Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεIdola Matis Τροποποιήθηκε πριν 9 χρόνια
1
Κοινωνιογνωστικά Μοντέλα Πρόβλεψης Συμπεριφορών Υγείας (ΨΥΧ-358)
Συνάντηση 5η ftp://ftp.soc.uoc.gr/psycho/manola/spring08/social cognition models seminar
2
Η Γνωστική Κοινωνική Θεωρία Social Cognitive Theory (SCT; Bandura, 1977, 1992, 2000)
3
Εισαγωγικά Βασίζεται στη δουλειά του Albert Bandura αναφορικά με το ρόλο της κοινωνικής μοντελοποίησης (social modelling) στην ανθρώπινη κινητοποίηση, σκέψη και δράση Οι άνθρωποι επηρεάζουν αλλά και επηρεάζονται από το περιβάλλον τους Η παρουσίαση αυτή εξετάζει τον ρόλο της κοινωνικής γνωστικής θεωρίας στην υιοθέτηση, την έναρξη, και τη διατήρηση των συμπεριφορών υγείας. Ιστορικά, η θεωρία ξεκίνησε να αναπτύσσεται στη δεκαετία του 70, όταν υπήρξε η μετακίνηση στην επιστημονική κοινότητα από την έμφαση στην συμπεριφορά στην έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες (cognition). Το 1ο βιβλίο του Bandura το 1953 διαπραγματεύονταν την εφηβική επιθετικότητα (Adolescent Aggression) και ακολουθήθηκε το 1959 από το Aggression: A Social Learning Analysis. Και τα δύο αυτά βιβλία εξακολουθούσαν να βασίζονται στην συμπεριφορική ανάλυση και εξέταζαν μοντέλα ρόλου (role models). Αφού έριξε φώς στο πώς οι άνθρωποι μαθαίνουν μέσω της παρατήρησης, ο Bandura επέκτεινε την ιδέα αυτή στην αφηρημένη μοντελοποίηση της συμπεριφοράς που ρυθμίζεται από κανόνες (abstract modelling of rule-governed behaviour) και στην αποευαισθητοποίηση μέσω της άμεσης (σοκαριστικής) εμπειρίας (disinhibition through vicarious experience). Στη συνέχεια, το 1977, εξέδωσε το βιβλίο Social Learning Theory, το οποίο άλλαξε την κατεύθυνση της ψυχολογίας για τις επόμενες δεκαετίες. Το άρθρο σταθμός για την έννοια της αυτεπάρκειας (self-efficacy) επίσης δημοσιεύθηκε εκείνη τη χρονιά (Bandura, 1977). Ως εκείνη τη στιγμή οι ερευνητές στο χώρο της ψυχολογίας έδιναν βαρύτητα στην μάθηση μέσω των συνεπειών της συμπεριφοράς (behaviourism). Με τη δουλειά του Bandura οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν τον εξέχοντα ρόλο της κοινωνικής μοντελλοποίησης (social modelling) στην ανθρώπινη κινητοποίηση, σκέψη και δράση. Ο Bandura έδειξε ότι η επικίνδυνη και ανιαρή (μονότονη) διαδικασία της μάθησης με δοκιμή και πλάνη μπορεί να παρακαμφθεί μέσω της κοινωνικής μοντελοποίησης της γνώσης και των ικανοτήτων. Η κοινωνική μοντελοποίηση δεν αποτελεί μία απλή μίμηση αντιδράσεων (response mimicry). Αντίθετα, το άτομο φαίνεται να παράγει καινούριους τύπους συμπεριφοράς (new behaviour patterns) με το να προχωρά πέρα από αυτό που είδε ή άκουσε. Παράλληλα με την καλλιέργεια νέων ικανοτήτων, η κοινωνική μοντελοποίηση επηρεάζει την κινητοποίηση (motivation) με το να εγκαθιδρύει (μέσω της επανάληψης) προσδοκίες για τα αποτελέσματα της συμπεριφοράς (instillation of behavioural outcome expectation). Στο βιβλίο του (1986) Social Foundations of Thought and Action: A Social Cognitive Theory, ο Bandura ανέπτυξε πλήρως την κοινωνική γνωστική θεωρία του για την ανθρώπινη λειτουργία. Στο μοντέλο του για την τριαδική αμοιβαία αιτιότητα (triadic reciprocal causation), οι άνθρωποι αποτελούν δράστες αλλά και και προϊόν του περιβάλλοντος τους (actors as well as products of their environment). Αυτή η δουλειά επισφραγίστηκε από το βιβλίο του 1997 Self-Efficacy: The Exercise of Control (Bandura, 1997). Σύμφωνα με την κοινωνική γνωστική θεωρία, η αλλαγή συμπεριφοράς είναι δυνατή μέσω μίας προσωπικής αίσθησης ελέγχου. Αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να αναλάβουν δράση και να επιλύσουν στην πράξη (instrumentally) ένα πρόβλημα, γίνονται περισσότερο προδιατεθειμένοι για να το κάνουν και αισθάνονται περισσότερο δεσμευμένοι στην απόφαση αυτή. Η αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια συνδέεται με την προσωπική δράση και έλεγχο (personal action and agency). Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν γεγονότα μπορεί να ζούν περισσότερο δραστήριες και αυτο-καθοριζόμενες ζωές. Αυτή η σκέψη ‘μπορώ να το κάνω’ (‘can do’ cognition) αντικατοπτρίζει μία αίσθηση ελέγχου ως προς το περιβάλλον. Αντικατοπτρίζει την πεποίθηση της ικανότητας κυριαρχίας στις προκλήσεις του περιβάλλοντος μέσω της προσαρμοστικής δράσης (belief of being able to master challenging demands by means of adaptive action). Κατά τον Bandura η αυτεπάρκεια επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι νιώθουν, σκέπτονται και ενεργούν. Χαμηλή αίσθηση αυτεπάρκειας συνδέεται με κατάθλιψη, άγχος, και αίσθημα αβοήθητου. Έχει βρεθεί ότι μία ισχυρή αίσθηση προσωπικής επάρκειας σχετίζεται με καλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση. Αναφορικά με τη σκέψη, μία ισχυρή αίσθηση ικανότητας διευκολύνει τη γνωστική διαδικασία και επίδοση σε μία ποικιλία περιστάσεων, όπως για παράδειγμα την ποιότητα της λήψης αποφάσεων (quality if decision-making) η θέτηση στόχων (goal setting) και η ακαδημαϊκή επιτυχία. Η προσδοκίες των αποτελεσμάτων (outcome expectancies) είναι η άλλη σημαντική μεταβλητή του μοντέλου. Αναφέρεται στις πεποιθήσεις σχετικά με τις συνέπειες της ενέργειας κάποιου. Διακρίνονται σε φυσικές, κοινωνικές και προσδοκίες αυτο-αξιολόγησης (physical, social and self-evaluative). Η συμπεριφορά κάποιου μπορεί να προκαλέσει αλλαγές του σώματος, αντιδράσεις των άλλων, ή αισθήματα για τον ίδιο τον εαυτό. Μαζί με την αυτεπάρκεια επηρεάζουν την θέτηση και εκπλήρωση των στόχων (goal setting and goal pursuit). Η θεωρία έχει εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο εύρος περιοχών της ψυχολογίας, όπως σχολική επίδοση, συναισθηματικές διαταραχές, ψυχική και σωματική υγεία, επιλογή καριέρας, και κοινωνικοπολιτική αλλαγή. Αποτελεί καθοριστική θεωρία για την κλινική, την εκπαιδευτικής, κοινωνικής, αναπτυξιακής, ψυχολογίας υγείας και ψυχολογία προσωπικότητας.
