Συμπεριφορισμός και Εκπαίδευση Συμπεριφορισμός και Εκπαίδευση
ΠΟΙΕΣ ΠΕΙΘΑΡΧΙΕΣ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΔΙΕΠΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΥ;
ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΥ Η κλασική εξαρτημένη μάθηση είναι μια διεργασία μάθησης στην οποία ένα προηγουμένως ουδέτερο ερέθισμα συνδέεται με ένα άλλο ερέθισμα, παρουσιαζόμενο επανειλημμένα με το ερέθισμα αυτό Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του Συμπεριφορισμού είναι ο I.Pavlov, ο E.L.Thorndike που θεωρείται ο πρόδρομος της συμπεριφοριστικής σχολής, ο J.Watson ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής του συμπεριφορισμού και ο B.F.Skinner που είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του συμπεριφορισμού. Οι παραπάνω ανέπτυξαν τις θεωρίες της Κλασικής Εξαρτημένης Μάθησης, της Συνειρμικής Θεωρίας, της Λειτουργικής Εξάρτησης και της Συντελεστικής Εξαρτημένης Μάθησης. Ivan Pavlov (1849 - 1936) *Κλασική Εξαρτημένη Μάθηση Η ανθρώπινη συμπεριφορά, ως προϊόν μάθησης, αποτελεί μια σύνδεση ερεθισμάτων με αντιδράσεις . Ο Ρώσος φυσιολόγος – φιλόσοφος μελέτησε το φαινόμενο της εξαρτημένης μάθησης κάνοντας πειράματα με ζώα και συγκεκριμένα με σκύλους. Η κλασική εξαρτημένη μάθηση είναι μια διεργασία μάθησης στην οποία ένα προηγουμένως ουδέτερο ερέθισμα συνδέεται με ένα άλλο ερέθισμα, παρουσιαζόμενο επανειλημμένα με το ερέθισμα αυτό.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΥ Συντελεστική Εξαρτημένη Μάθηση O Skinner υποστήριξε ότι η μάθηση επιτυγχάνεται με τη συνάφεια της συμπεριφοράς με τις συνέπειές της και όχι μέσα από την τοποχρονική σύνδεσή της με κάποιες αντιδράσεις. Διακρίνει επίσης δύο ειδών συμπεριφορές, την αντανακλαστική, όπου το άτομο αντιδρά στο περιβάλλον, συνδέοντας απλά ερεθίσματα με αντιδράσεις και την συντελεστική, η οποία είναι ενεργός, το άτομο δρα στο περιβάλλον και οι συνέπειες μιας αντίδρασης είναι αυτές που θεωρούνται πιο σημαντικές .F. Skinner (1904 - 1990) *Λειτουργική Εξάρτηση Συντελεστική Εξαρτημένη Μάθηση Ο Αμερικανός ψυχολόγος Skinner θεωρείται ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους και ο κορυφαίος από τους τελευταίους εκπροσώπους της σχολής της συμπεριφοράς ενώ η θεωρία του για τη συντελεστική μάθηση άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στην εκπαίδευση και την αγωγή. Υιοθέτησε τις μεθόδους των θετικών επιστημών (παρατήρηση και πείραμα) για τη διεξαγωγή των μελετών του ώστε να δώσει την ακριβή περιγραφή της συμπεριφοράς καθώς και των νόμων που τη διέπουν. O Skinner υποστήριξε ότι η μάθηση επιτυγχάνεται με τη συνάφεια της συμπεριφοράς με τις συνέπειές της και όχι μέσα από την τοποχρονική σύνδεσή της με κάποιες αντιδράσεις. Διακρίνει επίσης δύο ειδών συμπεριφορές, την αντανακλαστική, όπου το άτομο αντιδρά στο περιβάλλον, συνδέοντας απλά ερεθίσματα με αντιδράσεις και την συντελεστική, η οποία είναι ενεργός, το άτομο δρα στο περιβάλλον και οι συνέπειες μιας αντίδρασης είναι αυτές που θεωρούνται πιο σημαντικές. Ερέθισμα Αντίδραση Συνέπειες Οι συνέπειες είναι αυτές που καθορίζουν την επανεμφάνιση ή όχι της συμπεριφοράς – αντίδρασης. Εάν η συμπεριφορά αυτή ενισχυθεί τότε θα επαναληφθεί ενώ σε αντίθετη περίπτωση όχι, ακόμα, για να λειτουργήσει η ενίσχυση θα πρέπει να παρασχεθεί αμέσως μετά την αντίδραση.