Δρ. Α. Καταραχιά Επίκουρος Καθηγήτρια Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής & Δρ. Η. Πιτόσκα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής
Η αγορά είναι το σύνολο των αγοραστών και των πωλητών ενός συγκεκριμένου αγαθού ή µ ιας υπηρεσίας. Είδη αγορών : Υπάρχουν διάφορες μορφές αγορών που καθορίζονται από τον αριθμό των αγοραστών - πωλητών, από την οργάνωση, την ποικιλομορφία του αγαθού, τις αγκυλώσεις της αγοράς κλπ. Οι κυριότερες διακρίσεις είναι : Ανταγωνισμός ( τέλειος ) ( π. χ. σίτος, φρούτα κ. λ. π.) Μονοπώλιο Ολιγοπώλιο Μονοπωλιακός ανταγωνισμός
Πλήρης / Ελεύθερος / Τέλειος Ανταγωνισμός (perfect competition) επικρατεί στην αγορά όταν υπάρχουν πολλοί αγοραστές και πωλητές που δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και δεν έχουν τη δύναμη, σε ατομικό επίπεδο, να επηρεάσουν την τιμή του προϊόντος. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για κάθε συντελεστή παραγωγής. Επιπλέον πρέπει να είναι ελεύθεροι οι αγοραστές και οι πωλητές να εισέλθουν σε συγκεκριμένες αγορές ή να εξέλθουν από αυτές χωρίς να αντιμετωπίζουν νομικά, θεσμικά ή άλλα εμπόδια που θα δυσκόλευαν την προσαρμοστικότητα της οικονομίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Πλήρης ανταγωνισμός, δηλαδή, επικρατεί σε ένα κλάδο όταν : Αποτελείται από σχετικά μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων. Το προϊόν θεωρείται από τους καταναλωτές απολύτως ομοιογενές, έτσι είναι αδιάφοροι για το ποια επιχείρηση το παράγει. Λόγω του μεγάλου αριθμού των επιχειρήσεων και του μικρού τους μεγέθους, καμία τους δεν μπορεί να επηρεάζει την τιμή του προϊόντος, άρα αυτή θεωρείται δεδομένη. Υπάρχει απόλυτη ελευθερία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο καθώς και εξόδου από αυτόν. Πωλητές και αγοραστές έχουν πλήρη γνώση των συνθηκών της αγοράς.
Ορισμένοι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι ο πλήρης ανταγωνισμός αποτελεί προϋπόθεση για την πρόληψη ή την εξουδετέρωση των ακροτήτων στις οποίες θα μπορούσε να οδηγήσει η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Επίσης, επειδή το προϊόν στους πλήρως ανταγωνιστικούς κλάδους είναι απολύτως ομοιογενές, κανένας παραγωγός δεν έχει συμφέρον να πραγματοποιεί δαπάνες διαφήμισης, γιατί τα οφέλη της θα διαχέονται σε ολόκληρο τον κλάδο. Παράδειγμα Τέλειου Ανταγωνισμού : Προϊόντα όπως το σιτάρι και το λάδι, μπορούν να θεωρηθούν ομοιογενή γιατί παράγονται από μεγάλο αριθμό σχετικά μικρών παραγωγών. Αν ένας παραγωγός αποφάσιζε να μειώσει ή να αυξήσει την ποσότητα που παράγει, δε θα επηρέαζε ουσιαστικά τη συνολική προσφορά και την τιμή.
Μονοπώλιο ονομάζεται η κατάσταση στην αγορά, κατά την οποία ένα αγαθό ή μια υπηρεσία προσφέρεται μόνο από μία επιχείρηση. Η κατάσταση κατά την οποία υπάρχει μόνο ένας αγοραστής ονομάζεται μονοψώνιο. Η ύπαρξη μονοπωλίου προϋποθέτει ότι στην αγορά δεν υπάρχουν άλλα ανταλλάξιμα προϊόντα για τους αγοραστές. Ειδικά για την περίπτωση που το αγαθό προσφέρεται από μικρό αριθμό προμηθευτών, το φαινόμενο ονομάζεται ολιγοπώλιο ( ή αντίστοιχα ολιγοψώνιο, αν μιλάμε για μικρό αριθμό αγοραστών ).
Οι συνθήκες που μπορούν να προκαλέσουν τη δημιουργία μονοπωλίου είναι πολλές : κρατική νομοθεσία που απαγορεύει τη δραστηριοποίηση άλλων εταιρειών σε μια αγορά, συντριπτική υπεροχή μιας επιχείρησης απέναντι στους ανταγωνιστές της, εξουδετέρωση των αντιπάλων με κατάλληλες στρατηγικές από τη μονοπωλιακή επιχείρηση, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αγοράς που επιτρέπουν την κερδοφόρα δραστηριοποίηση μόνο μιας επιχείρησης είναι μερικές από αυτές. Η μονοπωλιακή επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει την ποσότητα ή την τιμή ενός αγαθού, όπως αυτή θέλει, αφού μπορεί και ελέγχει την αγορά.
Φυσικό μονοπώλιο δημιουργείται όταν, λόγω της ιδιομορφίας της αγοράς, μία επιχείρηση μπορεί να προσφέρει φθηνότερα και πιο αποτελεσματικά τα αγαθά απ ' ό, τι περισσότερες ( δίκτυα ύδρευσης ) Νομικό μονοπώλιο δημιουργείται όταν ο νόμος αναθέτει αποκλειστικά σε μία επιχείρηση ( δημόσια ή ιδιωτική ) μια επιχειρηματική δραστηριότητα.
