Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Φαντασία και Δημιουργικότητα

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "Φαντασία και Δημιουργικότητα"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 Φαντασία και Δημιουργικότητα
Kendall Walton, Τέχνη και Παιχνίδια Υπόκρισης

2 Θα ασχοληθούμε σε αυτή την παράδοση με τη θεωρία του Kendall Walton για τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, μια θεωρία η οποία θέτει την ενεργοποίηση της φαντασίας ως «κλειδί» για την κατανόηση της φύσης τους. Την εποχή που ο Walton γράφει το έργο του (Mimesis as Make-Believe) η φιλοσοφία των αναπαραστάσεων διχαζόταν ανάμεσα σε νατουραλιστικές προσεγγίσεις (αναπαράσταση μέσω ομοιότητας) και σε συμβασιοκρατικές προσεγγίσεις (αναπαράσταση ως μορφή γλώσσας).

3 Ωστόσο καμμία από αυτές τις προσεγγίσεις δεν μπορούσε να εξηγήσει όλο το φάσμα των καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων: Η ομοιότητα φαίνεται πιο σχετική με την εικαστική τέχνη ενώ η σύμβαση πιο σχετική με τη λογοτεχνία και την ποίηση ή με την αφηρημένη τέχνη.

4 Επιπλέον κάθε προσέγγιση αντιμετώπιζε τα δικά της προβλήματα εξήγησης
Επιπλέον κάθε προσέγγιση αντιμετώπιζε τα δικά της προβλήματα εξήγησης. Παράδειγμα: Γιατί δεν είναι όλα τα αντικείμενα που μοιάζουν με κάποια άλλα αναπαραστατικά; Πώς εξηγείται ότι κάποιες αναπαραστάσεις στοχεύουν στην παραμόρφωση παρά στην ομοιότητα; Πώς είναι δυνατόν ο πεπερασμένος νους να αποθηκεύει έναν άπειρο αριθμό συμβάσεων που θα χρειάζονταν για να εξηγήσουμε την πληθώρα των αναπαραστατικών μορφών της τέχνης;).

5 Επιπλέον είχαν διατυπωθεί κάποια ερωτήματα για τη στάση μας απέναντι σε αναπαραστατικά έργα τέχνης που φαίνονταν πιεστικά: Πώς είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να θλιβόμαστε για τη μοίρα των τραγικών ηρώων ενώ γνωρίζουμε ότι δεν είναι πραγματικά πρόσωπα; Πώς είναι δυνατόν να μας προκαλεί ευχαρίστηση ένα δυσάρεστο συναίσθημα που μπορούμε να βιώσουμε απέναντι σε ένα έργο τέχνης;

6 Με τη θεωρία του ο Walton στοχεύει σε μια εξήγηση της φύσης της αναπαράστασης η οποία θα έχει ερμηνευτική ισχύ για όλο το φάσμα των καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων και η οποία θα μας επιτρέπει να δώσουμε απάντηση στα παραπάνω «παράδοξα» της τέχνης. Για τον Walton η νοητική λειτουργία που μας επιτρέπει να ανταποκρινόμαστε κατάλληλα σε όλες τις μορφές αναπαραστατικής τέχνης είναι η φαντασία.

7 Τα αναπαραστατικά έργα, ισχυρίζεται ο Walton, ενεργοποιούν παιχνίδια υπόκρισης: δηλαδή προσκαλούν και κατευθύνουν μια ορισμένη φαντασιακή εμπειρία, μέσω της οποίας θα τα κατανοήσουμε αλλά και θα τα αξιολογήσουμε. Και δύνανται να έχουν αυτή τη λειτουργία γιατί (μέσω των εγγενών χαρακτηριστικών τους) διανοίγουν μυθοπλαστικούς κόσμους, οι οποίοι προσδιορίζουν των περιεχόμενο της φαντασιακής εμπειρίας που το αναπαραστατικό έργο προσκαλεί.

8 Οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις είναι λοιπόν ενεργοποιητές σε παιχνίδια υπόκρισης, όπως τα παιδικά αυτοκινητάκια και οι κούκλες είναι ενεργοποιητές σε παιχνίδια υπόκρισης των παιδιών. Η θεωρία του Walton ήταν καθοριστική για τη φιλοσοφία των καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων, θέτοντας τις έννοιες υπό τις οποίες είθισται να συζητούνται τα μυθοπλαστικά έργα. Ας δούμε όμως πώς ξεδιπλώνεται η θεωρία του Walton μέσα από μια σειρά εννοιών και διακρίσεων που ο ίδιος θέτει.

