Hops (Λυκίσκος)
Είναι ένα πολύχρονο αναρριχώμενο φυτό με κληματώδες στέλεχος που καλλιεργείται στην κεντρική Ευρώπη (κυρίως Τσεχία, Σλοβακία και Γερμανία) ενώ στην Ελλάδα τον βρίσκουμε αυτοφυή (πχ Μακεδονία) αλλά και καλλιεργήσιμο, για την παρασκευή της μπύρας. Συστατικά του φυτού είναι φλαβονοειδή, χαλκόνες, ελαιορητίνες, ταννίνες, αιθέρια έλαια. Άλλα συστατικά του φυτού είναι αμινοξέα , φαινολικά οξέα , γ-λινολεικά οξέα , λιπίδια και οιστρογενετικά συστατικά (αμφισβητούμενα)
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ Αποξηραμένος : 0,5-1,0 g ή ως έγχυμα. 1-2 g σαν υπνωτικό Υγρό εκχύλισμα : 0,5-2,0 ml (1:1 45 % σε αλκοόλη ) Βάμμα : 1-2 ml (1:5 60 % σε αλκοόλη )
ΔΡΑΣΗ Έχει βρεθεί ότι ο λυκίσκος έχει αντιβακτηριακή δράση, κυρίως ενάντια στα Gram (+) βακτήρια. Η αντοχή των Gram (-) βακτηρίων αποδίδεται στην παρουσία ενός φωσφολιπιδίου που περιέχεται στην εξωτερική μεμβράνη Η χουμουλόνη και η λουπουλόνη φαίνεται ότι κατέχουν μικρή δράση έναντι μυκήτων και ζυμών Οι φλαβονόνες, έχει επίσης αποδειχθεί ότι κατέχουν αντιμυκητιακή δράση προς τα γένη Trichophyton και Mucor και αντιβακτηριακή δράση ενάντια στο Staphylococcus aureus
ΔΡΑΣΗ Αντισπασμωδική δράση έχει αναφερθεί για ένα αλκοολικό εκχύλισμα λυκίσκου σε απομονωμένους λείους μύες Ο λυκίσκος έχει επίσης αναφερθεί ότι κατέχει υπνωτικές και καταπραυντικές ιδιότητες. Η διμεθυλ-τριβουτανεδιόλη έχει αναγνωριστεί σαν ένα καταπραυντικό συστατικό του λυκίσκου Ο λυκίσκος περιέχει οιστρογενετικά συστατικά, αν και δεν έχει αποδειχθεί κάτι τέτοιο πλήρως
Κλινικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, γενικά αναφέρονται σε δοκιμές χορήγησης λυκίσκου σε συνδυασμό με άλλα βότανα. Για παράδειγμα, ο λυκίσκος έχει αναφερθεί ότι βελτιώνει τις διαταραχές ύπνου όταν χορηγείται σε συνδυασμό με βαλεριάνα Ο λυκίσκος σε συνδιασμό με ραδίκια και δυόσμο-μέντα, έχει αποδειχθεί ότι ανακουφίζει τον πόνο σε ασθενείς με χρόνια χολοκυστίτιδα. Ένα προϊόν που περιέχει μίγμα από διάφορα εκχυλίσματα φυτών, συμπεριλαμβανομένων του λυκίσκου, una-ursi και οξικού άλατος της α-τοκοφερόλης, έχει αναφερθεί ότι βελτιώνει τον ερεθισμό της ουροδόχου κύστης και την ακράτεια ούρων
ΧΡΗΣΕΙΣ Έχει κατηγοριοποιηθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σαν μια φυσική πηγή καρυκεύματος για το φαγητό (κατηγορία Ν2) Αυτή η κατηγορία υποδηλώνει ότι μπορεί να προστεθεί στα τρόφιμα σε μικρές ποσότητες με ένα πιθανό περιορισμό λόγω ενός πιθανού ενεργού συστατικού (προς το παρόν απροσδιόριστου) στο τελικό προϊόν Στις ΗΠΑ ο λυκίσκος κατηγοριοποιείται ως GRAS (Generally Recognised As Safe = Γενικά Αναγνωρισμένο Ως Ασφαλές).
ΧΡΗΣΕΙΣ Όσον αφορά την χρήση του ως βότανο, θεωρείται ότι ο λυκίσκος κατέχει κατευναστική, υπνωτική και τοπική βακτηριοκτόνο δράση Κατά παράδοση, ο λυκίσκος έχει χρησιμοποιηθεί σε νευραλγία, αυπνία, ευερεθιστότητα, πριαπισμό, βλεννώδη κολίτιδα, τοπικά για crural ulcers και ιδιαίτερα για ανησυχία προκαλούμενη από νευρική υπερένταση, πονοκέφαλο και/ή δυσπεψία Η Γερμανική Επιτροπή Ε ενέκρινε τη χρήση για ψυχικές διαταραχές , όπως ανησυχία και άγχος , καθώς και για διαταραχές ύπνου. Ο λυκίσκος χρησιμοποιείται σε συνδιασμό με βαλεριάνα για νευρικές διαταραχές ύπνου και καταστάσεις αυπνίας.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται από άτομα που υποφέρουν από κατάθλιψη, καθώς η καταπραϋντική του δράση ίσως επιτείνει τα συμπτώματα Δεν θα πρέπει να λαμβάνεται από άτομα που ακολουθούν θεραπεία με υπνωτικά ή κάνουν χρήση αλκοόλ Αλλεργικές αντιδράσεις έχουν αναφερθεί για τον λυκίσκο μετά από εξωτερική επαφή με το βότανο ή το έλαιο. Αναφορές για οιστρογενετική δραστηριότητα είναι ατελέσφορες
ΠΡΟΦΥΛΑΞΕΙΣ Έχει εκφραστεί ανησυχία από τους επιστήμονες ότι βότανα με οιστρογενετικές επιδράσεις, συμπεριλαμβανομένου και του λυκίσκου, ίσως να διεγείρουν την ανάπτυξη καρκίνου του στήθους και να έχουν αντίθετη δράση από τους συναγωνιστικού ανταγωνιστές των οιστρογόνων, όπως η ταμοξιφαίνη Εγκυμοσύνη και θηλασμός Εχει αναφερθεί in vitro αντισπασμωδική δράση του λυκίσκου στη μήτρα. Με βάση αυτό και σε συνδυασμό με την έλλειψη στοιχείων τοξικότητας, η υπερβολική χρήση λυκίσκου κατά την κύηση και το θηλασμό θα πρέπει να αποφεύγεται
ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ Έχουν αναφερθεί αναπνευστικές αλλεργίες, οι οποίες έχουν προκληθεί από την επαφή με λυκίσκο Σε δοκιμασίες για αλλεργία (patch test), έχουν εμφανίσει θετική αντίδραση το νωπό έλαιο λυκίσκου, η χουμουλόνη και η λουπουλόνη. Το μυρκένιο που περιέχεται στο νωπό έλαιο λυκίσκου θεωρήθηκε ότι είναι ο παράγοντας που προκάλεσε την αλλεργική αντίδραση Δερματίτιδα επαφής έχει εκδηλωθεί μετά από επαφή με τον λυκίσκο και έχει αποδοθεί στην γύρη Μικρές δόσεις λυκίσκου θεωρούνται ως μη τοξικές. Υψηλές όμως δόσεις που έχουν χορηγηθεί σε ζώα, είχαν ως αποτέλεσμα μια υπνωτική δράση που ακολουθήθηκε από θάνατο