Ολιγοπώλιο είναι μια μορφή αγοράς στην οποία λίγες επιχειρήσεις ελέγχουν ολόκληρη την προσφορά ενός προϊόντος ή το μεγαλύτερο μέρος της. Όταν οι επιχειρήσεις είναι μόνο δύο η αγορά ονομάζεται δυοπώλιο (duopoly). Παράδειγμα : Οι βιομηχανίες τσιμέντου, χάλυβα, λιπασμάτων, αλουμινίου, αυτοκινήτων, ηλεκτρικών συσκευών και άλλων πολλών προϊόντων είναι ολιγοπωλιακές.
Η αλληλεξάρτηση των ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων αποτελεί το κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ολιγοπωλίου. Αποτέλεσμα της είναι η απουσία συνήθως ανταγωνισμού στην τιμή του προϊόντος γιατί αν μία επιχείρηση μειώσει την τιμή και επιτύχει σημαντική αύξηση των πωλήσεων της, θα προκαλέσει πόλεμο τιμών από τον οποίο θα ζημιωθούν όλες οι επιχειρήσεις.
Οι ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις αποφεύγουν να μειώσουν την τιμή του προϊόντος τους και προτιμούν να δαπανούν συνήθως σημαντικά ποσά σε διαφήμιση και έρευνα για τη βελτίωση του προϊόντος, της συσκευασίας του κτλ. Η είσοδος νέων επιχειρήσεων στους ολιγοπωλιακούς κλάδους είναι δύσκολη γιατί οι υπάρχουσες επιχειρήσεις διαθέτουν εδραιωμένα προϊόντα και συστήματα διανομής, διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ανεπτυγμένη τεχνολογία κ. ά., άρα χρειάζονται σημαντικά κεφάλαια από την αρχή, τα οποία είναι δύσκολο να βρεθούν από καινούριες επιχειρήσεις.
Μονοπωλιακός ανταγωνισμός είναι μια μορφή αγοράς που βρίσκεται μεταξύ του πλήρους ανταγωνισμού και του μονοπωλίου και περιλαμβάνει στοιχεία και από τις δυο. Οι μονοπωλιακά ανταγωνιστικές επιχειρήσεις αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη διαφήμιση, τη βελτίωση της ποιότητας και της συσκευασίας του προϊόντος και την υιοθέτηση ελκυστικών τρόπων πώλησης ώστε να διαφοροποιήσουν το προϊόν τους στα μάτια των καταναλωτών, και να αυξήσουν τη μονοπωλιακή τους δύναμη.
Η είσοδος νέων επιχειρήσεων σε μονοπωλιακά ανταγωνιστικούς κλάδους είναι κατά κανόνα εύκολη, όχι όμως τόσο όσο στους τέλεια ανταγωνιστικούς κλάδους γιατί εκτός από την παραγωγή του προϊόντος, χρειάζεται η δαπάνη σημαντικών ποσών σε διαφήμιση. Παράδειγμα : Τα εστιατόρια, τα μαγαζιά με είδη ένδυσης, τα μαγαζιά με είδη διατροφής, τα καφενεία, τα καθαριστήρια κτλ.
Σύμπραξη Μια φανερή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των ολιγοπωλητών για την αποφυγή ανταγωνισμού μεταξύ τους Καρτέλ Είναι μια μη νόμιμη συμφωνία ανάμεσα στις επιχειρήσεις για κοινή δράση. Ο σχηματισμός καρτέλ είναι παράνομος, καθώς το Δίκαιο ανταγωνισμού τον απαγορεύει.
Υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις Το προϊόν έχει διαφοροποιήσεις Οι συνθήκες ζήτησης και κόστους αλλάζουν πολύ γρήγορα Δεν υπάρχουν φραγμοί εισόδου Οι επιχειρήσεις έχουν πλεόνασμα
Καρτέλ, σημαίνει συμμαχία ανεξάρτητων μεταξύ τους επιχειρήσεων αλλά ομοειδούς δραστηριότητας, προκειμένου να ελέγξουν τις τιμές, την παραγωγή και τον ανταγωνισμό στον κλάδο τους. Φυσικά, όσο πιο πολυδιασπασμένη είναι μια αγορά τόσο δυσκολότερο είναι να εμφανιστούν φαινόμενα καρτέλ. Σε αγορές, όμως, όπου κυριαρχούν λίγοι « παίκτες » η συνεννόηση μεταξύ τους καθίσταται ευκολότερη και οι ενέργειές τους περισσότερο ύποπτες.
Τα Καρτέλ γενικά διακρίνονται με τρία βασικά κριτήρια : α ) κατά την έκταση δράσης, β ) κατά το αίτιο της σύμπραξης και γ ) κατά το περιεχόμενο της δράσης τους. Κατά την έκταση δράσης : σε " εθνικά καρτέλ " και " πολυεθνικά " ή " διεθνή καρτέλ ". Κατά το αίτιο σύμπραξης : σε " ελεύθερα καρτέλ " ή σε " αναγκαστικά καρτέλ ", όπου τα μεν πρώτα συγκροτούνται με ελεύθερη συμφωνία, τα δε δεύτερα κατόπιν κρατικού παρεμβατισμού ή κατόπιν έκτακτης κρατικής επιταγής. Κατά το περιεχόμενο τη δράσης : σε " καρτέλ προσφοράς " και σε " καρτέλ ζήτησης ". Τα μεν πρώτα αποβλέπουν σε ρύθμιση των σχέσεων που αφορούν τη προσφορά ειδών των συνασπιζομένων επιχειρήσεων, τα δε δεύτερα αποσκοπούν στη κατάπαυση του μεταξύ τους αναπτυσσόμενου ανταγωνισμού.