9 1. Παιχνίδια Υπόκρισης Σκεφτείτε λίγο τις ακόλουθες δυνατές φαντασιακές εμπειρίες: ο μικρός Πέτρος κοιτάζει το κόκκινο φορτηγάκι του και φαντάζεται ότι είναι ένα αληθινό κόκκινο φορτηγό. Η Άννα βρίσκει έναν βράχο στο δρόμο της ενώ περιπλανιέται στο δάσος και φαντάζεται ότι μια αρκούδα της κλείνει τον δρόμο. Οι δύο εμπειρίες είναι παρόμοιες ως προς βασικά χαρακτηριστικά τους: και οι δύο περιλαμβάνουν την άσκηση της φαντασίας καθώς και στις δύο περιπτώσεις το υποκείμενο καταπιάνεται νοητικά με το μη-πραγματικό.

10 Επιπλέον και στις δύο περιπτώσεις ένα πραγματικό αντικείμενο (το φορτηγάκι, ο βράχος) αποτελεί έναυσμα για το φαντασιακό ενέργημα. Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά: ενώ το φαντασιακό ενέργημα της Άννας προκαλείται από ένα φυσικό αντικείμενο και είναι έτσι τυχαίο, στην περίπτωση του Πέτρου το ενέργημα είναι κατευθυνόμενο. Κατά τον Walton το φορτηγάκι έχει κατασκευαστεί με σκοπό να προκαλεί αυτό το ενέργημα – αυτή είναι δηλαδή η λειτουργία που έχει εκ προθέσεως.

11 Αντικείμενα τα οποία, όπως το φορτηγάκι, στοχεύουν να προκαλέσουν μια ορισμένη φαντασιακή εμπειρία ο Walton τα ονομάζει «ενεργοποιητές», ενώ τα φαντασιακά ενεργήματα τα οποία έχουν ως έναυσμα κάποιους ενεργοποιητές τα ονομάζει «παιχνίδια υπόκρισης». Η στάση την οποία οι θεατές ή αναγνώστες έχουν απέναντι στα αναπαραστατικά αντικείμενα – συμπεριλαμβανομένων των αναπαραστατικών έργων τέχνης – είναι, κατά τον Walton, ακριβώς ένα παιχνίδι υπόκρισης:

12 «Η στάση μας απέναντι στα αναπαραστατικά έργα τέχνης, η οποία τους δίνει τον λόγο ύπαρξής τους, είναι σε συνέχεια με τα παιχνίδια υπόκρισης που παίζουν τα παιδιά. Μάλιστα θεωρώ ότι αυτή η στάση αποτελεί η ίδια ένα παιχνίδι υπόκρισης και θα υποστηρίξω ότι τα αναπαραστατικά έργα λειτουργούν ως ενεργοποιητές σε αυτά τα παιχνίδια, όπως τα αρκουδάκια και οι κούκλες λειτουργούν ως ενεργοποιητές στα παιχνίδια των παιδιών.»

13 2. Αντικείμενα Φαντασίας
Οι φαντασιακές εμπειρίες τις οποίες βιώνουν ο Πέτρος και η Άννα έχουν ως έναυσμα ένα αντικείμενο αλλά επιπλέον κάθε εμπειρία έχει, κατά κάποιον τρόπο, ως αντικείμενο της το ίδιο το αντικείμενο-έναυσμα: Η φαντασιακή εμπειρία της Άννας έχει ως έναυσμα τον βράχο και η Άννα φαντάζεται ότι ο βράχος ο ίδιος είναι αρκούδα.

14 Ο Πέτρος ανάλογα φαντάζεται ότι το φορτηγάκι του είναι το ίδιο ένα αληθινό κόκκινο λεωφορείο και το φορτηγάκι, ως ενεργοποιητής, είναι το έναυσμα αυτής της εμπειρίας. Όταν ένα αντικείμενο προκαλεί ένα φαντασιακό ενέργημα κι επιπλέον προκαλεί ένα ενέργημα που το περιλαμβάνει, τότε το αντικείμενο-έναυσμα είναι και αντικείμενο φαντασίας.

15 Φυσικά δεν είναι όλα τα αντικείμενα που προκαλούν τη φαντασία μας απαραίτητα και αντικείμενα φαντασίας: για παράδειγμα, στην περίπτωση που κοιτώντας μια οικογενειακή φωτογραφία αρχίζω να σκέφτομαι τη γιαγιά μου που δεν ζει πια, η φωτογραφία λειτουργεί σαν έναυσμα της φαντασίας αλλά δεν είναι η ίδια αντικείμενο της φαντασίας – δηλαδή δεν φαντάζομαι ότι η φωτογραφία είναι η γιαγιά μου!