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΥ Συντελεστική Εξαρτημένη Μάθηση Η Ενίσχυση Θετική Ενίσχυση Αρνητική Ενίσχυση Η Τιμωρία Αρνητική Τιμωρία Θετική Τιμωρία Η Απόσβεση Συντελεστική Εξαρτημένη Μάθηση Σύμφωνα με τον Skinner τα είδη της συντελεστικής μάθησης είναι: Η Ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς με θετικούς ή αρνητικούς ενισχυτές. Θετική Ενίσχυση: Αυξάνει την πιθανότητα να εμφανιστεί μια συμπεριφορά μέσω της προσφοράς ενός θετικού ενισχυτή (π.χ. έπαινος). Αρνητική Ενίσχυση: Αυξάνει την πιθανότητα να εμφανιστεί μια συμπεριφορά μέσω της απομάκρυνσης ενός αρνητικού ενισχυτή (π.χ. εργασίες για το σπίτι). Η Τιμωρία μειώνει – εξαλείφει την εμφάνιση μιας αρνητικής συμπεριφοράς, υπάρχουν δύο είδη τιμωρίας: Αρνητική Τιμωρία: όπου απομακρύνεται ένας θετικός ενισχυτής μετά από μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά (π.χ. στέρηση τηλεόρασης) Θετική Τιμωρία: όπου εμφανίζεται ένας αρνητικός ενισχυτής – δυσάρεστο ερέθισμα μετά από μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά (π.χ. επιπλέον εργασίες). Η Απόσβεση αναφέρεται στην μείωση ή εξάλειψη μιας αντίδρασης και προκύπτει από τη μη ενίσχυση ή τιμωρία της αντίδρασης αυτής. Ο Skinner διατύπωσε ότι η ενίσχυση, για να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να παρέχεται άμεσα. Ακόμα, ότι θα πρέπει να επιλέγονται οι κατάλληλοι ενισχυτές που θα διαφέρουν από άτομο σε άτομο (καθώς δεν ενισχύονται όλοι από τους ίδιους ενισχυτές), αλλά και ανάλογα με την περίπτωση Επιπλέον, αναγνωρίζεται ότι η ενίσχυση είναι προτιμότερη της τιμωρίας, όσο αφορά την μάθηση, καθώς με την ενίσχυση έχουμε επανάληψη – εκμάθηση της επιθυμητής συμπεριφοράς και συνεπώς καλύτερα αποτελέσματα
Διαφορεσ κλασικησ– συντελεστικησ εξαρτημενησ μαθησησ https://www.youtube.com/watch?v=H6LEcM0E0io
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΗ Επίκεντρο μελέτης η μάθηση Η μάθηση είναι μια διαδικασία που οδηγεί στην μεταβολή της συμπεριφοράς του υποκειμένου. Η μεταβολή αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα της εμπειρίας ή της άσκησης. Η μεταβολή της συμπεριφοράς που προκύπτει από την μάθηση είναι σχετικά μόνιμη. Το Συμπεριφοριστικό μοντέλο μάθησης αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα και ισχυρά μοντέλα μάθησης, και επικράτησε στον εκπαιδευτικό χώρο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Ουσιαστικά, αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για την επιστημονικοποίηση της μελέτης των ψυχολογικών και παιδαγωγικών φαινομένων, η οποία έως τότε αντλούσε το υπόβαθρό της από την φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες. Οι συμπεριφοριστικές θεωρίες αναπτύχθηκαν στα ψυχολογικά εργαστήρια, χρησιμοποιούν τις μεθόδους και τις τεχνικές των θετικών επιστημών και συνθέτουν μια σχολή επιστημονικής σκέψης η οποία έχει ως επίκεντρο μελέτης την μάθηση. Η μάθηση δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμη αλλά γίνεται φανερή από την τροποποίηση της εξωτερικής συμπεριφοράς ενός ανθρώπου. Σύμφωνα με την συμπεριφοριστική θεωρία ως μάθηση ορίζεται «η μόνιμη μεταβολή της συμπεριφοράς ενός ατόμου η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα εμπειρίας ή άσκησης». Από τον παραπάνω ορισμό γίνονται φανερά τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της μάθησης: Η μάθηση είναι μια διαδικασία που οδηγεί στην μεταβολή της συμπεριφοράς του υποκειμένου. Η μεταβολή αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα της εμπειρίας ή της άσκησης. Η μεταβολή της συμπεριφοράς που προκύπτει από την μάθηση είναι σχετικά μόνιμη. Η ενίσχυση είναι προτιμότερη της τιμωρίας, όσο αφορά την μάθηση, καθώς με την ενίσχυση έχουμε επανάληψη – εκμάθηση της επιθυμητής συμπεριφοράς και συνεπώς καλύτερα αποτελέσματα