Η ελληνική αγορά, μικρή όπως είναι στο σύνολό της, ευνοεί την ανάδειξη κυρίαρχων επιχειρήσεων. Έτσι, ελάχιστες τον αριθμό εταιρείες μοιράζονται τα μεγαλύτερα μερίδια σε μια σειρά από κλάδους επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Τον Ιούλιο του 2013 ανακοινώθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι « συνελήφθη » η πολυεθνική PROCTER AND GAMBLE για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά της παιδικής πάνας. Το διάστημα που παρανομούσε η πολυεθνική, σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού, ήταν από το Δηλαδή ξεκίνησε το 2003 και την συλλάβανε το 2013 για να τιμωρηθεί το 2014 και να πληρώσει το πρόστιμο το 2016!!! Σε μια αγορά που η PROCTER AND GAMBLE με τις πάνες PAMPERS έχει μερίδιο 80%, τόσο δύσκολο ήταν να το διαπιστώσουν πιο έγκαιρα ?
Η υπόθεση COLGATE εξετάζεται στην Επιτροπή Ανταγωνισμού από το έτος Διαπιστώθηκαν σοβαρότατες παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού από την πολυεθνική εταιρεία και τα συνεργαζόμενα σούπερ μάρκετ. Εκδόθηκε εισήγηση το 2009, με βαριές κατηγορίες, και ξεκίνησε η διαδικασία εξέτασης με κατηγορούμενη την πολυεθνική και αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Η διαδικασία διακόπηκε γιατί διαπιστώθηκε ότι οι παραβάσεις αφορούσαν πολύ περισσότερα προϊόντα και όχι μόνο τα απορρυπαντικά. Με απλά λόγια η ενδεχόμενη παρανομία από την πολυεθνική και τα σούπερ μάρκετ ήταν πολύ μεγαλύτερη. Με την απόφαση 453/2009 ανατέθηκε το 2009 στην ΓΔΑ να γίνει περαιτέρω έλεγχος. Έως σήμερα δεν έχει εκδοθεί καμία εισήγηση.
Μετά την βαθύτατη ύφεση που έπληξε την Ελλάδα πριν από μια πενταετία, οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν μειωθεί κάτω από το μισό, αλλά οι τιμές καταναλωτή εξακολουθούν να αυξάνονται. Ο λόγος πίσω από αυτό είναι ότι πολλοί τομείς της ελληνικής οικονομίας ανήκουν σε μονοπωλιακούς συνασπισμούς ( καρτέλ ). Για παράδειγμα, οι τιμές στα σουπερμάρκετ, ορίζονται βάσει παρόμοιων αθέμιτων συμφωνιών. Το 2014, ο επικεφαλής της ελληνικής Επιτροπής Ανταγωνισμού, Παναγιώτης Αδαμόπουλος, συνελήφθη με την κατηγορία ότι ζήτησε 2,5 εκατομμύρια ευρώ ως δωροδοκία από την γαλακτοκομική εταιρεία, Mevgal, η οποία είναι υπό έρευνα για συνεννόηση για τον καθορισμό των τιμών με τους ανταγωνιστές
Η προσφορά και η ζήτηση αναφέρονται στην συμπεριφορά των ατόμων και είναι δύο ξεχωριστές δυνάμεις οι οποίες αλληλενεργούν στην αγορά όπου έρχονται σε επαφή αγοραστές και πωλητές αγορά Οι αγοραστές καθορίζουν την ζήτηση. Οι πωλητές καθορίζουν την προσφορά. Η προσφορά και η ζήτηση αποτελούν μεταβλητές σχέσεις μεταξύ δύο μεγεθών, δηλαδή των ποσοτήτων αγαθών και των τιμών. Είναι έννοιες ποσοτικές και εκφράζουν ποσότητες εξαρτημένες από τις τιμές. Η τιμή ενός αγαθού προσδιορίζεται από την αλληλεπίδραση των δυνάμεων της Προσφοράς και της Ζήτησης.
Κατά κανόνα κρατώντας όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς (ceteris paribus), η ποσότητα που ζητείται για ένα αγαθό μειώνεται όταν αυξηθεί η τιμή του αγαθού αυτού. Η αντίστροφη αυτή σχέση αναφέρεται ως νόμος της ζήτησης νόμος της ζήτησης
Κατά κανόνα αν υπόλοιποι παράγοντες που επηρεάζουν την προσφορά του προϊόντος παραμένουν σταθεροί (ceteris paribus), όταν αυξάνεται η τιμή, αυξάνεται και η προσφερόμενη ποσότητα, και αντίστροφα, όταν μειώνεται η τιμή, μειώνεται και η προσφερόμενη ποσότητα. Αυτό αποτελεί το νόμο της προσφοράς
Η σχέση της συνολικής ζήτησης για ένα προϊόν και των παραγόντων που την προσδιορίζουν αναφέρεται ως συνάρτηση της ζήτησης : ζήτησης Π = f ( Τπ, Κπ, Τυ 1, Τυ 3... Τ uv, Τσ 1... Τσν, Υ, ΔΥ, Ταπ, Α ) όπου : ( Π ) η ζητούμενη ποσότητα ενός προϊόντος ( Τπ ) η τιμή του εν λόγω προϊόντος ( Κπ ) οι καταναλωτικές προτιμήσεις ( Τυ 1... Τ uv) οι τιμές των διαφόρων υποκατάστατων του προϊόντων ( Τσ 1... Τσν ) οι τιμές των διαφόρων συμπληρωματικών προϊόντων ( Υ ) τα εισοδήματα των καταναλωτών ( ΔΥ ) η διανομή του εισοδήματος μεταξύ των καταναλωτών ( Ταπ ) η αναμενόμενη τιμή του ζητούμενου προϊόντος σε κάποια μελλοντική περίοδο ) ( Α ) οι προσδοκίες ( αισιόδοξες / απαισιόδοξες ) για την εξέλιξη των εισοδημάτων στο μέλλον
Η συνάρτηση ζήτησης δείχνει τη σχέση μεταξύ Π και Τπ υποθέτοντας ότι οι λοιποί προσδιοριστικοί παράγοντες παραμένουν σταθεροί, δηλαδή Π = f ( Τπ )
