ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε σε μια μακρινή χώρα ένας βασιλιάς που το μόνο που σκεφτόταν ήταν τα ρούχα του. Σπαταλούσε τα χρήματα της χώρας για να αγοράζει ολοένα και περισσότερα ρούχα. Είχε μια φορεσιά για κάθε ώρα της μέρας και οι ράφτες του παλατιού δούλευαν ασταμάτητα ράβοντας συνέχεια καινούργια ρούχα. Η φήμη του αυτοκράτορα και η αδυναμία του για τα ρούχα έφτασαν στα αυτιά δυο απατεώνων που αποφάσισαν να τον ξεγελάσουν και εκμεταλλευτούν την ματαιοδοξία του. Μια μέρα λοιπόν εμφανίστηκαν στο παλάτι και ζήτησαν ακρόαση από τον βασιλιά.
«Καλησπέρα σου αυτοκράτορα μου, είμαστε δυο ξακουστοί ράφτες !Υφαίνουμε τα πιο όμορφα ρούχα που έχει δει ποτέ άνθρωπος. Είμαστε οι μόνοι που μπορούμε να υφάνουμε ένα ύφασμα που όμοιο του δεν έχεις ξαναδεί..» «Όχι μόνο είναι το πιο λεπτό και το πιο ανάλαφρο του κόσμου, μα είναι και μαγικό … είναι αόρατο για τους κουτούς και για αυτούς που είναι ανάξιοι για τη θέση τους» «Χμ, σκέφτηκε ο αυτοκράτορας, αυτά τα ρούχα είναι ότι πρέπει για μένα. Αν τα φοράω θα μπορέσω να ανακαλύψω ποιος είναι άξιος για τη θέση του και ποιος όχι, ποιος είναι σοφός και ποιος κουτός..»
Έτσι έδωσε στους δυο ράφτες ένα πουγκί με χρυσαφί και τη διαταγή να αρχίσουν αμέσως να υφαίνουν το μαγικό ύφασμα Την επόμενη κιόλας μέρα εργάτες έστησαν δυο αργαλειούς και οι δυο κατεργάρηδες ξεκίνησαν τη δουλειά. Κάθε μέρα που περνούσε ζητούσαν όλο και περισσότερα χρήματα από τον αυτοκράτορα δήθεν για να αγοράσουν χρυσές κλωστές και μετάξι.. Ο αυτοκράτορας που περίμενε πως και πως τα καινούργια του ρούχα δεν δίσταζε καθόλου και τους έδινε κάθε μέρα όλο και περισσότερο χρυσάφι.
Ο καιρός περνούσε και αυτοί όλη μέρα κι όλη νύχτα ήτανε στους δυο αργαλειούς που όμως έμοιαζαν αδειανοί. Όλοι στη πόλη ήξεραν πια για το μαγικό ύφασμα και ανυπομονούσαν να δουν τον βασιλιά με τα καινούργια του ρούχα. «Θα θελα να ξέρω πως τα πάνε αυτοί οι δύο με το μαγικό ύφασμα» σκέφτηκε, αλλά έπειτα θυμήθηκε πως όποιοι ήταν ανάξιοι για τις θέσεις τους δεν μπορούσαν να δουν το ύφασμα.
Θεώρησε λοιπόν πως ήταν καλύτερα να μην διακινδύνευε ο ίδιος τη φήμη του. Έτσι ο υπουργός πήγε στο δωμάτιο όπου είδε τους δυο ραφτάδες να δουλεύουν μπροστά από δυο άδειους αργαλειούς. «Ω θεέ μου!» σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να καθαρίσει τα γυαλιά του, «Δεν βλέπω τίποτα. Είμαι λοιπόν βλάκας και ανάξιος για τη θέση μου;» Ο υπουργός πλησίασε τους δυο κατεργάρηδες που καμώθηκαν πως δήθεν του έδειχναν το ύφασμα.«Κοιτάτε χρώμα, κοιτάξτε σχέδιο, μα πείτε μας έχετε ξαναδεί τέτοιο όμορφο ύφασμα ξανά;»
Ο υπουργός δεν μπορούσε να δει τίποτα,γιατί δεν υπήρχε τίποτα να δει, αλλά φοβήθηκε πως όλοι θα καταλάβαιναν πως ήταν βλάκας και άχρηστος. Έτσι καμώθηκε πως το κοιτά και απάντησε.. Άρχισαν τότε, με κάθε λεπτομέρεια, να του εξηγούν τα δήθεν σχέδια και χρώματα του ανυπάρκτου υφάσματος. Ο υπουργός άκουγε με πολύ προσοχή ώστε να μπορεί μετά περιγράψει στον βασιλιά αυτό που δεν είχε ποτέ δει. Έπειτα ζήτησαν από τον υπουργό κι αλλά χρήματα για να προχωρήσουν στο ράψιμο της φορεσιάς, και εκείνος δεν μπόρεσε να τους αρνηθεί.. Και φυσικά το χρυσάφι πήγε όλο στις τσέπες των δυο απατεώνων...