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Ενίσχυση – Τιμωρία Αναλυτικά Προγράμματα Σχολικός χώρος Μάθηση ατομική / μηχσνική Ρόλος δασκάλου – μαθητή Αξιολόγηση Αναγνωρίζεται ότι η ενίσχυση είναι προτιμότερη της τιμωρίας, όσο αφορά την μάθηση, καθώς με την ενίσχυση έχουμε επανάληψη – εκμάθηση της επιθυμητής συμπεριφοράς και συνεπώς καλύτερα αποτελέσματα. Η συμπεριφοριστική θεωρία μάθησης επηρέασε ιδιαίτερα την εκπαίδευση σε πολλούς τομείς. Ακόμα, προσανατόλισε την εκπαίδευση προς μια συγκεκριμένη και σαφή κατεύθυνση τόσο ως προς τους στόχους αλλά και ως προς το περιεχόμενο. Ως προς τα Αναλυτικά Προγράμματα, με τα έργα των Bloom και Tyler, δίνεται έμφαση σε κλειστά αναλυτικά προγράμματα, με σαφείς σκοπούς και στόχους που πρέπει να επιτευχθούν. Ουσιαστικά, βρίσκονται στο επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας οι γνώσεις και οι δεξιότητες που πρέπει να αποκτήσουν οι μαθητές, των οποίων η επίτευξη ελέγχεται σε αντιστοιχία με τους στόχους που είχαν τεθεί αρχικά. Ακόμα, παρατηρείται κατάτμηση της ύλης, από τα εύκολα προς τα πιο δύσκολα και επιμέρους στόχοι ανά ενότητα. Μέσω της διδασκαλίας επιδιώκεται η ενίσχυση της επιθυμητής συμπεριφοράς ενώ το λάθος ‘δαιμονοποιείται’, δεν αξιοποιείται παιδαγωγικά και τιμωρείται. Ακόμα, η σχολική αίθουσα θεωρείται όχι μόνο ως χώρος μάθησης αλλά και ως ένα εργαστήριο όπου διεξάγεται συνεχής έρευνα για τη βελτίωση των διδακτικών μεθόδων και του διδακτικού υλικού. Έτσι, κατά την διδασκαλία η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στην εξάσκηση – λύση ασκήσεων. Όσο αφορά την μάθηση, παρουσιάζεται ως αλληλεπίδραση μόνο εξωτερικών παραγόντων, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα εσωτερικά κίνητρα του ατόμου. Η μάθηση, στον συμπεριφορισμό, είναι μια αθροιστική διαδικασία κατά την οποία αξιολογείται μόνο το παρατηρήσιμο αποτέλεσμα και όχι οι εσωτερικές διεργασίες. Διενεργείται εκτός κάποιου συγκεκριμένου πλαισίου και πρόκειται για μια διαδικαστική – μηχανική διαδικασία, η οποία είναι βοηθητική κυρίως σε δραστηριότητες απομνημόνευσης και χαμηλού επιπέδου (π.χ. εκμάθηση προπαίδειας) αλλά υστερεί σε σύνθετες δραστηριότητες. Κατά τη διαδικασία της μάθησης, ακολουθείται μόνο η εξατομικευμένη – ατομική μάθηση, ενώ σχεδιάζονται και επιμέρους βήματα – ενέργειες για την επίτευξη ενός στόχου. Κατά τον συμπεριφορισμό, η συμπεριφορά του μαθητή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την συμπεριφορά του δασκάλου, έτσι, ο ρόλος του δασκάλου είναι να αποτελεί πρότυπο προς μίμηση για τους μαθητές του. Επιπλέον, όσο αφορά τη διδακτική διαδικασία, είναι υπεύθυνος για την επιλογή και την ποσότητα των κατάλληλων προβλημάτων καθώς και για την παροχή ανατροφοδότησης στους μαθητές. Τέλος, όσο αφορά την αξιολόγηση, αξιολογείται μόνο η παρατηρούμενη συμπεριφορά και δίνεται έμφαση μόνο στα αποτέλεσμα και όχι στη διαδικασία. Θεωρείται ότι η γνώση είναι σαφής και αδιαμφισβήτητη ενώ πάντα υπάρχουν σωστές απαντήσεις - λύσεις εάν ακολουθηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες. Το λάθος είναι προτιμότερο να αποφεύγεται ενώ οι επιδιωκόμενες συμπεριφορές – απαντήσεις ενισχύονται.
