Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΦιλύρη Φραγκούδης Τροποποιήθηκε πριν 7 χρόνια
1
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Σημειώσεις για το μάθημα: Ελεγχος Προσφοράς Χρήματος από την Κεντρική Τράπεζα
Συμεών Καραφόλας
2
1. Εισαγωγικά Η κεντρική τράπεζα μπορεί να χρησιμοποιήσει ορισμένα εργαλεία με τα οποία μπορεί να επηρεάσει την προσφορά του χρήματος και να ασκήσει έτσι τη νομισματική και κατ’ επέκταση πιστωτική πολιτική. Η χρήση των εργαλείων εξαρτάται από τη χώρα ή ένα σύνολο χωρών, όπως για παράδειγμα η περίπτωση της ευρωζώνης, την ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος και εν γένει χρήση διαφόρων εργαλείων στις συναλλαγές, όπως μικρότερη ή μεγαλύτερη χρήση των επιταγών ως πιστωτικό μέσο (μπορούμε να σκεφτούμε τη διαφορά μεταξύ δύο αναπτυγμένων χωρών όπου στη μία η χρήση της επιταγής παίρνει τη μορφή όχι τόσο μέσου πληρωμής αλλά άτοκου δανείου. Η να το σκεφτούμε στην ίδια χώρα, όπως Ελλάδα, πριν και στη διάρκεια της κρίσης). Γενικότερα αποδεκτά είναι τρία βασικά εργαλεία: Ο λόγος των Ρευστών Διαθεσίμων προς τις Καταθέσεις Η πολιτική της Ανοικτής Αγοράς αναφορικά με χρηματιστηριακές αξίες. Η μεταβολή του Προεξοφλητικού Επιτοκίου
3
2. Η τήρηση των ρευστών διαθεσίμων
Εχουμε υπόψη ότι οι καταθέσεις είναι πολλαπλάσιες των τραπεζογραμματίων που κυκλοφορούν. Στην ελληνική περίπτωση είδαμε ότι για την περίοδο ήταν περίπου 4 ενώ για τις αναπτυγμένες οικονομίες είναι περίπου 5. Ο αριθμός αυτός αποτελεί ένα είδος πολλαπλασιαστή που δείχνει πόσες φορές το μέγεθος της χρηματικής βάσης (τραπεζογραμμάτια που εκδίδει η Κεντρική Τράπεζα) είναι η συνολική προσφορά χρήματος. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ένα μέρος των καταθέσεων σε μορφή ρευστών διαθεσίμων το οποίο δε μπορεί να δανείζει. Η τράπεζα δανείζει το υπόλοιπο. Το υπόλοιπο αυτό όταν δανειστεί θα δημιουργήσει με τη σειρά του νέες καταθέσεις, έστω σε άλλες τράπεζες, μέρος των οποίων θα διατηρηθούν σε ρευστά διαθέσιμα και το υπόλοιπο θα διοχετευτεί στην αγορά και θα μετατραπεί σε καταθέσεις. Κύριο σημείο αποτελεί το ποσοστό των καταθέσεων το οποίο κάθε τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί σαν ρευστό διαθέσιμο. Αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι 20% τότε το υπόλοιπο 80% μπορεί να διοχετευτεί στην αγορά υπό μορφή δανεισμού ή άλλων τοποθετήσεων. Αν το ποσοστό ανέλθει σε 40% τότε μόνο το 60% μπορεί να διοχετευτεί σε τοποθετήσεις και δάνεια. Ετσι μειώνεται το μέρος των καταθέσεων προς δανεισμό. Αν αντίθετα το ποσοστό μειωθεί σε 10% τότε αυξάνεται το μέρος των καταθέσεων προς δανεισμό.
