Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Η έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Η έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων
Αποτελεί ειδικότερη έκφραση της αρχής της νομιμότητας του φόρου, όπως έχει θεμελιωθεί στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος.

2 Αχρεωστήτως καταβληθέντες φόροι θεωρούνται:
Αχρεωστήτως καταβληθέντες φόροι θεωρούνται: Φόροι, που έχουν επιβληθεί και εισπραχθεί χωρίς τυπικό νόμο και διακρίνονται: Σε φόρους, χωρίς οικεία νομοθετική πρόβλεψη, Σε φόρους, με νομοθετική πρόβλεψη αλλά με αντίστοιχη φορολογική απαλλαγή ή εξαίρεση, Φόροι, που έχουν επιβληθεί και εισπραχθεί χωρίς τήρηση νομίμων προϋποθέσεων και Φόροι, που έχουν επιβληθεί και εισπραχθεί βάσει νόμου αντισυνταγματικού ή αντίθετου προς το ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο.

3 Αξίωση επιστροφής Νομική θεμελίωση
Αξίωση επιστροφής Νομική θεμελίωση Νομικά θεμελιώνεται απευθείας στο Σύνταγμα (άρθρο 78 παρ.1), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη θέσπισή της με νόμο. Προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 42 ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), στο οποίο, ορίζεται ότι η Φορ. Διοίκηση επιστρέφει στον φορολογούμενο αχρεωστήτως καταβληθέντες φόρους. Συνιστά αντικατοπτρισμό στο δημόσιο δίκαιο της αρχής του άρθρου 904 ΑΚ, περί υποχρέωσης επιστροφής της ωφέλειας του αδικαιολογήτως πλουτίσαντος, στην περίπτωση της αχρεώστητης παροχής.

4 Ως προς το έντοκο της επιστροφής του φόρου
Ως προς το έντοκο της επιστροφής του φόρου Δύο εν ισχύ νομοθετικές διατάξεις: Το Άρθρο 21 Κ.Ν.Δ.Δ. (Κωδικοποιητικό Διάταγμα της 26-6/ ), το οποίο αποτελεί γενικότερη διάταξη, προβλέπει ότι: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλω ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής (Νόμος ΚΑ'/1877 άρθ. 1 και ΓΙΟΕ'/1909 άρθ. 1, άρθ. 24 Δ/τος 8/13 Νοεμ. 1918).»

5 Το Άρθρο 38 παρ. 2 Ν. 1473/1984 ορίζει ότι: «Κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή δασμός, κύριος ή πρόσθετος, ή πρόστιμο που έχει καταβληθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει, για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμοδίου δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για το επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογουμένου.»

6 Αποτελεί ειδικότερη διάταξη
Αποτελεί ειδικότερη διάταξη. Στην δε εισηγητική έκθεση του νόμου, αναφέρεται ότι προβλέπεται για πρώτη φορά η έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, με μνεία και για εκκρεμείς έως τότε περιπτώσεις στις οποίες δεν είχε επιστραφεί ο φόρος μέχρι τη δημοσίευση του νόμου. Σχετική είναι και η υπ’ αριθμό 208/1999 απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία, πριν την ως άνω διάταξη, ουδεμία υποχρέωση του Δημοσίου υφίστατο για καταβολή τόκων, νομίμων ή υπερημερίας, ελλείψει σχετικής νομοθετικής προβλέψεως.

7 Αμφισβητούμενα ζητήματα
Ύψος επιτοκίου: Άρθρο 21 Κ.Ν.Δ.Δ.:«νόμιμος τόκος και τόκος υπερημερίας 6% ετησίως», Άρθρο 38 παρ.2 Ν. 1473/1984: «το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας.» Χρόνος έναρξης τοκοφορίας: Άρθρο 21 Κ.Ν.Δ.Δ.: «… από την επίδοση της αγωγής», Άρθρο 38 παρ.2 Ν. 1473/1984: «μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της δικ.απόφασης»

8 Εξέλιξη νομολογίας ως προς το ύψος του επιτοκίου
Τη νομολογία προβλημάτισε το ζήτημα του ύψους του επιτοκίου, ειδικότερα ως προς: Την επιλογή της εφαρμοστέας διάταξης εκ των δύο ανωτέρω, Την εφαρμογή ή μη των οικείων διατάξεων του Α.Κ. περί του εκάστοτε επιτοκίου υπερημερίας (άρθρα 340 – 346 περί υπερημερίας ιδιώτη - οφειλέτη) και για το Δημόσιο, δεδομένου ότι αυτό είναι σαφώς υψηλότερο από το προβλεπόμενο κατά τα άνω.

