Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 2018-2019
ΜΑΘΗΜΑ: ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ» ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Κος Δημήτριος Χριστοδούλου Κα Έφη Κινινή ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Σουμαλά

2 Πότε έχουμε υπερασφάλιση;
Αναφερόμαστε στην ασφάλιση ζημίας ενεργητικού. Όταν το ασφαλιστικό ποσό είναι μεγαλύτερο από την ασφαλιστική αξία. Διακρίνεται σε: Α) καλόπιστη (χωρίς δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου) : αρ. 17§2 Ασφ.Ν. Όταν η αξία των πραγμάτων που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης υπερβαίνει την τρέχουσα αξία αυτών. δόλια : αρ. 17§3 Ασφ.Ν. Β) αρχική : επιδιώκεται είσπραξη ασφαλίσματος που δεν ανταποκρίνεται στην έκταση της ζημίας που προκλήθηκε προς εξυπηρέτηση εύλογου συμφέροντος του ασφαλισμένου (εμπορικά δικαιολογημένου)

3 Επιγενόμενη : αν το ασφαλιστικό ποσό ή η αρχική ασφαλιστική αξία είναι μεγαλύτερη από την τρέχουσα τελική ασφαλιστική αξία 17§2 Ασφ.Ν. «Αν η αξία των πραγμάτων, που δηλώθηκε κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, υπερβαίνει την τρέχουσα, ή αν δεν υπάρχει, τη συνηθισμένη αξία αυτών κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου, οποιοσδήποτε από τους συμβαλλομένους μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας και του ασφαλίστρου, για το υπολειπόμενο διάστημα ισχύος της σύμβασης. Σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον.»

4 ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Για να κριθεί αν υπάρχει υπερασφάλιση λαμβάνεται υπόψιν η αξία του πράγματος που συμφωνήθηκε να ασφαλιστεί (π.χ. αξία πώλησης, αξία αγοράς, χρηματιστηριακή αξία, όχι απαραίτητα η τρέχουσα αξία κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας εκτός αν δε συμφωνήθηκε τίποτα, οπότε λαμβάνεται υπόψιν η τρέχουσα αξία, κι αν δεν υπάρχει, η συνηθισμένη αξία κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου). Αν, όμως, συμφωνήθηκε στην αξία του πράγματος να περιλαμβάνεται και η αξία χρήσης αυτού, τότε το άθροισμα των αξιών, που γι΄ αυτό το λόγο μόνο θα υπερβαίνει την τρέχουσα αξία, δε θα σημαίνει ότι συνιστά υπερασφάλιση. Οι κανόνες του κοινού δικαίου θα προσδιορίσουν πότε η δήλωση μεγαλύτερης αξίας από την πραγματική έγινε δόλια. Όταν υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση μεταξύ αρχικής και τελικής αξίας τεκμαίρεται ο δόλος.

5 Ratio της ρύθμισης για την υπερασφάλιση : επιβάλλεται προκειμένου να μη μετατρέπεται μια ασφαλιστική σύμβαση σε κερδοσκοπική σύμβαση ή σύμβαση παιγνίου ή στοιχήματος. Όσον αφορά τη δυνατότητα μείωσης της ασφαλιστικής αξίας σημειώνεται ότι πρόκειται για διαπλαστικό δικαίωμα που ασκείται με μονομερή, απευθυντέα, μη ανακλητή δήλωση βουλήσεως και επιφέρει τις έννομες συνέπειες μόλις η δήλωση περιέλθει στον αποδέκτη. Δόλια υπερασφάλιση : 17§3 Ασφ.Ν. «Αν η υπερασφάλιση οφείλεται σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος, η ασφάλιση είναι άκυρη. Ο καλόπιστος ασφαλιστής δικαιούται τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα.» Η ακυρότητα είναι ολική, αφορά δηλαδή στο σύνολο της σύμβασης και δεν περιορίζεται στο μέρος που αφορά την υπερασφάλιση.