4
2. Η τήρηση των ρευστών διαθεσίμων
Η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα Ρευστά διαθέσιμα για να ελέγξει την προσφορά του χρήματος. Σε περίπτωση ύφεσης της οικονομίας μπορεί να μειώσει το ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων. Ετσι οι τράπεζες διαθέτουν μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων για δάνεια και τοποθετήσεις προς τους πελάτες. Επιπλέον τα δάνεια αυτά μπορούν να έχουν και χαμηλότερο επιτόκιο διότι η συρρίκνωση των ρευστών διαθεσίμων συνεπάγεται επίσης ότι ένα μικρότερο μέρος των καταθέσεων είναι δεσμευμένο με πολύ μικρό ή μηδενικό επιτόκιο όπως είναι τα ρευστά διαθέσιμα. Σε περίπτωση «υπερθέρμανσης» της οικονομίας και υψηλού πληθωρισμού, η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αποφασίσει αύξηση των ρευστών διαθεσίμων. Το αποτέλεσμα θα είναι οι τράπεζες να διαθέτουν μικρότερο μέρος των καταθέσεων για δάνεια και τοποθετήσεις. Το ποσό αυτό θα είναι και με υψηλότερο επιτόκιο διότι το μικρότερο ποσό προς διάθεση για δάνεια θα πρέπει να καλύψει και τις απώλειες εσόδων από τόκους που προέρχονται από τα μηδενικού ή πολύ χαμηλού επιτοκίου ρευστά διαθέσιμα που αναγκάζονται να διατηρούν οι τράπεζες. Ετσι δυσκολεύει ο δανεισμός τόσο αναφορικά με το ποσό όσο και με το αυξημένο επιτόκιο. Σαν συνέπεια θα είναι η μείωση των δανείων και μείωση της ζήτησης που προκαλείται από τη μείωση των δανείων. Η μείωση της ζήτησης επιφέρει μείωση των τιμών σε πρώτη φάση που είναι το ζητούμενο της εφαρμοσθείσας πολιτικής αλλά και πιθανή μείωση της παραγωγής.
5
2. Η τήρηση των ρευστών διαθεσίμων
Στην Ελλάδα, με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας περιγράφονται οι δείκτες ρευστών διαθεσίμων που καλούνται να διατηρούν οι τράπεζες. Με την Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2560/ , «Πλαίσιο ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος της επάρκειας ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων» και την ΠΔΤΕ 2614/ «Πλαίσιο ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος της επάρκειας ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων» αποφασίστηκε ο δείκτης ρευστών διαθεσίμων να ευρίσκεται στο 20% των καταθέσεων από 1/10/2005. Τα στοιχεία που αποτελούν το δείκτη ορίζονται στην ΠΔΤΕ 2560/ Ανεξάρτητα από τις διατάξεις, η σημερινή συγκυρία με την έλλειψη καταθέσεων, τις μεγάλες ανάγκες δανειακών κεφαλαίων και αυτά σε ένα πλαίσιο μεγάλης και συνεχιζόμενης ύφεσης, επιβάλει ουσιαστικά μια πολιτική ρευστών διαθεσίμων με σκοπό τη διάχυση όσο το δυνατόν περισσότερων χρημάτων στην αγορά. Ετσι ουσιαστικά το ποσοστό των ρευστών διαθεσίμων που διατηρούν οι τράπεζες δεν ξεπερνά το 1% πλησιάζοντας περισσότερο στο 0,5% των καταθέσεων.
6
2. Η τήρηση των ρευστών διαθεσίμων
Σε επίπεδο Ευρωζώνης, η συνεχιζόμενη ύφεση των τελευταίων χρόνων επιβάλει επίσης συνολικότερη πολιτική μειωμένων ρευστών διαθεσίμων. Ο πίνακας 1 μας δείχνει χαρακτηριστικά τις απαιτούμενες δεσμεύσεις σε διαθέσιμα ως ποσοστό των υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων της Ευρωζώνης. Το ποσοστό μειώνεται από το 1,1% το 2010 και 2011 σε 0,6% το 2013 και Αντίστοιχα και το επιτόκιο ου έχουν τα δεσμευμένα ποσά περνούν από 1,00% το 2010 σε 0,5% το 2012 και 2013 και σε μόλις 0,05% το Παρατηρούμε συνεπώς ότι η πολιτική των Ρευστών Διαθεσίμων επηρεάζεται εξαιρετικά από την οικονομική συγκυρία και στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται κυρίως να «υπακούει» στην οικονομική κατάσταση.
