθεί και αποδεικτικό έγγραφο. Στην πράξη ως αποδεικτικό στοιχείο της συναίνεσης συνηθιζόταν επίσης η καταβολή μίας προκαταβολής, που αποδείκνυε ένα προσυμβατικό στάδιο που δέσμευε τα μέρη για την εκτέλεση της συμβάσεως στο μέλλον, για την οποία ο Ιουστινιανός όρισε ότι αν ο αγοραστής υπαναχωρούσε από τη συναλλαγή θα την έχανε (arha paenitentialis).

47 2. Μίσθωση (Locatio-Conductio)
Μίσθωση πράγματος (Locatio-conductio rei): με αυτήν ο εκμισθωτής (locator) "έθετε" ένα πράγμα, κινητό ή ακίνητο, στη διάθεση του μισθωτή (conductor) για να το χρησιμοποιεί όπως θέλει, έναντι καταβολής του μισθώματος. Μίσθωση εργασίας (Locatio-conductio operarum): με αυτήν ο locator έθετε τις υπηρεσίες του (operis) στη διάθεση του conductor. Μίσθωση έργου (Locatio-conductio operis): με αυτήν ο locator αναθέτει στον conductor ένα έργο (opus), συνήθως την κατασκευή κάποιου πράγματος αλλά όχι μόνον (π.χ. εκπαίδευση ενός δούλου). Στην περίπτωση αυτή θεωρείτο ότι ο εκμισθωτής "έθετε" ένα πράγμα εις χείρας του μισθωτή προς επεξεργασία. Η διαφορά της μίσθωσης έργου από την μίσθωση εργασίας εναπόκειτο στην έκταση του ελέγχου του αποδέκτη του έργου: εφ' όσον τον κύριο λόγο και έλεγχο είχε ο εργοδότης, επρόκειτο για μίσθωση εργασίας, εάν ο εργολάβος αναλάμβανε το έργο με ελευθερία κινήσεων, αποτελούσε μίσθωση έργου.

48 3. Εταιρεία (Societas) Αποτελούσε συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων (socii) να ενώσουν περιουσιακά στοιχεία τους για την επιδίωξη κοινού σκοπού. Η πρώτη μορφή εταιρείας ήταν η societas omnium bonorum, όπου τα μέρη συνένωναν όλη την περιουσία τους. Στη συνέχεια η εταιρεία έλαβε τη μορφή συνεισφοράς συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων ή και εργασίας. Αν και ήταν σύνηθες οι Ρωμαίοι έμποροι να συνεταιρίζονται, η ρωμαϊκή εταιρεία δεν είχε απαραιτήτως σκοπό το κέρδος, αλλά μπορούσε να υπηρετεί οιονδήποτε άλλο σκοπό (π.χ. την κοινή διενέργεια ταξιδιού και επιμερισμό των εξόδων του), φθάνει ο σκοπός να ήταν θεμιτός (η πειρατεία π.χ. δεν μπορούσε να αποτελέσει θεμιτά αντικείμενο εταιρείας). Όλοι οι εταίροι έπρεπε να συνεισφέρουν κάτι στην εταιρεία και πλην διαφορετικής συμφωνίας, συμμετείχαν ίσα στα κέρδη και ζημίες ανεξάρτητα από το μερίδιο της συνεισφοράς τους.

49 Υποχρέωση πίστεως εταίρων
Η εταιρεία αποτελούσε σύμβαση με έντονα προσωπικό χαρακτήρα και στενό δεσμό μεταξύ των εταίρων, που στις αρχαίες πηγές παρομοιάζεται με τον δεσμό μεταξύ αδελφών, βασιζόμενη στην καλή πίστη. Εν αντιθέσει όμως με την πώληση και τη μίσθωση, όπου όπως και τα διπλά λατινικά ονόματά τους καταδεικνύουν, τα συμφέροντα των μερών ήταν διαφορετικά, στην εταιρεία τα συμφέροντα των εταίρων ήταν κοινά. Λόγω της ταυτότητας συμφερόντων των μερών προβλεπόταν μόνον μία αγωγή μεταξύ εταίρων, η actio pro socio, η άσκηση της οποίας, λόγω του χαρακτήρα εμπιστοσύνης της σχέσης, επέφερε τη λύση της εταιρείας. Η σύμβαση μπορούσε επίσης να λυθεί μονομερώς οποτεδήποτε από οιονδήποτε εκ των εταίρων, και καθώς βασιζόταν στην προσωπική σχέση μεταξύ εταίρων, λυόταν σε περίπτωση θανάτου, πτώχευσης ή capitis deminutio κάποιου εξ αυτών.