9 Αρχικά, με την υπ’ αριθμό 1663/2009 απόφαση Σ. τ. Ε. Ολ
Αρχικά, με την υπ’ αριθμό 1663/2009 απόφαση Σ.τ.Ε. Ολ., είχε κριθεί ότι το άρθρο 21 Κ.Ν.Δ.Δ., σχετικά με το ύψος του επιτοκίου, αντιβαίνει στο άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. και άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α. Συνιστά προνομιακή μεταχείριση υπέρ του Δημοσίου που δεν δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, πρέπει να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του Α.Κ. περί του εκάστοτε οριζομένου επιτοκίου υπερημερίας και για το Δημόσιο.

10 Ακολούθησαν οι υπ’ αριθμό 744/2010 και 2812/2011 Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ολ), οι οποίες έκριναν ομοίως υπέρ της αντισυνταγματικότητας του ως άνω επιτοκίου. Αντιτάχθηκε ο ΑΠ με την υπ’ αριθμό 1127/2010 απόφασή του, κρίνοντας υπέρ της συνταγματικότητας αυτού. Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον επιβάλλει τη διαφοροποίηση αυτή υπέρ του Δημοσίου. Στη συνέχεια, το Σ.τ.Ε. έκανε μεταστροφή με την υπ’ αριθμό 1620/2011 απόφασή του, όπου έκρινε το ως άνω επιτόκιο νόμιμο, προς εξασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας του κράτους.

11 25/2012 Α. Ε. Δ. : Κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 Κ. Ν. Δ. Δ
25/2012 Α.Ε.Δ.: Κρίθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 Κ.Ν.Δ.Δ. κατά το μέρος που προβλέπει επιτόκιο 6% είναι συνταγματική. Αποτελεί ρύθμιση, ισχύουσα εν γένει από το έτος και συνυφασμένη με την οικονομική κατάσταση της χώρας. Επιτρεπτή προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου. Μέτρο πρόσφορο, αναγκαίο και κατάλληλο για τον επιδιωκόμενο σκοπό. Δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ.1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντάγματος. Επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος & για διασφάλιση της δημοσιονομικής ισορροπίας & περιουσίας της χώρας.

12 Σύμφωνα, στη συνέχεια, με την υπ’ αριθμό 2190/2014 ΣΤΕ Ολ, κρίθηκε ότι σχετικά με το ύψος του επιτοκίου, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 του ν. 1473/1984: “το επιτόκιο που ισχύει για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας”. Eιδική νομοθετική διάταξη για την επιστροφή φόρων, σε σχέση με τη γενική διάταξη του άρθρου 21 του Κ.Ν.Δ.Δ. Είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, την αρχή της ισότητας και την αρχή της αναλογικότητας. Δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του Α.Κ.

13 Ισχύον σήμερα επιτόκιο
Η αμφισβήτηση επιλύθηκε σήμερα με υπουργική απόφαση και δη με την υπ’ αριθμό ΕΞ από (με έναρξη ισχύος την ) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β 19/ ), η οποία εκδόθηκε κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης στο πλαίσιο του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.). Στο άρθρο 2 αυτής ορίσθηκε ότι επιβάλλεται το επιτόκιο πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπ. Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει την ημέρα ειδοποίησης του φορολογουμένου για επιστροφή του φόρου, πλέον πέντε και εβδομήντα πέντε (5,75) εκατοστιαίες μονάδες ετησίως.

14 Εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με την έναρξη της τοκοφορίας
Εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με την έναρξη της τοκοφορίας Αρχικά, το Σ.τ.Ε. έκρινε, με την υπ’ αριθμ /2002 απόφασή του, ότι εφαρμόζεται ο κανόνας του άρθρου 21 Κ.Ν.Δ.Δ. και συνεπώς τόκοι οφείλονται, από την άσκηση της προσφυγής, διότι: Πρόκειται περί οφειλής δημοσίου δικαίου και δη φορολογικής, Η μη καταβολή τόκων από την άσκηση της προσφυγής θα είχε ως συνέπεια τη φορολογική επιβάρυνση του φορολογουμένου κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος.

15 Ακολούθησε η υπ’ αριθμό 1207/2012 απόφαση του Σ. τ. Ε
Ακολούθησε η υπ’ αριθμό 1207/2012 απόφαση του Σ.τ.Ε., όπου κρίθηκε ότι: Η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 Ν. 1473/1984, κατά το μέρος που μεταθέτει τον χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, μετά την πάροδο εξαμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης, αντίκειται στα άρθρα 4παρ. 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α. Η διάταξη του άρθρου 21 Κ.Ν.Δ.Δ. δεν αποτελεί ειδική νομοθετική ρύθμιση και δεν εφαρμόζεται. Κενό νόμου. Παραπομπή στην Ολομέλεια.