7
Πίνακας 1. Υποχρεώσεις και Απαιτούμενα Διαθέσιμα των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται σε τήρηση διαθεσίμων στην Ευρωζώνη Σύνολο Υποχρεώσεων (σε δις Ευρώ) (1) Απαιτούμενες Διαθέσιμα (2) (2) / (1) Επιτόκιο επί των Απαιτούμενων Διαθεσίμων 2010 18.948 212 1,1% 1% 2011 18.970 208 1,25% 2012 18.565 106 0,6% 0,75% 2013 17.847 103 0,25% 2014/7 18.100 107 0,05% Πηγή: European Central Bank, 2014, Monthly Bulletin, December, Table 1.4
8
3. Η πολιτική της ανοικτής αγοράς
Η Κεντρική Τράπεζα διατηρεί στο χαρτοφυλάκιό της χρηματιστηριακές αξίες, που κυρίως είναι κρατικά ομόλογα. Κρατικά ομόλογα διατηρούν και οι τράπεζες. Η διαφορά είναι ότι οι μεν τράπεζες το κάνουν για κερδοσκοπικούς λόγους ενώ η Κεντρική Τράπεζα για να μειώσει ή αυξήσει την κυκλοφορία του χρήματος. Αντίστοιχα με την πολιτική των ρευστών διαθεσίμων, σε περίπτωση ύφεσης της οικονομίας, η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αγοράσει κρατικούς τίτλους, ομόλογα ή έντοκα γραμμάτια. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης η πολιτική της Ανοικτής Αγοράς παίρνει 4 μορφές (1): πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας διαρθρωτικές πράξεις (1) ΕΚΤ, Οι πράξεις ανοικτής αγοράς, (στις 15/10/2015)
9
3. Η πολιτική της ανοικτής αγοράς
Οι πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης παρέχουν τακτικά ρευστότητα μέσω αντιστρεπτέων συναλλαγών με εβδομαδιαία συχνότητα και διάρκεια μιας εβδομάδας. Αυτές οι πράξεις εκτελούνται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) με τυποποιημένες δημοπρασίες. Οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης είναι αντιστρεπτέες συναλλαγές παροχής ρευστότητας με μηνιαία συχνότητα και διάρκεια τριών μηνών. Αυτές οι πράξεις στοχεύουν στην παροχή πρόσθετης πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης στους αντισυμβαλλόμενους και εκτελούνται από τις ΕθνΚΤ βάσει των τυποποιημένων δημοπρασιών. Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας εκτελούνται σε ad hoc βάση, με στόχο τη διαχείριση της ρευστότητας στην αγορά και, ειδικότερα, προκειμένου να αμβλύνουν τις επιπτώσεις στα επιτόκια που προκαλούνται από απροσδόκητες διακυμάνσεις ρευστότητας στην αγορά. Οι πράξεις εξομάλυνσης βραχυχρόνιων διακυμάνσεων της ρευστότητας εκτελούνται πρωτίστως ως αντιστρεπτέες συναλλαγές, αλλά μπορούν επίσης να λάβουν τη μορφή οριστικής πράξης (αγοράς ή πώλησης), ανταλλαγής νομισμάτων και αποδοχής καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας. Οι πράξεις διενεργούνται κανονικά από τις ΕθνΚΤ μέσω ταχείας δημοπρασίας, αν και μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν διμερείς διαδικασίες και υπό εξαιρειτκές συνθήκες και από την ΕΚΤ.