4
Αυτεπάρκεια (self-efficacy)
‘Μπορώ’ [όχι της Άννας Δρούζα] Η πεποίθηση κυριαρχίας επί των προκλήσεων του περιβάλλοντος μέσω της ανάληψης προσαρμοστικής δράσης Αντικατοπτρίζει μία αίσθηση ελέγχου στο περιβάλλον Σύμφωνα με την κοινωνική γνωστική θεωρία, η αλλαγή συμπεριφοράς είναι δυνατή μέσω μίας προσωπικής αίσθησης ελέγχου. Αν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να αναλάβουν δράση και να επιλύσουν στην πράξη (instrumentally) ένα πρόβλημα, γίνονται περισσότερο προδιατεθειμένοι για να το κάνουν και αισθάνονται περισσότερο δεσμευμένοι στην απόφαση αυτή. Η αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια συνδέεται με την προσωπική δράση και έλεγχο (personal action and agency). Οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν γεγονότα μπορεί να ζούν περισσότερο δραστήριες και αυτο-καθοριζόμενες ζωές. Αυτή η σκέψη ‘μπορώ να το κάνω’ (‘can do’ cognition) αντικατοπτρίζει μία αίσθηση ελέγχου ως προς το περιβάλλον. Αντικατοπτρίζει την πεποίθηση της ικανότητας κυριαρχίας στις προκλήσεις του περιβάλλοντος μέσω της προσαρμοστικής δράσης (belief of being able to master challenging demands by means of adaptive action). Κατά τον Bandura η αυτεπάρκεια επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι νιώθουν, σκέπτονται και ενεργούν. Χαμηλή αίσθηση αυτεπάρκειας συνδέεται με κατάθλιψη, άγχος, και αίσθημα αβοήθητου. Έχει βρεθεί ότι μία ισχυρή αίσθηση προσωπικής επάρκειας σχετίζεται με καλύτερη κοινωνική ενσωμάτωση. Αναφορικά με τη σκέψη, μία ισχυρή αίσθηση ικανότητας διευκολύνει τη γνωστική διαδικασία και επίδοση σε μία ποικιλία περιστάσεων, όπως για παράδειγμα την ποιότητα της λήψης αποφάσεων (quality if decision-making) η θέτηση στόχων (goal setting) και η ακαδημαϊκή επιτυχία.
5
Προσδοκίες αποτελεσμάτων (outcome expectancies)
Προσδοκίες σχετικά με τα αποτελέσματα της ανάληψης μιας δράσης Φυσικές Κοινωνικές Προσωπικές (αυτο-αξιολόγηση) Η προσδοκίες των αποτελεσμάτων (outcome expectancies) είναι η άλλη σημαντική μεταβλητή του μοντέλου. Αναφέρεται στις πεποιθήσεις σχετικά με τις συνέπειες της ενέργειας κάποιου. Διακρίνονται σε φυσικές, κοινωνικές και προσδοκίες αυτο-αξιολόγησης (physical, social and self-evaluative). Η συμπεριφορά κάποιου μπορεί να προκαλέσει αλλαγές του σώματος, αντιδράσεις των άλλων, ή αισθήματα για τον ίδιο τον εαυτό. Μαζί με την αυτεπάρκεια επηρεάζουν την θέτηση και εκπλήρωση των στόχων (goal setting and goal pursuit). Η θεωρία έχει εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο εύρος περιοχών της ψυχολογίας, όπως σχολική επίδοση, συναισθηματικές διαταραχές, ψυχική και σωματική υγεία, επιλογή καριέρας, και κοινωνικοπολιτική αλλαγή. Αποτελεί καθοριστική θεωρία για την κλινική, την εκπαιδευτικής, κοινωνικής, αναπτυξιακής, ψυχολογίας υγείας και ψυχολογία προσωπικότητας. Προσδοκίες αποτελεσμάτων (outcome expectancies): οι πεποιθήσεις του ατόμου για τις πιθανές συνέπειες των ενεργειών τους. Μπορούν να οργανωθούν κατά μήκος 3 διαστάεων: α) περιοχή επιπτώσεων (consequences), β) θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις, γ) βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Διακρίνονται τρείς τύποι: α) φυσικές προσδοκίες αποτελέσματος (physical outcome expectations). Έχουν να κάνουν με την προσδοκία του τί θα βιώσει το άτομο (βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα) μετά την αλλαγή της συμπεριφοράς. πχ προσδοκίες δυσφορίας ή συμπτωμάτων ασθένειας. Πχ αμέσως μετά τη διακοπή του καπνίσματος, το άτομο μπορεί να παρατηρήσει μείωση του βήχα (θετική συνέπεια) και υψηλότερο επίπεδο μυική έντασης (αρνητική συνέπεια). β) κοινωνικές προσδοκίες αποτελέσματος (social outcome expectations). Αναφέρονται στις αναμενόμενες κοινωνικές