16 ΣΤΕ ΟΛ 2190/2014: Η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 2 Ν. 1473/1984, κατά το μέρος που μεταθέτει τον χρόνο έναρξης της τοκοφορίας, μετά την πάροδο εξαμήνου από την κοινοποίηση της απόφασης, αντίκειται στα άρθρα 4παρ. 5 και 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α. και συνεπώς είναι ανίσχυρη. Εφαρμοστέα διάταξη είναι η προγενέστερη, του άρθρου 21 Κ.Ν.Δ.Δ. και συνεπώς η τοκοφορία αρχίζει από την άσκηση της οικείας προσφυγής.

17 Ισχύοντα σήμερα σχετικά με την έναρξη τοκοφορίας
Ισχύοντα σήμερα σχετικά με την έναρξη τοκοφορίας Σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, εφαρμόζεται το άρθρο 21 του Κ.Ν.Δ.Δ., για έναρξη τοκοφορίας από την άσκηση αυτής. Σε περίπτωση υποβολής αιτήσεως από τον φορολογούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ν /2013 (Κ.Φ.Δ.), η τοκοφορία αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης έως την ειδοποίησή του για την επιστροφή, εκτός εάν η επιστροφή φόρου ολοκληρωθεί εντός ενενήντα (90) ημερών από την παραλαβή από τη Φορολογική Διοίκηση της αίτησης του φορολογουμένου.

18 Ειδικότερα ζητήματα Τρόπος άσκησης αξίωσης:
Υποβολή σχετικού αιτήματος στην αρμόδια φορολογική αρχή (άρθρο 42 ν. 4174/2013). Άσκηση προσφυγής ενώπιον του αρμοδίου Διοικητικού δικαστηρίου, με νόμιμη σώρευση αιτήματος επιστροφής φόρου και καταβολής τόκων (ΣτΕ Ολ 2190/2014). Υποκείμενο άσκησης αξίωσης: Ο φορολογούμενος που προέβη στην καταβολή του φόρου, Ο τρίτος για τον οποίο έγινε η παρακράτηση φόρου.

19 Παραγραφή της αξίωσης Σύμφωνα με το προϊσχύσαν άρθρο 90 παρ. 2 εδ. α του ν. 2362/1995 και το ισχύον σήμερα άρθρο 140 παρ. 2 εδ. α του ν. 4270/2014 περί Δημοσίου Λογιστικού «Η κατά του Δημοσίου απαιτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ` αυτά χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη, από την καταβολή.» Για τα τελωνειακά έσοδα, ισχύουν οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 32 του Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001), όπου επίσης προβλέπεται τριετής παραγραφή.

20 Χρόνος έναρξης της παραγραφής
Σύμφωνα δε με σχετική νομολογία του ΔΕΕ, δεν αποτελεί παραβίαση του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου η θέσπιση μικρότερης προθεσμίας για την άσκηση της αξίωσης αυτής, σε σχέση με την αντίστοιχη αξίωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων μεταξύ ιδιωτών. Ως προς τον χρόνο έναρξης της παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 141 του Ν. 4270/2014, η παραγραφή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Ενώ σύμφωνα με τον Τελωνειακό Κώδικα, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση των τελωνειακών εσόδων.

21 Προβληματική της επιστροφής των έμμεσων φόρων
Σε αυτή την περίπτωση, ο καταναλωτής φέρει το βάρος του φόρου, πλήν όμως άλλος είναι ο κατά νόμο υπόχρεος. Την αξίωση επιστροφής θα έπρεπε να έχει ο καταναλωτής, ο οποίος πράγματι ζημιώθηκε. Στο άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 437/1974, όπως επανήλθε με το άρθρο 8 Ν. 1223/1981, τέθηκε ως προϋπόθεση για την επιστροφή του φόρου, η μη επίρριψη στην κατανάλωση, με το βάρος απόδειξης στον δικαιούχο της αξίωσης.

22 Κριτική από νομολογία Κρίθηκε από το ΣτΕ ότι δεν είναι νόμιμη η μη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου, λόγω της επίρριψής του από τον υπόχρεο στην κατανάλωση. Αντίστοιχα, το Δ.Ε.Ε. έκρινε ότι, ναι μεν είναι επιτρεπτή και συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, η επιβολή της προϋπόθεσης αυτής και συνεπώς της μη επιστροφής του φόρου, όταν ο υπόχρεος έχει αδικαιολογήτως πλουτίσει, ωστόσο το βάρος απόδειξης της μετακύλισης φέρει πάντα η Διοίκηση. Αντίθετες διατάξεις νόμου (π.χ. άρθρο 19 παρ. 1 Ν.2873/2000) αντιβαίνουν στο κοινοτικό δίκαιο.

23 Τέλος παρουσίασης


Κατέβασμα ppt "Η έντοκη επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google