6 Έννομη συνέπεια της ακυρότητας είναι ότι δε γεννάται αξίωση του λήπτη για καταβολή του ασφαλίσματος κι αν ο ασφαλιστής το κατέβαλε, δύναται να απαιτήσει την επιστροφή του με βάση τα άρθρα 914 επόμενα ΑΚ περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η δόλια υπερασφάλιση θίγει τον πυρήνα της ασφάλισης ζημίας που είναι η αποζημιωτική αρχή, διότι ο ασφαλισμένος προσπαθεί με δόλιες πράξεις να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος του ασφαλιστή. Ratio της απαγόρευσης δόλιας υπερασφάλισης είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος ασφαλιστικής απάτης. Η δόλια συμπεριφορά κρίνεται κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης.

7 Τη δόλια υπερασφάλιση είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ο ασφαλιστής, ο οποίος αποδεικνύοντας τη δική του καλή πίστη έχει δικαίωμα να ζητήσει τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα. Την έλλειψη δόλου θα πρέπει να αποδείξει ο λήπτης της ασφάλισης, ο ασφαλισμένος ή ο δικαιούχος του ασφαλίσματος. Οι κανόνες του κοινού δικαίου θα κρίνουν πότε η δήλωση έγινε δόλια, με συνέπεια την ακύρωση ολόκληρης της ασφαλιστικής σύμβασης ή αν έγινε καλόπιστα με συνέπεια τη διάσωση του κύρους της σύμβασης, η οποία θα λειτουργήσει μέχρι του ύψους της πραγματικής αξίας του ασφαλιστικού συμφέροντος.

8 ΔΗΜΟΣΙΑ ΤΑΞΗ Οι διατάξεις που απαγορεύουν τη δόλια υπερασφάλιση είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου με την έννοια της 3 ΑΚ. Η απαγόρευση της υπερασφάλισης είναι και κανόνας διεθνούς δημόσιας τάξης κατά την 33 ΑΚ, εφόσον η δόλια υπερασφάλιση είναι αντίθετη με τα χρηστά ήθη κατά την αντίληψη των ασφαλιστικών συναλλαγών. Οι συνέπειες της αποζημιωτικής αρχής, ως προς τη διεθνή δημόσια τάξη πρέπει να αντιμετωπίζονται ad hoc, με βάση το πραγματικό κάθε ασφαλιστικής περίπτωσης ξεχωριστά. Αντίθετα, η υπερασφάλιση χωρίς δόλο μπορεί να κριθεί ότι είναι δικαιολογημένη, εφόσον η απόκλιση δεν είναι ουσιώδης και δικαιολογείται από αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους χωρίς να παραβιάζεται ο αποζημιωτικός χαρακτήρας της ασφάλισης ζημιών. (επομένως ούτε και η δημόσια τάξη)

9 ΑΠΟΖΗΜΙΩΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Αρχή της απαγόρευσης του πλουτισμού: αποτελεί κεντρικό πυρήνα της ασφάλισης ζημίας, που επιδιώκει την αποζημίωση του ασφαλισμένου κι όχι τον πλουτισμό του μέσω μιας ασφαλιστικής σύμβασης. Η αρχή αυτή δεν αναφέρεται ρητά σε κάποια διάταξη, προκύπτει από τις συνέπειες μιας σειράς ρυθμίσεων όπως της υπερασφάλισης και της πολλαπλής ασφάλισης, με τις οποίες αποφεύγεται ο ασφαλισμένος να εισπράξει αποζημίωση μεγαλύτερη από την πραγματική ζημία του. Εξαίρεση από την αποζημιωτική αρχή θέτει ο ίδιος ο Ασφαλιστικός Νόμος με την επιτρεπτή καλόπιστη υπερασφάλιση του 17§2.