10
3. Η πολιτική της ανοικτής αγοράς- Επείγουσα παροχή ρευστότητας (ELA-Emergency Liquidity Assistance)
Πέραν των τριών μορφών πράξεων , το Ευρωσύστημα μπορεί να διενεργήσει διαρθρωτικές πράξεις όποτε η ΕΚΤ επιθυμεί να ρυθμίσει τη διαρθρωτική θέση του Ευρωσυστήματος έναντι του χρηματοπιστωτικού τομέα (είτε σε τακτική είτε σε μη τακτική βάση). Οι διαρθρωτικές πράξεις με μορφή αντιστρεπτέων συναλλαγών και η έκδοση των πιστοποιητικών χρέους διενεργούνται από τις ΕθνΚΤ μέσω τυποποιημένων δημοπρασιών. Οι διαρθρωτικές πράξεις με μορφή οριστικών συναλλαγών εκτελούνται μέσω των διμερών διαδικασιών. Τα πιστωτικά ιδρύματα της ευρωζώνης μπορoνα πάρουν έκτακτη πίστωση από την κεντρική τράπεζα και πέρα από τις πράξεις της νομισματικής πολιτικής μέσω της εξαιρετικά επείγουσας παροχής ρευστότητας (ELA). Η παροχή αυτή γίνεται από μια εθνική κεντρική τράπεζα του Ευρωσυστήματος (ΕθνΚΤ) και είναι: 1. Σε χρήμα κεντρικής τράπεζας ή / και 2. Οποιαδήποτε άλλη βοήθεια που μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση σε χρήμα κεντρικής τράπεζας Η παροχή δίνεται σε ένα ή ομάδα φερέγγυο(ων) χρηματοπιστωτικό(ων) ίδρυμα(των) που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Αυτή η ενέργεια δεν αποτελεί μέρος της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Η ευθύνη για την παροχή ELA ανήκει η εν λόγω ΕθνΚΤ (ες). Αυτό σημαίνει ότι τα έξοδα, καθώς και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την παροχή του ELA πραγματοποιούνται από την οικεία ΕθνΚΤ.
11
3. ELA-Emergency Liquidity Assistance:Χρηματοδότηση ελληνικών τραπεζών
O έκτακτος μηχανισμός τροφοδοτεί τις τράπεζες με ρευστότητα, σε περιοδική βάση (15ήμερη) και όχι για διάστημα υψηλότερο των έξι μηνών, με αυξημένο κόστος σε σχέση με τη χρηματοδότηση από την EKT. Συγκεκριμένα το κόστος ανέρχεται σε 1,55% από 0,05% στην περίπτωση της χρηματοδότησης από την EKT. Ένα κύριο σημείο αποτελούν οι εγγυήσεις που δίνονται από τις τράπεζες έναντι των χρημάτων που λαμβάνουν. Οι εγγυήσεις, ομόλογα ή άλλα αξιόγραφα, μπορεί να είναι υποκείμενα μειωμένης αξίας (σε σχέση με την νονιμαστική τους αξία) και έτσι η αντισυμβαλόμενη τιμή προς τις χρηματοδοτήσεις του ELA να είναι πολύ μικρότερη. Κατά συνέπεια θα πρέπει να δοθούν πολύ μεγαλύτερες εγγυήσεις ώστε η κουρεμένη τιμή τους να φθάνει τις χρηματοδοτήσεις που παίρνει η τράπεζα. Στο πλαίσιο της χρηματοδότησης μέσω της Ανοικτής Πολιτικής και του ELA οι ελληνικές τράπεζες δέχτηκαν έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα. Η ρευστότητα εκφρασμένη με το πιστωτικό όριο ανέρχεται τον Οκτώβριο του 2015 σε 86,9 δις Ευρώ. Στο 2015 η εξέλιξη του ορίου δανεισμού προς τις Ελληνικές τράπεζες πέρασε ως εξής:
12
Πίνακας 2. Χρηματοδότηση ελληνικών τραπεζών μέσω ELA, (σε δις Ευρώ)