Εισόδημα : Όταν το εισόδημα μειώνεται τότε για κάποια αγαθά η ζητούμενη ποσότητα μπορεί να μειωθεί ( κανονικά αγαθά ), ενώ για κάποια άλλα αγαθά μπορεί να αυξηθεί ( κατώτερα αγαθά ). Τιμές των υποκατάστατων αγαθών : μείωση ( αύξηση ) της τιμής των υποκατάστατων αγαθών οδηγεί σε αύξηση ( μείωση ) τη ζήτησης. Παράδειγμα : καφές και τσάι, βούτυρο και μαργαρίνη. Τιμές των συμπληρωματικών αγαθών : μείωση ( αύξηση ) της τιμής των συμπληρωματικών αγαθών οδηγεί σε μείωση ( αύξηση ) τη ζήτησης. Παράδειγμα : βενζίνη και αυτοκίνητο, καφές και ζάχαρη
Προτιμήσεις των αγοραστών : οι αλλαγές των προτιμήσεων των καταναλωτών αυτές αυξάνουν ή μειώνουν τη ζήτηση. Π. χ. η αύξηση του ενδιαφέροντος ( των προτιμήσεων ) για την υγεία και την άσκηση του σώματος οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης για αθλητικά είδη και υγιεινές τροφές. ( Αν αυξηθούν οι προτιμήσεις των καταναλωτών για ένα αγαθό ( π. χ. λόγω μιας διαφημιστικής καμπάνιας ), τότε η ζητούμενη ποσότητα του αγαθού αυξάνεται για κάθε επίπεδο τιμής, δηλαδή η ζήτηση αυξάνεται και η καμπύλη ζήτησης D μετατοπίζεται προς τα δεξιά στη θέση D ΄ ). Προσδοκίες των αγοραστών : επιδρούν στη ζητούμενη ποσότητα. Π. χ. αν ο καταναλωτής αναμένει αύξηση της τιμής ενός αγαθού στο μέλλον, τότε η σημερινή ζήτηση για το συγκεκριμένο αγαθό θα αυξηθεί. ( Αν αυξηθεί το αναμενόμενο μελλοντικό εισόδημα των καταναλωτών, τότε η σημερινή ζητούμενη ποσότητα του αγαθού αυξάνεται για κάθε επίπεδο τιμής, δηλαδή η ζήτηση αυξάνεται και η καμπύλη ζήτησης D μετατοπίζεται προς τα δεξιά στη θέση D ΄ )
Τιμή σε ευρώ (P) Ζητούμεν η ποσότητα (Q) Η καμπύλη ζήτησης ξεκινάει από πάνω αριστερά και κατευθύνεται πρός τα κάτω δεξιά (αρνητική κλίση)
Όλα τα σημεία που αντιστοιχούν στους συνδυασμούς τιμής και ποσότητας του πίνακα της ζήτησης συνδεόμενα μεταξύ τους, σχηματίζουν την καμπύλη της ζήτησης (demand curve). Η καμπύλη αυτή έχει αρνητική κλίση λόγω της αντίστροφης σχέσης μεταξύ της τιμής του προϊόντος και της ζητούμενης ποσότητας. Η καμπύλη της ζήτησης έχει πάντα χρονική διάσταση
Ανάλογα με την ποσοστιαία μεταβολή της ποσότητας και της τιμής, η ζήτηση μπορεί να είναι : Ελαστική αν η ποσοστιαία μεταβολή της ποσότητας είναι μεγαλύτερη από την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής, οπότε και η απόλυτη τιμή του συντελεστή ελαστικότητας είναι μεγαλύτερη από τη μονάδα. Ανελαστική αν η ποσοστιαία μεταβολή της ποσότητας είναι μικρότερη από την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής, οπότε η απόλυτη τιμή του συντελεστή είναι μικρότερη από τη μονάδα. Μοναδιαίας ελαστικότητας αν η απόλυτη τιμή του συντελεστή είναι ίση με τη μονάδα, που σημαίνει ότι ποσότητα και τιμή μεταβάλλονται κατά το ίδιο ποσοστό.
Πλήρως ανελαστική αν ο συντελεστής ελαστικότητας ισούται με μηδέν, οπότε μια ορισμένη μεταβολή της τιμής δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη ζητούμενη ποσότητα. Απείρως ελαστική αν η απόλυτη τιμή του συντελεστή ελαστικότητας τείνει προς το άπειρο και η καμπύλη ζήτησης είναι παράλληλη προς τον οριζόντιο άξονα. Σε μια τέτοια περίπτωση η ζητούμενη ποσότητα μεταβάλλεται και χωρίς μεταβολή της τιμής.
Η ζήτηση τείνει να είναι πιο ελαστική Όσο πιο μεγάλος είναι ο αριθμός των στενών υποκατάστατων Αν τα προϊόντα θεωρούνται πολυτελείας Όσο πιο σπάνια ορίζεται η αγορά Όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική περίοδος
Αναφέρεται στην αντίδραση της ζητούμενης ποσότητας στις μεταβολές του εισοδήματος του καταναλωτή θωρώντας ότι όλοι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση, εκτός του εισοδήματος, διατηρούνται σταθεροί (ceteris paribus). Η ελαστικότητα της ζήτησης ως προς το εισόδημα μετράται με τον ακόλουθο τύπο : Ποσοστιαία μεταβολή ζητούμενης ποσότητας Ποσοστιαία μεταβολή εισοδήματος
Εάν η ελαστικότητα της ζήτησης ενός αγαθού ως προς το εισόδημα είναι › 0, τότε το αγαθό είναι κανονικό. ( Με βάση τον τύπο της εισοδηματικής ελαστικότητας, αυτό σημαίνει ότι μια αύξηση του εισοδήματος, έστω κατά 10%, οδηγεί σε μια αύξηση της ζητούμενης ποσότητας του αγαθού μεγαλύτερη από 10%) Εάν η ελαστικότητα της ζήτησης ενός αγαθού ως προς το εισόδημα είναι ‹ 0, τότε το αγαθό είναι κατώτερο. Συνήθως, τα κατώτερα αγαθά είναι φτηνά αγαθά μέτριας ποιότητας ( π. χ. μεταχειρισμένα βιβλία ).
