Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΘεοφιλά Δάβης Τροποποιήθηκε πριν 8 χρόνια
1
ΟΡΜΟΝΕΣ
2
ΟΡΜΟΝΕΣ Οι ορμόνες είναι είτε μικρομόρια είτε πρωτεΐνες. Μικρομόρια παράγωγα αμινοξέων (επινεφρίνη, θυροξίνη) ή παράγωγα χοληστερόλης (οιστραδιόλη, τεστοστερόνη) Πρωτεΐνες ορμόνες υπόφυσης (TSH, LH, FSH) ορμόνες παγκρέατος (ινσουλίνη)
3
Θυρεοειδικός έλεγχος O θυροειδής αδένας παράγει τρεις σημαντικές ορμόνες τη θυροξίνη (thyroxin, T4), την τριιωδοθυρονίνη (triiodothyronine, Τ3) και την καλσιτονίνη (calcitonin). Η έκκριση της Τ3 και Τ4 ρυθμίζεται από μια την θυροτροπίνη (thyrotropin, TSH) που παράγεται στην υπόφυση. Σε παθολογικές καταστάσεις του θυρεοειδή, εμφανίζεται αυξημένη ή μειωμένη παραγωγή και έκκριση Τ3 και Τ4 οι οποίες ονομάζονται υπερθυρεοειδισμός ή υποθυρεοειδισμός αντίστοιχα.
4
Ρυθμιστικές δράσεις θυρεοειδικών ορμονών Κατανάλωση οξυγόνου στους μεταβολικά ενεργούς ιστούς Μετακίνηση και συγκέντρωση πρωτεϊνών Θερμοκρασια Καρδιαγγειακό σύστημα Αιμοποίηση Νευρικό σύστημα Μεταβολισμός και συγκέντρωση υδατανθράκων Επίπεδα χοληστερίνης
5
Παραγωγή θυρεοειδικών ορμονών Ο θυρεοειδής, προσλαμβάνει ιώδιο από το αίμα και με πρόδρομο μόριο την τυροσίνη, συνθέτει Τ4 (από δύο μόριο διιωδοτυροσίνης) και Τ3 (από ένα μόριο μονοιωδοτυροσίνης και ένα Τ4). Οι θυρεοειδείς ορμόνες αποθηκεύονται στους δύο λοβούς με τη TG (θυρεοσφαιρίνης) η οποία απελευθερώνεται στο αίμα όταν χρειαστεί. Οι μεταβολικά ενεργές ορμόνες, μέσα σε ένα κύτταρο, είναι οι ελεύθερες FΤ4 και FΤ3.
6
Ρύθμιση παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών (-)
7
Νοσήματα που αλλοιώνουν το ορμονικό πρότυπο του θυεροειδή Τ4 TSH ΦυσιολογικήΑυξημένηΜειωμένη Φυσιολογική λειτουργία Αυξημένη TG Τ4 τοξίκωση Έλλειψη TG ή αλβουμίνης Κύηση 3 ου τριμήνου Αυξημένη Ήπιος υποθυρεοειδισμός και αυξημένη TG Όγκος στην υπόφυση, ο οποίος εκκρίνει TSH Υποθυρεοειδισμός Ανεπάρκεια J 2 Μειωμένη T3 τοξίκωση Ήπιος υπερθυρεοειδισμός Υπερθυρεοειδισμός Ανεπάρκεια υπόφυσης Τ3 τοξίκωση
8
Θυρεοειδικά αυτοαντισώματα Οι χρόνιες θυρεοειδίτιδες οφείλονται ή σχετίζονται με αυτοάνοσες διαταραχές. Τέτοια περίπτωση είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto που προκαλεί υποθυρεοειδισμό και χαρακτηρίζεται από την παραγωγή αυτοαντισωμάτων τα οποία κυκλοφορούν στο αίμα. Τα αυτοαντισώματα δημιουργούνται έναντι της θυρεοσφαιρίνης (anti- TG) και του μικροσωματίου (anti-TM) – ειδικά της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (anti-TPO) που είναι βασικό συστατικό του και σημαντικό ένζυμο που εμπλέκεται σε πολλά βήματα της σύνθεσης θυρεορμονών. Γι αυτό το λόγο ο προσδιορισμός των anti-TPO στον ορό δίνει τα ίδια αποτελέσματα με τα anti-TM. Η παρουσία anti-TPO στον ορό επιβεβαιώνει και συχνά είναι η μόνη ένδειξη αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας.
