ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 34-35/ Π.Παπαζαφείρη Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας

Slides:



Advertisements
Παρόμοιες παρουσιάσεις
Ανοσοποιητικός μηχανισμός του σώματος
Advertisements

ΜΗ ΕΙΔΙΚΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΙ ΕΙΔΙΚΟΙ
Βούρος Μιλτιάδης-Χρήστος
Δεύτερη γραμμή άμυνας 2ο ΕΚΦΕ Ηρακλείου
Παραδείγματα κλινικής ανοσολογίας
10.1.
ΑΝΟΣΟΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΚΡΙΣΗ
Τ Κύτταρα και Ρύθμιση της Διάρκειας Ζωής τους
Μηχανισμοί ειδικής άμυνας
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΩΤΕΑΣΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ
Διευθύντρια Βιοπαθολόγος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο ΜΕΤΑΛΛΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ Β
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 16-17/ Κ. Γαϊτανάκη
Εφαρμογές της Βιοτεχνολογίας στην Ιατρική
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ/ΑΠΟΚΡΙΣΗ
ΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ Εργασία του φοιτητή Ιατρικής Α.Π.Θ. Καραβασίλη Χρήστου
ΤΥΠΟΙ ΑΝΟΣΙΑΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ ΤΕΧΝΗΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΤΕΧΝΗΤΗ Ορός
Μηχανιςμοι αμυνας του ανθρωπινου οργανιςμου – βαςικες αρχες ανοςιας
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ - ΑΝΟΣΙΑ
Μηχανισμοί ειδικής άμυνας Ανοσία
Υπεύθυνη καθηγήτρια: Κα. Φράγκου Μαρία Ον/μο φοιτητή: Ιωάννης Κωτούλας.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ I,ΙΙ, ΙΙΙ ΙV
ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΜΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ 1.Ανατομικοί φραγμοί - Δέρμα - Βλεννώδεις μεμβράνες 2. Φυσιολογικοί φραγμοί - Θερμοκρασία - Ph -
ΑΝΟΣΟΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΜΑΔΕΣ ΑΙΜΑΤΟΣ
ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ή ΚΥΤΤΟΚΙΝΕΣ. Είδαμε ότι οι ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΜΗ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ είναι… 1.Ανατομικοί φραγμοί - Δέρμα - Βλεννώδεις μεμβράνες 2. Φυσιολογικοί φραγμοί.
ΑΥΤΟΑΝΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΤΙΣΩΜΑΤΑ. ΤΙ ΕΊΝΑΙ ΑΥΤΟΑΝΟΣΙΑ Από τις σπουδαιότερες ιδιότητες του ανοσιακού συστήματος είναι η ικανότητα να διακρίνει τα «εαυτά»
Φαρμακοκινητική και υποδοχείς φαρμάκων. Με τον όρο φαρμακοκινητική εννοούμε τις ποσοτικές μεταβολές που επέρχονται με την πάροδο του χρόνου στη συγκέντρωση.
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ Χ. Ζηλίδης. ΑΝΟΣΙΑ Ανοσία: Είναι η άμυνα έναντι των λοιμώξεων, με τη βοήθεια κάποιων μηχανισμών Το ανοσιακό σύστημα Παρέχει προστασία έναντι.
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΙΙΙ
ΕΡΥΘΡΟΠΟΙΗΣΗ Έλενα Σολωμού Αιματολόγος Λέκτορας Παθολογίας Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ- ΑΛΛΕΡΓΙΕΣ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ: Μια ανοσολογική αντίδραση κινητοποιεί ένα μεγάλο αριθμό μορίων ενάντια στο αντιγόνο, μέσω ποικίλλων.
ΕΙΔΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ. Ειδική ή επίκτητη ανοσία είναι ένα σύνολο μηχανισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται σημαντική ελάττωση της ευαισθησίας του οργανισμού σε.
ΤΟΞΙΚΟΤΗΤΑ.
ΑΝΟΣΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΜΔΕ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 13/ Κ. Γαϊτανάκη
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΥΠΕΡΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ- ΑΛΛΕΡΓΙΕΣ
ΑΔΕΝΕΣ Αδένας ονομάζεται κάθε ζωικό όργανο που παράγει ουσίες χρήσιμες για τη σωστή λειτουργία του οργανισμού. Οι αδένες μπορούν να παρομοιαστούν με μικρά.
ΙΙ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΜΦΥΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ ΙΙΙ. ΦΛΕΓΜΟΝΗ
Ασφάλεια και αποτελεσματικότητα φαρμάκων
Αιμόσταση και μετάγγιση
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΜΙΚΡΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΙΣΟΔΟ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ Το μικρόβιο κατάφερε να περάσει στο εσωτερικό του οργανισμού διαπερνώντας.
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 37/ Π.Παπαζαφείρη
ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΣΟΛΑΒΗΤΙΚΗ ΑΝΟΣΙΑ
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 36/ Π.Παπαζαφείρη
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 9-10/ Κ. Γαϊτανάκη
ΚΥΤΤΑΡΟΚΙΝΕΣ ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ Εισαγωγικά στοιχεία Ιδιότητες των κυτταροκινών
Ανοσολογία 29-30/14& Π.Παπαζαφείρη ανοχή και αυτοανοσία
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ
ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Τ ΚΥΤΤΑΡΩΝ –
ΙΙ. ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΜΦΥΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΙΚΗΣ ΑΝΟΣΙΑΣ ΙΙΙ. ΦΛΕΓΜΟΝΗ
ΑΣΚΗΣΗ 9 ΑΙΜΟΣΥΓΚΟΛΛΗΣΗ Πατήστε Esc να κλείσει η προβολή.
ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΩΝ Τ ΚΥΤΤΑΡΩΝ
ΥΠΟΔΟΧΕΑΣ ΤΩΝ Τ ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΝ
Ανοσολογία 33/ Π.Παπαζαφείρη Ανοσολογία των Μεταμοσχεύσεων
Κεφάλαιο 5 Πίνακες.
ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Τ ΚΥΤΤΑΡΩΝ –
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 39/ Π.Παπαζαφείρη
Ορμονικά συστήματα Ενδοκρινική ρύθμιση του ασβεστίου
ΣΥΝΑΠΤΙΚΗ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ.
ΣΥΣΤΗΜΑ 2ΟΥ ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΥ
Ο ιός ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) Διάγνωση της λοίμωξης και AIDS
ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΩΝ Τ ΚΥΤΤΑΡΩΝ
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 2.
ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 36 / Π.Παπαζαφείρη
Η ανάπτυξη μίας αποτελεσματικής ανοσοαπόκρισης περιλαμβάνει λεμφοειδή κύτταρα, φλεγμονώδη κύτταρα και αιμοποιητικά κύτταρα. Οι πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις.
ΑΝΟΣΟΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ Η ανοσοχρωματογραφία είναι ένας συνδυασμός χρωματογραφίας και ανοσολογικής δοκιμασίας. Είναι μια απο τις πιο σημαντικές και αποτελεσματικές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14: ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ΠΑΡΑΓΩΓΗ, ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Β ΚΥΤΤΑΡΩΝ
ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ Τ ΚΥΤΤΑΡΩΝ
Μεταγράφημα παρουσίασης:

ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 34-35/9-1-17 Π.Παπαζαφείρη Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας ΑΝΟΣΟΛΟΓΙΑ 34-35/9-1-17 Π.Παπαζαφείρη Αντιδράσεις Υπερευαισθησίας Ταξινόμηση αντιδράσεων υπερευαισθησίας Υπερευαισθησία τύπου Ι (IgE) Μηχανισμός απελευθέρωσης μεσολαβητών Κύριοι μεσολαβητές και ρύθμιση Υπερευαισθησία τύπου ΙΙ (αντισώματος) Υπερευαισθησία τύπου ΙΙΙ (ανοσοσυμπλόκου) Υπερευαισθησία τύπου ΙV (κυτταρομεσολαβητική)

αντίδραση υπερευαισθησίας {κλινικά συμπτώματα κατά τη διάρκεια ανοσολογικής απόκρισης σε κοινά αντιγόνα} Αυξημένη –ακατάλληλη απόκριση Portier Richet: αναφυλαξία

Ταξινόμηση αντιδράσεων υπερευαισθησίας κατά Gell-Coombs

Υπερευαισθησία τύπου Ι Τα υγιή άτομα παράγουν IgE μόνον κατά την απόκριση σε μολύνσεις από παράσιτα Τα αλλεργικά άτομα παράγουν IgE κατά την έκθεσή τους σε κοινά περιβαλλοντικά Ags : τα περισσότερα Ags είναι πρωτεΐνες ή γλυκοπρωτεΐνες και έχουν πολλές αντιγονικές θέσεις (επίτοπους) σε κάθε μόριο Τα επίπεδα της ελεύθερης IgE είναι –φυσιολογικά- πολύ πολύ χαμηλά, γεγονός που καθυστέρησε τη διαλεύκανση του μηχανισμού Οι Ishizakas αποκάλεσαν το νέο ισότυπο IgE, ως αναφορά στο αντιγόνο Ε του αγριόχορτου, που χρησιμοποίησαν για να τον χαρακτηρίσουν.