50 Λεόντειος εταιρεία (societas leonina)
Κάθε εταιρεία προϋπέθετε μία συνεισφορά κεφαλαίου ή εργασίας εκ μέρους όλων των εταίρων, άλλως, αν κάποιος δεν εισέφερε κάτι, θα θεωρείτο δωρεά. Η εταιρεία στην οποία το ένα μέρος αποκλείεται από τη συμμετοχή στα κέρδη ονομαζόταν λεόντειος εταιρεία (societas leonina), από τον μύθο της "μερίδας του λέοντος". Παρόμοια εταιρεία θεωρείτο αθέμιτη στο ρωμαϊκό δίκαιο. Αντιθέτως, μπορούσε να υπάρξει εταιρεία στην οποία συμφωνείτο ότι ένας εταίρος δεν θα είχε συμμετοχή στις ζημίες.

51 " Ο μύθος της "Λεόντειας Εταιρείας"
Ένας λέων, ένας γάιδαρος και μία αλεπού συνεταιρίσθηκαν μεταξύ τους και βγήκαν εις άγρα θηραμάτων. Αφού ο λέων συνέλαβε πολλά από αυτά, πρόσταξε τον γάιδαρο να τα μοιράσει. Όταν τα διαίρεσε στα τρία και τον προέτρεψε να διαλέξει, ο λέων αγανάκτησε και τον κατασπάραξε, διατάζοντας την αλεπού να κάνει τη μοιρασιά. Αυτή τα μάζεψε όλα σε μία μερίδα, αφήνοντας κατά μέρος ένα μικρό μέρος για τον εαυτό της, και κάλεσε τον λέοντα να διαλέξει. Όταν την ρώτησε ο λέων "ποιός σου έμαθε να μοιράζεις έτσι", η αλεπού απάντησε "η συμφορά του γαϊδάρου". Φαίδρος: "numquam est fidelis cum potente societas" (δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στον συνεταιρισμό με έναν ισχυρό).

52 4. Εντολή (Mandatum) Με τη σύμβαση της εντολής (mandatum), ο εντολέας (mandator) ανέθετε στον εντολοδόχο (mandatarius) να εκτελέσει κάποια υπηρεσία για λογαριασμό του άνευ αμοιβής. Η έννομη σχέση αυτή έχει τις ρίζες στις σχέσεις φιλίας και τις αυξημένες υποχρεώσεις εξυπηρέτησης μεταξύ φίλων κατά τη ρωμαϊκή κοινωνική αντίληψη και ήθη. Αν και ο εντολοδόχος δεν είχε όφελος από τη συναλλαγή, αν αναλάμβανε να διεκπεραιώσει την εντολή, όφειλε να την φέρει εις πέρας προς το συμφέρον του εντολέα του. Δεν μπορούσε να συσταθεί εντολή όταν το αντικείμενο αυτής ήταν μόνον προς το συμφέρον του εντολοδόχου, οπότε αποτελούσε απλή συμβουλή. Η σχέση αποτελούσε ένα bonae fidei negotium, και λόγω του φιλικού υποβάθρου η καλή πίστη έπαιζε σημαντικό ρόλο σε αυτή. Ο εντολέας μπορούσε να αναζητήσει από τον εντολοδόχο με την actio mandati ό,τι αυτός αποκόμισε σε εκτέλεση της εντολής, και ο εντολοδόχος με την actio mandati contraria μπορούσε να αναζητήσει τα έξοδα στα οποία προέβη για την εκτέλεσή της.

53 5. Δωρεά (donatio) Με τη δικαιοπραξία της δωρεάς (donatio) ο δωρητής (donator) μεταβίβαζε ή υποσχόταν στον δωρεοδόχο ένα πράγμα από χαριστική διάθεση (aniums donandi). Ενίοτε μπορούσε να εκφράσει την επιθυμία ο δωρεοδόχος να εκτελέσει κάποια υποχρέωση (donatio sub modo), όπως να ανεγείρει κάποιο μνημείο προς τιμήν του. Αρχικά η δωρεά έπρεπε να περιβληθεί τη μορφή της stipulatio, επί Ιουστινιανού μπορούσε να γίνει με απλό σύμφωνο (pactum donationis) και σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως για ποσά άνω των 500 solidi, εγγράφως. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο είχε θέσει κάποιους περιορισμούς στις δωρεές, απαγορεύοντας π.χ. με την Lex Cincia τις δωρεές μεταξύ συζύγων. Οι δωρεές διακρίνονταν στις εν ζωή (inter vivos) και σε αυτές που ενεργοποιούντο μετά το θάνατο του δωρητή (mortis causa), αν ο δωρεοδόχος επιβίωνε αυτού, άλλως η δωρεά ακυρωνόταν.