16 Ωστόσο πολλά αντικείμενα που προκαλούν τη φαντασία μας αποτελούν ταυτόχρονα και αντικείμενο φαντασίας (προκαλούν δηλαδή ένα φαντασιακό ενέργημα που τα περιλαμβάνει). Σύμφωνα με τον Walton τέτοια φαντασιακά ενεργήματα είναι συνήθως πολύ πιο ζωηρά, πιο έντονα, από τα φαντασιακά ενεργήματα που δεν στρέφονται στο αντικείμενο που τα προκάλεσε:

17 «Όταν φανταζόμαστε ότι ο βράχος είναι μια αρκούδα υπάρχει κάτι – κάτι πραγματικό, συμπαγές, που μπορείς να αγγίξεις και να κλωτσήσεις – που μπορούμε να αποκαλέσουμε φανταστική αρκούδα. Για αυτόν ακριβώς το λόγο η εμπειρία είναι πιο δυνατή απ’ότι αν φανταζόμασταν απλά μια αρκούδα.»

18 Οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, κατά τον Walton, όχι μόνο λειτουργούν ως ενεργοποιητές σε παιχνίδια υπόκρισης, επιπλέον λειτουργούν συνήθως και ως αντικείμενα φαντασίας: δηλαδή προκαλούν φαντασιακά ενεργήματα που τις περιλαμβάνουν, όντας για αυτό τον λόγο έντονα.

19 Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων αντικείμενο της φαντασίας, εξηγεί ο Walton, δεν είναι κάποιο εξωτερικό αντικείμενο αλλά μια κατάσταση του εαυτού παρακινούμενη από κάποιο εξωτερικό αντικείμενο. Σκεφτείτε την περίπτωση όπου αγγίζοντας την εικόνα ενός αγαπημένου προσώπου το υποκείμενο φαντάζεται ότι αγγίζει το αγαπημένο του πρόσωπο – δηλαδή φαντάζεται για το άγγιγμά του ότι έχει ως αποδέκτη το αγαπημένο του πρόσωπο.

20 Ο Walton θεωρεί ότι ιδιαίτερα οι εικόνες προκαλούν και κατευθύνουν τέτοιου είδους φαντασιακά ενεργήματα – ενεργήματα δηλαδή όπου ενεργοποιητής και αντικείμενο της φαντασίας είναι μια εμπειρική κατάσταση του εαυτού. (Αντιλαμβάνομαι ένα σχέδιο –> η αντίληψη του σχεδίου ενεργοποιεί τη φαντασία της αντίληψης ενός αντικειμένου –> η φαντασία αυτή έχει ως αντικείμενο της την αρχική αντίληψη του σχεδίου.) Ένα τέτοιο φαντασιακό ενέργημα είναι de se, δηλαδή περίπτωση εκ των έσω φαντασίωσης, όπου κάποιος φαντάζεται να κάνει κάτι (να κοιτάζει, να γεύεται, να πονάει) παρά ότι κάνει κάτι (προτασιακή φαντασίωση).

21 Οι προτασιακές φαντασιώσεις έχουν πολύ λιγότερη ζωντάνια από τις μη προτασιακές, οι οποίες μας επιτρέπουν να επεκτείνουμε τα όρια της εμπειρίας μας ή και να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους μέσα από τα βιώματα που μας επιτρέπουν. (Οι μη προτασιακές φαντασιώσεις έχουν βιωματικό χαρακτήρα ενώ οι προτασιακές είναι σαν μορφή σκέψης.)

22 3. Η λειτουργία των ενεργοποιητών
Προκειμένου να κατανοήσουμε τη λειτουργία των ενεργοποιητών, οπότε και τη θεωρία του Walton για τη φύση των αναπαραστάσεων, είναι χρήσιμο να επισημάνουμε πρώτα τις διαφορετικές μορφές φαντασιακών ενεργημάτων τις οποίες ο Walton αναγνωρίζει και στις οποίες στηρίζεται η ανάλυση των ενεργοποιητών.

23 Α. Αυθόρμητα και εσκεμμένα φαντασιακά ενεργήματα:
Σκεφτείτε και πάλι την περίπτωση όπου κοιτώντας μια φωτογραφία φαντάζομαι το μέρος των καλοκαιρινών μου διακοπών. Το ενέργημα αυτό είναι εσκεμμένο: το αν θα φανταστώ αυτό το μέρος καθώς και το τι θα φανταστώ κατευθύνονται από τη βούλησή μου. (Μπορώ να φανταστώ αν θέλω ότι είμαι στο χωριό ή στην παραλία, ότι έχει ήλιο ή ότι είναι νύχτα. Και μπορώ να ελέγξω όχι μόνο το περιεχόμενο αυτής της φαντασίωσης αλλά και τη διάρκειά της – μπορώ να σταματήσω ανά πάσα στιγμή αυτό το ταξίδι του νου και να επιστρέψω στη μελέτη μου.)