Υπερευαισθησία τύπου Ι Μία αντίδραση υπερευαισθησίας τύπου Ι επάγεται από συγκεκριμένου τύπου αντιγόνα, τα οποία καλούνται αλλεργιογόνα (allergens)

Διασύνδεση των υποδοχέων οδηγεί σε συσσωμάτωσή τους και άμεση φωσφορυλίωση τυροσινών και επακόλουθη σηματοδότηση

Υποδοχείς της περιοχής Fc της βαριάς ε αλυσίδας Ο υποδοχέας υψηλής συγγένειας, FcεRI είναι υπεύθυνος για τα περισσότερα συμπτώματα. (Το υψηλότερο μοριακό βάρος (190.000) της IgE οφείλεται στην παρουσία μίας επιπλέον επικράτειας στη σταθερή περιοχή. Αυτή η επιπλέον επικράτεια (Cε2), αντικαθιστά την περιοχή αρμού της IgG, συμβάλλει σε μία διαφορετική διαμόρφωση του Fc τμήματος του μορίου, και του επιτρέπει να προσδένεται σε γλυκοπρωτεϊνικούς υποδοχείς FcεRI στην επιφάνεια βασεόφιλων και ιστιοκυττάρων (Kd= 1-2 x 10-9 M)) Ο υποδοχέας τύπου ΙΙ (CD23 ) ρυθμίζει την ένταση της απόκρισης της IgE και ενεργοποιεί κύτταρα Β, μακροφάγα και εωσινόφιλα. (Kd = 1 Χ 10-6 Μ):CD23α σε ενεργοποιημένα Β κύτταρα, CD23 επάγεται από την IL-4 σε πολλά είδη κυττάρων. Τα αλλεργικά άτομα έχουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τόσο στα λεμφοκύτταρα και μακροφάγα όσο και στο πλάσμα

Κάθε αλυσίδα γ του υποδοχέα περιέχει ένα συντηρημένο δομικό στοιχείο ΙΤΑΜ που αλληλεπιδρά με κινάσες τυροσίνης (Lyn) για τη μετάδοση του μηνύματος

Βιοχημικές διεργασίες κατά την ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων Βιοχημικές διεργασίες κατά την ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων. Το τελικό αποτέλεσμα είναι η διόγκωση των κυστιδίων, η σύντηξή τους με την κυτταρική μεμβράνη και απελευθέρωση των μεσολαβητών Ποιο είναι το χρονικό πρότυπο της κινητοποίησης των σηματοδοτικών συστατικών;:

Άμεσες βιοχημικές αλλαγές σε βασεόφιλα μετά από διασύνδεση των υποδοχέων με τα τμήματα F(ab´)2 του αντι IgE

Κύριοι μεσολαβητές της υπερευαισθησίας τύπου Ι Μεσολαβητής αποτέλεσμα Ισταμίνη (10% του περιεχομένου των κυστιδίων) Αυξημένη διαπερατότητα αγγείων, σύσπαση λείου μυός σεροτονίνη Χημειοτακτικός παράγοντας εωσινόφιλων ή ουδετερόφιλων Χημειοταξία εωσινόφιλων και ουδετερόφιλων Πρωτεάσες Αποικοδόμηση της βασικής μεμβράμης αγγείων, έκκριση βλένας, παραγωγή προϊόντων του συμπληρώματος Παράγοντας ενεργοποίησης αιμοπεταλίων Συσσώρευση αιμοπεταλίων, σύσπαση λείων μυϊκών κυττάρων στον πνεύμονα Λευκοτριένια Αυξημένη διαπερατότητα αγγείων (1000 πιο δραστικά από ισταμίνη!) Προσταγλανδίνες Αγγειοδιαστολή (1000 πιο δραστικές από ισταμίνη!) Βραδυκινίνη κυτταροκίνες Ποικίλα αποτελέσματα, αναφυλαξία, αυξημένη έκφραση CAM (μόρια κυτταρικής προσκόλλησης) σε επιθηλιακά κύτταρα