54 Ανώνυμα συναλλάγματα (contractus innominati)
Στη μετακλασική περίοδο. Κάθε άτυπη σύμβαση που οδηγεί σε υποχρεώσεις για τα δύο μέρη, από τη στιγμή που το ένα εκπληρώσει την υποχρέωση η οποία το βαρύνει. Do ut des Do ut facias Facio ut des Facio ut facias Ειδική αγωγή: actio praescriptis verbis.

55 Oιονεί συμβάσεις (quasi contractus)
Πράξεις που, χωρίς να αποτελούν συμβάσεις, βασίζονται σε νόμιμη πράξη ή κατάσταση και γενούν αγωγή. Λείπει το στοιχείο της σύμπτωσης βουλήσεων. Διοίκηση αλλοτρίων (negotiorum gestio) Επιτροπεία (tutela) Κοινωνία (communio) (π.χ. κληρονόμων) Αδικαιολόγητος πλουτισμός

56 Αδικήματα – οιονεί αδικήματα (delicta – quasi delicta)
Αδίκημα = Κάθε παράνομη πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα, την οικογένεια ή την περιουσία κάποιου. Οιονεί αδίκημα = περιπτώσεις όπου ο υπόχρεος ευθύνεται για παράνομες πράξεις με τις οποίες προξενήθηκαν, από αμέλειά του, ζημίες σε τρίτους (Ιουστινιάνειο δίκαιο).

57 Σύμφωνα (pacta) Συμφωνίες ενοχικού περιεχομένου που δεν είναι εφοδιασμένες με αγωγές του ius civile. Ορισμένες αναγνωρίζονται ως αγώγιμες από τον Πραίτορα: pacta coventa… servabo. “Pacta sunt servanda” = η εξαίρεση στο ρ.δ., που έγινε κανόνας στο σύγχρονο δίκαιο. Άλλες με αυτοκρατορική διάταξη (pacta legitima). Άλλες μένουν μη αγώγιμες = «ψιλά σύμφωνα» (nuda pacta), αλλά: γεννούν ένσταση (π.χ. συμφωνία να μην ασκηθεί αγωγή).

58 Αδικήματα Αρχαϊκό Ρ.Δ.: δυσκολία σύλληψης της σχέσης αιτιώδους συνδέσμου. Αρχικά κάθε ανθρωποκτονία προξενεί την αντεκδίκηση των συγγενών. Ήδη όμως με «βασίλειο νόμο» (Βασιλιάς Νουμάς Πομπίλιος), η ευθύνη περιορίζεται όπου ο φόνος έγινε «εν γνώσει και από πρόθεση». Αν έγινε από απερισκεψία: απαλλαγή του φονέα με προσφορά ενός κριαριού. Δωδεκάδελτος: αν ένα βέλος «ξέφυγε παρά ρίχθηκε», προσφέρεται ως εξιλαστήριο θύμα ένα κριάρι.

59 Aιτιότητα -υπαιτιότητα
Ο προξενήσας παρανόμως ζημία, υποχρεούται να την αποκαταστήσει, αν: Υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στη ζημία και το αποτέλεσμά της (άμεση ή έμμεση αιτιώδης συνάφεια = αντικειμενική προϋπόθεση). Το ζημιογόνο αποτέλεσμα αποδίδεται στην υπαιτιότητα εκείνου που προξένησε τη ζημία: Με δόλο (ήθελε το ζημιογόνο αποτέλεσμα) Με αμέλεια (δεν το επεδίωξε, δεν κατέβαλλε όμως την αναγκαία επιμέλεια για να το προβλέψει και αποτρέψει) Η ζημία να είναι παράνομη (με παράβαση κανόνα δικαίου – όχι στο ρ.δ., μόνο στο σύγχρονο).

60 Δωδεκάδελτος: αν ο εμπρηστής σπιτιού/θημωνιάς ενήργησε «εν γνώσει κι από πρόθεση» = θάνατος στην πυρά. Αν ενήργησε «από τύχη, δηλαδή από αμέλεια», υποχρεούται σε αποκατάσταση της ζημίας, ή, αν δεν έχει τα μέσα, σε ελαφρότερη ποινή. Ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, με αφορμή «ποινικά» αδικήματα, γίνεται διάκριση ανάμεσα σε ΔΟΛΟ = «εν γνώσει και από πρόθεση» ΤΥΧΗΡΑ, με τα οποία ταυτίζεται η αμέλεια.

