Πέρρα Μαρία Το νούμερο
[...] Με είχε πολύ βασανίσει όταν το έγραφα, με είχε αναστατώσει το επίμονο στριφογύρισμα στην πυκνή και φοβερή ύλη της πικρής αυτής ζωής που έπρεπε να πάρει έκφραση. Είχα τότε περάσει πολλές νύχτες που, κυνηγημένος από τους εφιάλτες και τις αναμνήσεις, δεν μπορούσα να βρω καταφύγιο μήτε στον ύπνο. Γι’ αυτό, όταν βγήκε πια σε βιβλίο «το νούμερο 31328», δεν τολμούσα, δεν ήθελα να το ξαναδώ – τέλος πάντων η ζωή όταν είσαι γερός και είσαι νέος, έχει τόση δύναμη, σου το επιβάλλει να θέλεις να ξεχνάς.
Το Νούμερο είναι η ίδια η ταυτότητα του συγγραφέα, τότε που παιδί 18 χρόνων οδηγήθηκε από τους Τούρκους στα κάτεργα της Ανατολής. Στην αρχική του μορφή γράφτηκε το 1924 και ξαναδουλεύτηκε το 1931, οπότε εκδόθηκε για πρώτη φορά. Όταν γράφτηκε και δημοσιεύθηκε το Νούμερο 31328, τα γεγονότα ήταν ακόμη νωπά. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε μόλις περάσει, αλλά στην ελληνική λογοτεχνία δεν είχε καταγραφεί ικανοποιητικά, όπως σημειώνουν οι έλληνες κριτικοί της ιστορίας της λογοτεχνίας, σε αντίθεση με τους ξένους συγγραφείς που είχαν δώσει μερικά εμβληματικά μυθιστορήματα. Ο Ηλίας Βενέζης τολμά να ασχοληθεί νωρίς με την καυτή ύλη που συγκροτεί η προσωπική του περιπέτεια.
Αν έπρεπε να δώσω έναν διαφορετικό τίτλο στο βιβλίο, αυτός θα ήταν: > Μέσα στο βιβλίο, περιγράφονται όλες οι στιγμές, χαράς και λύπης, που έζησαν οι κρατούμενοι στα τάγματα εργασίας, κατά την περίοδο των διωγμών των Ελλήνων από την Μ. Ασία, και δίνει βάση στις φρικαλεότητες των Τούρκων συνταγματαρχών καθώς και στα βάσανα των κρατουμένων και την ελπίδα τους για απελευθέρωση! Ένας διαφορετικός τίτλος
«Το πρωί ένας στρατιώτης μπήκε στο υπόγειο να τιμαρέψει το άλογο. Είναι ένας ανατολίτης χωριάτης – δεμένο κορμί, πολλά μουστάκια, ξουρισμένο το κεφάλι στην κορφή, ένας στρογγυλός κύκλος. Μερικοί δικοί μας πιάνουν κουβέντα μαζί του. Αυτός στην αρχή δεν καταδέχεται, μα, μόλις καταλαβαίνει πως εδώ είναι κυρίαρχος και πως κάθε λόγο απ’ το στόμα του περιμένουν να τον ρουφήξουν τόσοι υποτελείς, ο εγωισμός του τον γαργαλά και λύνεται η γλώσσα του. Ήταν μες στο χτεσινό απόσπασμα που πήρε τον Ηρόδοτο και τους άλλους. Ο κύκλος μας γύρω του γίνεται πιο μεγάλος. Όλοι πλησιάζουμε. - Με τι τρόπο;… ρωτά ένας, κι όλα τα μάτια στέκουν τεζαρισμένα, σα να είναι να χορτάσουν απ’ την απάντηση. Ο στρατιώτης σταματά το ξύρισμα απότομα. Μας κοιτάζει κι αυτός. - Με τη Λόγχη! Λέει. Σε μια μάντρα. Μία από τις πιο δραματικές σκηνές…
Ένας, λέει, έκαμε να φύγει, δε στεκόταν, τον κυνηγούσαν μες στην μάντρα και βλαστημούσαν γιατί τους παίδευε ο κερατάς… Τον στρίμωξε, λοιπόν, ο στρατιώτης. Μα τότε που ετοιμαζόταν να του τη φέρει, αυτός χίμηξε απ’ το πλάι κ’ έχωσε τα δόντια του στη χούφτα που κρατούσε τη λόγχη. Σα λυσσασμένος, το σκυλί! Μα τον έσπρωξε, λέει, ο στρατιώτης και του έχωσε τη λόγχη σα να‘ ταν μπαμπάκι… Τα μάτια χόρτασαν. Οι καρδιές χτυπούν δυνατά. Απ’ τα σουσούμια που μας δίνει καταλαβαίνουμε πως αυτός που τους παίδεψε ήταν ο Ηρόδοτος. Ο στρατιώτης, ικανοποιημένος, πιάνει πάλι να ξυστρίσει. Η μία χούφτα του είναι δεμένη – ένας επίδεσμος, η δαγκαματιά χθες. Φτύνει λίγο μες στην άλλη χούφτα, ύστερα με το φτύμα αυτό πολεμά να γυαλίσει το κούτελο του αλόγου. Το χαϊδεύει. Ήρεμα. Ήρεμα. Προσέχουμε πολύ σ’ αυτές τις τελευταίες κινήσεις του. Πάρα πολύ. Στα χέρια του, στα δάχτυλα – σα να ‘ταν μπαμπάκι... - Το κοιτάζει καλά το ζο..., μουρμουρίζει ένας δικός μας αφηρημένα. Μια άλλη φωνή, ίδιος τόνος: - Ναι... Καλά...
<<Κοίτα κατά το βράχο της Άγκυρας, κοίτα τα δακρυσμένα μάτια μας...>>
… Σ ήμερα πήραν τον Αργύρη. Τον μοναδικό μου φίλο, την μόνη παρηγοριά που είχα όλον αυτόν τον καιρό μέσα στη δυστυχία μου, τον μόνο άνθρωπο που είχα δίπλα μου και μοιραζόμασταν τον ίδιο πόνο. Ένα στράτευμα μας σταμάτησε στο δρόμο, μας κοιτούσαν. Ύστερα, ήρθαν και είπαν στον Αργύρη να ανοίξει το στόμα του. Ένα χρυσό δόντι έλαμψε. Αυτοί πήγαν κατευθείαν στον αρχηγό μας, λέγοντας πώς ο Αργύρης ήταν αστυνομικός στα χρόνια της ελληνικής κατοχής- πράγμα το οποίο φυσικά δεν ίσχυε, αφού μαζί πηγαίναμε σχολείο τότε. Ο αρχηγός δέχτηκε να τους παραδώσει τον Αργύρη, ο οποίος ήταν δακρυσμένος και μου κρατούσε το χέρι φοβισμένος. Ο αρχηγός ήρθε και τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα σφυρί για να τον ακινητοποιήσει. Ύστερα, τον παρέδωσε στους στρατιώτες. Το χέρι του ξεγλίστρησε από το δικό μου. Τι θα κάνω τώρα; Πώς θα συνεχίσω; Μια σελίδα από το ημερολόγιο ενός ήρωα