Κύριοι μεσολαβητές της υπερευαισθησίας τύπου Ι Οι μεσολαβητές μπορούν να διαχωριστούν σε πρωτογενείς και δευτερογενείς. Οι πρωτογενείς μεσολαβητές παράγονται πριν την αποκοκκίωση και είναι αποθηκευμένοι στα κοκκία. Οι πιο σημαντικοί πρωτογενείς μεσολαβητές είναι η ισταμίνη, πρωτεάσες, ο χημειοτακτικός παράγοντας των εωσινόφιλων, ο χημειοτακτικός παράγοντας των ουδετερόφιλων. Οι δευτερογενείς μεσολαβητές είτε συντίθενται μετά την ενεργοποίηση του κυττάρου-στόχου, είτε απελευθερώνονται από τη διάσπαση των φωσφολιπιδίων της μεμβράνης κατά τη διαδικασία της αποκοκκίωσης. Οι δευτερογενείς μεσολαβητές συμπεριλαμβάνουν τον παράγοντα ενεργοποίησης αιμοπεταλίων, τα λευκοτριένια, τις προσταγλανδίνες, τις βραδυκινίνες και διάφορες κυτταροκίνες. Oι επιδράσεις τους είναι πιο έντονες και μεγαλύτερης διάρκειας από αυτές της ισταμίνης. Οι διαφορετικές εκδηλώσεις της υπερευαισθησίας τύπου Ι στα διαφορετικά είδη ή τους διαφορετικούς ιστούς αντικατοπτρίζουν, εν μέρει, διαφορές στους πρωτογενείς και δευτερογενείς μεσολαβητές.

Το ισοζύγιο IL-4/ IFN-γ παίζει ουσιαστικό ρόλο στη παραγωγή της IgE επειδή η IL-4 εκκρίνεται από τα κύτταρα TH2 και η IFN-γ από τα κύτταρα TH1, η σχετική ενεργότητα αυτών των υποπληθυσμών θα επηρεάσει τελικά τη παραγωγή της IgE. Πράγματι, αλλεργικά άτομα περιέχουν περισσότερα κύτταρα του φαινοτύπου TH2

“αλλεργιογονικότητα” δόση του αντιγόνου (μεγαλύτερες δόσεις αντιγόνου έχουν ως αποτέλεσμα μία παροδική παραγωγή IgE και μία τάση προς παραγωγή IgG) (πέντε αλλεργιογόνα κλάσματα (δηλαδή, ικανά να επάγουν μία IgE απόκριση), τα δύο που αποκαλούνται Ε και Κ, προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις στο 95% των ευαίσθητων σε αγριόχορτο ατόμων και ονομάζονται κύρια αλλεργιογόνα. Τα υπόλοιπα τρία, που καλούνται Ra3, Ra4 και Ra5, είναι αλλεργιογόνα μικρότερης σημασίας) τρόπος παρουσίασης (είδος ανοσοενισχυτικού) γενετική σύσταση (δεν συνδέεται πάντα με το MHC) επηρεάζουν το επίπεδο της εξαρτώμενης από IgE απόκρισης, που επάγεται από το αντιγόνο στο χρωμόσωμα 5, (IL-3, IL-4, IL-5, IL-9, IL-13, GM-CSF), που –όλοι- ενισχύουν την παραγωγή IgE. \στο χρωμόσωμα 11q, συνδέεται με μία περιοχή που κωδικοποιεί τη β αλυσίδα του υποδοχέα υψηλής συγγένειας της IgE. Επίσης, οι αποκρίσεις IgE έχουν συνδεθεί με γονίδια MHC στο χρωμόσωμα 6.

Προσδιορισμός των επιπέδων ελεύθερης IgE στον ορό ατόμων Προσδιορισμός των επιπέδων ελεύθερης IgE στον ορό ατόμων. Η ευαισθησία της μεθόδου είναι ~nM ραδιοανοσοπροσροφητική δοκιμασία (Radioimmunosorbent test, RIST)

Ανίχνευση μικροποσοτήτων IgE που είναι ειδική για ένα συγκεκριμένο αλλεργιογόνο στο ορό ατόμων ραδιοαλλεργιογονοπροσροφητική δοκιμασία (Radioallergosorbent test, RAST)