61 Ακουίλιος Νόμος (Lex Aquilia)
Plebiscitum 287/286 π.Χ. Για ζημίες που προκλήθηκαν άδικα και παράνομα (iniuria). Φόνος ή τραυματισμός ξένου δούλου ή ζώου από όσα ζουν σε κοπάδια, ή Ζημία άλλου ζώου ή άψυχου αντικειμένου με κάψιμο, σπάσιμο ή συντριβή. Αφορά κάθε ζημία, από δόλο, αλλά και πταίσμα (culpa). Μόνο με θετική πράξη (όχι παράλειψη) που βρίσκεται σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με το ζημιογόνο αποτέλεσμα. Κλασική περίοδος: και έμμεση αιτιώδης συνάφεια (ιδίως παραλείψεις). Ο Πραίτορας χορηγεί αγωγές «κατά το υπόδειγμα του Ακουίλιου νόμου» (ad exemplum legis Aquiliae).

62 Άρση άδικου χαρακτήρα πράξης
Σε περιπτώσεις: Άμυνας Κατάστασης ανάγκης Αυτοδικίας (περιορισμένα)

63 Δικαιοπραξίες Eυθύνη για δόλο και για custodia. Δόλος (dolus malus):
Η καταδίκη θα επιφέρει την ατιμία του εναγομένου. Εντολή (mandatum) Εταιρία (societas) Παρακαταθήκη (depostium) Kαταπίστευση (fiducia) Eπιτροπεία (tutela) Όλες = αγωγές καλής πίστης (bonae fidei iudicia) Mε το δόλο εξομοιώνεται η βαριά αμέλεια: «να μην καταλαβαίνει κανείς ό,τι όλοι καταλαβαίνουν».

64 Custodia: αυξημένη ευθύνη του οφειλέτη για τη φύλαξη ξένου πράγματος.
Αντικειμενική ευθύνη: για δόλο, culpa, αλλά και τυχηρά (casus). Εξαιρείται μόνον η ανωτέρα βία (vis maior, damnum fatale), που συντρέχει σε: Πυρκαγιά Ναυάγιο Επιδρομή πειρατών Σεισμός Πλημμύρα Όχι σε κλοπή.

65 Έτσι ευθύνονται (παραδείγματα πηγών):
Ο βαφέας – επισκευαστής ενδυμάτων, για ό,τι παρέλαβαν. Ο ναύκληρος Ο ξενοδόχος – σταυλούχος, για ό,τι παρέλαβαν προς φύλαξη από τους πελάτες τους. Ο εκμισθωτής αποθήκης Ο εταίρος που παρέλαβε πράγματα της εταιρείας προς επεξεργασίας. Επίσης, ευθύνη κατόχου ζώου για τις ζημίες που προξενεί, ή για τη διαφυγή δούλου. Γενική αρχή: όποιος αποκομίζει ωφέλεια (utilitas) από την ενοχική σχέση, ευθύνεται βαρύτερα.

66 Ιουστινιάνειο δίκαιο Στις δικαιοπραξίες και αδικοπραξίες, ευθύνη για:
Δόλο – πταίσμα –τυχηρό. Δόλος =η ζημιογόνος συμπεριφορά που πηγάζει από πρόθεση του ζημιώσαντα. Πταίσμα (culpa) = υπαίτια, όχι δόλια συμπεριφορά του ζημιώσαντα. Δεν κατέβαλε την επιμέλεια (diligentia) που μπορούσε και όφειλε να καταβάλλει, με πράξη ή παράλειψη. Επιμέλεια = αυτή του «συνετού οικογενειάρχη» (diligentissimus pater familias). Ή (μερικές φορές), η «εν ιδίοις επιμέλεια».

67 Custodia = παράβαση της υποχρέωσης για επιμελή φύλαξη, με καταβολή ιδιαίτερης επιμέλειας.
Η υποχρέωση επιμέλειας μπορεί να επαυξηθεί συμβατικά για να περιλάβει και την ανωτέρα βία (π.χ. στην περίπτωση ναυκλήρου). Μπορεί επίσης να μειωθεί συμβατικά η ευθύνη. Δεν επιτρέπεται συμβατική απαλλαγή από δόλο.


Κατέβασμα ppt "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΟΧΗΣ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google