Έρευνα δράσης (action research) Η έρευνα δράσης είναι μια ερευνητική διαδικασία που οι ίδιοι οι άνθρωποι της πράξης διενεργούν, με στόχο να βελτιώσουν τις επαγγελματικές πρακτικές τους. Είναι μια μορφή έρευνας κατά την οποία ο ερευνητής είναι ταυτόχρονα και αυτός που δρα στην πραγματικότητα που ερευνά. Σε συνεργασία με άλλους που συμμετέχουν σε αυτή την πραγματικότητα, τη διερευνούν με σκοπό να την κατανοήσουν, να ερμηνεύσουν τις δυσλειτουργίες της, να διαγνώσουν προβλήματα και προοπτικές και τελικά να παρέμβουν για να βελτιώσουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες δρουν ως επαγγελματίες.
Ο εκπαιδευτικός, δηλαδή, που θέλει να διερευνήσει ένα θέμα που θεωρεί προβληματικό (για παράδειγμα τη συμμετοχή των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία) ή ακόμη επιθυμεί να δοκιμάσει μια διδακτική πρόταση (όπως τη βιωματική προσέγγιση στη λογοτεχνία) ή να βελτιώσει τη διδακτική του πρακτική άλλοτε μόνος του κι άλλοτε σε συνεργασία με άλλους, στο πλαίσιο μιας ερευνητικής ομάδας, θα οργανώσει και θα διεξαγάγει έρευνα. Πιο συγκεκριμένα, οργανώνει ένα ερευνητικό σχέδιο που το θέτει σε εφαρμογή και παρατηρεί συστηματικά τη δράση του για να την αξιολογήσει.
Σε αυτή την πορεία διατυπώνει ο ίδιος την άποψή του για την υπάρχουσα κατάσταση και τα ερευνητικά ερωτήματα, ορίζει το σχέδιο δράσης και στο τέλος της διαδικασίας την αξιολογεί με τη συνδρομή όλων όσοι εμπλέκονται σε αυτή (μαθητές, συναδέλφους, γονείς κ.ά.). Πρόκειται για μια ερευνητική διαδικασία χωρίς τέλος, εφόσον τα συμπεράσματα οδηγούν κάθε φορά σε νέα ερωτήματα, για να ακολουθήσει και πάλι η ίδια ερευνητική πορεία.
Κύρια χαρακτηριστικά της μεθόδου α) Ο συμμετοχικός και συνεργατικός της χαρακτήρας Aκόμη και στην περίπτωση που η εκπαιδευτική έρευνα δράσης συντονίζεται από κάποιον εξωτερικό συνεργάτη, οι εκπαιδευτικοί μετέχουν ισότιμα και πρέπει να συμμετέχουν σε κάθε στάδιο στην έρευνα, η οποία αφορά – είτε ατομικά είτε συλλογικά – τους εαυτούς τους. Κριτικός φίλος ή εταίρος
β) Η διαπλοκή έρευνας και δράσης, θεωρίας και πράξης Είναι μια δράση πειθαρχημένη στην έρευνα, μια προσωπική προσπάθεια για κατανόηση της δράσης και του ρόλου μας σε αυτή και παράλληλα δέσμευση στη διαδικασία βελτίωσης και μετασχηματισμού. Το δέσιμο μάλιστα των όρων έρευνα και δράση υπογραμμίζει το κύριο κατά πολλούς χαρακτηριστικό της μεθόδου, τη δοκιμή δηλαδή των ιδεών στην πράξη ως μέσο βελτίωσης και ταυτόχρονα εμπλουτισμού της γνώσης. Η πρακτική σοφία του ανθρώπου της πράξης γίνεται με αυτό τον τρόπο κύρια πηγή γνώσης.
γ) Η σπειροειδής της διάσταση Η έρευνα δράσης δεν είναι μια γραμμική μεθοδολογία που αρχίζει με σχεδιασμό για να καταλήξει σε μια αξιολόγηση που απλώς ερμηνεύει τη δράση αναδρομικά. Αποτελείται από ένα σύνολο φάσεων ή βημάτων που αλληλοσχετίζονται χωρίς ένα συγκεκριμένο τέλος, εφόσον δεν υπάρχουν αυστηρά προκαθορισμένες ερευνητικές υποθέσεις που οφείλουμε να ελέγξουμε μέσω της ερευνητικής διαδικασίας, αλλά μόνο ερευνητικά ερωτήματα που διατυπώνονται αδρά, προκειμένου να δίνουν έναν προσανατολισμό στην έρευνα χωρίς όμως να την καθορίζουν και να την περιορίζουν.
Είναι, δηλαδή, η έρευνα δράσης περισσότερο μια ανοιχτή κυκλική διαδικασία, κατά την οποία οι συμμετέχοντες δρουν και στοχάζονται με σκοπό την κατανόηση, την αλλαγή και τη βελτίωση. Είναι επομένως εύλογο κάθε κύκλος να οδηγεί στον επόμενο, που θα σημάνει επαναπροσδιορισμό του σχεδίου και νέα στρατηγική δράσης, επιπρόσθετη κριτική και αυτοκριτική παρέμβαση και αναστοχασμό σε ένα πλαίσιο διαρκούς σύνθεσης και ανασύνθεσης.