24 Όπως αναγνωρίζεται από πολλούς φιλοσόφους, η εξάρτηση από τη βούληση είναι βασικό χαρακτηριστικό της φαντασίας και ένα από αυτά που τη διακρίνουν από την αντίληψη (η οποία είναι παθητική ικανότητα: το τι θα δω όταν ανοίξω τα μάτια μου κατευθύνεται από τον κόσμο όχι από τη βούλησή μου – από το τι θέλω να δω). Ωστόσο κατά τον Walton η φαντασιακή εμπειρία μπορεί να είναι και αυθόρμητη εμπειρία.

25 Όταν, για παράδειγμα, η Άννα συναντά τον βράχο, αν ο βράχος έχει σχήμα παρόμοιο με αυτό της αρκούδας, η φαντασίωση της αρκούδας θα προκύψει σχεδόν κατά αυθόρμητο τρόπο. Σε αυτή την περίπτωση τόσο το αν θα προκύψει η εμπειρία όσο και το περιεχόμενο της δεν είναι, κατά τον Walton, στον άμεσο έλεγχο της Άννας:

26 «Η Άννα δεν χρειάζεται να αποφασίσει αν θα φανταστεί μια αρκούδα όταν συναντά τον βράχο ή αν θα φανταστεί ότι η αρκούδα είναι μικρή ή μεγάλη. Ο βράχος (με τις ιδιότητες εμφάνισης του) έχει ήδη αποφασίσει για εκείνη.» Καθώς είναι ανεξάρτητο από τη βούληση, το αυθόρμητο φαντασιακό ενέργημα είναι πιο κοντά στην αντίληψη:

27 «Φαίνεται περισσότερο σαν κάτι που μας συμβαίνει παρά σαν κάτι που κάνουμε. Οι αυθόρμητα δημιουργημένοι φαντασιακοί κόσμοι είναι σαν τον πραγματικό κόσμο όσον αφορά τη δυνατότητά τους να μας εκπλήσσουν. Η αυθόρμητη φαντασίωση είναι συνήθως μια πιο ζωντανή ή ρεαλιστική εμπειρία (ενν. από την εσκεμμένη), μοιάζει περισσότερο με την αντίληψη ή με την αλληλεπίδραση με τον πραγματικό κόσμο.»

28 Β. Ιδιωτικά και συλλογικά φαντασιακά ενεργήματα:
Η φαντασίωση, στις πιο χαρακτηριστικές της εκφάνσεις, είναι προσωπική υπόθεση: είναι μια μορφή εμπειρίας την οποία κάποιος βιώνει μόνος του παρά μοιράζεται με άλλους και στο περιεχόμενο της οποίας κανείς άλλος από εκείνον που φαντάζεται δεν έχει πρόσβαση. Αυτό το γνώρισμα της φαντασίας συνιστά μια επιπλέον διαφορά της από την αντίληψη (μπορούμε όλοι να βλέπουμε τα ίδια πράγματα – αν σταθούμε στο ίδιο σημείο του δωματίου μπορώ να είμαι σίγουρος για το τι βλέπει κανείς).

29 Αλλά η φαντασίωση, ισχυρίζεται ο Walton, δεν είναι απαραιτήτως ιδιωτική – μπορεί να έχει και συλλογικό χαρακτήρα, να είναι δηλαδή μια συλλογική εμπειρία. Σκεφτείτε την περίπτωση όπου συμφωνώ με τους φίλους μου να φανταστούμε όλοι μαζί το μέρος που κάναμε διακοπές μαζί το καλοκαίρι και συγκεκριμένα να φανταστούμε ότι είμαστε στην παραλία, ότι ακούγεται το κύμα, ότι είναι μια ηλιόλουστη ημέρα με υψηλή θερμοκρασία κτλ Η φαντασιακή εμπειρία που θα έχω ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας θα ανταποκρίνεται ως προς το περιεχόμενό της στις ανάλογες εμπειρίες των φίλων μου.

30 Ωστόσο, επισημαίνει ο Walton, η απλή ανταπόκριση περιεχομένου δεν καθιστά από μόνη της ένα φαντασιακό ενέργημα συλλογικό (θα μπορούσε να είναι και τυχαία, εν αγνοία μας): αυτό το οποίο είναι σημαντικό και στηρίζει τη συλλογικότητα της εμπειρίας είναι ότι υπάρχει μια συμφωνία ανάμεσα σε εμένα και τους φίλους μου να φανταστούμε ορισμένα πράγματα και ως αποτέλεσμα αυτής της συμφωνίας υπάρχει ανταπόκριση στο περιχόμενο των εμπειριών μας αλλά και έχουμε επίγνωση της ανταπόκρισης. (Αν όλοι ακολουθούμε τη συμφωνία εγώ ξέρω περίπου τι φαντάζονται οι φίλοι μου και οι φίλοι μου ξέρουν τι φαντάζομαι εγώ.)