Θεραπεία αποφυγή επαφής ανοσοθεραπεία με επαναλαμβανόμενες ενέσεις αυξανόμενων δόσεων αλλεργιογόνων (παραγωγή IgG ή επάγει τη μεσολαβούμενη από Τ κύτταρα καταστολή, μέσω της στροφής προς τον υποπληθυσμό των ΤΗ1 και της παραγωγής IFN-γ) χρήση ανθρωποποιημένων μονοκλωνικών αντισωμάτων έναντι της IgE (τα αντισώματα προσδένονται στην ΙgΕ, αλλά μόνο όταν η IgE δεν είναι συνδεδεμένη σε υποδοχέα FcεRI, επειδή το τελευταίο θα οδηγούσε σε απελευθέρωση ισταμίνης) διαλυτά αντιγόνα (τείνουν να επάγουν μία κατάσταση ανέργειας, ενεργοποιώντας τα Τ κύτταρα απουσία του απαραίτητου συνδιεγερτικού σήματος)

Μηχανισμός δράσης μερικών φαρμακευτικών παραγόντων Φάρμακο Δράση Αντι-ισταμινικά Παρεμπόδιση υποδοχέων Η1 και Η2 στα κύτταρα στόχους Χρωμογλυκι-κό νάτριο Παρεμπόδιση εισόδου ασβεστίου στα μαστοκύτταρα Θεοφυλλίνη Αναστολή της φωσφοδιεστεράσης και παρατεταμένη παραμονή του cAMP στο κυτταροδιάλυμα επινεφρίνη Ενίσχυση της παραγωγής cAMP λόγω πρόσδεσης σε β- αδρενεργικούς υποδοχείς κορτιζόνη Μείωση των επιπέδων ισταμίνης λόγω παρεμπόδισης της μετατροπής της ιστιδίνης σε ισταμίνη, ενίσχυση της παραγωγής cAMP στα μαστοκύτταρα

περίληψη Στοιχεία της αντίδρασης υπερευαισθησίας τύπου Ι Ρύθμιση Αλλεργιογόνο IgE Μαστοκύτταρα και βασεόφιλα Υποδοχείς Fc Αποκοκκίωση Ρύθμιση Γενετική προδιάθεση- 5q: (IL-3, IL-4, IL-5, IL-9, IL-13 και GM-CSF), 11q: συνδέεται με μία περιοχή που κωδικοποιεί τη β αλυσίδα του υποδοχέα υψηλής συγγένειας της IgE. Δόση, πρέπει να είναι μικρή Τρόπος παρουσίασης Επίπεδα ΤΗ1 και ΤΗ2 (δηλαδή των IFN-γ, IL-4) περίληψη

Υπερευαισθησία τύπου ΙΙ μηχανισμοί κυτταροτοξικά κύτταρα με Fc υποδοχείς προσδένονται στην Fc περιοχή των αντισωμάτων στα κύτταρα-στόχους και προάγουν τη θανάτωση των κυττάρων. Ένα αντίσωμα προσδεδεμένο σε ένα ξένο κύτταρο, μπορεί επίσης να λειτουργεί ως οψωνίνη, επιτρέποντας σε φαγοκύτταρα με Fc ή C3b υποδοχείς να προσδένουν και να φαγοκυτταρώνουν το καλυμμένο με αντίσωμα κύτταρο

Οι αντιδράσεις μετάγγισης είναι αντιδράσεις τύπου ΙΙ Οι αντιδράσεις μετάγγισης είναι αντιδράσεις τύπου ΙΙ   αντισώματα έναντι αντιγόνων άλλων ομάδων αίματος, μπορεί να προκύψουν από επαναλαμβανόμενες μεταγγίσεις αίματος επειδή μικρές αλληλομορφικές διαφορές σε αυτά τα αντιγόνα μπορούν να διεγείρουν την παραγωγή αντισωμάτων. Το μεταγγισμένο αίμα επάγει την επιλογή κλώνου και την παραγωγή IgG έναντι μίας ποικιλίας μεμβρανικών αντιγόνων ομάδων αίματος.   κλινικές εκδηλώσεις : μαζική ενδοαγγειακή αιμόλυση των μεταγγισμένων ερυθροκυττάρων από αντίσωμα μαζί με το συμπλήρωμα. Αυτές οι εκδηλώσεις μπορεί να είναι είτε άμεσες είτε επιβραδυνόμενες ελεύθερη αιμοσφαιρίνη μπορεί να ανιχνευθεί στο πλάσμα. Μπορεί να καταλήγει σε αιμοσφαιρινουρία

Υπερευαισθησία τύπου ΙΙ αιμολυτική νόσος των νεογέννητων ενδομήτρια μετάγγιση αλλαγής αίματος για να αντικατασταθούν τα εμβρυϊκά Rh+ ερυθροκύτταρα με Rh- μετάγγιση μετά τη γέννηση, για να απομακρυνθεί η μπιλιρουμπίνη πλασμαφαίρεση