δ) Ο στοχαστικοκριτικός της χαρακτήρας Η έρευνα δράσης, ως μια κριτική σπείρα κύκλων σχεδιασμού δράσης, παρατήρησης και αναστοχασμού, όχι απλώς προϋποθέτει τη στοχαστική διαδικασία, αλλά και οργανώνεται με βάση αυτήν. Οι εκπαιδευτικοί ερευνητές εμπλέκονται σε μια διαδικασία μέσω της οποίας στοχάζονται και προσπαθούν να ερμηνεύσουν ό,τι συμβαίνει στην τάξη τους και στο σχολικό χώρο. Αναπτύσσουν έτσι εκπαιδευτικές θεωρίες, τις οποίες μέσω της έρευνας δοκιμάζουν και πάλι στην πράξη και οδηγούνται σε ένα είδος γνώσης που, ως προσωρινή και προσαρμοσμένη στις τοπικές συνθήκες κάτω από τις οποίες παρήχθη, είναι υπό συνεχή δοκιμή.
ε) Η σχέση της με την επαγγελματική ανάπτυξη Οι εκπαιδευτικοί ερευνητές προσπαθώντας να αντιληφθούν και ταυτόχρονα να βελτιώσουν την πρακτική τους αναπτύσσονται επαγγελματικά. Αυτό βέβαια δε σημαίνει απλώς και μόνο τεχνογνωσία, κατοχή δηλαδή ενός ρεπερτορίου διδακτικών πρακτικών, αλλά αφορά την έμφαση που οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί δίνουν στην κατανόηση και στην αναμόρφωση της πρακτικής τους, στη διερεύνηση των κινήτρων δράσης τους και στην επιδίωξή τους να πραγματώσουν τις αξίες τους που ήδη έχουν θέσει υπό διερεύνηση στο πλαίσιο της ερευνητικής ομάδας.
Η έρευνα δράσης είναι συνεργατική Η έρευνα δράσης είναι συνεργατική. Η έρευνα δράσης καθιερώνει αυτοστοχαστικές κοινότητες ανθρώπων που συμμετέχουν και συνεργάζονται σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας της έρευνας: το σχεδιασμό, τη δράση, την παρατήρηση και το στοχασμό. Στοχεύει στην κατασκευή κοινοτήτων ανθρώπων που είναι αφιερωμένοι στο διαφωτισμό τους σχετικά με τη σχέση των περιστάσεων, της δράσης και των συνεπειών της στην κατάστασή τους, και στη χειραφέτησή τους από τους θεσμικούς και προσωπικούς περιορισμούς που μειώνουν την εξουσία τους να βιώνουν τις δικές τους νόμιμες εκπαιδευτικές και κοινωνικές αξίες.
Ωθεί τους ανθρώπους να θεωρητικοποιούν τις πρακτικές τους – να κάνουν ερωτήσεις για τις καταστάσεις, τη δράση και τις συνέπειές της και να φτάσουν να καταλάβουν τις σχέσεις ανάμεσα στις καταστάσεις, τις δράσεις και τις συνέπειές τους στη ζωή τους. Οι θεωρίες που αναπτύσσουν οι ερευνητές δράσης μπορούν να εκφραστούν αρχικά με τη μορφή συλλογιστικής για πρακτική. Μπορούμε να αναπτύξουμε αυτές τις συλλογιστικές θεωρώντας ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκλογικεύσεις, ακόμα και αν είναι οι καλύτερες τρέχουσες θεωρίες μας για τον τρόπο και την αιτία της κατάστασης της εκπαιδευτικής μας εργασίας.
Θέτουμε αυτές τις αρχικές συλλογιστικές σε εξονυχιστική κριτική μέσα από τη διαδικασία της έρευνας δράσης. Η έρευνα δράσης απαιτεί να θέσουν οι άνθρωποι τις πρακτικές, τις ιδέες και τις υποθέσεις τους σε έλεγχο, συλλέγοντας αδιάσειστα στοιχεία που θα μπορούσαν να τους πείσουν ότι οι προηγούμενες πρακτικές, ιδέες ή υποθέσεις τους ήταν λανθασμένες ή είχαν άστοχη κατεύθυνση.
Η έρευνα δράσης απαιτεί να κρατάμε ένα προσωπικό ημερολόγιο στο οποίο καταγράφουμε την πρόοδό μας και τις σκέψεις μας για δύο παράλληλες διαδικασίες μάθησης: τη μάθησή μας για τις πρακτικές που μελετάμε (πώς αναπτύσσονται οι πρακτικές μας) και τη μάθησή μας για τη διαδικασία της μελέτης τους (πώς προχωράει το πρόγραμμα έρευνας δράσης μας).