31 «Η κοινωνική δραστηριότητα την οποία αποκαλώ συλλογική φαντασίωση περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλή ανταπόκριση στο τι φαντάζεται ο καθένας. Οι διαφορετικοί συμμετέχοντες θα πρέπει όχι απλά να φαντάζονται περίπου τα ίδια πράγματα αλλά επιπλέον κάθε ένας από αυτούς θα πρέπει να γνωρίζει πως οι άλλοι φαντάζονται ό,τι και ο ίδιος και ότι κι εκείνοι το γνωρίζουν αυτό.»

32 Συλλογική φαντασίωση λοιπόν έχουμε όταν υπάρχει ανταπόκριση στο περιεχόμενο των φαντασιακών ενεργημάτων διαφορετικών υποκειμένων αλλά και επίγνωση αυτής της ανταπόκρισης. Πώς όμως μπορεί να προκύψει η συλλογική φαντασίωση, πώς μπορούν να συντονιστούν τα φαντασιακά μας ενεργήματα;

33 Ένας τρόπος συντονισμού είναι η ρητή συμφωνία σχετικά με το τι θα φανταστεί κανείς. Σε αυτή την περίπτωση όμως το φαντασιακό ενέργημα θα είναι εσκεμμένο (και άρα λιγότερο ζωηρό): κάθε υποκείμενο θα πρέπει να καθοδηγήσει τη φαντασία του με βάση τις οδηγίες της συμφωνίας. (Στο παραπάνω παράδειγμα, κάθε ένας από τους φίλους θα πρέπει να φανταστεί τώρα, ότι είναι σε μια συγκεκριμένη παραλία, ότι η παραλία είναι ερημική και ηλιόλουστη, κτλ) Οπότε τόσο το βίωμα το ίδιο όσο και το περιεχόμενό του θα είναι στον έλεγχο του κάθε υποκειμένου.

34 Αυτός ο έλεγχος ωστόσο μειώνει, κατά τον Walton, τη ζωντάνια του φαντασιακού ενεργήματος:
«οι αποδείξεις για το ψεύδος μιας πρότασης, όταν επιβάλλονται ζωηρά στη συνείδηση, το κάνουν πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η πρόταση είναι αληθής – και το να πρέπει κανείς να καθοδηγεί τη φαντασία του είναι μια τέτοια απόδειξη.»

35 Ωστόσο, λέει ο Walton, ο συντονισμός των φαντασιακών μας ενεργημάτων μπορεί να προκύψει και με άλλο τρόπο, χωρίς να μετριάζεται η ζωηρότητα της φαντασιακής εμπειρίας. Μια συλλογική φαντασίωση μπορεί να προκύψει και με τη χρήση ενεργοποιητών, «με τη βοήθεια πραγμάτων όπως οι κούκλες, τα αλογάκια, οι χιονάνθρωποι, τα φορτηγάκια, οι λασπόπιτες και τα αναπαραστατικά έργα τέχνης.»

36 Οι ενεργοποιητές, ισχυρίζεται, επιτρέπουν και στηρίζουν αυθόρμητες συλλογικές φαντασιώσεις:
«Ένα φορτηγάκι ή ένας καλοφτιαγμένος χιονάνθρωπος παρακινούν όσους τα βλέπουν να φανταστούν περίπου τα ίδια πράγματα – ένα φορτηγό ή κάποιο ανθρωποειδές - και καθώς ο συντονισμός δεν στηρίζεται σε ρητή συμφωνία το φαντασιακό ενέργημα είναι αυθόρμητο.»

37 Πώς όμως οι ενεργοποιητές κατευθύνουν τα φαντασιακά μας ενεργήματα;
Συνήθως με το να μοιάζουν μορφικά με αυτό που μας παρακινούν να φανταστούμε: ο Πέτρος φαντάζεται ότι το φορτηγάκι του είναι αληθινό φορτηγό γιατί το παιχνίδι αυτό μοιάζει πολύ με ένα αληθινό φορτηγό ως προς το σχήμα του και τα διαφορετικά του μέρη.

38 Αλλά τώρα προκύπτει ένα άλλο ερώτημα: για να είναι ένα φαντασιακό ενέργημα συλλογικό θα πρέπει διαφορετικά υποκείμενα να έχουν κίνητρο να φανταστούν κάτι ορισμένο. Στην περίπτωση της φαντασίωσης κατόπιν ρητής συμφωνίας αυτό το κίνητρο είναι η ίδια η συμφωνία. Στην περίπτωση της φαντασίωσης μέσω ενεργοποιητή, ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο προφανές κίνητρο και η ομοιότητα του ενεργοποιητή με κάποιο πραγματικό αντικείμενο δεν επαρκεί (πολλά πράγματα μοιάζουν με άλλα αλλά δεν παρακινούν φαντασιώσεις αυτών).