9
Ορμόνες φύλου Οι γενετικοί αδένες, όρχεις (testicles) και ωοθήκες (ovaries) παράγουν εξειδικευμένες ορμόνες που ονομάζονται φυλετικές (sex hormones) για την παραγωγή σπερματοζωαρίων (spermozoa) και την ωρίμανση ωαρίων (ovules) αντίστοιχα. Οι φυλετικές ορμόνες είναι κατά κύριο ρόλο στεροειδείς ορμόνες (steroid hormones) και βρίσκονται κάτω από το έλεγχο άλλων ορμονών που παράγονται και εκκρίνονται από την υπόφυση (pituitary gland) οι οποίες είναι πρωτεϊνικής φύσης και λέγονται πεπτιδορμόνες (peptide hormones).
10
Ορμόνες υπόφυσης Η προλακτίνη (prolactin, PRL) διεγείρει την παραγωγή γάλακτος στις γυναίκες κατά το θηλασμό. Η αναστολή της έκκρισης της ελέγχεται από τον υποθάλαμο. Για τον διερεύνηση υπογοναδισμού στους άνδρες καθώς και διαταραχές του μηνιαίου κύκλου και προβλήματα γονιμότητας στις γυναίκες, γίνεται προσδιορισμός των επιπέδων στον ορό της ωχρινοτρόπου (lutropin, LH) και της θυλακιοτρόπου (follitropin, FSH) ορμόνης. Η έκκριση τους ελέγχεται από τον υποθάλαμο. Στους άνδρες η LH δρα στα κύτταρα Leydig και επάγει την παραγωγή τεστοστερόνης και η FSH στα κύτταρα Sertoli και βοηθάει στη σπερματογένεση. Στις γυναίκες η LH έχει στόχο τις ωοθήκες για την παραγωγή τεστοστερόνης και η FSH δρα στο ωοθυλάκιο και προκαλεί παραγωγή οιστρογόνων από την τεστοστερόνη.
11
Σύνθεση στεροειδών ορμονών
12
Έμμηνος κύκλος Ο έμμηνος κύκλος ξεκινά την πρώτη μέρα της εμμηνορρυσίας. Ακολουθεί η παραγωγική φάση, όπου αυξάνεται η παραγωγή Ε2 που προκαλεί αύξηση του πάχους του ενδομητρίου. Κάτω από την επίδραση της FSH, γίνεται η ωρίμανση ενός ωοκυττάρου σε ωάριο. Κάτω από την επίδραση της LH, ακολουθεί η ωοθυλακιορρηξία, η απελευθέρωση του ωαρίου και η μετακίνηση του προς την κοντινή σάλπιγγα. Η επόμενη φάση είναι η ωχρινική ή εκκριτική φάση. Η LH διεγείρει το ωχρό σωμάτιο να παράγει προγεστερόνη που προετοιμάζει το ενδομήτριο, να υποδεχτεί το γονιμοποιημένο ωάριο. Αν δεν υπάρξει γονιμοποιημένο ωάριο, η Ε2 μειώνεται, το ωχρό σωμάτιο εκφυλίζεται, τα επίπεδα της προγεστερόνης πέφτουν και το ενδομήτριο αποπίπτει και εμφανίζεται η εμμηνορρυσία. Ταυτόχρονα, αίρεται η ανασταλτική επίδραση των οιστρογόνων στο υποθάλαμο, για να επακολουθήσει η εκ νέου αύξηση των γοναδοτροπινών, κυρίως της FSH και ξεκινάει ο επόμενος έμμηνος κύκλος.
13
Ορμόνες και έμμηνος κύκλος LH 1.0 - 11 < 77 < 15 14 - 60 U/l Παραγωγική φάση Ωοθυλακιορηξία Εκκριτική φάση Εμμηνόπαυση FSH 1 - 12 3 - 11 2 - 10 18 - 153 U/l Παραγωγική φάση Ωοθυλακιορηξία Εκκριτική φάση Εμμηνόπαυση E2E2 < 160 34 - 400 27 - 246 < 40 pg/ml Παραγωγική φάση Ωοθυλακιορηξία Εκκριτική φάση Εμμηνόπαυση PRG 0,3 - 2 3 - 25 1 - 25 0,2 - 1 ng/ml Παραγωγική φάση Ωοθυλακιορηξία Εκκριτική φάση Εμμηνόπαυση
14
Κύηση - Τεστ κύησης Όταν υπάρξει γονιμοποιημένο ωάριο, αυτό εγκαθίσταται σε ένα σημείο της μήτρας και δημιουργεί ένα νέο ορμονικό περιβάλλον, με τη συμβολή του πλακούντα, o οποίος παράγει την χοριακή γοναδοτροπίνη (human chorionic gonadotropin, hCG). Η hCG αποτελείται από δύο υπομονάδες την α και τη β. Η α-υπομονάδα είναι κοινή και για LH, FSH και TSH. Η β-υπομονάδα είναι διαφορετική για τις ορμόνες αυτές και γι αυτό ο προσδιορισμός της β-hCG χρησιμοποιείται στο τεστ κύησης, αλλά και για την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης.