αντιδράσεις μετά την αλλαγή της συμπεριφοράς. Πχ καπνιστές που εξακολουθούν να καπνίζουν μπορεί να αναμένουν την επίκριση του οικογενειακού τους περιβάλλοντος, ή εάν το διακόψουν, θα αναμένουν ότι θα δεχτούν την επιβράβευση του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. γ) αυτο-αξιολογητικές προσδοκίες αποτελέσματος (self-evaluative outcome expectancies). Αναφέρονται στην προσδοκία εμπειριών μετά την αλλαγή της συμπεριφοράς, λόγω εσωτερικών κριτηρίων. Πχ αίσθημα ντροπής, υπερηφάνιας, ικανοποίησης. Αυτές οι τρείς διαστάσεις έχουν επιβεβαιωθεί εμπειρικά (Dijkstra et al., 1997). Οι προσδοκίες σχετικά με τα αποτελέσματα της προσωπικής δράσης και οι πεποιθήσεις σχετικά με την ικανότητα κάποιου περιλαμβάνουν την επιλογή να αντιμετωπίσουν πρακτικά τις απειλές υγείας με την ανάληψη προληπτικής δράσης. Αυτές οι πεποιθήσεις δράσης και οι πεποιθήσεις προσωπικών μέσων αντικατοπτρίζουν ένα λειτουργικό οπτιμισμό. Οι έννοιες της αυτεπάρκειας και των προσδοκιών αποτελέσματος είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και εμπειρικά είναι δύσκολο να διακριθούν επειδή λειτουργούν συνδιαστικά. Η αντίληψη της αυτεπάρκειας μπορεί να περιλαμβάνει προσδοκίες αποτελέσματος γιατί τα άτομα πιστεύουν ότι μπορούν να προκαλέσουν τις αντιδράσεις που είναι απαραίτητες για τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αλλά και οι προσδοκίες αποτελέσματος περιλαμβάνουν την έννοια της αυτεπάρκειας, καθώς υποθέτουν ότι το άτομο θα είναι σε θέση να αναλάβει τις απαραίτητες δράσεις για να επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αλλά οι δύο αυτές έννοιες έχουν απόσταση μεταξύ τους σε πολλές περιπτώσεις. Πχ ένας καπνιστής μπορεί να πιστεύει ότι η διακοπή του καπνίσματος θα οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα υγείας, αλλά να μην νιώθει αυτοπεποίθηση στην ικανότητά του να διακόψει το κάπνισμα. Τόσο οι πεποιθήσεις αυτεπάρκειας όσο και αυτές προσδοκίας αποτελέσματος παίζουν σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση νέων συμπεριφορών υγείας, την εξάλειψη ανθυγειινών έξεων, και για τη διατήρηση των συμπεριφορών που έχουν επιτευχθεί. Αυτές οι μεταβλητές προβλέπουν άμεσα τη συμπεριφορά. Επιπλέον, λειτουργούν μέσω έμμεσων οδών, επηρεάζοντας την επιβολή στόχων και την αντίληψη κοινωνικοδομικών παραγόντων.
6
Στόχοι (goals) Ταυτίζονται με την έννοια της πρόθεσης
Κίνητρα και οδηγοί της συμπεριφοράς Αποτελούν απαραίτητη αλλά όχι επαρκή συνθήκη για τη πρόβλεψη της μετέπειτα δράσης Στόχοι (goals): η μεταβλητή αυτή ταυτίζεται με την έννοια της πρόθεσης (οι στόχοι που θέτει το άτομο). Προκειμένου να υιοθετήσουν την επιθυμητή συμπεριφορά, τα άτομα αρχικά θέτουν ένα στόχο και στη συνέχεια επιχειρούν να εκτελέσουν τη δράση. Οι στόχοι λειτουργούν ως κίνητρα και οδηγοί για τη συμπεριφορά. Οι στόχοι διακρίνονται μεταξύ απώτερων (distal) και εγγύτερων (proximal) στόχων. Οι εγγύτεροι στόχοι ρυθμίζουν το ποσό της επενδυόμενης προσπάθειας και καθοδηγούν τη δράση. Οι εγγύτεροι στόχοι είναι περισσότερο κοντά στην έννοια της πρόθεσης. Η έννοια αυτή θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο συγκεκριμένη προκειμένου να διευκολύνει την μετέπειτα δράση. Υπάρχει ένα συνεχές μεταξύ απώτερων και εγγύτερων προθέσεων, και μεταξύ προθέσεων στόχων και προθέσεων εφαρμογής. Οι προσδοκίες αποτελέσματος ενθαρρύνουν την απόφαση για την αλλαγή της συμπεριφοράς το ατόμου. Το άτομο ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς, που σημαίνει ότι διαθέτουν και θετικές και αρνητικές προσδοκίες αποτελεσμάτων. με βάση αυτή την διαδικασία λήψης απόφασης, μπορεί να διαμορφώσει μία πρόθεση για δράση ή μία πρόθεση να μην δράσει. Οι άνθρωποι δεν θα έθεταν στόχους, αν δεν πίστευαν ότι η επίτευξη αυτών