οξεία αιμολυτική νόσος των νεογέννητων «εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση» μεγαλύτερη συχνότητα σε έμβρυα ομάδας Α ή Β που κυοφορούνται από μητέρες ομάδας αίματος Ο τα εμβρυϊκά ερυθροκύτταρα ενεργοποιούν τα Rh-ειδικά Β λεμφοκύτταρα, με αποτέλεσμα την παραγωγή Rh-ειδικών πλασματοκυττάρων και Β κυττάρων μνήμης στη μητέρα. Το εκκρινόμενο IgM αντίσωμα καθαρίζει τα Rh+ εμβρυϊκά ερυθροκύτταρα από την κυκλοφορία της μητέρας, αλλά τα κύτταρα μνήμης παραμένουν και συνιστούν απειλή σε κάθε επόμενη εγκυμοσύνη σε Rh+ έμβρυο

Υπερευαισθησία τύπου ΙΙ μεσολαβούμενη από αντίσωμα καταστροφή των κυττάρων Κατά την αντίδραση τύπου ΙΙ, ένα αντίσωμα αντιδρά με αντιγονικούς παράγοντες της κυτταρικής επιφάνειας και το αποτέλεσμα είναι η λύση του κυττάρου μέσω της δράσης του συμπληρώματος ή μέσω κυτταροτοξικότητας που εξαρτάται από το αντίσωμα. Αντιδράσεις μετάγγισης αίματος Εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση (αιμολυτική νόσος των νεογέννητων) Αιμολυτική αναιμία που προκαλείται από φαρμακευτικές ενώσεις

Υπερευαισθησία τύπου ΙΙΙ μεγάλα ποσά ανοσοσυμπλεγμάτων μπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφικές για ιστούς αντιδράσεις υπερευαισθησίας τύπου ΙΙΙ Τοπική (Arthus) ή γενικευμένη αντίδραση (ορονοσία) Το είδος της βλάβης εξαρτάται από τη θέση εναπόθεσης των ανοσοσυμπλόκων Δημιουργία συμπλόκων που ενεργοποιούν το συμπλήρωμα Μερικά προϊόντα της δράσης του συμπληρώματος λειτουργούν σαν τελεστές και προκαλούν αγγειοδιαστολή και χημειοτακτισμό ουδετερόφιλων κυττάρων Τα σύμπλοκα που μπαίνουν στη κυκλοφορία συμμετέχουν στη παθογένεση πολλών σοβαρών ασθενειών όπως: ρευματοειδής αρθρίτιδα, ερυθηματώδης λύκος, σύνδρομο Goodpasture, μολυσματικές ασθένειες: μετα-στρεπτοκοκκική σπειραματονεφρίτιδα, μηνιγγίτιδα, ηπατίτιδα, αλλά και σε αλλεργίες έναντι της πενικιλίνης και των σουλφοναμιδίων

Υπερευαισθησία τύπου ΙΙΙ, τοπική αντίδραση τα προϊόντα διάσπασης C3a, C4a, και C5a του συμπληρώματος είναι αναφυλατοξίνες που προκαλούν εντοπισμένη αποκοκκίωση των μαστοκυττάρων και επακόλουθη αύξηση στη διαπερατότητα των τοπικών αγγείων. Τα C3a, C5a και C5b67 είναι επίσης χημειοτακτικοί παράγοντες για ουδετερόφιλα, τα οποία μπορούν να συσσωρεύονται σε μεγάλους αριθμούς στο σημείο εναπόθεσης του ανοσοσυμπλέγματος Το συστατικό C3b του συμπληρώματος δρα ως οψωνίνη, καλύπτοντας τα ανοσοσυμπλέγματα. Τα ουδετερόφιλα προσδένονται στο καλυμμένο με C3b ανοσοσύμπλεγμα μέσω του υποδοχέα τύπου Ι του συμπληρώματος, που είναι ειδικός για το C3b

Ορονοσία Όταν μεγάλες ποσότητες αντιγόνου εισέρχονται στο αίμα και προσδένονται σε αντίσωμα μπορούν να σχηματίσουν ανοσοσυμπλέγματα στην κυκλοφορία. Αν το αντιγόνο είναι σε περίσσεια, σχηματίζονται μικρά συμπλέγματα. Επειδή αυτά δεν μπορούν να απομακρυνθούν εύκολα από φαγοκύτταρα, μπορεί να επάγουν αντιδράσεις τύπου ΙΙΙ, οι οποίες προκαλούν βλάβες σε ιστούς, σε διάφορα σημεία με «προτίμηση» ιστούς όπου πραγματοποιείται διήθηση του πλάσματος υψηλή συχνότητα σπειραματονεφρίτιδας, αγγειοπάθειας και αρθρίτιδας