Ημερομηνία Απόφασης Χρηματοδότηση μέσω ELA 31/1/2015 5,2 28/2/2015 65,54 18/3/2015 69,8 25/3/2015 71,1 1/4/2015 71,8 8/4/2015 73,2 14/4/2015 74 22/4/2015 75,5 29/4/2015 76,9 6/5/2015 78,9 12/5/2015 80 30/8/2015 84 30/9/2015 82,4 6/10/2015 87,9 Πηγή: Γ. Παπαδογιάννης,, «Νέα Αύξηση του ELA, Καθημερινή, 13/5/2015, σ. 19 Ανώνυμο, Στα 82,4 μειώθηκε η εξάρτηση των τραπεζών από τον ELA, 16/10/2015 Τράπεζα Ελλάδος, 22/10/2015, Παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες (ELA), (στις 26/10/2015)
13
4. Η μεταβολή του Αναπροεξοφλητικού Επιτοκίου
Η μεταβολή του Προεξοφλητικού Επιτοκίου μια μορφή παρέμβασης της Κεντρικής Τράπεζας για την προσφορά χρήματος από τις τράπεζες. Το προεξοφλητικό επιτόκιο είναι το επιτόκιο με το οποίο οι τράπεζες μπορούν να δανείζονται από την κεντρική Τράπεζα. Οι τράπεζες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας μπορούν να προεξοφλήσουν στην Κεντρική Τράπεζα αξιόγραφα βραχυπρόθεσμα, ειδικότερα γραμμάτια και συναλλαγματικές. Τους αξιόγραφα αυτά είχαν ήδη προεξοφλήσει οι τράπεζες προς τους πελάτες τους. Για την προεξόφληση αυτή οι πελάτες επιβαρύνθηκαν με το προεξοφλητικό επιτόκιο. Οι τράπεζες μπορούν να ανα προεξοφλήσουν τα αξιόγραφα αυτά στην Κεντρική Τράπεζα δίνοντάς τα στην κεντρική τράπεζα σε αντιστάθμισμα ρευστού από την Κεντρική Τράπεζα. Οι τράπεζες όμως πληρώνουν ένα επιτόκιο το οποίο λέγεται ανα προεξοφλητικό επιτόκιο.
14
4. Η μεταβολή του Αναπροεξοφλητικού Επιτοκίου
Η κεντρική τράπεζα μέσω του ανα προεξοφλητικού επιτοκίου μπορεί να διευκολύνει ή να εμποδίσει τη ρευστότητα των τραπεζών. Αν θεωρεί ότι η οικονομία είναι σε ύφεση, μπορεί να δέχεται τους πιστωτικούς τίτλους που προσφέρουν οι τράπεζες προεξοφλώντας τους με χαμηλό αναπροεξοφλητικό επιτόκιο. Ετσι οι τράπεζες βρίσκονται με ρευστό χρήμα, χαμηλότοκο και έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν δάνεια με σχετικά χαμηλό επιτόκιο. Αποτέλεσμα θα είναι ο εύκολος και χαμηλότοκος δανεισμός που συνεπάγεται αύξηση της ζήτησης μέσω δανείων και έτσι αύξηση της κατανάλωσης και παραγωγής. Μια συνέπεια όμως μπορεί να είναι και η αύξηση του πληθωρισμού λόγω της αυξημένης καταναλωτικής ζήτησης.
15
4. Η μεταβολή του Αναπροεξοφλητικού Επιτοκίου
Αν η Κεντρική Τράπεζα βλέπει πλέον μια αύξηση του πληθωρισμού ή και «υπερθέρμανση» της οικονομίας μπορεί να ακολουθήσει την αντίθετη διαδικασία για να δυσκολέψει τον δανεισμό. Ετσι μπορεί να δέχεται μεν τους πιστωτικούς τίτλους αλλά με υψηλότερο αναπροεξοφλητικό επιτόκιο. Το υψηλότερο επιτόκιο ανεβάζει όμως το κόστος χρήματος για τις τράπεζες με αποτέλεσμα, είτε να μειώσουν την προσφορά τίτλων προς την Κεντρική Τράπεζα, είτε να διατηρώντας την προσφορά τίτλων με μεγαλύτερο αναπροεξοφλητικό επιτόκιο και να μεταθέσουν το κόστος στους πελάτες επιβαρύνοντας με μεγαλύτερο επιτόκιο τα δάνεια, ή μη διευκολύνοντας την προεξόφληση των τίτλων.