10 ΑΓΓΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Παρατηρούμε ότι στον IA 2015 δεν μπορούμε πλέον όλους τους λόγους που ανάγουμε στην παραβίαση της καλής πίστης να τους ανάγουμε και σε λόγους για ακύρωση της συμφωνίας. (section 14 IA 2015), παραβλ. Και 17 MIA 1906. Η σύμβαση της θαλάσσιας ασφάλισης εξακολουθεί και στηρίζεται στην καλή πίστη αλλά έχει επιπλέον εισαχθεί και η υποχρέωση του fair presentation. To εάν το 14 ,πάντως , έχει εφαρμογή εξαρτάται από το εάν η διαφορά μεταξύ των μερών προέρχεται από «σκόπιμη» ή «αμελή» συμπεριφορά ενός εκ των μερών. Κάνουμε, λοιπόν, την εξής διάκριση: Αν η διαφορά μεταξύ των μερών προέρχεται από «σκόπιμη» (deliberate) ή «αμελή» (reckless) συμπεριφορά του ασφαλισμένου όσον αφορά την ασφαλιστική αξία, οι συνέπειες είναι δυσμενείς για τον ασφαλισμένο εφόσον πρόκειται για παραβίαση του βάρους του fair presentation of the risk (περιγραφής του κινδύνου) συνέπειες : ο ασφαλιστής δηλαδή θα εγκαταλείψει τη σύμβαση (may avoid the contract) και χωρίς να επιστρέψει τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα.

11 Αν η συμπεριφορά του ασφαλισμένου δεν είναι «δόλια» (deliberate) ή «αμελής» (reckless) και αν ο ασφαλιστής δε σύναπτε τη σύμβαση on any terms (δηλαδή με κανέναν όρο), τότε δεν καταβάλλει ασφάλισμα αλλά επιστρέφει τα ασφάλιστρα. Όμως, αν ο ασφαλιστής είχε συνάψει τη σύμβαση παρά την παραβίαση του βάρους, με διαφορετικούς όρους που δε συνδέονται με το ύψος του ασφαλίστρου, δηλαδή είχε βάλει κάποια warranties και το επιθυμεί ο ασφαλιστής, η σύμβαση τροποποιείται μονομερώς. Τίθεται, λοιπόν, μια εξαίρεση στη σύμβαση επειδή το θέλει ο ασφαλιστής. Έτσι, αν είχε συνάψει τη σύμβαση αλλά με μεγαλύτερο ασφάλιστρο ισχύει ό,τι στο ελληνικό δίκαιο στο 3 παρ. 5 Ασφ.Ν., δηλαδή ο ασφαλιστής θα καταβάλει ασφάλισμα αλλά μειωμένο κατά το λόγο του ασφαλίστρου που πράγματι κατεβλήθη προς το ασφάλιστρο το οποίο θα είχε ζητηθεί εάν είχε όλα τα στοιχεία του κινδύνου στη διάθεσή του ο ασφαλιστής. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η υπερασφάλιση στο αγγλικό δίκαιο, όπως προκύπτει τόσο από τον MIA 1906 όσο κι απ’ τον IA 2015 ανάγεται στην καλή πίστη, οπότε είναι στοιχείο της προσυμβατικής δηλώσεως και η αξία του ασφαλιστικού συμφέροντος είναι στοιχείο του κινδύνου, το οποίο εκτιμά ο ασφαλιστής και θέτει το κατάλληλο ασφάλιστρο. Έτσι, η υπερασφάλιση θα κριθεί ως μη εκπλήρωση του βάρους της προσυμβατικής δήλωσης, ως μη εκπλήρωση του βάρους του fair presentation of the risk.

12 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΟλΑΠ 6/1990 Η διαχείριση του πλοίου Μ (Μάιρα) είχε ανατεθεί στην εταιρεία Α. Η Α ανέλαβε την υποχρέωση να ασφαλίσει το εν λόγω πλοίο στο ποσό των δολλαρίων ΗΠΑ ως αντίστοιχο ποσό του 130% των επί του πλοίου αυτού υφισταμένων ενυπόθηκων χρεών με αρχική αξία δολλάρια ΗΠΑ. Η Α δεν ασφάλισε το πλοίο στο ποσό που συμφωνήθηκε με συνέπεια να οφείλει αποζημίωση. Τα μέρη κατέφυγαν στη αγγλική διαιτησία. Το κύρος της συμφωνίας αμφισβητήθηκε από την Α και η υπόθεση παραπέμφθηκε στα τακτικά δικαστήρια, τα οποία υποχρέωσαν την Α να καταβάλει αποζημίωση, εφόσον έκριναν έγκυρη τη σύμβαση. Το High Court of Justice είχε κρίνει άκυρη τη συμφωνία με την αιτιολογία ότι αντίκειται στον κανόνα της υπερασφάλισης. Το Court of Appeal εξαφάνισε την απόφαση με την αιτιολογία ότι είναι συνήθης η ασφάλιση σε ποσοστό 130% των επί του πλοίου αυτού υφιστάμενων ενυπόθηκων χρεών, όταν η αξία του πλοίου είναι πολύ μικρότερη. Το House of Lords επιβεβαίωσε την απόφαση του Εφετείου.

