Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεPiotr Maheras Τροποποιήθηκε πριν 10 χρόνια
1
Intercultural Competences Across The School Curriculum
2
Mini dictionary of Intercultural Education terms
3
assimilation αφομοίωση [afomíosi] A one-way process through which newcomers are assimilated into the host society by adopting the languages, customs, values and finally, way of life of the dominant groups. As the individual or group becomes absorbed into the dominant culture(s), the original cultural identity is replaced with that of the dominant group. This term has negative connotations and is associated with the notion of loss and/or renunciation of one's original culture. As a concept, it is frequently referred to in opposition to integration. Mονόδρομη διαδικασία κατά την οποία οι νεοφερμένοι αφομοιώνονται από την κοινωνία υποδοχής υιοθετώντας τη γλώσσα, τα έθιμα, τις αξίες και τελικά τον τρόπο ζωής της κυρίαρχης ομάδας. Καθώς το άτομο ή η ομάδα εξομοιώνονται με την κυρίαρχη κουλτούρα, η αρχική πολιτιστική τους ταυτότητα εξαφανίζεται. Ο όρος έχει αρνητικές αποχρώσεις και σχετίζεται με την απώλεια ή/και την αποποίηση της πρωτογενούς κουλτούρας του ατόμου. Σαν έννοια, συνήθως αναφέρεται σε αντιπαραβολή με τον όρο ένταξη.
4
bias προκατάληψη [prokatálipsi] Prejudicial opinions or attitudes about particular groups because of their race or ethnic origins. Aρνητική προδιάθεση, στάση απέναντι σε πρόσωπα ή σε ομάδες από διαφορετική φυλή ή εθνότητα, η οποία βασίζεται σε στερεότυπες πεποιθήσεις και όχι σε πραγματικά χαρακτηριστικά.
5
citizenship ιθαγένεια [iθajénia] Citizenship is the state of being a citizen of a particular social, political or national cummunity. η κατάσταση κατά την οποία κάποιος είναι πολίτης μιας συγκεκριμένης κοινωνικής, πολιτικής ή εθνικής κοινότητας.
6
critical thinking κριτική σκέψη [critiki skepsi] Critical thinking involves questioning rather than accepting given knowledge. Students are taught to discover and create knowledge, to think and value for themselves. It is sometimes referred to as "informed skepticism“. H κριτική σκέψη περιλαμβάνει την ενεργητική ακρόαση παρά την αποδοχή δεδομένης γνώσης. Οι μαθητές διδάσκονται να ανακαλύπτουν και να δημιουργούν γνώση, να σκέφτονται και να αξιολογούν μόνοι τους. Μερικές φορές αναφέρεται ως ‘τεκμηριωμένος σκεπτικισμός’.
7
cultural maintenance/revitalization πολιτιστική συντήρηση/αναζωογόνηση [politistiki sintirisi-anazoogonisi] Refers to efforts to sustain a culture by asserting its way of life (ideology, lifestyles, arts, language). This term can be associated with heritage language programs, schooling for official language minorities, schooling for aboriginal peoples and separate schools. Αναφέρεται σε προσπάθειες διατήρησης ενός πολιτισμού ενισχύοντας τον τρόπο ζωής του (ιδεολογία, τρόπος ζωής, τέχνες, γλώσσα). Ο όρος μπορεί να συσχετισθεί με προγράμματα γλωσσικής κληρονομιάς, σχολική φοίτηση για επίσημες γλωσσικές μειονότητες, σχολική φοίτηση για ιθαγενείς και ειδικά σχολεία.
8
culture κουλτούρα [kultúra] A concept which continues to be the subject of much debate. From a sociological or anthropological perspective, culture is used to refer to much more than the arts or folklore. In its most general sense within the social sciences, culture refers to the socially inherited body of learning characteristic of human societies (including knowledge, values, beliefs, customs, language, religion, art, etc), rather than to the specific part of social heritiage having to do with manners and art. Μία έννοια που συνεχίζει να είναι αντικείμενο πολλών αντιπαραθέσεων. Από κοινωνιολογικής και ανθρωπολογικής άποψης, η κουλτούρα αναφέρεται σε πολύ περισσότερα πράγματα από τις τέχνες ή τις παραδόσεις. Στην πιο γενική της εκδοχή, στις κοινωνικές επιστήμες, η κουλτούρα αναφέρεται στο κοινωνικά κληρονομημένο σύνολο επίκτητων χαρακτηριστικών των ανθρώπινων κοινωνιών (όπως γνώσεις, αξίες, πεποιθήσεις, έθιμα, γλώσσα, θρησκεία, τέχνη, κτλ.), παρά στο συγκεκριμένο μέρος της κοινωνικής κληρονομιάς που έχει να κάνει με μορφές συμπεριφοράς και την τέχνη.