16
4. Η μεταβολή του Αναπροεξοφλητικού Επιτοκίου: εφαρμογή στην πολιτική της ΕΚΤ την περίοδο 1999-2014
Στο πλαίσιο και φιλοσοφία της πολιτικής αυτής η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιτρέπει τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης και τις πράξεις διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης επιβάλλοντας αντίστοιχα με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου (1): τα επιτόκια κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης Στον πίνακα που μας δίνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ για την περίοδο είναι πολύ χαρακτηριστική η πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ στη βάση αυτών των επιτοκίων. Από τον πίνακα διακρίνονται δύο μεγάλοι περίοδοι, πριν και στη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης που προκάλεσε τη σημαντική ύφεση των οικονομιών της ευρωζώνης. Ετσι τα επιτόκια κύριας αναχρηματοδότησης την περίοδο με διακυμάνσεις κυμαίνονται μεταξύ 4,75 (ανώτατο επιτόκιο) και 2,00 (κατώτατο). Από το 2009 η μείωση του επιτοκίου είναι συνεχής περνώντας από το 2,00 τον Ιανουάριο του 2009 σε 0,05% τον Σεπτέμβριο του 2014. (1) Βλέπε π.χ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2013, Νομισματική Πολιτική , Μάϊος
17
4. Η μεταβολή του Αναπροεξοφλητικού Επιτοκίου: εφαρμογή στην πολιτική της ΕΚΤ την περίοδο 1999-2014
Αντίστοιχη εξέλιξη παρατηρείται και στα επιτόκια διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότης. Ετσι τα επιτόκια διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότης την περίοδο με διακυμάνσεις κυμαίνονται μεταξύ 5,75 (ανώτατο επιτόκιο) και 3,00 (κατώτατο). Από το 2009 η μείωση του επιτοκίου είναι συνεχής περνώντας από το 3,00 τον Ιανουάριο του 2009 σε 0,30% τον Σεπτέμβριο του Παρατηρούμε συνεπώς ότι στην περίοδο ομαλής οικονομικής εξέλιξης, που είναι γενικά η περίοδος πριν την χρηματοοικονομική κρίση, η ΕΚΤ διατηρεί υψηλά σχετικά επιτόκια προσπαθώντας να διατηρήσει χαμηλά τον πληθωρισμό. Η οικονομική ύφεση όμως που προκλήθηκε μετά την χρηματοοικονομική κρίση και κρίση χρέους σε διάφορες χώρες της ευρωζώνης, ανάγκασε την ΕΚΤ να προβεί σε δραστική μείωση των επιτοκίων ώστε να διευκολύνει την αναχρηματοδότηση των τραπεζών. (1) Βλέπε π.χ. Τράπεζα της Ελλάδος, 2013, Νομισματική Πολιτική , Μάϊος
18
Ερωτήσεις Με βάση τα θέματα που αναπτύχθηκαν μπορούν να εξετασθούν τα ερωτήματα: Ποιες είναι οι πολιτικές παρέμβασης της Κεντρικής Τράπεζας στην προσφορά χρήματος. Πως εφαρμόζονται οι πολιτικές αυτές στην πράξη. Ποια είναι η σύνδεση της οικονομικής κατάστασης με τις πολιτικές αυτές. Στην περίπτωση της ΕΚΤ μπορεί να εφαρμοσθεί οποιαδήποτε από τις πολιτικές αυτές στον ίδιο βαθμό με την περίπτωση Κεντρικής Τράπεζας μιας μόνο χώρας;
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.