Υπερευαισθησία επιβραδυνόμενου Τύπου (DTH) Όταν κάποιοι υποπληθυσμοί ενεργοποιημένων ΤΗ κυττάρων συναντήσουν συγκεκριμένους τύπους αντιγόνων, εκκρίνουν κυτταροκίνες, οι οποίες επάγουν μία εντοπισμένη φλεγμονώδη απόκριση που καλείται υπερευαισθησία επιβραδυνόμενου ή καθυστερημένου τύπου (DTH). Η αντίδραση χαρακτηρίζεται από μεγάλη εισροή μη ειδικών κυττάρων φλεγμονής. Τα χαρακτηριστικά μίας αντίδρασης τύπου ΙV είναι η χρονική καθυστέρηση στην εκδήλωση της αντίδρασης και την επιστράτευση των μακροφάγων αντίθετα με τα ουδετερόφιλα, όπως αυτά εντοπίζονται σε μία αντίδραση τύπου ΙΙΙ. Τα μακροφάγα είναι τα κυρίαρχα συστατικά του διηθήματος που περιβάλλει το σημείο της φλεγμονής.

Υπερευαισθησία τύπου IV Οι τελεστές είναι κυτταροκίνες Μερικές κυτταροκίνες που εκκρίνονται είναι : IL-2, IFN-γ, MIF, TNF-α Η συσσώρευση και η ενεργοποίηση μακροφάγων που εκκρίνουν λυτικά ένζυμα στη περιοχή της επαφής με το αλλεργιογόνο, προκαλούν τοπικές βλάβες. Ο μηχανισμός που ενεργοποιείται κατά την υπερευαισθησία αυτή είναι ο πλέον αποτελεσματικός για την φυσιολογική αντιμετώπιση των λοιμώξεων---- η βλάβη δημιουργείται μόνο όταν η παρουσία των αντιγόνων/αλλεργιογόνων είναι παρατεταμένη

φάσεις της απόκρισης DTH Η ανάπτυξη της DTH απόκρισης ξεκινά με μία αρχική φάση ευαισθητοποίησης 1-2 εβδομάδων μετά την πρωταρχική επαφή με κάποιο αντιγόνο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα ΤΗ κύτταρα ενεργοποιούνται και επεκτείνονται κλωνικά μέσω παρουσίασης του αντιγόνου μαζί με τα απαιτούμενα μόρια MHC τάξης ΙΙ σε ένα κατάλληλο αντιγονοπαρουσιαστικό κύτταρο (Langerhans, μακροφάγα και ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων -εκφράζουν μόρια MHC τάξης ΙΙ και λειτουργούν, επίσης, ως αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα κατά την ανάπτυξη της DTH απόκρισης) τα Τ κύτταρα που ενεργοποιούνται κατά τη φάση ευαισθητοποίησης είναι CD4+, αρχικά ΤΗ1 υποτύπου, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις έχει δειχθεί ότι και CD8+ κύτταρα επάγουν την DTH απόκριση Τα ενεργοποιημένα Τ κύτταρα καλούνταν αρχικά ΤDTH για να τονιστεί η λειτουργία τους στην DTH απόκριση, παρόλο που είναι απλά ένας υποπληθυσμός των ενεργοποιημένων ΤΗ1 κυττάρων (ή σε κάποιες περιπτώσεις, ΤC κυττάρων).  

φάσεις της απόκρισης DTH επόμενη έκθεση στο αντιγόνο επάγει τη δραστική φάση της DTH απόκρισης. Τα ΤΗ1 κύτταρα εκκρίνουν μία ποικιλία κυτταροκινών που επιστρατεύουν και ενεργοποιούν μακροφάγα και άλλα μη ειδικά φλεγμονώδη κύτταρα. Μία απόκριση DTH, φυσιολογικά, δεν γίνεται εμφανής μέχρι να περάσουν 24 ώρες, κατά μέσο όρο, μετά τη δεύτερη επαφή με το αντιγόνο. Η απόκριση φτάνει γενικά στο μέγιστο 48-72 ώρες μετά τη δεύτερη επαφή. Η επιβραδυνόμενη έναρξη των αποτελεσμάτων της απόκρισης αντικατοπτρίζει το χρόνο που απαιτείται από τις κυτταροκίνες για να επάγουν εντοπισμένες εισροές μακροφάγων, καθώς και την ενεργοποίησή τους. Μόλις ξεκινήσει μία DTH απόκριση, πυροδοτείται μία πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ των μη ειδικών κυττάρων και των μεσολαβητών και μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μία τεράστια ενίσχυση