9
discrimination διάκριση [δiákrisi] Unfavorable treatment and/or denial of equal treatment of individuals or groups because of race, gender, religion, ethnicity or disability (different from bias which refers to prejudicial attitudes that may lead to discrimination). Direct discrimination can be defined as the reaction of an individual or a group of individuals to any of the above characteristics, leading to unfair treatment of that individual or group, as opposed to systemic discrimination. Άνιση μεταχείριση ή/και άρνηση προς ίση μεταχείριση ατόμων και ομάδων εξαιτίας της φυλής, της θρησκείας, της εθνικότητας, ή της αναπηρίας τους (διαφορετική από την προκατάληψη που αναφέρεται σε επιφυλακτική στάση που μπορεί να οδηγήσει σε διάκριση). Ως άμεση διάκριση θεωρείται η εναντίωση ενός ατόμου ή μιας ομάδας σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, η οποία οδηγεί σε άνιση μεταχείριση αυτού του ατόμου ή της ομάδας, σε αντιπαράθεση με τις συστημικές διακρίσεις.
10
ethnic εθνικός -ή -ό [ethnikós] An adjective used to refer to a group of individuals who share and identify with certain common traits, such as language, ancestry, homeland, history, and cultural traditions. Ο που ανήκει ή αναφέρεται σε ομάδα ανθρώπων που προσδιορίζονται από ή και που μοιράζονται κοινή γλώσσα, πατρίδα, ιστορία, κοινούς πρόγονους και πολιτισμικές παραδόσεις.
11
ethnic boundaries εθνική συνοριακή γραμμή [ethniki sinoriaki yrami] The divisions that are "constructed" between groups and which ensure a sense of "peoplehood" among the members of a particular ethnic group. Ο διαχωρισμός που ‘χαράσσεται’ μεταξύ ομάδων και ο οποίος εξασφαλίζει μια αίσθηση ομοιογένειας ανάμεσα στα μέλη μιας συγκεκριμένης εθνικής ομάδας.
12
ethnic identification εθνική ταυτότητα [ethniki taftotita] Identification with a specific kind of ethnic character or group. Awareness of the ethnic character of one’s self or of others. Similarly, "racial identification". Συνταύτιση με συγκεκριμένο εθνικό χαρακτήρα ή ομάδα. Επίγνωση του εθνικού χαρακτήρα κάποιου ή των άλλων. Όμοια, ΄φυλετική ταυτότητα΄.
13
ethnic groups εθνικές ομάδες [ethnikes omaδes] Subgroups within a larger society or cultural order that are distinguished by their national religious linguistic cultural and sometimes racial background. Μικρές ομάδες μέσα σε μια μεγαλύτερη κοινωνία ή πολιτιστική τάξη που διαφοροποιούνται από το εθνικό, θρησκευτικό, γλωσσικό και μερικές φορές το φυλετικό τους υπόβαθρο.
14
ethnocentrism εθνοκεντρισμός [eθnokendrizmós] Ethnocentric habitual disposition to judge foreign peoples or groups by the standards or practices of one's own culture or ethnic group. είναι η χρήση της ιδιαίτερης εθνικής κουλτούρας ή πολιτισμού ως μέτρο σύγκρισης και κριτικής θεώρησης άλλων κουλτούρων ή πολιτισμών από μεμονωμένα άτομα ή κοινωνικές ομάδες, περικλείοντας συχνά και την πεποίθηση για την ανωτερότητα της.