13 Το ζήτημα που τέθηκε, λοιπόν, ήταν κατά πόσο ήταν δυνατό να αναγνωρισθεί η αλλοδαπή δικαστική απόφαση από την ελληνική έννομη τάξη ενόψει της παραβίασης της διεθνούς δημόσιας τάξης μέσω του 33 ΑΚ και του κανόνα της υπερασφάλισης. Ο ΑΠ δέχτηκε ότι μέσω της τήρησης του κανόνα της απαγόρευσης της υπερασφάλισης και της τήρησης της αποζημιωτικής αρχής επιδιώκεται η προστασία της εσωτερικής έννομης τάξης και η προστασία της δημόσιας τάξης τόσο με την έννοια του αρ. 3 όσο και του 33 ΑΚ. Τα ζητήματα που έθεσε, λοιπόν, η απόφαση του ΑΠ ήταν: Ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί αλλοδαπή απόφαση που αντίκειται στο 3 και στο 33 ΑΚ, που είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου. Με την τήρηση της αποζημιωτικής αρχής επιδιώκεται η αποζημίωση του ασφαλισμένου κι όχι ο πλουτισμός του μέσω της ασφαλιστικής σύμβασης. Πρέπει να προλαμβάνονται φαινόμενα ασφαλιστικής απάτης μέσω της ψευδούς αποτίμησης των ασφαλιζόμενων πραγμάτων. (…δι' απάτην, εικονικότητα ή πλαστότητα επιφυλασσομένης πάσης άλλης αστικής ή ποινικής αγωγής…)

14 Ο ΑΠ δεν πήρε, μεν, θέση ως προς το πότε μια ασφαλιστική σύμβαση κρίνεται κερδοσκοπική, κάτι το οποίο κρίνεται κάθε φορά ad hoc. Εξήγησε, όμως, τους κανόνες στους οποίους στηριζόμαστε για την κρίση αυτή κι απέρριψε τους αναιρετικούς λόγους, καθιστώντας ισχυρή την εφετειακή απόφαση 2135/1987, η οποία έκρινε ότι «η συμβατική αποτίμηση δεν ισχύει αν είναι σημαντικά υψηλότερη από την πραγματική ασφαλιστική αξία κατά το χρόνο που επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση» αλλοδαπή απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται υποχρέωση που απορρέει από τη σύμβαση για υπερασφάλιση πλοίου αντίκειται στη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 33 ΑΚ, αφού στην αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε ο ασφαλισμένος να προκαλέσει το ατύχημα για να πραγματοποιήσει το όφελος

15 Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι τα ελληνικά δικαστήρια ανήγαγαν το ζήτημα της δόλιας υπερασφάλισης σε ζήτημα παραβίασης της διεθνούς δημόσιας τάξης, κρίνοντας τη συγκεκριμένη υπόθεση ως δόλια υπερασφάλιση κατά την οποία ο δόλος τεκμαίρεται εκ του γεγονότος της αποκλίσεως της αξίας του πλοίου σε σχέση με την ασφάλιση του στο διπλάσιο ποσό. Τα ελληνικά δικαστήρια οδηγήθηκαν δηλαδή σε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα με τα ίδια πραγματικά περιστατικά (!) βάζοντας τον ασφαλισμένο σε πιο δυσμενή θέση σε σχέση με αυτή που θα είχε κατά την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου. ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Στην ΟλΑΠ 6/1990 στηρίχθηκαν και αποφάσεις που εκδόθηκαν αργότερα με παρόμοια πραγματικά περιστατικά, όπως η ΑΠ 739/2003 όπου και πάλι τέθηκε το ζήτημα της παραβίασης της αποζημιωτικής αρχής καθώς η υπερτίμηση του ασφαλιζόμενου πράγματος χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον πορισμό κέρδους από την ασφαλιστική σύμβαση.