των στόχων δεν θα είχε περισσότερα πλεονεκτήματα από μειονεκτήματα. Επομένως, οι προσδοκίες αποτελέσματος θεωρούνται σημαντικές προβλεπτικές μεταβλητές στο αρχικό στάδιο της διαμόρφωσης των προθέσεων, αλλά λιγότερο σημαντικές για το επόμενα στάδιο του ελέγχου της δράσης. Από την άλλη μεριά, η αυτεπάρκεια φαίνεται πολύ σημαντική, ιδιαίτερα μετά τη διαμόρφωση για την υιοθέτηση της συμπεριφοράς υγείας, όταν το τασκ είναι η μετάφραση της πρόθεσης σε δράση και η αυτο-ρύθμιση της διαδικασίας ακολούθησης του στόχου. Σύμφωνα με την κοινωνιογνωστική θεωρία η διαμόρφωση ενός στόχου είναι απαραίτητη αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την επίτευξη ενός στόχου. Είναι μία προσυνθήκη, αλλά δεν διασφαλίζει το ότι το άτομο θα ακολουθήσει τελικά τον στόχο. Η πεποιθήσεις αυτεπάρκειας επηρεάζουν τη συμπεριφορά έμμεσα, μέσω της επίδρασής τους στους στόχους. Η αυτεπάρκεια μεταξύ άλλων παραγόντων, επηρεάζει ποιές προκλήσεις αποφασίζουν να αναλάβουν τα άτομα, και πόσο υψηλά θέτουν τους στόχους τους. Άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια σε ένα συγκεκριμένο χώρο θα επιλέξουν περισσότερο προκλητικούς και φιλόδοξους στόχους. Αισιόδοξες αυτοπεποιθήσεις σχετικά με την ικανότητα κάποιου να ασκήσει έλεγχο στη συμπεριφορά του επηρεάζουν το πώς θα ανταποκριθεί στην ύπαρξη απόστασης μεταξύ των προσωπικών του στόχων και της απόδοσής (προσπάθειας) του. Σε σύγκριση με αυτούς με μη αισιόδοξες αυτοπεποιθήσεις , τα άτομα με υψηλότερη αυτεπάρκεια επενδύουν περισσότερη προσπάθεια όταν η απόσταση μεταξύ στόχων και απόδοσης (DeVellis & DeVellis, 2000). Η υψηλή αυτεπάρκεια βελτιώνει την θέτηση στόχων, αλλά και οδηγεί σε πεισσότερη επιμονή στην ακολούθηση του στόχου. Επιπλέον ενισχύει την αποτελεσματική χρήση γνωστικών μέσων, διαγιγνώσκοντας τα προβλήματα και αναζητώντας αποτελεσματικές λύσεις (Maddux & Lewis, 1995). Η θεωρία έχει εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο εύρος περιοχών της ψυχολογίας, όπως σχολική επίδοση, συναισθηματικές διαταραχές, ψυχική και σωματική υγεία, επιλογή καριέρας, και κοινωνικοπολιτική αλλαγή. Αποτελεί καθοριστική θεωρία για την κλινική, την εκπαιδευτικής, κοινωνικής, αναπτυξιακής, ψυχολογίας υγείας και ψυχολογία προσωπικότητας.
7
Κοινωνικοδομικοί παράγοντες (sociostructural factors)
Ευκαιρίες (facilitators, opportunities) Εμπόδια (impediments, barriers) Η θέτηση στόχων επίσης εξαρτάται από τους αντιλαμβανόμενους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Αυτοί αναφέρονται σε εμπόδια ή ευκαιρίες που υπάρχουν στις συνθήκες διαβίωσης, στα συστήματα υγείας, στα πολιτικά, οικονομικά και περιβαντολλογικά συστήματα. Οι αισιόδοξες συτοπεποιθήσεις για την αυτεπάρκεια κάποιου επίσης ελέγχουν το πώς αυτός θα αντιληφθεί τα εμπόδια και τις ευκαιρίες. Η αυτεπάρκεια επηρεάζει το αν οι άνθρωποι θα δίνουν περισσότερη σημασία στις ευκαιρίες ή τα εμπόδια στη ζωή τους. Άτομα με υψηλή αυτεπάρκεια αναγνωρίζουν ότι είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν τα εμπόδια, και να επικεντρωθούν στις ευκαιρίες. Πιστεύουν ότι έιναι ικανοί να ασκήσουν έλεγχο, ακόμα κι αν το περιβάλλον προκαλεί εμπόδια παρά ευκαιρίες. Η αντίληψη αυτεπάρκειας αποτελεί την κεντρική έννοια του μοντέλου. Αν οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους ως άτομα που μπορούν να αυτο-οργανωθούν, να σκεφτούν, να ρυθμίσουν τον εαυτό τους και τη συμπεριφορά τους, και να έχουν μία τάση για δράση, ΄δρώντας επάνω και επηρεάζοντας το περιβάλλον τους, αλλά και αποτελώντας προϊόν του περιβάλλοντος τους, τότε θα πρέπει να καθοδηγούνται από πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό τους που τους επιτρέπουν να κρίνουν τα πράγματα και να ασκούν έλεγχο όποτε αυτό είναι απαραίτητο.