15
Αρτηριακή πίεση Η καρδιά έχει δύο φάσεις λειτουργίας: Τη διαστολική, κατά την οποία ο καρδιακός μυς των κοιλιών χαλαρώνει, ώστε αυτές να γεμίσουν με αίμα και τη συστολική, κατά την οποία το μυοκάρδιο των κοιλιών συσπάται, για να προωθήσει το αίμα στους πνεύμονες και στην περιφέρεια. Οι φυσιολογικές τιμές της αρτηριακής πίεσης ηρεμίας για τον ενήλικο είναι μεταξύ 120-140 mm Hg για τη συστολική και μεταξύ 75-90 mm Hg για τη διαστολική.
16
Υπέρταση Ως υπέρταση ορίζεται η αύξηση της αρτηριακής πίεσης ηρεμίας, είτε η διαστολική είτε η συστολική, πάνω από τα φυσιολογικά όρια. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα θεωρούμενα ως φυσιολογικά όρια αυτά δεν μεταβάλλονται με την ηλικία. Η υπόταση (αρτηριακή πίεση κάτω από τα φυσιολογικά όρια) μπορεί να προκαλεί ζάλη και αστάθεια.
17
Επιπτώσεις χρόνιας αρτηριακής υπέρτασης Οι συνηθέστερες επιπτώσεις μιας χρόνιας αρτηριακής υπέρτασης αφορά βλάβες στις αρτηρίες, υπό τη μορφή της στένωσης λόγω υπέρμετρης ανάπτυξης του μέσου χιτώνα τους. Η βλάβη αυτή συχνά συνοδεύεται και από αθηρωμάτωση (εναπόθεση χοληστερόλης στα τοιχώματα των αρτηριών) με τελικό αποτέλεσμα την αρτηριοσκλήρυνση. Σκλήρυνση και στένωση των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς έχει ως επακόλουθο τη στεφανιαία νόσο (στηθάγχη, έμφραγμα μυοκαρδίου). Σκλήρυνση των αρτηριών και σπειραμάτων των νεφρών προκαλεί νεφρoσκλήρυνση με ενδεχόμενη νεφρική ανεπάρκεια και τέλος βλάβη των εγκεφαλικών αρτηριών έχει ως απoτέλεσμα το πολύ συχνότερο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ισχαιμικού τύπου (εμβολή ή θρόμβωση). Η χρόνια υπέρταση ευνοεί την υπερτροφία του μυοκαρδίου της αριστερής κοιλίας της καρδιάς με αποτέλεσμα τη δυσλειτουργία της και τελικά την καρδιακή ανεπάρκεια.
18
Ορμόνες που ρυθμίζουν την αρτηριακή υπέρταση Ορμόνες που παράγονται στο φλοιό των επινεφριδίων Αλδοστερόνη Κορτιζόλη και ρυθμίζονται από την υπόφυση μέσω της ACTH Ορμόνες που παράγονται στο μυελό των επινεφριδίων Επινεφρίνη Νορεπινεφρίνη Ορμόνες που παράγονται στους νεφρούς Ρενίνη
19
Εργαστηριακή προσέγγιση της αρτηριακής υπέρτασης Γενική αίματος Αναιμία Γενική ούρων Πρωτεϊνουρία, αιματουρία, ειδικό βάρος, γλυκόζη Βιοχημικές αναλύσεις σε ορό και ούρα Ουρία, κρεατινίνη στον ορό Ηλεκτρολύτες στον ορό Χοληστερόλη, τριγλυκερίδια στον ορό Ηλεκτρολύτες, πρωτεΐνες στα ούρα Κρεατινίνη στα ούρα (για τον υπολογισμό της κάθαρσης) Ορολογικές αναλύσεις Ενεργότητα ρενίνης στο πλάσμα Κατεχολαμίνες, κορτιζόλη, αλδοστερόνη
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.