39 Οπότε, μπορεί να ρωτήσει κανείς, όταν βλέπουμε παιχνίδια ή αναπαραστάσεις φανταζόμαστε κάτι ορισμένο κατ’ανάγκη; Μάλιστα φανταζόμαστε οτιδήποτε κατ’ανάγκη; Είναι καν η φαντασίωση μια κατάλληλη αντίδραση σε αυτά τα αντικείμενα, εφόσον δεν έχει μεσολαβήσει κάποια συμφωνία;

40 Αυτά τα ερωτήματα είναι πιεστικά για τον Walton:
Η εμπειρία που έχουμε απέναντι σε αναπαραστατικά αντικείμενα είναι αυθόρμητη και συλλογική και σε ένα βαθμό καθοδηγούμενη. Αν κανένα φαντασιακό ενέργημα δεν μπορεί να έχει αυτά τα τρία χαρακτηριστικά μαζί, τότε η εμπειρία των αναπαραστάσεων δεν είναι φαντασιακή εμπειρία.

41 4. Μυθοπλασία Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση ο Walton εισάγει την έννοια του μυθοπλαστικού κόσμου, την οποία συνδέει με την έννοια του ενεργοποιητή. «Στο έργο του Seurat Κυριακή στο νησί La Grande Jatte ένα ζευγάρι κάνει περίπατο στο πάρκο – αυτό ισχύει μυθοπλαστικά. Είναι μυθοπλαστικό επίσης ότι υπάρχει μια κοινωνία πολύ κοντών ανθρώπων που λέγονται Λιλιπούτειοι. Μια πρόταση είναι μυθοπλαστική όταν είναι αληθής σε κάποιον μυθοπλαστικό κόσμο.»

42

43 Οι μυθοπλαστικοί κόσμοι είναι κόσμοι τους οποίους δημιουργούν τα έργα της αναπαραστατικής τέχνης και τα παιχνίδια υπόκρισης. Η κοινωνία στην οποία αναφέρεται παραπάνω ανήκει στον κόσμο του έργου Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ – είναι αληθές στον μυθοπλαστικό κόσμο που θέτει αυτό το έργο ότι υπάρχει μια τέτοια κοινωνία.

44 Πράγματι συχνά μιλάμε για το τι συμβαίνει σε έναν πίνακα ή σε ένα λογοτεχνικό έργο σαν αυτά να διανοίγουν έναν δικό τους κόσμο, παράλληλο με τον πραγματικό. Στη θεωρία του Walton ωστόσο η μυθοπλασία είναι πιο ισχυρή έννοια: υποδηλώνει έναν κόσμο τον οποίο απαιτείται από εμάς να φανταστούμε ενεργά και με κατευθυνόμενο, ορισμένο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι η αντίδρασή μας απέναντι στο μυθοπλαστικό έργο υπόκειται σε κριτήρια ορθότητας:

45 «Σκεφτόμαστε τη φαντασίωση συνήθως σαν μια ελεύθερη νοητική δραστηριότητα η οποία δεν υπόκειται σε κανόνες και περιορισμούς. Υπό αυτή την έννοια η φαντασία φαίνεται να διαφέρει από την πεποίθηση – αντίθετα με αυτό που φανταζόμαστε, αυτό που πιστεύουμε μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές. Η πεποίθηση στοχεύει στην αλήθεια. Αυτό που είναι αληθές θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο πεποίθησης. Δεν είμαστε λοιπόν ελεύθεροι να πιστεύουμε ό,τι θέλουμε αλλά θεωρούμε ότι είμαστε ελεύθεροι να φανταζόμαστε ό,τι θέλουμε. Τα πράγματα δεν είναι όμως έτσι ακριβώς.

46 [Συνέχεια αποσπάσματος] Τα φαντασιακά ενεργήματα επίσης υπόκεινται σε περιορισμούς: κάποια είναι πιο κατάλληλα σε ορισμένα πλαίσια από κάποια άλλα. Κι εδώ ακριβώς βρίσκει το νόημά της η έννοια της μυθοπλαστικής αλήθειας. Συνοπτικά, μια μυθοπλαστική αλήθεια θεμελιώνεται όταν υπάρχει μια οδηγία σε ένα ορισμένο πλαίσιο να φανταστούμε κάτι συγκεκριμένο. Οι μυθοπλαστικές προτάσεις είναι προτάσεις τις οποίες πρέπει ή καλούμαστε να φανταστούμε, ανεξάρτητα από το αν θα τις φανταστούμε τελικά.

47 [Συνέχεια αποσπάσματος] Η συμφωνία την οποία κάνουν κάποιοι φίλοι σε ένα συλλογικό ονειροπόλημα για το τι θα φανταστούν λειτουργεί σαν κάποιου είδους κανόνας που επιβάλλει ένα ορισμένο περιεχόμενο στο φαντασιακό ενέργημα του καθενός – όποιος αρνείται να φανταστεί αυτό το περιεχόμενο αρνείται να παίξει το παιχνίδι υπόκρισης ή δεν το παίζει καλά. Παραβιάζει λοιπόν έναν κανόνα.»