8
Δομή Μοντέλου Σχήμα 1: Social Cognitive Theory (πηγή: Luszczynka & Schwarzer, 2005)
Outcome expectations Physical Social Self-evaluative Behaviour Self-efficacy Goals Sociostructural factors Facilitators Impediments
9
Δομή Μοντέλου Σχήμα 1: Κοινωνιογνωστική Θεωρία (πηγή: Luszczynka & Schwarzer, 2005)
Προσδοκίες αποτελέσματος Physical Social Self-evaluative Συμπεριφορά Αυτεπάρκεια Στόχοι Κοινωνιοδομικοί παράγοντες Ευκαιρίες Εμπόδια
10
Λειτουργικός προσδιορισμός και μέτρηση
Οι έννοιες του μοντέλου μετρώνται στο πλαίσιο της υπό μελέτη συμπεριφοράς (behaviour-specific) Ο λειτουργικός ορισμός και τα εργαλεία μέτρησης των στόχων ουσιαστικά ταυτίζονται με αυτά των προθέσεων Ποικιλία και δυσκολία ορισμού ευκαιριών και εμποδίων (κοινωνική υποστήριξη, κοινωνική ενσωμάτωση, μορφωτικό επίπεδο, οικονομικό επίπεδο, εθνικό γκρουπ, κλπ) Στο κεφάλαιο του βιβλίου δεν αναφέρονται μετα-αναλύσεις ή περιγραφικές ανασκοπήσεις για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του μοντέλου, ούτε πληροφορίες για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των μετρήσεων. Υπάρχει πλήθος διαθέσιμων εργαλείων μέτρησης αυτεπάρκειας για διάφορες συμπεριφορές (πχ φυσική άσκηση, διατροφή κλπ). Αναφορικά με τους στόχους, σημαντικό είναι να ορίζονται πολύ συγκεκριμένα (η συμπεριφορά, το πλαίσιο κλπ)
11
Έρευνα Πλήθος εφαρμογών του μοντέλου σε μία ευρεία γκάμα συμπεριφορών
Οι περισσότερες μελέτες επικεντρώνονται στις μεταβλητές της αυτεπάρκειας και (λιγότερο συχνά) των προσδοκιών αποτελεσμάτων Οι περισσότερες μελέτες επικεντρώνονται στην μελέτη της αυτεπάρκειας, και της προσδοκίας αποτελέσματος. Όλες επικεντρώνονται στην αυτεπάρκεια, καθώς το μοντέλο θεωρεί την μεταβλητή αυτή ως την κύρια και την εγγύτερη προβλεπτική μεταβλητή και πηγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν το μοντέλο συνώνυμο με μια θεωρία της αυτεπάρκειας, αλλά ο δημιουργός της επανειλειμένα τόνισε ότι δεν πρόκειται για ένα μοντέλο με έναν μόνο παράγοντα.
12
Επιπλέον, Κάποιες έρευνες συνδιάζουν μεταβλητές της κοινωνιογνωστικής θεωρίας με μεταβλητές άλλων μοντέλων, πχ: - πρόβλεψη της εφαρμογής προστατευτικών για τον ήλιο εφαρμογών από το προσωπικό παιδικών σταθμών στους μαθητές τους (James et al., 2002) - Μελέτη φυσικής άσκησης σε μαθήτριες (Motl et al., 2002) σε δείγμα φοιτητών (Dzewaltowski, 1989) Σε δείγμα νέων (Rovniak et al., 2002) Στην έρευνα για την εφαρμογή προστατευτικών για τον ήλιο πρακτικών σε παιδιά προσχολικής ηλικίας συνδιάστηκαν μεταβλητές αυτεπάρκειας, προσδοκίας αποτελεσμάτων, αλλά και αυτή της κοινωνικής νορμας (θεωρία προσχεδιασμένης συμπεριφοράς). Η συμπεριφορά που μετρήθηκε ήταν η ικανότητα χρήσης αντιηλιακού στα παιδιά (επαναλαμβανόμενη επάλειψη των παιδιών με αντιηλιακό- προστατευτική), και η συμπεριφορά αποφυγής του ήλιου (χρήση ρούχων με μανίκια, χρήση καπέλων, κλπ). Στη μελέτη της φυσικής άσκησης σε μαθήτριες μελέτησαν την αποτελεσματικότητα της κοινωνιογνωστικής θεωρίας, της θεωρίας της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς και της θεωρίας της έλλογης δράσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν μεγαλύτερη υποστήριξή στην πρώτη, μέτρια στη δεύτερη και αδύναμη στην Τρίτη. Στη μελέτη τoy Dzewaltowski, 1989 σύγκριναν την προβλεπτική δύναμη της κοινωνιογνωστικής θεωρίας και της θεωρίας της έλλογης δράσης σε δείγμα 328 φοιτητών. Η φυσική άσκηση συσχετίζονταν με την πρόθεση (.22), και την αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια (.34). Η θεωρία της έλλογης δράσης δεν μοιράζονταν ξεχωριστή διακύμανση με τη συμπεριφορά της φυσικής άσκησης (7 εβδομάδες), μετά το κοντρολ των κοινωνικογνωστικών μεταβλητών που μετρήθηκαν. Και η μελέτη των Rovniak et al. (2002) έδειξε ότι η επίδραση της αυτεπάρκειας στη φυσική άσκηση είναι μεγαλύτερη από αυτή άλλων ψυχοκοινωνικογνωστικών μεταβλητών.
13
Συμμόρφωση με τη θεραπεία και την αποκατάσταση
Θεραπεία HIV ή AIDS (Catz et al., 2000; Molassiotis et al., 2002) -σε γυναίκες με HIV ή AIDS (Murphy et al., 2002) Ασθενείς με χρόνια προβλήματα - Ηλικιωμένους ασθενείς με καρδιακά προβλήματα (Clark & Dodge, 1999) - Ασθενείς με διαβήτη (Stewart et al., 2003; Williams & Bond, 2002) Ανάνηψη από ασθένεια ή χειρουργική επέμβαση - Σε καρδιακούς ασθενείς (Taylor et al., 1985) - Ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα (O’Leary et al., 1988) - Ανάκαμψη μετά από ακρωτηριασμό ή επανακατασκευή ποδιού (Bosse et al., 2002 - Ασθενείς με χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (Toshima et al., 1992) Η αυτεπάρκεια φαίνεται να είναι εξέχουσας σημασίας για την πρόβλεψη της μετέπειτα πορείας Η συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή ή στην προτεινόμενη θεραπεία σχετίζεται με πεποιθήσεις αυτορύθμισης. Έχει βρεθεί ότι όταν ενισχυθούν οι αισιόδοξες πεποιθήσεις ότι κάποιος μπορεί να τα καταφέρει να βγάλει σε πέρας τη θεραπεία, το επίπεδο συμμόρφωσης ΄βελτιώνεται. Ιδιαίτερα όταν η αγωγή ΄΄η αποκατάσταση είναι περίπλοκη, η συμμόρφωση με αυτή τείνει να είναι χειρότερη. Η φτωχή συμμόρφωση μπορεί να οφείλεται στην εμπειρία των παρενεργειών (ναυτία, άγχος, δυσφορία, κλπ), αλλά και στη έλλειψη ικανοτήτων αυτορύθμισης (μή ύπαρκη αισιόδοξων πεποιθήσεων ότι μπορεί να καταφέρει να ακολουθήσει τη θεραπεία) Μή συμμόρφωση: σχετίζεται με πολυπλοκότητα αγωγής και παρενέργειες. Επίσης ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που σχετίζονται με τη μή συμμόρφωση είναι η κοινωνική υποστήριξη, η αυτεπάρκεια κλπ. Η αυτεπάρκεια έχει βρεθεί να προβλέπει καλύτερα τη συμμόρφωση σε σχέση με μεταβλητές όπως κοινωνική υποστήριξη, οικογενειακή υποστήριξη, κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Η αυτεπάρκεια μπορεί να αυξηθεί με γνωστικο-συμπεριφορική θεραπεία (CBT). Παράδειγμα μελέτης με το παιχνίδι του υπολογιστή.