Ο βασιλιάς έστειλε έπειτα τον αρχιστράτηγο του για να επιθεωρήσει τη δουλεία των δυο ραφτάδων. Όμως κι αυτός όπως ο υπουργός δεν μπόρεσε να δει τίποτα. Επειδή όμως δεν ήθελε να νομίζουν πως είναι ανόητος ή ανίκανος, δεν είπε τίποτα παρά μόνο προσποιήθηκε πως θαύμαζε το ύφασμα και στο βασιλιά είπε πως ήταν υπέροχο. Πήγε λοιπόν μαζί με τον υπουργό και τον αρχιστράτηγο να δει το περίφημο ύφασμα.. «Υπέροχο, τι χρώμα!» είπε ο αρχιστράτηγος! «Θεσπέσιο, τι σχέδιο!» είπε ο υπουργός. Ο βασιλιάς τρομοκρατήθηκε. Είναι δυνατόν; αναρωτήθηκε, Δεν βλέπω τίποτα απολύτως!
«Το ύφασμα είναι θαυμάσιο» είπε μονομιάς,καθώς φοβήθηκε πως οι άλλοι μπορεί να καταλάβαιναν ότι δεν έβλεπε τίποτα. «Να μου πάρετε αμέσως μέτρα για την φορεσιά, θέλω να είναι έτοιμη μέχρι την μεγάλη παρέλαση σε 3 μέρες.» Οι δυο κατεργάρηδες πήραν αμέσως τα μέτρα του βασιλιά και υποσχέθηκαν να δουλεύουν νύχτα και μέρα χωρίς σταμάτημα μέχρι να τελειώσουν τη φορεσιά. Έκοβαν τον αέρα με μεγάλα ψαλιδιά και έραβαν με βελόνες δίχως κλώστη…ώσπου «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα είναι έτοιμα!!»
Ο βασιλιάς μπήκε στο δωμάτιο συνοδευόμενος από τους αυλικούς του. Οι δυο κατεργάρηδες σήκωσαν τα χέρια στον αέρα σαν κάτι να κρατούσαν και του παρουσίασαν τα ρούχα. «Αυτό είναι το παντελόνι, αυτό είναι το παλτό, και αυτός ο μανδύας σας μεγαλειότατε. Ανάλαφρα σαν πούπουλο, ούτε καν θα τα νιώθετε όταν τα φοράτε..» «Θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να δοκιμάσει τη καινούργια φορεσιά;» ρώτησε ο ένας και υποκλίθηκε. «Θα μας επιτρέψετε να σας βοηθήσουμε να ντυθείτε, εδώ σ αυτόν τον καθρέφτη.» Ο βασιλιάς έβγαλε τα ρούχα του και οι δυο κατεργάρηδες άρχισαν να τον ντύνουν με τα αόρατα ρούχα. Προσποιήθηκαν ότι έστρωναν τα μανίκια και πώς κούμπωναν το σακάκι.
«Μα τι ταιριαστά τα ρούχα! Τα χρώματα είναι υπέροχα!» Αναφώνησαν ο αρχιστράτηγος και ο υπουργός μαζί. Ο αυτοκράτορας κοιτούσε και ξανακοιτούσε τον καθρέφτη αλλά δεν έβλεπε τίποτα και φοβήθηκε μην τον περάσουν για χαζό. «Τα καινούργια μου ρούχα είναι θαυμάσια, τι όμορφα που μου ταιριάζουν, τι καλοραμμένα, και το ύφασμα ανάλαφρο σαν πούπουλο! Σας απονέμω τον παράσημο του Αρχιράφτη και σας δίνω για αμοιβή δυο πουγκιά χρυσάφι ακόμα..» Σας ευχαριστούμε μεγαλειότατε, υποκλίθηκαν οι δυο ραφτάδες και από τότε…μην τους είδατε!
Ο αυτοκράτορας φορώντας την καινούργια του φορεσιά ξεκίνησε για τη μεγάλη παρέλαση. Ο κόσμος είχε μαζευτεί στους δρόμους και περίμενε να δει τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα και το μαγικό ύφασμα που ξεχώριζε τους έξυπνους από τους κουτούς. Οι θαλαμηπόλοι προσποιήθηκαν ότι κρατούσαν το μανδύα γιατί δεν ήθελαν να καταλάβει κανείς ότι δεν έβλεπαν τίποτα! Η παρέλαση άρχισε και όλοι όσοι την παρακολουθούσαν φώναζαν δυνατά, από φόβο μην τους περάσουν για κουτούς: «Τι κομψά που είναι τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα!! Τι ταιριαστά! Τι ωραίος μανδύας!» Κανείς δεν τολμούσε να ομολογήσει πως δεν έβλεπε τίποτα γιατί αυτό θα σήμαινε είτε ότι ήταν ανόητος είτε άχρηστος για τη θέση του.
Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στην ομήγυρη που σύντομα συνοδεύτηκε από φωνές και γέλια. «Το παιδί έχει δίκιο! Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός! Είναι γυμνός!» Ο βασιλιάς κατάλαβε πως το πλήθος είχε δίκιο. Οι δυο ραφτάδες τον είχαν ξεγελάσει. Δεν τόλμησε όμως να το παραδεχτεί. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και συνέχισε την παρέλαση μέχρι που κατακόκκινος από ντροπή και θυμό έφτασε στο παλάτι.