48 Δύο ισχυρισμοί λοιπόν διέπουν την έννοια της μυθοπλασίας την οποία θέτει ο Walton:
α) ότι η μυθοπλασία απασχολεί την φαντασία μας έτσι ώστε το να καταπιάνεται κανείς με τη μυθοπλασία σημαίνει ότι έχει μια φαντασιακή εμπειρία, β) ότι η φαντασιακή εμπειρία την οποία εγείρει το μυθοπλαστικό έργο είναι κατευθυνόμενη ή υπόκειται σε κανόνες: υπάρχουν συγκεκριμένα πράγματα τα οποία θα πρέπει κανείς να φανταστεί ανταποκρινόμενος στο μυθοπλαστικό έργο. Συνεπώς στη βάση αυτών των κανόνων μπορεί να αξιολογηθεί το φαντασιακό ενέργημα ως κατάλληλο ή ακατάλληλο.

49 Υπάρχουν δύο θέματα τα οποία εγείρει αυτή η θεώρηση της μυθοπλασίας.
Πρώτον, τι είναι αυτό σε ένα μυθοπλαστικό έργο το οποίο καθορίζει τι θα πρέπει να φανταστούμε; Δεύτερον, τι είναι αυτό το οποίο μας δεσμεύει να το φανταστούμε; Σε αυτές τις δύο ερωτήσεις έρχεται να απαντήσει η έννοια του ενεργοποιητή. Σκεφτείτε το έργο του Seurat: υπάρχει μια σειρά προτάσεων τις οποίες το έργο θέτει ως μυθοπλαστικά αληθείς, οπότε το έργο καθορίζει κάποια συγκεκριμένα φαντασιακά ενεργήματα τα οποία αντιστοιχούν σε αυτές.

50 Αυτό το οποίο καθορίζει τι θα πρέπει να φανταστούμε είναι το ίδιο το έργο ζωγραφικής κατά τον Walton: «Αυτό που κάνει μυθοπλαστικά αληθές ότι ένα ζευγάρι κάνει περίπατο είναι ο ίδιος ο πίνακας, η σύνθεση της εναπόθεσης χρώματος πάνω σε έναν καμβά». Ανάλογα στη λογοτεχνία «Χάρη στις λέξεις που συνθέτουν το κείμενο στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ είναι μυθοπλαστικά αληθές ότι υπάρχει μια κοινωνία κοντών ανθρώπων σε πόλεμο». Το αντικείμενο το οποίο θέτει κάποιες προτάσεις ως μυθοπλαστικά αληθείς και καθορίζει συγκεκριμένα φαντασιακά ενεργήματα είναι ένας ενεργοποιητής – και ο ενεργοποιητής έχει αυτή τη λειτουργία «από τη φύση του ή τους όρους ύπαρξής του».

51 Επιπλέον, η λειτουργία καθορισμού των φαντασιακών μας ενεργημάτων την οποία έχουν οι ενεργοποιητές στηρίζεται στον κοινωνικό τους χαρακτήρα: Οι ενεργοποιητές, εξηγεί ο Walton, λειτουργούν ως τέτοιοι μόνο σε ένα κοινωνικό πλαίσιο – δηλαδή ένα αντικείμενο λειτουργεί ως ενεργοποιητής μόνο αν υπάρχει μια συμφωνία, σύμβαση ή κοινή κατανόηση προς αυτή την κατεύθυνση.

52 Οι ενεργοποιητές λοιπόν θέτουν το αίτημα καθορισμού της συμπεριφοράς μας γιατί ρητά ή άρρητα έχουμε αποδεχθεί έναν κανόνα που το επιτρέπει αυτό. Τον κανόνα ο οποίο καθιστά ένα αντικείμενο ενεργοποιητή ο Walton ονομάζει παραγωγική αρχή: συνοπτικά μια παραγωγική αρχή ορίζει ότι όποτε ένα έργο έχει αυτά κι εκείνα τα χαρακτηριστικά τότε κάνει μυθοπλαστικά αληθές το Χ και συνεπώς ο θεατής ή αναγνώστης του έργου πρέπει να φανταστεί το Χ ανταποκρινόμενος κατάλληλα στο έργο.

53 Η κατανόηση του Walton για τη μυθοπλασία είναι λοιπόν η εξής:
Δέχεται ότι μια παραγωγική αρχή – ως κοινωνική συμφωνία - καθιστά ένα αντικείμενο ενεργοποιητή. Μέσω αυτής της αρχής δομείται ένα ορισμένο παιχνίδι υπόκρισης και το αντικείμενο λειτουργεί ως ενεργοποιητής στο πλαίσιο αυτού του παιχνιδιού μόνο. Λειτουργώντας κατ’αυτόν τον τρόπο το αντικείμενο παράγει μυθοπλαστικές προτάσεις, προτάσεις τις οποίες πρέπει όσοι μετέχουν το παιχνίδι να φανταστούν. Και θέτει αυτές τις προτάσεις χάρη στα εγγενή του χαρακτηριστικά ή στο πώς είναι φτιαγμένο εκ προθέσεως.

