Πολυτεχνείο 1973
Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο, όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ’ τ’ άγρια γένεια τους, όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους, όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη
Όταν Σφίγγουν Το Χέρι Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο Όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσα απ’ τ’ άγρια γένια τους Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες, με σημαίες και με ταμπούρλα Η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες, με σημαίες, με σημαίες και με ταμπούρλα
πρώτη μέρα του Πολυτεχνείου Τετάρτη 14 Νοέμβρη 1973 πρώτη μέρα του Πολυτεχνείου
Πλήθος φοιτητών οχυρώνονται μέσα στο Πολυτεχνείο και το μετατρέπουν σε κάστρο της Ελευθερίας
Στις 13:00 φοιτητές της Νομικής κατεβαίνουν την οδό Σόλωνος για να ενωθούν με τους φοιτητές που βρίσκονται στο προαύλιο του Πολυτεχνείου
Τα πρώτα συνθήματα “Ψωμί Παιδεία Ελευθερία”, “Κάτω η χούντα”, “Δημοκρατία” είναι γεγονός
Στις 5 η ώρα η αστυνομία προσπαθεί να διαλύσει το πλήθος Στις 5 η ώρα η αστυνομία προσπαθεί να διαλύσει το πλήθος. Η επίθεση της αστυνομίας δημιουργεί νέα ένταση
Στις 5:30 ο εισαγγελέας Σαμίτης τους προειδοποιεί να διαλυθούν αλλιώς θα επιτρέψει να επέμβει η αστυνομία
Σχηματίζεται η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών από φοιτητές διαφόρων σχολών
Πέμπτη 15 Νοέμβρη 1973 όλη η Αθήνα βράζει, όλη η Ελλάδα φωνάζει μετά από χρόνια αντιχουντικά συνθήματα
Το πρωί βρίσκει τους φοιτητές να επαγρυπνούν για τον αγώνα τους και οργανώνουν επιτροπές
Ο πρώτος πολύγραφος αρχίζει να λειτουργεί
Ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου μπαίνει σε λειτουργία εκπέμποντας στους 1150 χιλιοκυκλους
Ο Δρόμος πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά Ήταν μια λέξη μοναχά, ελευθερία κι έπειτα είπαν πως την έγραψαν παιδιά Ύστερα κύλησε ο καιρός κι η ιστορία πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά Ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά Τις Κυριακές απ’ το πρωί στα καφενεία έπειτα γήπεδο, στοιχήματα, καυγά είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά
Παρασκευή 16 Νοέμβρη 1973 όλο το Έθνος βλέπει το όνειρο για ελευθερία και ανεξαρτησία να αγγίζει την πραγματικότητα
Ο λαός καλείται από τους πομπούς σε Γενική Απεργία & Γενική Εξέγερση
Ένα το χελιδόνι Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή Πάρθηκεν απ' τους Μάγους το σώμα του Μαγιού το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα το πέλαγου Σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσο Θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους Θεέ μου πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά Θεέ μου πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσ’ τη θάλασσα Θεέ μου πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά Θεέ μου πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσ’ τη θάλασσα
Ο λαός ανταποκρίνεται στο κάλεσμα και συγκεντρώνεται γύρω από το Πολυτεχνείο
Το πλήθος πυκνώνει συνέχεια Το πλήθος πυκνώνει συνέχεια. Το μεσημέρι όλοι οι δρόμοι γύρω από το Πολυτεχνείο έχουν καλυφθεί από κόσμο.