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Προγραμματισμένη διδασκαλία Ο Skinner θεώρησε πως η αναποτελεσματικότητα των σχολείων οφειλόταν στην ακατάλληλη παροχή ενίσχυσης στους μαθητές και για αυτό τον λόγο προτείνει ως λύση, τη μέθοδο της προγραμματισμένης διδασκαλίας. Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στις αρχές της συντελεστικής μάθησης, όπου οι μαθητές ενισχύονται θετικά ή αρνητικά μετά από κάθε τους ενέργεια. Για την εφαρμογή αυτής της μεθόδου δημιουργήθηκαν τα προγραμματισμένα βιβλία κα οι διδακτικές ή προγραμματισμένες μηχανές που στόχευαν στην εξατομίκευση της διδασκαλίας σύμφωνα με τους προσωπικούς ρυθμούς του κάθε μαθητή. Η προγραμματισμένη διδασκαλία βασίζεται στη συντελεστική μάθηση και κυρίως στη θετική και αρνητική ενίσχυση. Για την εφαρμογή της προγραμματισμένης διδασκαλίας χρησιμοποιήθηκαν οι διδακτικές – προγραμματισμένες μηχανές με γραμμική οργάνωση. Η μάθηση προχωρούσε γραμμικά χωρίς διακλαδώσεις, από τα εύκολα στα πιο δύσκολα ενώ οι απαντήσεις στα ερωτήματα δίνονταν με ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Βασική προϋπόθεση για να προχωρήσει κάποιος στο επόμενο ερώτημα ήταν η να έχει δοθεί η σωστή απάντηση στο προηγούμενο (λογισμικό δοκιμής και λάθους - drill and practice). Με αυτό τον τρόπο οργάνωσης ο Skinner προσπαθεί να αποφύγει οπωσδήποτε το λάθος. Με την ανακάλυψη των ηλεκτρονικών υπολογιστών γίνεται εκτεταμένη χρήση της προγραμματισμένης διδασκαλίας και χρησιμοποιούνται οι συμπεριφοριστικές πρακτικές για τη δημιουργία εκπαιδευτικών λογισμικών. Διακρίνονται τρία είδη εκπαιδευτικού λογισμικού
ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΙΣΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ Κατάργηση της παιδαγωγικής σχέσης Επικέντρωση σε παρατηρήσιμα – μετρήσιμα δεδομένα Αδιαφορία για τα εσωτερικά κίνητρα Δυσκολία εφαρμογής σε σύνθετες διεργασίες Έμφαση στο αποτέλεσμα και όχι στη διαδικασία Απόσβεση κριτικής θεώρησης Κίνδυνος αυταρχισμού και χειραγώγησης Παρόλο που οι συμπεριφοριστικές θεωρίες επηρέασαν την εκπαιδευτική διαδικασία προσφέροντας κάποια θετικά αποτελέσματα, τα αρνητικά σημεία θεωρούνται πολύ σοβαρότερα. Αυτό γίνεται φανερό και από την αντίληψη που επικρατεί ότι ο χαρακτηρισμός «συμπεριφοριστικό ή μπιχεβιοριστικό» προσδίδει μια πολύ αρνητική σημασία. Καταρχήν, η αγνόηση της σημαντικότητας της σχέσης δασκάλου – μαθητή, που υιοθετείται από τους περισσότερους συμπεριφοριστές οδηγεί στην κατάργηση της παιδαγωγικής σχέσης και μέσω των διδακτικών μηχανών και του Η/Υ στον υποβιβασμό του ρόλου του δασκάλου σε απλό παρατηρητή ή πάροχο ανατροφοδότησης. Ένα ακόμα σημαντικό μειονέκτημα είναι