15
integration ένταξη / ενσωμάτωση [éndaksi]/ [ensomátosi] Process of uniting the diverse groups of a society into a cohesive and harmonious whole, without losing their distinctiveness. Διαδικασία ενοποίησης διαφορετικών ομάδων μιας κοινωνίας σε ένα συνεκτικό και αρμονικό σύνολο χωρίς να χάνουν την αυτοτέλειά τους.
16
intercultural competence διαπολιτισμική ικανότητα [δiapolitizmiki ikanotita] The ability of successful communication with people of other cultures. Η ικανότητα επιτυχούς επικοινωνίας με ανθρώπους από άλλους πολιτισμούς.
17
minority group μειονότητα [mionótita] Sociologically, the concept "minority group" does not refer to demographic numbers, but is used for any group which is disadvantaged, underprivileged, excluded, discriminated against, or exploited. As a collective group, a minority occupies a subordinate status in society. Aπό κοινωνιολογικής άποψης, η έννοια μειονότητα δεν αναφέρεται σε δημογραφικά νούμερα, αλλά χρησιμοποιείται για κάθε ομάδα που είναι κοινωνικά αποκλεισμένη, μειονεκτεί, διαφοροποιείται, έχει περιορισμένα δικαιώματα ή πέφτει θύμα εκμετάλλευσης. Σα συλλογική ομάδα, η μειονότητα καταλαμβάνει δευτερεύουσα θέση στην κοινωνία.
18
multiculturalism δ ιαπολιτισμικότητα [δiapolitizmikótita] Multiculturalism is a term sometimes used to refer to an ideology, sometimes to a policy, sometimes to the ethnic composition of a society. Generally speaking, multiculturalism can be defined as a doctrine which officially acknowledges and promotes the existence of cultural diversity as an integral component of society. Ένας όρος που χρησιμοποιείται για την αναφορά μερικές φορές σε μια ιδεολογία, μερικές φορές σε μια πολιτική, μερικές φορές στην εθνική σύσταση μιας κοινωνίας. Γενικά, η διαπολιτισμικότητα μπορεί να ορισθεί ως ένα δόγμα που επισήμως αναγνωρίζει και προωθεί την ύπαρξη μιας πολιτιστικής διαφορετικότητας ως ενιαία και αναπόσπαστη συνιστώσα μιας κοινωνίας.
19
prejudice προκατάληψη [prokatálipsi] A body of unfounded opinions or attitudes relating to an individual or group that represent this individual or group in an unfavorable light. Prejudice encompasses personal beliefs and rationalizations which allow for unwarranted stereotyping of racially or culturally different outgroups and a predisposition to act negatively toward them, thus, often leading to discrimination. Σύνολο από αστήριχτες απόψεις και γνώμες που παρουσιάζουν έναν άνθρωπο ή μια ομάδα ανθρώπων με αποδοκιμαστικό τρόπο. Οι προκαταλήψεις περιλαμβάνουν προσωπικές πεποιθήσεις και εκλογικεύσεις που επιτρέπουν τη δημιουργία αυθαίρετων στερεότυπων για ομάδες με διαφορετικό πολιτισμό και εθνικότητα, και εμπεριέχουν αρνητική προδιάθεση, στάση απέναντι σε αυτές τις ομάδες, οδηγώντας έτσι στη διαφορετική αντιμετώπισή τους.
20
race φυλή [filí] A term used to describe people who were classified together on the basis of genetically transmitted physical similarities (such as skin color, shape of the eyes, hair texture), deriving from their common descent and who are also frequently thought to share cultural and social traits. Usually, however, a racial group will include a number of different ethnic communities. 1. μεγάλη και (γεωγραφικά) ενιαία ομάδα ανθρώπων με ορισμένα κοινά ή παρόμοια κληρονομικά χαρακτηριστικά (χρώμα δέρματος, μαλλιά, σχήμα κεφαλιού κτλ.), έθνος, εθνότητα, γενιά, ομάδα ατόμων με κοινή καταγωγή, κοινό τόπο διαμονής που συχνά μοιράζονται τα ίδια πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Συνήθως, ωστόσο, μια φυλετική ομάδα περιλαμβάνει διαφορετικές εθνικές κοινότητες.