Πάνω από 2000 διαδηλωτές εργάτες φωνάζουν συνθήματα, φτιάχνουν οδοφράγματα και κόβουν την κυκλοφορία
300.000 κόσμου μάχονται σε όλη την έκταση της Αθήνας
Αυτοκίνητα με αστυνομικούς ρίχνουν δακρυγόνα και πυροβολισμούς, καταδιώκοντας τους διαδηλωτές
Σάββατο 17 Νοέμβρη 1973 η κατάσταση οξύνεται και τα άρματα εμφανίζονται στους δρόμους της Αθήνας
Άοπλοι και φοιτητές τραυματίζονται
Από τον ραδιοφωνικό σταθμό μεταδίδεται έκκληση για να προσέλθουν γιατροί με φάρμακα στο χώρο του Πολυτεχνείου
Είμαστε δυό Είμαστε δυό είμαστε δυό κι η ώρα σήμανε οχτώ κλείσε το φώς χτυπά ο φρουρός το βράδυ θα 'ρθουνε ξανά Είμαστε δυό είμαστε τρείς είμαστε χίλιοι δεκατρείς καβάλα πάμε στο καιρό με τον καιρό με τη βροχή το αίμα πήζει στη πληγή ο πόνος γίνεται καρφί Ένας μπροστά ένας μπροστά κι οι άλλοι πίσω ακολουθούν με τη σιωπή κι ακολουθεί το ίδιο τροπάρι το γνωστό Είμαστε δυό είμαστε τρείς είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Βαράνε δυό βαράνε τρείς βαράνε χίλιοι δεκατρείς πονάς εσύ πονάω κι εγώ μα ποιός πονάει πιό πολύ θα 'ρθεί καιρός να μας το πεί
Από τους στρατώνες στο Γουδί και του Διόνυσου ξεκινούν φάλαγγες αρμάτων με κατεύθυνση τον χώρο των συγκρούσεων
Ένα τάνκ προχωρά ακλόνητο προς την πύλη Ένα τάνκ προχωρά ακλόνητο προς την πύλη. Οι φοιτητές ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο και ανεβαίνουν στα κιγκλιδώματα.
Ο πομπός της Σχολής μεταδίδει: “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ η φωνή των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων”
Στα κάγκελα κρεμιέται ένα πανό με το σύνθημα “Φαντάροι είστε αδέρφια μας”
Φοιτητές ανεβαίνουν στο κιγκλιδώματα και φωνάζουν για να ακουστούν: “Στρατός και λαός μαζί”
Το τάνκ ορμά και η πύλη υποχωρεί “Είμαστε άοπλοι” Το τάνκ ορμά και η πύλη υποχωρεί
Στις 03.03 του Σαββάτου 17 Νοεμβρίου 1973 το τανκ ρίχνει την κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου, καταπλακώνοντας τους διαδηλωτές που ήταν σκαρφαλωμένοι πάνω της και τραγουδούσαν τον Εθνικό Ύμνο. Στρατός και Αστυνομία εισβάλλουν στο Μετσόβιο.
Δεν είναι η πύλη που πέφτει, αλλά η ξενοκίνητη χούντα
Της δικαιοσύνης Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη εσύ δοξαστική μη παρακαλώ σας μη λησμονάτε τη χώρα μου Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά στα ηφαίστεια κλήματα σειρά και τα σπίτια πιο λευκά στου γλαυκού το γειτόνεμα Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό τους παλιούς μου φίλους καλώ με φοβέρες και μ' αίματα
Το άρμα προχωρά στην αυλή του Πολυτεχνείου. Οι φοιτητές ξεχύνονται στους δρόμους
Τα πρώτα στοιχεία δίνουν 23 νεκρούς και 1028 τραυματίες
Η Αθήνα μοιάζει με βομβαρδισμένη πόλη
Το Γελαστό Παιδί Ήταν πρωί τ' Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή βγήκα να πάρω αγέρα στην ανθισμένη γή Ω, να 'ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάϊ και μόνο από βόλι Εγγλέζου να 'χε πάει Βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί σπάσε καρδιά μου εχάθει το γελαστό παιδί Κι απ' απεργία πείνας μεσα στη φυλακή θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί Είχεν αντρειά και θάρρος κι αιώνια θα θρηνώ το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό Βασιλικιά μου αγάπη μ' αγάπη θα σε κλαίω για το ότι έκανες αιώνια θα το λέω Ανάθεμα στη ώρα κατάρα στη στιγμή σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί Γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ δόξα τιμή στ' αξέχαστο το γελαστό παιδί.
Tης Αγάπης Αίματα Tης αγάπης αίματα με πορφύρωσαν Kαι χαρές ανείδωτες με σκιάσανε Oξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων Mακρινή Mητέρα Ρόδο μου Aμάραντο Στ' ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν Mε μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε Aμαρτία μου νά ’χα κι εγώ μιαν αγάπη Mακρινή Mητέρα Pόδο μου Aμάραντο Tον Iούλιο κάποτε μισανοίξανε Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου Tην παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν Mακρινή Mητέρα Ρόδο μου, Ρόδο Aμάραντο
το Πολυτεχνείο δεν ήτανε γιορτή ήταν εξέγερση και πάλη λαϊκή