Ουδέτερα είναι τα αγαθά που η εισοδηματική ελαστικότητά τους είναι ίση με τη μονάδα, η ζήτηση τους δε μεταβάλλεται με τον ίδιο ρυθμό όπως το εισόδημα. ( Αν το εισόδημα αυξηθεί κατά 10%, η ζήτηση για ένα ουδέτερο αγαθό αυξάνεται ακριβώς κατά το ίδιο ποσοστό ). Η ζήτηση για κανονικά αγαθά μεταβάλλεται με γρηγορότερο ρυθμό από ότι το εισόδημα. Η ζήτηση για κατώτερα αγαθά μεταβάλλεται με πιο αργό ρυθμό από ότι το εισόδημα. Η ζήτηση για ουδέτερα αγαθά μεταβάλλεται με τον ίδιο ρυθμό που μεταβάλλεται το εισόδημα.
Η γνώση από τις επιχειρήσεις αν το προϊόν που παράγουν, το θεωρούν οι καταναλωτές ελαστικό ή ανελαστικό τις βοηθάει στην άσκηση της τιμολογιακής τους πολιτικής. Αν για παράδειγμα το προϊόν που παράγεται από μια επιχείρηση θεωρείται από τους καταναλωτές ανελαστικό η επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τα έσοδά της µ ε µ ια αύξηση της τιμής του προϊόντος της ενώ σε αντίθεση αν το προϊόν θεωρείται ελαστικό μια αύξηση της τιμής του µ άλλον θα επιφέρει μείωση των εσόδων της επιχείρησης. Η γνώση από το Κράτος του αν η ζήτηση των διαφόρων αγαθών θεωρείται ελαστική ή ανελαστική είναι βασική προκειμένου αυτό να προχωρήσει σε φορολόγηση των διαφόρων αγαθών.
Οι παράγοντες που μετακινούν την καμπύλη προσφοράς είναι : Οι Τιμές εισροών Η Τεχνολογία και οι κυβερνητικές πολιτικές Ο Αριθμός επιχειρήσεων Τα Υποκατάστατα στην παραγωγή Η Φορολογία και οι επιδοτήσεις Οι Φυσικοί παράγοντες
Η συνάρτηση προσφοράς θα μπορούσε να διατυπωθεί ως : Πα = f( Τα, Τσ, Φ, Ε, Τ ) όπου : ( Πα ) η ποσότητα του αγαθού α ( Τα ) η τιμή του αγαθού α ( Τσ ) η τιμή των εισροών σ =1,2,.. ( Φ ) οι φυσικοί παράγοντες ( Ε ) οι επιδοτήσεις και οι φόροι ( Τ ) η τεχνολογία Η συνάρτηση προσφοράς δείχνει τη σχέση μεταξύ Πα και Τα υποθέτοντας ότι οι λοιποί προσδιοριστικοί παράγοντες παραμένουν σταθεροί, δηλαδή Πα = f( Τα )
Τιμές εισροών - πρώτων υλών - κόστους : Μια αύξηση του κόστους των πρώτων υλών θα μειώσει την παραγόμενη ποσότητα δηλαδή τη ν προσφορά ( θα κάνει την πώληση λιγότερο επικερδή ). Π. χ. αν αυξηθεί ο μισθός των εργατών ή το ενοίκιο των μηχανημάτων που απασχολεί η επιχείρηση, τότε αυξάνεται το ( οριακό ) κόστος παραγωγής και η επιχείρηση είναι διατεθειμένη να προσφέρει λιγότερες μονάδες προϊόντος σε κάθε επίπεδο τιμής, δηλαδή η προσφορά του αγαθού μειώνεται. Τεχνολογία : Βελτίωση της τεχνολογίας σημαίνει μείωση του κόστους παραγωγής και κατά συνέπεια αυξάνει την προσφερόμενη ποσότητα. Π. χ. Αυτοματοποίηση παραγωγής και κάθε μορφή τεχνογνωσίας που συνδέεται με τη μέθοδο παραγωγής.
Προσδοκίες της επιχείρησης. Π. χ. αν η επιχείρηση αναμένει ότι η τιμή του αγαθού θα αυξηθεί στο μέλλον, τότε μπορεί να μειώσει την προσφορά του αγαθού σήμερα ( π. χ. να αποθηκεύσει μέρος της σημερινής παραγωγής ) αναμένοντας να πουλήσει αργότερα την αποθηκευμένη ποσότητα σε υψηλότερη τιμή. Ο αριθμός των πωλητών. Εξωτερικές επιδράσεις : παράγοντες όπως πολιτικές εξελίξεις, φυσικά φαινόμενα κλπ μπορεί να επηρεάσουν αισθητά την προσφερόμενη ποσότητα. Π. χ. η αυστηροποίηση των κανόνων ασφαλείας ή η αυστηροποίηση των κανόνων για την προστασία του περιβάλλοντος αυξάνει το οριακό κόστος παραγωγής και μειώνει την προσφορά του αγαθού εκ μέρους της επιχείρησης.
Τέλεια ελαστική : ε = ∞ Ελαστική : ε > 1 Μοναδιαία ελαστική : ε = 1 Ανελαστική : ε < 1 Τέλεια ανελαστική : ε = 0 Σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας της ελαστικότητας προσφοράς είναι ο χρόνος, που σημαίνει ότι η προσφορά των διαφόρων αγαθών βραχυχρόνια θεωρείται συνήθως ανελαστική ενώ μακροχρόνια γίνεται ελαστική.