14
Σεξουαλικές συμπεριφορές κινδύνου
Μή ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές (πχ μή χρήση προφυλακτικού) - Σε έφηβες (Levinson, 1982; Wang et al., 2003) - Σεξουαλικά ενεργούς φοιτητές (Dilorio et al., 2000a, 2000b) - Σεξουαλικά ενεργούς εφήβους (Dilorio et al., 2001) - gay και bisexual άνδρες (Semple et al., 2000) - Ασθενείς με σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα (Dilorio et al., 1997) - Άτομα εξαρτημένα από ναρκωτικά (χρήση προφυλακτικού και χρήση καθαρών συρριγγών, Kok et al., 1992) Αισιόδοξες πεποιθήσεις στην ικανότητα κάποιου να διαπραγματευτεί ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές έχουν δειχθεί ως οι σημαντικότερες για την πρόβλεψη προστατευτικών σεξουαλικών συμπεριφορών (Basen-Engquist, 1992; Kasen et al., 1992; Wulfert & Wan, 1993) Η αυτεπάρκεια και οι προσδοκίες αποτελέσματος μπορεί να αναφέρονται στην ίδια περιοχή ικανοτήτων που άπαιτούνται για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου. Πχ σχετικά με την σεξουαλική συμπεριφορά, μπορεί να αναφέρονται στις επικοινωνικακές ικανότητες του ατόμου. Η αυτεπάρκεια περιλαμβάνει την πίστη ΄του ατόμου στην ικανότητά του να επικοινωνήσει με το σύντροφο σχετικά με ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές, ενώ οι προσδοκίες αποτελεσμάτων μπορεί να έχουν να κάνουν με τα αποτελέσματα της επικοινωνίας αυτής σχετικά με τις ασφαλέστερες σεξουαλικές πρακτικές. Και οι δύο παράγοντες θα έπρεπε να σχετίζονται άμεσα με την πραγματική-μετέπειτα επικοινωνία και πράξη για ασφαλή σεξουαλική συμπεριφορά.
15
Φυσική άσκηση Μελέτες για την πρόβλεψη των προθέσεων και της μετέπειτα συμπεριφοράς Η αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια έχει δειχτεί να είναι σημαντικός παράγοντας για τη διαμόρφωση της πρόθεσης αλλά και της διατήρησης της συστηματικής άσκησης (Shaw et al., 1992; McAuley, 1993; Rodgers et al., 2002; Rovniak et al., 2002) -Έφηβοι ετών (ανιχνευτής κίνησης, Strauss et al., 2001) - Νέοι ενήλικες (εργαλεία αυτο-αναφοράς, Dishman et al., 1992) - Διάρκεια φυσικής απόδοσης (πειραματικά χειριζόμενη ανταγωνιστική αυτεπάρκεια, Weinberg et al., 1979; 1980) Η συστηματική φυσική άσκηση εξαρτάται από την αισιόδοξη πεποίθηση ότι κάποιος είναι ικανός να εκτελέσει τη συμπεριφορά σωστά.
16
Φυσική άσκηση (συνέχεια)
Πρόληψη χρόνιας νόσου Ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα (ενίσχυση αυτεπάρκειας ικανότητας φυσικής άσκησης, Holman & Lorig, 1992) Ασθενείς μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου (Ewart, 1992) Ηλικιωμένοι (ενίσχυση πεποίθησης ικανότητας αντιμετώπισης εμποδίων, Brassington et al., 2002) Τυχαίο δείγμα ατόμων άνω των 60 (μελέτη ρόλου των αντιλαμβανομένων εμποδίων, Booth et al., 2000) Δείγμα φοιτητών (Dzewaltowski, 1989) Δείγμα νέων (Rovnian et al., 2002) Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν το ότι η αυτεπάρκεια σχετίζεται με κοινωνικοδομικούς παράγοντες σχετικά με τις συμπεριφορές υγείας, όπως πχ με τα αντιλαμβανόμενα εμπόδια και τις ευκαιρίες, και με την υπόθεση ότι αυτοί οι κοινωνικοδομικοί παράγοντες σχετίζονται άμεσα με τις συμπεριφορές (πχ στη μελέτη των Booth et al., 2000, η φυσική άσκηση συσχετίζονταν και με τα αντιλαμβανόμενα εμπόδια όπως πχ πρόσβαση στα τοπικά αθλητικά κέντρα, ανεύρεση μονοπατιών για πεζούς για περπάτημα κλπ) οι δύο τελευταίες μελέτες αφορούν σύγκριση του κοινωνιογνωστικού με άλλα μοντέλα (προηγούμενο σλαιντ). Οι μελέτες αυτές παρέχουν υποστήριξη στο μοντέλο και δείχνουν ότι η αυτεπάρκεια είναι η σημαντικότερη προβλεπτική μεταβλητή της φυσικής άσκησης, σημαντικότερη από άλλες ψυχοκοινωνικές μεταβλητές.