Η έρευνα δράσης ωθεί τους ανθρώπους να κάνουν κριτικές αναλύσεις των καταστάσεων (σχολικών τάξεων, σχολείων, συστημάτων) στις οποίες εργάζονται: οι καταστάσεις αυτές είναι δομημένες θεσμικά. Το μοτίβο της αντίστασης που συναντά ένας ερευνητής δράσης αλλάζοντας τις πρακτικές του είναι ένα μοτίβο συγκρούσεων ανάμεσα στις νέες πρακτικές και τις αποδεκτές πρακτικές του σχολικού ιδρύματος (αποδεκτές πρακτικές επικοινωνίας, λήψης αποφάσεων και εκπαιδευτικής εργασίας).
Με την κριτική ανάλυση των θεσμών, ο ερευνητής δράσης μπορεί να καταλάβει πως η αντίσταση έχει τις ρίζες της στις συγκρούσεις ανάμεσα σε ανταγωνιστικά σύνολα πρακτικών, σε ανταγωνιστικές απόψεις των εκπαιδευτικών οπτικών και αξιών και σε ανταγωνιστικές απόψεις της εκπαιδευτικής οργάνωσης και λήψης αποφάσεων. Αυτή η κριτική κατανόηση θα βοηθήσει τον ερευνητή δράσης να δράσει πολιτικά για να ξεπεράσει τις αντιστάσεις
(για παράδειγμα, πείθοντας τους άλλους να συνεργαστούν στη διαδικασία της έρευνας, προσκαλώντας άλλους να διερευνήσουν τις πρακτικές τους ή εργαζόμενους στο ευρύτερο σχολικό πλαίσιο για πιο λογική εκπαιδευτική κατανόηση, πιο δίκαιες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και πιο ικανοποιητικές μορφές εκπαιδευτικής εργασίας για όλους όσους αφορά η έρευνα).
Η έρευνα δράσης αρχίζει από μικρά πράγματα, με την επεξεργασία αλλαγών τις οποίες ακόμα και ένα μόνο άτομο (ο εαυτός μου) μπορεί να δοκιμάσει, και προχωράει προς πιο εκτεταμένες αλλαγές – ακόμα και κριτική των ιδεών ή των θεσμών, που με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε πιο γενικές μεταρρυθμίσεις των πολιτικών και των πρακτικών της σχολικής αίθουσας, του σχολείου ή ολόκληρου του συστήματος.
Η έρευνα δράσης ξεκινά με μικρούς κύκλους σχεδιασμού, δράσης, παρατήρησης, και στοχασμού που μπορούν να βοηθήσουν στον ορισμό των ζητημάτων, των ιδεών και των υποθέσεων με πιο ξεκάθαρο τρόπο, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορέσουν να καθορίσουν πιο ισχυρά ερωτήματα για τους εαυτούς τους, καθώς η εργασία τους προχωράει.
Η έρευνα δράσης ξεκινά με μικρές ομάδες συνεργατών στην αρχή, αλλά διευρύνει την κοινότητα των συμμετεχόντων ερευνητών δράσης, ώστε να περιλαμβάνει σταδιακά όλο και περισσότερους από όσους ενδιαφέρουν και αφορούν οι πρακτικές που μελετώνται.
Η έρευνα δράσης μας επιτρέπει να κατασκευάσουμε αρχεία των βελτιώσεών μας: (α) αρχεία των δραστηριοτήτων και των πρακτικών που έχουμε διαφοροποιήσει, (β) αρχεία των αλλαγών στην γλώσσα και το λόγο στον οποίο περιγράφουμε, εξηγούμε και αιτιολογούμε τις πρακτικές μας,
(γ) αρχεία των αλλαγών στις κοινωνικές σχέσεις και μορφές οργάνωσης που χαρακτηρίζουν και περιορίζουν τις πρακτικές μας, (δ) αρχεία της ανάπτυξης στη γνώση που αποκτούμε για την έρευνα δράσης. Ένας περιορισμός που θέτει είναι ότι για να ολοκληρωθούν οι κύκλοι αναστοχασμού/ επανασχεδιασμού απαιτείται χρόνος: ένα τρίμηνο, εξάμηνο ή ολόκληρη σχολική χρονιά.
Πρακτικά: Η έρευνα δράσης ξεκινά με τη συζήτηση ανάμεσα στον εκπαιδευτικό που ενδιαφέρεται και στον ή τους κριτικούς φίλους για κάποιο θέμα που τον απασχολεί. Σε επαναλαμβανόμενες συναντήσεις επιχειρείται καταρχήν η διάγνωση της προβληματικής κατάστασης. Σχεδιάζεται μία αλλαγή ή παρέμβαση, η οποία πάντα συνοδεύεται και από ημερολόγιο ενεργειών ή συμβάντων. Στην πορεία επιχειρείται μία αξιολόγηση της κατάστασης με βάση την οποία σχεδιάζεται πιθανόν επέκταση δραστηριοτήτων ή ανασχεδιασμός κ.ο.κ.