ότι αγνοούνται παντελώς οι εσωτερικές διεργασίες, όπως τα κίνητρα, οι πεποιθήσεις και οι αντιλήψεις του ατόμου και η διδακτική διαδικασία επικεντρώνεται μόνο στην παρατηρήσιμη – μετρήσιμη εξωτερική συμπεριφορά του ατόμου. Ως αποτέλεσμα, τα εσωτερικά κίνητρα αντικαθίστανται από εξωτερικά , έτσι η μάθηση δεν προσφέρει εσωτερική ευχαρίστηση και μπορεί να οδηγήσει και σε μείωση των μαθησιακών αποτελεσμάτων αφού οι μαθητές χάνουν το ενδιαφέρον για την ίδια τη μάθηση. Η απλουστευμένη άποψη για την μάθηση ως αντιδράσεις σε ερεθίσματα μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για χαμηλού επιπέδου δραστηριότητες που απαιτούν παθητική συμμετοχή από τους μαθητές. Σε υψηλού επιπέδου δραστηριότητες και περίπλοκες μαθησιακές καταστάσεις που απαιτούν την ενεργή συμμετοχή των μαθητών δεν μπορεί να εφαρμοστεί, καθώς αντιλαμβάνεται τα παιδιά ως άγραφους χάρτες. Ακόμα, μέσω της συμπεριφοριστικής προσέγγισης παρέχονται ξηρές γνώσεις και δημιουργούνται μαθητές οι οποίοι είναι ικανοί να ανταποκριθούν με επιτυχία στα διάφορα τεστ αλλά είναι μη σκεπτόμενοι καθώς δεν έχουν αναπτύξει την κριτική σκέψη τους. Επίσης, δίνεται μεγαλύτερη σημασία στο αποτέλεσμα και όχι στην διαδικασία που ακολουθείται. Επιπρόσθετα πρόκειται για μια προσέγγιση που αντιμετωπίζει τα συμπτώματα και όχι τα αίτια μιας συμπεριφοράς ενώ δεν μπορεί να προλάβει μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά αλλά μόνο να την καταστείλει αφού αυτή εκδηλωθεί. Επιπλέον, μπορεί μέσω της τιμωρίας να μην καταστείλει μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά αλλά να την ενισχύσει (π.χ. άτακτοι μαθητές που αποζητούν την προσοχή). Όσο αφορά στο ψυχολογικό κομμάτι, η συνεχής ενίσχυση κάποιων μαθητών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τους άλλους μαθητές και να μειώσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Ακόμα, μπορεί να προκληθούν και ψυχολογικές διαταραχές στα άτομα, όπως φοβίες (βλ. πείραμα Watson) αλλά και αρνητικά συναισθήματα λόγω των τιμωριών . Τέλος, υπάρχουν και οι θετικές συμβολές του συμπεριφορισμού στην διδασκαλία -κυρίως δεδομένων προς απομνημόνευση- (π.χ. προπαίδεια) αλλά και αντικειμένων που δεν επηρεάζονται από το πλαίσιο (π.χ. ξένες γλώσσες, μουσικά όργανα). Η κεντρική όμως φιλοσοφία του συμπεριφορισμού ότι το άτομο διαπλάθεται όχι σύμφωνα με τα πιστεύω του αλλά με βάση τα όσα διδάσκεται χωρίς να έχει δικαίωμα κρίσης καθιστούν τον συμπεριφορισμό μια αυταρχική και επικίνδυνη θεωρία μάθησης, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί δογματικά και από απολυταρχικά καθεστώτα για την παραγωγή «μαζών» και όχι ελεύθερων – κριτικά σκεπτόμενων ανθρώπων.