Steven M. Bouchler, The Strange Career of Strain and Breakdown Theories of Collective Action, 2005
Οι αλλαγές παραδείγματος στις επιστήμες: Τα παραδείγματα αλλάζουν παρακολουθώντας τις κοινωνικές αλλαγές ή λόγω του συσχετισμού δύναμης στα επιστημονικά πεδία;
Οι θεωρίες της συλλογικής συμπεριφοράς ως το κυρίαρχο παράδειγμα στην κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων έως τη δεκαετία του ’60.
Οι επιμέρους εκδηλώσεις της συλλογικής συμπεριφοράς αποδίδονται σε καταστάσεις κρίσης ή κοινωνικής κατάρρευσης, όταν ο κοινωνικός έλεγχος υποχωρεί και εξασθενούν οι ηθικοί κανόνες.
Η κλασσική θεωρία Οι έννοιες της κρίσης και της κατάρρευσης προϋποθέτουν μια κοινωνική τάξη πραγμάτων, η οποία λειτουργεί ομαλά, στο μέτρο που επιτυγχάνεται η κοινωνική ενσωμάτωση (ολοκλήρωση) των μερών που απαρτίζουν το κοινωνικό όλο. Η επιρροή του Durkheim και οι απαρχές της συλλογικής συμπεριφοράς στον Le Bon.
Η συλλογική συμπεριφορά ως πεδίο της κοινωνιολογίας Ο Robert Park θα υποστηρίξει ότι η συλλογική συμπεριφορά προκαλείται όταν υποχωρεί ο κοινωνικός έλεγχος και αδυνατίζουν οι διαδικασίες κοινωνικής ενσωμάτωσης. Ταυτόχρονα θα υποστηρίξει ότι η συλλογική συμπεριφορά συνεισφέρει στην κοινωνική αλλαγή.
Ο Herbert Blumer (1951) θα υποστηρίξει ότι τα φαινόμενα της συλλογικής συμπεριφοράς σημαίνουν μια μορφή ομαδικής δράσης, η οποία είναι αυθόρμητη, αδόμητη και δίχως κανόνες. Προκαλείται από κάποια διαταραχή στις κατεστημένες ρουτίνες της καθημερινής ζωής και παράγει μια κυκλική αντίδραση ή αλληλο-παρακίνηση, που εμπεριέχει φαινόμενα ερεθισμού, υποβολής και μετάδοσης.
Η συμβολή των Ralph Turner και Lewis Killian. Ο αναδυόμενος κανόνας – η συγκυρία και η ετοιμότητα για δράση – οι μορφές της ενδο-ομαδικής αλληλεγγύης. Η λειτουργιστική προσέγγιση της συλλογικής συμπεριφοράς από τον Neil Smelser. Δομική συμβολή-δομική πίεση- γενικευμένες πεποιθήσεις-παράγοντες επιτάχυνσης-κινητοποίηση-κοινωνικός έλεγχος Οι θεωρίες της σχετικής αποστέρησης.
Συμπερασματικά Οι μετέχοντες στα κοινωνικά κινήματα και σε άλλες μορφές συλλογικής συμπεριφοράς χρωματίζονται αρνητικά. Η συλλογική συμπεριφορά αναλύεται ως ανορθολογική, υπερβολική, επικίνδυνη, ως συμπεριφορά που διαταράσσει την κοινωνική ευταξία.
Η υποχώρηση των θεωριών κρίσης και κοινωνικής κατάρρευσης Οι θεωρίες αυτές αγνοούν το ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον της δράσης των κοινωνικών κινημάτων και υιοθετούν μια μηχανιστική αντίληψη που συνδέει της μακρο-δομικές κρίσεις με τις συμπεριφορές που εμφανίζονται στο μικρο-επίπεδο.
Ο εντοπισμός της απαρχής της συλλογικής συμπεριφοράς στη δυσαρέσκεια που βιώνουν τα άτομα προϋποθέτει ένα μη φυσιολογικό ψυχολογικό προφίλ που διακρίνει ανάμεσα στους συμμετέχοντες και στους μη συμμετέχοντες στη συλλογική συμπεριφορά. Επιπλέον δεν δίδεται η πρέπουσα σημασία στο πώς η ατομική κατάσταση μετασχηματίζεται σε συλλογικό φαινόμενο. Η εστίαση στα άτομα παραγνωρίζει την πολιτική διάσταση των κοινωνικών κινημάτων. Υπό αυτήν την έννοια, η συλλογική συμπεριφορά αναλύεται περισσότερο ως μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά παρά ως πολιτική δράση.
Η θεωρία κινητοποίησης πόρων Τα κοινωνικά κινήματα αναλύονται αυτοτελώς και διαχωρίζονται πλήρως από τις άλλες εκδηλώσεις της συλλογικής συμπεριφοράς. Τα κ.κ χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, κανόνες και θεσμικά στοιχεία. Οι μετέχοντες στα κ.κ είναι το ίδιο ορθολογικοί όσο και εκείνοι που τους μελετούν.
Η έμφαση δίδεται στην πολιτική διάσταση της δράσης, η οποία απορρέει από συλλογικές επεξεργασίες ομάδων με διακριτά συλλογικά συμφέροντα. Τα κ.κ. είναι φυσιολογικά, ορθολογικά, συνιστούν πολιτικές προκλήσεις που απευθύνουν προς τις αρχές ομάδες κυριαρχούμενων, αποκλεισμένων από τα κέντρα λήψης αποφάσεων. Σύμφωνα με τον Charles Tilly, οι δεσμοί αλληλεγγύης αλλά και ο βαθμός οργάνωσης συνιστούν τους κατάλληλους εξηγητικούς παράγοντες τόσο της θεσμικής όσο και της εξω- θεσμικής πολιτικής δράσης.
Η επιβίωση των θεωριών κρίσης και κοινωνικής κατάρρευσης Κριτική: η θεωρία κινητοποίησης πόρων εισάγει ένα περιοριστικό τρόπο θέασης των κ.κ., αναδεικνύοντας προνομιακά τα μετριοπαθή μεταρρυθμιστικά κινήματα και τις τυπικές τους οργανώσεις. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο της, δεν αναλύονται τα επαναστατικά κινήματα. Ως προς τη μελέτη των επαναστάσεων το παράδειγμα των θεωριών κρίσης /κατάρρευσης παραμένει απρόσβλητο.
Οι έρευνες του Johnson (1966) για τις εξεγέρσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα των ΗΠΑ και του Huntington για τις επαναστάσεις στον Τρίτο Κόσμο (1968). Η συμβολή του Jack Goldstone (1986, 1991). Οι επαναστάσεις προκαλούνται εξαιτίας της κατάρρευσης της κρατικής ισχύος και της επαναστατικής δυναμικής των λαϊκών μαζών, στο πλαίσιο έντονων δημογραφικών αλλαγών που συνεπάγονται την ένταση πληθυσμιακών μετακινήσεων.
Κατάρρευση της κρατικής ισχύος Αδυναμία κρατικών μηχανισμών ως προς την συγκέντρωση φόρων ή/και την κατασταλτική ικανότητα. Τριβές και συγκρούσεις ανάμεσα στις διάφορες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ελίτ
Δυναμικό κινητοποίησης και επαναστατικές ιδεολογίες Υψηλή ικανότητα κινητοποίησης των λαϊκών μαζών. Υφιστάμενες ιδεολογίες επανερμηνεύονται και ριζοσπαστικοποιούνται, αναπλαισιώντας τη νέα τάξη που προκύπτει από τη θεσμική έκβαση του επαναστατικού εγχειρήματος.