17
Διατροφή και έλεγχος βάρους
Η δίαιτα και ο έλεγχος βάρους επηρεάζονται από την αυτεπάρκεια (Glynn & Ruderman, 1986; Bagozzi & Warshaw, 1990; Hofstetter et al., 1990; Shannon et al., 1990; Senecal et al., 2000) Έλεγχος βάρους – η αυτεπάρκεια λειτουργεί καλύτερα σε συνδιασμό με γενικότερες αλλαγές του τρόπου ζωής (πχ συνδιασμός με φυσική άσκηση και κοινωνική υποστήριξη) Δίαιτα – η αυτεπάρκεια συνδέεται στενά με την υψηλότερη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών (Van Duyn et al., 2001)
18
Υγειινή διατροφή Κατανάλωση φυτικών ινών, φρούτων και λαχανικών, τροφών χαμηλών σε λιπαρά - Δείγμα πελατών σούπερ μαρκετ (Anderson et al., 2000) - Δείγμα φοιτητών (Schnoll & Zimmerman, 2001) - Δείγμα αφροαμερικανών (Resnicow et al., 2000) Η αυτεπάρκεια συνδέεται με τα προσδοκούμενα αποτελέσματα και την θέτηση στόχων. Η σχέση με τη συμπεριφορά παρουσιάζεται περισσότερο έμμεση Σύμφωνα με τη θεωρία, η αυτεπάρκεια συνδέεται με τα προσδοκούμενα αποτελέσματα και τη θέτηση στόχων.
19
Διατροφή ευαίσθητων πληθυσμών
Διατροφή γυναικών 65+ (Conn, 1997) Διαβητικοί ασθενείς (Savoca & Miller, 2001, Bond, 2002) Ασθενείς με καρκίνο του μαστού (Pinto et al., 2002) Συμπεριφορά τροφών παιδιών μηνών (Dearden et al., 2002) Συμβουλευτική καρδιοπαθών σε θέματα διατροφής από φοιτητές ιατρικής Carson et al., 2002) Η διατροφή γυναικών 65+ έχει βρεθεί να σχετίζεται με την σύγχρονη αυτεπάρεκια, αλλά όχι με τις προσδοκίες αποτελεσμάτων. Η αυτεπάρκεια σχετικά με το διαβήτη βρέθηκε να σχετίζεται με τη συμπεριφορά προστασίας για το διαβήτη (πχ δίαιτα, φυσική άσκηση και έλεγχος επιπέδου γλυκόζης). Γενικά η αυτεπάρκεια έχει βρεθεί να συσχετίζεται με τη συμπεριφορά προστασίας για το διαβήτη σε διαβητικούς. Η αυτεπάρκεια σε σχέση με τη διατροφή και τη φυσική άσκηση επίσης συνδέονται με τη διατήρηση της υγειινής διατροφής και φυσικής άσκηση σε ασθενείς από καρκίνο του μαστού. Τροφοί με μεγαλύτερα επίπεδα αυτεπάρκειας έδιναν στα παιδιά τους υγειινότερες τροφές και έπλεναν τα χέρια των παιδιών συχνότερα. Φοιτητές ιατρικής στους οποίους είχε βελτιωθεί η γνώση και η αυτεπάρκειά τους σε σχέση με τη διατροφή ήταν αποτελεσματικότεροι στην παροχή συνβουλών διατροφής σε καρδιαγγειακούς ασθενείς.
20
Ανιχνευτικές συμπεριφορές
Αυτο-εξέταση για καρκίνο του μαστού (Alagna & Reddy, 1987; Chalmers & Luker, 1996; Champion, 1990; Umeh & Rogan-Gibson, 2001; Meyerowitz & Chaiken, 1987; Seydel et al., 1990) Έλεγχος για καρκίνο του προστάτη σε 1ου βαθμού συγγενείς ασθενών (Cormier et al., 2002) Ενδοσκοπική εξέταση καρκίνου του παχέως εντέρου σε άτομα ετών (Kremers et al., 2000) Εξέταση καρκίνου του πνεύμονα σε βαριές καπνίστριες (Schnoll et al., 2002) Ακόμα κι αν οι άνθρωποι τελικά συμμετ΄σχουν σε ελέγχους ανίχνευσης καρκίνου (πχ πνεύμονα), δεν έχουν απαραίτητα υψηλή αυτεπάρκεια αναφορικά με την ικανότητα τους να ελέγξουν και να αλλάξουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά υγείας (πχ κάπνισμα). Στην τελευταία μελέτη των βαριά καπνιστριών, τα 2/3 αυτώ που πήραν μέρος στον έλεγχο είχαν χαμηλή αυτεπάρκεια αναφορικά με την ικανότητά τους να κόψουν το κάπνισμα. Οι περισσότερες ανέφεραν θετικές προσδοκίες από τη διακοπή του καπνίσματος. Οστόσο, μόνο ένας μικρός αριθμός τους έκοψε το κάπνισμα μετά από μία συμβουλευτική συνομιλία με έναν ογκολόγο. Τα αποτελέσματα είναι στην ίδια γραμμή με τη θεωρία, η οποία τονίζει το ρόλο της αυτεπάρκειας στην διαδικασία αλλαγής της συμπεριφοράς. Παρά το ότι είχαν υψηλές προσδοκίες σχετικά με τη διακοπή του καπνίσματος, οι συμμετέχοντες δεν ήταν ικανές να αλλάξουν τη συνήθειά τους.