φάσεις της απόκρισης DTH περίληψη Η IL-3 και ο GΜ-CSF επάγουν την εντοπισμένη αιμοποίηση της σειράς κοκκιοκυττάρων-μονοκυττάρων

Υπερευαισθησία τύπου IV Οι βλάβες στο δέρμα και στους πνεύμονες από τα μυκοβακτήρια της λέπρας και της φυματίωσης αντίστοιχα αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της υπερευαισθησίας. ορατή κοκκιωματική αντίδραση Φορείς του HIV ελέγχονται συστηματικά για να διαπιστωθεί η απώλεια αυτής της ανοσολογικής απόκρισης και η πορεία της νόσου Η IFN-γ και ο TNF-β (μαζί με τον TNF-α και την IL-1 που προέρχονται από τα μακροφάγα) δρουν σε γειτονικά ενδοθηλιακά κύτταρα, επάγοντας διάφορες μεταβολές που διευκολύνουν την εξαγγείωση των μονοκυττάρων και άλλων μη ειδικών κυττάρων φλεγμονής

αντιδράσεις υπερευαισθησίας-περίληψη Οι αντιδράσεις υπερευαισθησίας είναι φλεγμονώδεις αντιδράσεις τόσο του χυμικού όσο και του κυτταρομεσολαβητικού κλάδου του ανοσοποιητικού συστήματος Τέσσερις κατηγορίες που βασίζονται στον μηχανισμό επαγωγής : διαφορετικοί μεσολαβητές και κλινικά συμπτώματα Προϋπόθεση: τα προσχηματισμένα αντισώματα ή Τ κύτταρα αλληλεπιδρούν με το «ίδιο» αλλεργιογόνο Αποκρίσεις άμεσης υπερευαισθησίας επιτυγχάνονται από το αντίσωμα Η δόση και ο τρόπος εισόδου αλλεργιογόνου προσδιορίζουν ποιος τύπος αλλεργικής αντίδρασης θα εμφανιστεί Παρά τη προσεκτική μελέτη της φύσης των αλλεργιογόνων και της αντισωμικής απόκρισης, η θεραπεία της αλλεργίας δεν είναι καθόλου ικανοποιητική Οι αλλεργικές αντιδράσεις είναι μηχανιστικά παρόμοιες με τις προστατευτικές αποκρίσεις, διαφέρουν μόνο στη πηγή και τη φύση του αντιγόνου Οι περισσότερες κοινές αντιδράσεις υπερευαισθησίας είναι άμεσες και διαμεσολαβούνται από τα IgE Η διαρκής ανάπτυξη αυτών των αντιδράσεων από επανειλημμένη έκθεση στο αλλεργιογόνο, τις καθιστά ιδιαίτερες ανοσολογικές οντότητες

Ταξινόμηση αντιδράσεων υπερευαισθησίας κατά Gell-Coombs

Βιβλιογραφία Immunobiology. The immune system in health and disease. C. Janeway, P. Traves PubMed: Bookshelf. Μετάφραση, επιμέλεια Π.Γ. Βλαχογιανόπουλος: Κλινική Ανοσολογία. Το ανοσολογικό σύστημα στην υγεία και τη νόσο. Εκδόσεις «Π.Χ. Πασχαλίδη» Immunology. R. A. Goldsby, T.J. Kindt, B.A. Osborne, J. Kuby. Fifth Edition, 2003. W.H. Freeman and Company, New York. www.whfreeman.com/immunology5e. Wills-Karp, M., J. Santeliz, and C. L. Karp. 2001. The germless theory of allergic disease: revisiting the hygiene hypothesis. Nature Rev. Immunol. 1:69. Romagnani, S. 2001. T-cell responses in allergy and asthma. Curr. Opin. in Allergy & Clin. Immunol. 1:73. Gordon, J.R., Burd, P.R. and Galli, S.J. 1990. Mast cells as a source of multifunctional cytokines. Immunol. Today, 11: 457. Ishizaka, K. 1989. Regulation of immunoglobin E biosynthesis. Adv. Immunol. 47:1.