54 Οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, καταλήγει ο Walton, είναι ενεργοποιητές ενός ορισμένου είδους: συγκεκριμένα είναι αντικείμενα τα οποία έχουν κατασκευαστεί ώστε να λειτουργούν ως ενεργοποιητές, έχουν δημιουργηθεί με αυτόν τον σκοπό. Και είναι μέρος αυτού του σκοπού όχι απλά να κινούν τη φαντασία μας αλλά να υποβάλλουν συγκεκριμένα φαντασιακά ενεργήματα, να κατευθύνουν δηλαδή τη φαντασία μας με καθορισμένο τρόπο ο οποίος αντιστοιχεί στα εγγενή τους χαρακτηριστικά.

55 Το παιχνίδι υπόκρισης το οποίο ορίζει ένας ενεργοποιητής από πρόθεση είναι το μόνο σωστό παιχνίδι υπόκρισης που του αντιστοιχεί έτσι ώστε οι αντιδράσεις μας απέναντι στα αναπαραστατικά έργα (το αν τα αντιλαμβανόμαστε κατάλληλα ή όχι) μπορούν να κριθούν ως σωστές ή λανθασμένες. Έτσι ο Walton δίνει μια ανάλυση της φύσης των καλλιτεχνικών αναπαραστάσεων η οποία καλύπτει όλο το φάσμα αυτών.

56 Παρόλο που έχουν διατυπωθεί επιφυλάξεις για κάποιες παραδοχές του Walton, ωστόσο η έννοια των παιχνιδιών υπόκρισης είναι πλέον κοινός τόπος για τη φιλοσοφία της τέχνης, μαρτυρώντας τη βαθειά επίδραση της θεωρίας αυτής. Ας δούμε τώρα συνοπτικά την απάντηση που δίνει ο Walton στα παράδοξα της τέχνης μέσω αυτής της ανάλυσης.

57 Το παράδοξο της μυθοπλασίας
Πώς είναι δυνατόν να βιώνουμε συναισθήματα απέναντι σε μυθοπλαστικούς χαρακτήρες και δρώμενα εφόσον αναγνωρίζουμε ότι είναι μυθοπλαστικά, δηλαδή όχι πραγματικά; Στην πραγματική ζωή φοβάμαι το φίδι που βλέπω γιατί αναγνωρίζω ότι πράγματι βρίσκεται ενώπιον μου και είναι ενδεχομένως επικίνδυνο για εμένα. Η πίστη στην ύπαρξη ενός αντικειμένου θεωρείται γενικά όρος διέγερσης ενός συναισθήματος. Από αυτή τη σκοπιά η συναισθηματική μας αντίδραση απέναντι σε μυθοπλαστικά έργα φαίνεται μια παράλογη αντίδραση.

58 Η απάντηση του Walton είναι ότι οι ψυχολογικές αντιδράσεις οι οποίες εγείρονται στη επαφή μας με τη μυθοπλασία είναι μέρος του παιχνιδιού υπόκρισης στο οποίο μετέχουμε: ενώ μπορεί να έχουν κάποια κοινά σωματικά χαρακτηριστικά με τα συναισθήματα ωστόσο δεν είναι γνήσια συναισθήματα, οπότε δεν εξαρτώνται από την πεποίθηση για τον πραγματικό κόσμο όπως τα πραγματικά συναισθήματα. Οι ψυχολογικές αντιδράσεις απέναντι στη μυθοπλασία είναι ψευδο-συναισθήματα, δηλαδή υποκρίσεις συναισθήματος στο πλαίσιο ενός ευρύτερου παιχνιδιού υπόκρισης στο οποίο μετέχουμε.

59 Το παράδοξο των αρνητικών συναισθημάτων
Πώς είναι δυνατόν να αντλούμε απόλαυση βιώνοντας αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε έργα τέχνης (πόνο, θλίψη, τρόμο) όταν στην πραγματική μας ζωή απευχόμαστε να βιώσουμε τέτοια συναισθήματα; Η απάντηση του Walton είναι ότι αυτό το οποίο μας δίνει ευχαρίστηση δεν είναι η ίδια η ψυχολογική αντίδραση – την οποία ούτως ή άλλως δεν αναγνωρίζει ως γνήσιο συναίσθημα – αλλά το συνολικό παιχνίδι υπόκρισης στο πλαίσιο του οποίου εγείρεται αυτή η αντίδραση.


Κατέβασμα ppt "Φαντασία και Δημιουργικότητα"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google