Στην αγορά θα επικρατήσει μια τιμή για την οποία η ζητούμενη ποσότητα θα είναι ίση με την προσφερόμενη. Η τιμή αυτή ονομάζεται « τιμή ισορροπίας » ενώ η ποσότητα ονομάζεται « ποσότητα ισορροπίας ». Κάθε τιμή μεγαλύτερη από την τιμή ισορροπίας θα δημιουργεί πλεόνασμα ή πλεονάζουσα προσφορά, δηλαδή η προσφερόμενη ποσότητα θα είναι μεγαλύτερη από την ζητούμενη ποσότητα. Για κάθε τιμή μικρότερη της τιμής ισορροπίας η ζητούμενη ποσότητα θα είναι μεγαλύτερη από τη προσφερόμενη τότε λέμε ότι δημιουργείται έλλειμμα ή υπερβάλλουσα ζήτηση. Όταν επιβάλλεται έμμεσος φόρος στους παραγωγούς μειώνεται η προσφορά οπότε αυξάνεται η τιμή του αγαθού. Όσο περισσότερο ανελαστική είναι η ζήτηση για ένα αγαθό, τόσο μεγαλύτερο μέρος του φόρου μετακυλύει στους καταναλωτές. Αντιθέτως όταν δίνεται επιδότηση, η προσφορά αυξάνεται οπότε μειώνεται η τιμή του αγαθού.
Διαδικασία Λήψης Αγοραστικής Απόφασης
o Χρησιμότητα ενός αγαθού είναι η ικανοποίηση την οποία απολαμβάνει ο καταναλωτής σε μια ορισμένη χρονική περίοδο από την κατανάλωση του αγαθού αυτού. o Η επιδίωξη της μέγιστης χρησιμότητας αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του καταναλωτή στη ζήτηση αγαθών. o 2 περιοριστικοί παράγοντες σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο : Το χρηματικό εισόδημα του καταναλωτή και οι τιμές των αγαθών. Ο καταναλωτής βρίσκεται σε ισορροπία όταν με δεδομένες τις τιμές των αγαθών και το εισόδημα μεγιστοποιεί τη χρησιμότητά του. o Αν ο καταναλωτής είναι ορθολογικός τότε μπορεί να κατατάξει – να ιεραρχήσει τις προτιμήσεις του : Ο Α σαφώς προτιμότερος από τον Β Ο Α ασθενώς προτιμότερος από τον Β Αδιάφορος μεταξύ του Α και Β
Όσο ένα άτομο αυξάνει την κατανάλωση ενός προϊόντος τόσο αυξάνεται συνήθως η συνολική χρησιμότητα (total utility) που αποκομίζει. Αλλά κάθε επιπλέον μονάδα του προϊόντος επιφέρει συνεχώς μικρότερη αύξηση στη συνολική χρησιμότητα. Π. χ. αν διψάει κανείς πολύ, το πρώτο ποτήρι νερό του δίνει μεγάλη ικανοποίηση, η οποία όμως μειώνεται καθώς πίνει κι άλλο νερό. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως νόμος της φθίνουσας οριακής απόδοσης. (law of diminishing marginal utility).
καθώς αυξάνεται η ποσότητα που καταναλώνεται, η συνολική χρησιμότητα αυξάνεται αλλά η οριακή μειώνεται
Η χρησιμότητα οφείλεται σε κάποια πραγματικά χαρακτηριστικά του προϊόντος αλλά σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από υποκειμενικούς παράγοντες, όπως είναι οι προτιμήσεις του εκάστοτε καταναλωτή, τα στοιχεία της προσωπικότητας του κ. α ( π. χ. ορισμένα άτομα έχουν ανάγκη για κάπνισμα ενώ άλλα όχι ). προϊόντος Η συμπεριφορά του καταναλωτή, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο καταναλωτής καταλήγει στην απόφαση να αγοράσει ένα προϊόν Η αγοραστική συμπεριφορά είναι μια σύνθετη διαδικασία που δεν μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από τους παραδοσιακούς νόμους της προσφοράς και της ζήτησης
Εστιάζουμε την προσοχή μας στη διερεύνηση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και απαντάμε στα ερωτήματα : Με ποιο τρόπο τα χαρακτηριστικά του αγοραστή – πολιτιστικά, κοινωνικά, προσωπικά και ψυχολογικά επηρεάζουν την αγοραστική συμπεριφορά ; Με ποιο τρόπο ο αγοραστής παίρνει αγοραστικές αποφάσεις ;
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΚΤΕΡΕΘΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΠΡΟΪΟΝ ΤΙΜΗ ΔΙΑΝΟΜΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΑΝΕΠΙΣΗΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΑΛΛΕΣ ΜΗ - ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΛΗΨΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΑΝΑΓΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΛΥΣΕΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΠΕΔΙΟ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΜΑΘΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΑΣΕΙΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ [ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ] ΑΓΟΡΑ ΔΟΚΙΜΗ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ
Οι αγοραστικές συμπεριφορές επηρεάζονται από πολιτιστικούς, κοινωνικούς, προσωπικούς και ψυχολογικούς παράγοντες Περιβαλλοντικά Οικονομικά Τεχνολογικά Πολιτικά Πολιτιστικά Μάρκετινγκ Προϊόν Τιμή Τόπος Προώθηση Εξωτερικά ερεθίσματα Μαύρο κουτί του αγοραστή Χαρακτηριστικά αγοραστή Πολιτιστικά Κοινωνικά Προσωπικά Ψυχολογικά Διαδικασία αποφάσεων αγοραστή Αναγνώριση του προβλήματος Αναζήτηση πληροφοριών Αξιολόγηση Απόφαση Συμπεριφορά μετά την αγορά Αγοραστικές αποφάσεις του αγοραστή Επιλογή προϊόντος Επιλογή μάρκας Επιλογή ντίλερ Επιλογή χρόνου αγοράς Αγοραζόμενη ποσότητα
Πολιτιστικοί Κουλτούρα Υπο-κουλτούρα Εθνικότητες Θρησκευτικές ομάδες Φυλετικές ομάδες Γεωγραφικές περιοχές Κοινωνική τάξη Κοινωνικοί Ομάδες αναφοράς Άμεση επιρροή Ομάδες συμμετοχής (πρωτεύουσες Δευτερεύουσες) Έμμεση επιρροή Ομάδες βλέψεων Ομάδες απόρριψης Οικογένεια Οικογένεια προσανατολισμού Οικογένεια δημιουργίας Ρόλοι και status Προσωπικοί Ηλικία και φάση κύκλου ζωής Επάγγελμα Οικονομικές περιστάσεις / συγκυρίες Τρόπος ζωής Προσωπικότητα και άποψη περί του ατόμου του Ψυχολογικοί Παρώθηση Αντίληψη Μάθηση Πιστεύω και στάση ΑΓΟΡΑΣΤΗΣΑγοραστής
Οι ρόλοι τους οποίους θα μπορούσαν να παίξουν οι άνθρωποι στη λήψη της απόφασης για αγορά είναι : Ο εισηγητής. Το άτομο που προτείνει πρώτο την ιδέα αγοράς του συγκεκριμένου προϊόντος ή υπηρεσίας Ο επηρεάζων την απόφαση. Το άτομο του οποίου οι απόψεις ή οι συμβουλές έχουν κάποια βαρύτητα κατά τη λήψη της τελικής απόφασης Ο λήπτης της απόφασης. Το άτομο που αποφασίζει για κάθε λεπτομέρεια μιας απόφασης για αγορά Ο αγοραστής. Το άτομο που πραγματοποιεί την αγορά Ο χρήστης. Το άτομο που καταναλώνει ή χρησιμοποιεί το προϊόν ή την υπηρεσία
Πολύπλοκη αγοραστική συμπεριφορά (complex buying behavior): Όταν ο καταναλωτής απαιτείται να αναμιχθεί ενεργά στην αγορά του προϊόντος του οποίου συνήθως δεν ξέρει τα χαρακτηριστικά, συλλέγει πληροφορίες για αυτό και επιθυμεί να κάνει έρευνα αγοράς. Τέτοια είδους συμπεριφορά συνδέεται συνήθως με ακριβά ή περίπλοκα προϊόντα ή προϊόντα που δεν αγοράζονται συχνά.
Σταδιακά πτωτική αγοραστική συμπεριφορά (dissonance - reducing buying behavior): Όταν ο αγοραστής επιθυμεί να αγοράσει ένα ακριβό ή σημαντικό για αυτόν προϊόν αλλά κατανοεί ότι οι διαφορές μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων δεν είναι μεγάλες. Τότε, ενώ αρχικά ενδιαφέρεται για την αγορά και αναζητεί πληροφόρηση, σταδιακά ασχολείται μόνο με την αναζήτηση του πιο φθηνού προϊόντος.
Αγορά βασισμένη στη συνήθεια (habitual buying behavior): Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται προϊόντα τα οποία δεν απαιτούν ιδιαίτερη ανάμειξη του καταναλωτή. Είναι χαμηλού κόστους ή καθημερινής χρήσης. Οι αγοραστές διαλέγουν αγαθά που είναι είτε πιο φθηνά, είτε πιο προσιτά στην αγορά τους ( λ. χ. στο πιο κοντινό κατάστημα ) αλλά κυρίως που έχουν διαμορφώσει μια ισχυρή ονομασία στην αγορά.
Αγοραστική συμπεριφορά που βασίζεται στην αναζήτηση και ποικιλία (variety - seeking buying behavior): Πρόκειται για προϊόντα που, ενώ είναι χαμηλού κόστους, οι καταναλωτές συνήθως τα εναλλάσσουν και δεν αγοράζουν σταθερά μια μάρκα ( λ. χ. μπισκότα, αναψυκτικά κ. λπ.). Στην περίπτωση αυτή, ο ηγέτης της αγοράς διαμορφώνει μια πολιτική marketing που προσπαθεί να πείσει τους καταναλωτές να αγοράζουν από συνήθεια το προϊόν.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Αγοραστική συμπεριφορά 4 τύποι αγοραστικής συμπεριφοράς Μεγάλη συμμετοχή ή ανάμιξη (ακριβή αγορά) Μικρή συμμετοχή ή ανάμιξη (φθηνή αγορά) Σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις μάρκες Πολύπλοκη αγοραστική συμπεριφορά Αγοραστική συμπεριφορά αναζήτησης της ποικιλίας Ελάχιστες διαφορές ανάμεσα στις μάρκες Συμπεριφορά που ελαττώνει την αμφιβολία Συνηθισμένη αγοραστική συμπεριφορά
Οι επιχειρήσεις μπορούν να μάθουν τις τυπικές φάσεις της αγοραστικής διαδικασίας με τις εξής μεθόδους : Ενοραματική μέθοδος : Μπορούν να σκεφτούν την πιθανή συμπεριφορά των αγοραστών, παρ ’ όλο που αυτό έχει περιορισμένη χρησιμότητα Αναδρομική μέθοδος : Χρησιμοποιούν την συνέντευξη σε μια μικρή ομάδα αγοραστών ζητώντας τους να θυμηθούν τα γεγονότα που τους οδήγησαν στην αγορά του προϊόντος Προρατική μέθοδος : Ζητούν ανοικτά την γνώμη των αγοραστών για την διαδικασία αγοράς του προϊόντος Περιγραφική μέθοδος : Ρωτούν τους καταναλωτές να τους περιγράψουν την ιδανική μέθοδο αγοράς του προϊόντος