21
Ανιχνευτικές συμπεριφορές (συνέχεια)
Άτομα με μεγαλύτερη αυτεπάρκεια στην ικανότητά τους να αυτοεξεταστούν έχουν περισσότερες πιθανότητες να εφαρμόσουν τη συμπεριφορά Αντιλαμβανόμενα οφέλη και εμπόδια φαίνεται επίσης να προβλέπουν την πρόθεση και την μετέπειτα συμπεριφορά Άτομα που συμμετέχουν σε ανιχνευτικές εξετάσεις καρκίνου και γνωρίζουν τον υψηλό κίνδυνο ασθένειας ενδεχομένως να μην μπορούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους λόγω χαμηλών αισιόδοξων πεποιήσεων ότι έχουν την ικανότητα να το κάνουν
22
Συμπεριφορές εξάρτησης
Κάπνισμα (Dijkstra et al., 1999; Dijkstra & DeVries, 2000; Ockene et al., 2000; Gwaltney et al., 2002; Shiffman et al., 2000; Colleti et al., 1985; DiClemente et al., 1985; Wilson et al., 1990; Kok et al., 1992; DeVries et al., 1988; Godding & Glaskow, 1985; Niaura et al., 2002) Η αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια επιτυχής στην πρόβλεψη προθέσεων μή καπνίσματος και μετέπειτα συμπεριφοράς (διατμηματικές και μακροχρόνιες μελέτες) Κάπνισμα Οι αισιόδοξες πεποιθήσεις για τον εαυτό μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία αλλαγής εθιστικών συμπεριφορών. Η αυτοπεποίθηση ότι θα υπερβεί κανείς τα εμπόδια μπορεί να προβλέψει πιθανές προσπάθειες διακοπής του καπνίσματος (Dijkstra & DeVries, 2000). Η αποχή από τη νικοτίνη αυτώ που διέκοψαν το κάπνισμα εξαρτάται από διάφορες δημογραφικές, φυσιολογικές, γνωστικές και κοινωνικές μεταβλητές, αλλά λίγες μόνο μεταβλητές αποτελούν κοινές προβλεπτικές μεταβλητές για τη διατήρηση της αποχής (μικρότερη εξάρτηση από τη νικοτίνη, μεγαλύτερη διάρκεια της προηγούμενης αποχής, και η υψηλή αυτεπάρκεια ότι μπορούν να τα καταφέρουν- Ockene et al., 2000). Η χαμηλή αυτεπάρκεια συνδέεται με επανεκκίνηση του καπνίσματος (αυτεπάρκεια αποχής). Αυτή μπορεί να αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιβαλλοντικά ή συναισθηματικά πλαίσια πχ λύπη, ανησυχία, το να βρίσκεται κανείς σε ένα μπαρ ή εστιατόριο με άλλους καπνιστές κλπ. Τα ερευνητικά δεδομένα υποστηρίζουν την αντιλαμβανόμενη αυτεπάρκεια ως σημα΄ντική προβλεπτική μεταβλητή των προθέσεων και της μετέπειτα συμπεριφοράς, τόσο σε διατμηματικές (συσχέτιση με πρόθεση μή καπνίσματος και συμπεριφορά .66 και .71 αντίστοιχα) όσο και σε μακροχρόνιες μελέτες, με χαμηλότερες συσχετίσεις (πχ DeVries et al., 1989, 1988)
23
Συμπεριφορές εξάρτησης (συνέχεια)
Cohen & Fromme 2002 Διατμηματική μελέτη πρόβλεψης χρήσης αλκοόλ, μαριχουάνας και ναρκωτικών. Η αυτεπάρκεια και οι θετικές και αρνητικές προσδοκίες αποτελέσματος επιτυχής για την πρόβλεψη της συμπεριφοράς Erikson & Hays, 1992 Θετικές προσδοκίες από τη χρήση τσιγάρων, αλκοόλ και μαριχουάνας σε εφήβους προέβλεψαν τη χρήση τους μετά από ένα χρόνο Christiansen et al., 2002 Διατμηματική μελέτη για την κατανάλωση αλκοόλ σε φοιτητές. Οι βαρύτεροι πότες είχαν χαμηλότερη αυτεπάρκεια και ανάμεναν περισσότερες αρνητικές συνέπειες από τους ελαφρύτερους πότες ή αυτούς που έπιναν μόνο σε κοινωνικές περιστάσεις
24
Θεωρητικές εξελίξεις Ορισμός αυτεπάρκειας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συμπεριφοράς (behaviour-specific self-efficacy) Αυτεπάρκεια στο πλαίσιο της συγκεκριμένης φάσης αλλαγής συμπεριφοράς (phase-specific self-efficacy) Γενική αυτεπάρκεια (general self-efficacy) Phase-specific self-efficacy: Marlatt et al. (1995) Primary and secondary prevention: a) Resistance self-efficacy, b) Harm-reduction self-efficacy Treatment adherence and relapse prevention: c) action self-efficacy, d) coping self-efficacy, e) recovery self-efficacy Luszczynka & Schwarzer, 2003) Pre-action self-efficacy, b) maintenance self-efficacy, c) recovery self-efficacy General self-efficacy: αναφέρεται στην γενική αυτοπεποίθηση κάποιου αναφορικά με την ικανότητά του να αντιμετωπίζει διάφορες απαιτητικές ή καινούριες καταστάσεις. Αποτελεί ένα περισσότερο σταθερό χαρακτηριστικό. Υπάρχει και η αντίστοιχη κλίμακα μέτρησης (Schwarzer & Jerusalem, 1995). Με αυτή την έννοια μπορούμε να εξηγήσουμε ένα ευρύτερο τρόπο αντιδράσεων και αντιμετώπισης καταστάσεων στη ζωή και προσαρμογής σε νέα δεδομένα.
25
Αξιολόγηση Δημοφιλές μοντέλο με πολύ σημαντική επίδραση στο χώρο της κοινωνιογνωστικής προσέγγισης Συχνά εφαρμόζεται ως μοντέλο μιας μεταβλητής Ελλιπής αξιολόγηση του μοντέλου (πχ μετα-αναλύσεις)
26
Μελλοντικές κατευθύνσεις
Εισαγωγή περαιτέρω μεταβλητών για την πρόβλεψη της πρόθεσης και της συμπεριφοράς και την κατανόηση των μηχανισμών αλλαγής συμπεριφοράς (πχ επίδραση κοινωνικού πλαισίου -πίεση, νόρμες, υποστήριξη, κλπ) Βαθμός συγκεκριμενοποίησης της αυτεπάρκειας (general, situation-specific, phase-specific) Επίπεδο αυτεπάρκειας (ρεαλιστικές αισιόδοξες πεποιθήσεις, προσαρμοσμένες στο στάδιο αλλαγής) Εφαρμογή θεωρίας σε πειραματικές μελέτες για τον έλεγχο της εγκυρότητάς της σε σχέση με άλλες θεωρίες
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.