21
race relations φυλετικές σχέσεις [filetikes shesis] Race and ethnic relations refer to the recurrent patterns of interaction among groups socially defined as biologically and/or culturally different. Οι φυλετικές και εθνικές σχέσεις αναφέρονται στις πολλαπλές μορφές αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε ομάδες που κοινωνικά ορίζονται ως διαφορετικές, από βιολογικής και πολιτιστικής άποψης.
22
racism ρατσισμός [ ratsizmós ] A set of beliefs (often complex) which asserts the natural superiority of one racial group over another, at the individual but also the institutional level. Σύνολο πεποιθήσεων που επιβάλλουν τη φυσική ανωτερότητα μιας φυλετικής ομάδας έναντι μιας άλλης σε ατομικό ή θεσμικό επίπεδο.
23
refugees πρόσφυγες [ prósfiyes ] Uprooted, homeless, voluntary or involuntary migrants who flee their native country, usually to escape danger or persecution because of their race, religion or political views and who no longer possess the protection of their former government. Ξεριζωμένοι, άστεγοι, μετανάστες που αναγκάζονται ή εξαναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του συνήθως για οικονομικούς ή για πολιτικούς λόγους, π.χ. να διαφύγουν κίνδυνο ή δίωξη εξαιτίας της φυλής τους ή των πολιτικών τους πεποιθήσεων, και που δεν διαθέτουν πλέον την προστασία της κυβέρνησης της παλιάς χώρας τους.
24
segregation διαχωρισμός [ δiaxorizmós ] The process or practice of separating groups on the basis of culture or race. Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαχωρίζω σε ομάδες με βάση τον πολιτισμό ή τη φυλή.
25
social values κοινωνικές αξίες [ kinonikes axies ] Principles and standards of human interaction within a given group that are regarded by that group as being worthy, important, or significant. See "value education". Αρχές και πρότυπα ανθρώπινης αλληλεπίδρασης μέσα σε μια δεδομένη ομάδα που θεωρούνται από αυτή την ομάδα ως έγκυρα σημαντικά ή αντιπροσωπευτικά. Δες και ‘εκπαίδευση αξιών’.
26
stereotypes στερεότυπα [stereótipα] Stereotyping in the general sense refers to mental images which organize and simplify the world into categories on the basis of common properties. When used in reference to race or ethnic relations, stereotypes refer to a shared consensus regarding the generalized attributes of others (both physical and cultural attributes). For example, "Scots are cheap", "Blacks are good athletes". While stereotyping is a basic cognitive strategy used to reduce the amount of diversity to manageable proportions, they interfere with our perceptions and understanding of the world, when applied to individuals or groups. Often stereotyping gives rise to discrimination and racist behavior. Το στερεότυπο είναι μια απλουστευμένη ή/και τυποποιημένη αντίληψη ή μια εικόνα, που συχνά κατέχουν από κοινού οι άνθρωποι για μια άλλη ομάδα. Τα στερεότυπα μπορούν να είναι θετικά ή αρνητικά και είναι χαρακτηριστικές γενικεύσεις βασισμένες στην ελάχιστη ή περιορισμένη γνώση για μια ομάδα ανθρώπων. Τέτοιες υπεραπλουστευμένες αντιλήψεις, απόψεις, ή εικόνες, είναι βασισμένες στην υπόθεση ότι υπάρχουν κοινές ιδιότητες και κοινά χαρακτηριστικά που τα μέλη της άλλης ομάδας έχουν. Τα στερεότυπα είναι όχι μόνο ενάντια στα δικαιώματα των άλλων τους, αλλά και τους βλάπτουν με την ενθάρρυνση της προκατάληψης και της διάκρισης.
27
tolerance ανοχή [anohí] Openness to experience, social acceptance. Βαθμός στον οποίο η κοινωνία είναι ανοικτή στο διαφορετικό, ευρύτητα σκέψης, κοινωνική αποδοχή.
28
xenophobia ξενοφοβία [ksenofovía] A fear or contempt of that which is foreign or unknown, especially of strangers or foreign people. Φόβος ή περιφρονητική αντιμετώπιση για ότι είναι ξένο ή άγνωστο, ειδικά σε σχέση με ανθρώπους από άλλες χώρες.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.