Οι φάσεις της διαδικασίας της αγοραστικής απόφασης Μοντέλο αγοραστικής διαδικασίας 5 φάσεων Αναγνώριση του προβλήματος Αναζήτηση πληροφοριών Αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων Απόφαση για αγορά Συμπεριφορά μετά την αγορά
Αναγνώριση του προβλήματος Η ανάγκη δημιουργείται από εσωτερικά ερεθίσματα ( π. χ. πείνα, δίψα ) ή εξωτερικά ερεθίσματα ( π. χ. μια διαφήμιση ). Αναζήτηση πληροφοριών Οι πηγές πληροφόρησης του καταναλωτή εντάσσονται σε 4 ομάδες - Προσωπικές πηγές ( οικογένεια, φίλοι, γείτονες, γνωστοί ) - Εμπορικές πηγές ( διαφήμιση, πωλητές, συσκευασία, βιτρίνες ) - Δημόσιες πηγές ( μαζικά μέσα, οργανισμοί, αξιολόγηση καταναλωτών ) - Εμπειρικές πηγές ( ψηλάφηση, εξέταση, χρησιμοποίηση του προϊόντος )
Αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών Δεν υπάρχει καμία απλή και μοναδική διαδικασία αξιολόγησης που να τη χρησιμοποιούν όλοι οι καταναλωτές ή ακόμα από ένα καταναλωτή σε όλες τις περιπτώσεις αγορών. δέσμη χαρακτηριστικών Ο καταναλωτής προσπαθεί να ικανοποιήσει κάποια ανάγκη. Αναζητεί ορισμένα οφέλη από τη λύση που του δίνει το προϊόν και το βλέπει σαν μια δέσμη χαρακτηριστικών που μπορούν να προσφέρουν τα επιζητούμενα οφέλη και την ικανοποίηση της ανάγκης
Παράδειγμα : Τα « πιστεύω » ενός καταναλωτή για τη μάρκα όσον αφορά τους Η / Υ Η/ΥΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ Χωρητικότητα μνήμης Δυνατότητα κατασκευής γραφικών Διαθεσιμότητα λογισμικού Τιμή ΑΒΓΔΑΒΓΔ Σημείωση: Το 10 αντιπροσωπεύει το υψηλότερο επίπεδο του χαρακτηριστικού. Η τιμή βαθμολογείται με αντίστροφο τρόπο
Παράδειγμα : Τα « πιστεύω » ενός καταναλωτή για τη μάρκα όσον αφορά τους Η / Υ Συντελεστές βαρύτητας : 40% για τη χωρητικότητα μνήμης, 30% για τη δυνατότητα κατασκευής γραφικών, 20% στη διαθεσιμότητα λογισμικού, 10% για την τιμή. Έτσι έχουμε τις εξής αξίες : Η / Υ Α = 0,4(10)+0,3(8)+0,2(6)+0,1(4) = 8,0 Η / Υ Β = 0,4(8)+0,3(9)+02(8)+0,1(3) = 7,8 Η / Υ Γ = 0,4 (6)+0,3(8)+0,2(10)+0,1(5) = 7,3 Η / Υ Δ = 0,4(4)+0,3(3+0,2(7)+0,1(8) = 4,7 Επιλογή του Η / Υ Α Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Οι φάσεις της διαδικασίας της αγοραστικής απόφασης Αξιολόγηση των εναλλακτικών επιλογών Μοντέλο προσδοκώμενης αξίας
Οι φάσεις της διαδικασίας της αγοραστικής απόφασης Απόφαση για αγορά Τα βήματα από την αξιολόγηση των εναλλακτικών λύσεων μέχρι την απόφαση για αγορά ΤΕΙ Δ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΠΜΣ " ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ & ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ " Αξιολόγηση εναλλακτικών λύσεων Πρόθεση για αγορά Στάσεις των άλλων Απρόβλεπτοι παράγοντες Απόφαση για αγορά
Ικανοποίηση μετά την αγορά Όταν το προϊόν πληροί τις προσδοκίες του πελάτη υπάρχει ικανοποίηση και ο πελάτης θα προτείνει το προϊόν και σε τρίτους - Ενέργειες μετά την αγορά Η ικανοποίηση του καταναλωτή τον οδηγεί να αγοράσει πάλι το προϊόν. Η δυσαρέσκεια οδηγεί στα παράπονα προς την εταιρεία.
Ο πελάτης δεν είναι ικανοποιημένος Προχωρά σε κάποια ενέργεια Προχωρά σε κάποια δημόσια ενέργεια Επιδιώκει αποζημίωση απευθείας από τις επιχειρήσεις Προχωρά μέσω της νομικής οδού στην εξασφάλιση κάποιας αποζημίωσης Διατυπώνει παράπονα σε επιχειρηματικούς ιδιωτικούς ή κρατικούς φορείς Αποφασίζει να σταματήσει να αγοράζει το προϊόν ή να μποϋκοτάρει τον πωλητή Προειδοποιεί τους φίλους του για το προϊόν και /ή τον πωλητή Δεν προχωρά σε κάποια ενέργεια Προχωρά σε κάποια ιδιωτική ενέργεια
Για μεταπώληση Για χρησιμοποίηση Απευθείας στον καταναλωτή Μέσω ενδιάμεσου φορέα Σε ενδιάμεσο φορέα Το χαρίζει Το ανταλλάσσει Το πουλάει Το πετάει Το νοικιάζει Το δανείζει Το κρατάει για να το χρησιμοποιήσει για το σκοπό που το αγόρασε Το μετατρέπει για να εξυπηρετήσει νέο σκοπό Το αποθηκεύει Προσωρινή Απαλλαγή Οριστική Απαλλαγή Το κρατάει Προϊόν