«Εκφράσεις και αινίγματα με τα διάφορα μέρη του σώματος» Δημοτικό Σχολείο Πτελεού
Η ελληνική γλώσσα είναι πολύ πλούσια, με πολλές εκφράσεις, πολλά γνωμικά και αινίγματα. Κάποια από τα παραπάνω καταγράψαμε στο πλαίσιο του προγράμματος «Φροντίζω το σώμα μου» που υλοποιήθηκε στα πλαίσιο της ευέλικτης ζώνης και συνδέθηκε με το etwining project, “Knowing my little body”. Τα παιδιά με την συγκεκριμένη δράση εμβάθυναν στον γλωσσικό πλούτο της ελληνικής γλώσσα μα κυρίως χάρηκαν και διασκέδασαν.
Το μυαλό σου και μια λίρα. Μυαλό ξυράφι. Τα λέει έξω από τα δόντια : χωρίς υπεκφυγές, απερίφραστα Οπλισμένος μέχρι τα δόντια : βαριά οπλισμένος Τρίζω τα δόντια : απειλώ, φοβερίζω Τον σέρνει από τη μύτη: τον ελέγχει απόλυτα, τον κάνει ό,τι θέλει Xώνω τη μύτη μου: ανακατεύομαι σε υποθέσεις που δεν με αφορούν Nα μου τρυπήσεις τη μύτη: αυτό που λες δεν πρόκειται να γίνει Έχω μύτη εγώ…. Στάζει η μύτη μου. Τρέχει η μύτη μου.
βγάζω τα μάτια μου μόνος μου : με τα λάθη μου προκαλώ την καταστροφή μου για τα μάτια (του κόσμου) : για να τηρηθούν τα προσχήματα γυαλίζει το μάτι μου : έχω την όψη τρελού γύρισε το μάτι μου : θύμωσα, εκνευρίστηκα, βγήκα εκτός εαυτού δε μου γεμίζει το μάτι : δε μου φαίνεται ικανός, δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη έκανα μαύρα μάτια : πέρασε καιρός από τότε που... κάνω τα γλυκά μάτια : φλερτάρω κάνω τα στραβά μάτια : κάνω πως δεν βλέπω ή πως δεν καταλαβαίνω κόβει το μάτι του : είναι παρατηρητικ με μισό μάτι : χωρίς συμπάθεια μου άνοιξε τα μάτια : μου έδειξε το σωστό μου χτύπησε στο μάτι : τράβηξε την προσοχή μου μπαίνω στο μάτι κάποιου : ενοχλώ κάποιον ή τον κάνω να ζηλέψει παίρνω τα μάτια μου (ή τον ομματιών μου) και φεύγω : αποχωρώ απογοητευμένος ρίχνω στάχτη στα μάτια : αποπροσανατολίζω στο μάτι του κυκλώνα : στο επίκεντρο της καταστροφής τα μάτια σου τέσσερα/δεκατέσσερα : πρόσεξε! το έχει σαν τα μάτια του : το προσέχει πολ φάτε μάτια ψάρια (και κοιλιά περίδρομο) : χόρτασε με το μάτι αυτό που δεν μπορείς να αποκτήσεις
(από) δεύτερο χέρι : για κάτι μεταχειρισμένο (από) χέρι σε χέρι : δίνοντας ο ένας στον άλλο, σε μια αλυσίδα ανθρώπων βάζω/δίνω ένα χέρι (βοήθειας) ή βάζω/δίνω ένα χεράκι : προσφέρω βοήθεια βάζω χέρι (σε κάποιον): κάνω σε κάποιον παρατήρηση, επιτιμώ κάποιον βάζω το χέρι μου στο ευαγγέλιο / στη φωτιά : έχω απόλυτη βεβαιότητα για ό,τι λέω, ορκίζομαι γεια στα χέρια σου! : έκφραση ικανοποίηση έρχομαι στα χέρια : τσακώνομαι έχω το πάνω χέρι : έχω τον έλεγχο μιας κατάστασης ζητώ το χέρι : κάνω πρόταση γάμου κάθομαι με σταυρωμένα χέρια : μένω άπρακτος κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρει : είναι προτιμότερη η μικρή αλλά σίγουρη ασφάλεια παρά η μεγαλύτερη αλλά αβέβαιη λύνω τα χέρια κάποιου : βγάζω κάποιον από δύσκολη θέση μακρύ χέρι : η τάση κάποιου να κλέβει με το σταυρό στο χέρι : με εντιμότητα, τίμια (με) το χέρι στην καρδιά : με ειλικρίνεια πέφτω στα χέρια κάποιου : υποδουλώνομαι, κυριεύομαι, βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου πιάνουν τα χέρια μου : είμαι επιδέξιο σηκώνω τα χέρια (ψηλά) : παραιτούμαι από τις προσπάθειές μου το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο: για κοινά συμφέροντα οι άνθρωποι βοηθούν ο ένας τον άλλο του τραβάω ένα γερό χέρι ξύλο : σπάω στο ξύλο
» γλιτώνω από το στόμα του λύκου : ξεφεύγω από άμεσο κίνδυνο γλιτώνω από του χάρου το στόμα : ξεφεύγω από θανάσιμο κίνδυνο μ' ένα στόμα : όλοι μαζί, ομόφωνα μένω με το στόμα ανοιχτό : παραμένω έκπληκτος, μένω άγαλμα πέφτω στο στόμα του λύκου : πέφτω σε παγίδα το πήρες από το στόμα μου : ετοιμαζόμουν να το πω και το είπες πριν στο στόμα μου το έχω: είμαι έτοιμος να ξεστομίσω κάτι απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί. έχει φαρμάκι στο στόμα. με την ψυχή στο στόμα.
δε βάζει γλώσσα μέσα. η γλώσσα του πάει ροδάνι. μάλιασσε η γλώσσα μου. η γλώσσα του στάζει μέλι. λύθηκε η γλώσσα του. κατάπιε τη γλώσσα του. φάε τη γλώσσα σου.
στήνω αυτί: προσπαθώ να κρυφακούσω απ' τ' αυτί και στο δάσκαλο: για κάποιον που πρέπει να λάβει μια τιμωρία δεν ιδρώνει το αυτί μου: δεν πτοούμαι μου’ φαγε τ' αυτιά: με κούρασε επαναλαμβάνοντας συνέχεια την ίδια συμβουλή ή το ίδιο αίτημα μπαίνουν ψύλλοι στ' αυτιά μου: αρχίζω και ανησυχώ για κάτι και οι τοίχοι έχουν αυτιά: όταν φοβόμαστε ότι κάποιος μας κατασκοπεύει
Καρδιά από μάλαμα. Έκανα την καρδιά μου πέτρα. Στάζει χολή η γλώσσα του. Δέθηκε κόμπος το στομάχι μου. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
βάζω το δάχτυλό μου: παρεμβαίνω σε μια υπόθεση χωρίς να έχω αρμοδιότητα κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου: προσπαθώ να κρύψω κάτι που όλοι γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν μετριούνται στα δάχτυλα (του ενός χεριού): είναι πάρα πολύ λίγοι / λίγες / λίγα όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσα: όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι παίζω κάτι στα δάχτυλα: γνωρίζω κάτι πολύ καλά
(μένω) στο πόδι : μένω όρθιος επειδή δεν έχω χρόνο (επειδή με χρειάζονται κάθε τόσο) μου κόπηκαν τα πόδια : τρόμαξα πολύ, πάγωσε το αίμα μου (μπερδεύομαι) στα πόδια (κάποιου) : είμαι διαρκώς κοντά σε κάποιον παίρνω πόδι : με διώχνουν από ένα μέρος πατώ πόδι : επιμένω πέφτω στα πόδια κάποιου : τον παρακαλώ, τον ικετεύω σέρνω τα πόδια μου : περπατώ αργά, επειδή είμαι πολύ κουρασμένος το βάζω στα πόδια : φεύγω τρέχοντας, επειδή φοβάμαι του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι : τον διευθύνει, έχει απόλυτη εξουσία πάνω του Τα πόδια του έβγαλαν φτερά. Έφυγε η γη κάτω από τα πόδια μου.