16 Μία ακόμη απόφαση που προέβαλε τη σημασία της προστασίας της δημόσιας τάξης ως αρχή που δεν μπορεί να παραβιαστεί εξαιτίας της ιδιωτικής βούλησης και τόνισε τον αποζημιωτικό χαρακτήρα της ασφαλιστικής σύμβασης ήταν η ΕφΘεσσ. 1835/2003. Η ΕφΑθ 5400/2004 ανέδειξε τις συνέπειες της υπερασφάλισης κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, όπου καθένας εκ των συμβαλλομένων μπορεί να απαιτήσει τη μείωση της ασφαλιστικής αξίας που είχε δηλωθεί κατά την σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης και του ασφαλίστρου για το υπολειπόμενο διάστημα ισχύος. Αν επέλθει ο κίνδυνος, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για το υπερβάλλον, όμως εάν ο ασφαλισμένος δεν προέβη δολίως στην υπερασφάλιση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να επιστρέψει το υπερβάλλον ασφάλιστρο.

17 ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Στην υπόθεση του πλοίου «The Grecia Express» (2002) βλέπουμε ότι η υπερασφάλιση θεωρήθηκε επιτρεπτή επειδή βασίστηκε σε εύλογες εμπορικές αιτίες, όπως στην περίπτωση της υπερασφάλισης πλοίου, αφού στην αξία του πλοίου είχε συμπεριληφθεί η αξία του τρέχοντος ναυλοσυμφώνου, συμπεριλαμβάνονταν δηλαδή ορισμένα από τα μελλοντικά έξοδα. Το αντίστοιχο για το ελληνικό δίκαιο προκειμένου να μην αποτελεί υπερασφάλιση, θα πρέπει να προκύπτει σαφώς από τη σύμβαση η συμφωνία της κάλυψης και αυτής της μελλοντικής απώλειας που συνεπάγεται έμμεσα η βλάβη του πλοίου. Διαφορετικά, αν αυτό δηλαδή δεν προκύπτει, θα έχουμε περίπτωση μη δόλιας υπερασφάλισης , όπου ο ασφαλιστής θα ευθύνεται, μεν, αλλά όχι για το υπερβάλλον. Στην υπόθεση Ioannides κατά Blackburn η δήλωση αξίας των πραγμάτων άνω της πραγματικής οδηγεί στην υποψία δόλου κι επιπλέον οδηγεί τους ασφαλισμένους να είναι λιγότερο προσεκτικοί στην επιλογή του ασφαλισμένου πράγματος (εδώ πλοίου) και στην άμβλυνση των προσπαθειών που οφείλουν να κάνουν για αποφυγή και μείωση της ζημίας.

18 Στην περίπτωση του πλοίου «The Game Boy» (2004) το κριτήριο της μη ευθύνης του ασφαλιστή είναι αν δηλώθηκε με κακή πίστη (δόλια) αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, όπου η αξία του πλοίου ήταν δολλάρια ΗΠΑ και δηλώθηκε με ψευδή έγγραφα αξία 1,8 εκ. δολλ.ΗΠΑ. Στην περίπτωση αυτή η απαλλαγή του ασφαλιστή θα βασιστεί όχι σε κανόνα που απαγορεύει την υπερασφάλιση, αλλά στην αρχή της καλής συμπεριφοράς που πρέπει να επιδεικνύει ο ασφαλισμένος βάσει της αρχής της καλής πίστης (good faith) κατά τo προσυμβατικό στάδιο. Η ηθελημένη (δόλια) υπερασφάλιση, που δε δικαιολογείται από εύλογες εμπορικές αιτίες, αποτελεί από πρόθεση παραβίαση της υποχρέωσης υποβολής ειλικρινών στοιχείων (misrepresentation) και για το λόγο αυτό οδηγεί σε απαλλαγή του ασφαλιστή.

19 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Σινανιώτη-Μαρούδη Αριστέα, Ασφαλιστικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017 Ρόκας Κ.Ιωάννης, Ασφαλιστικό Δίκαιο Εισηγήσεις, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019 Ρόκας Κ.Ιωάννης, Ιδιωτική Ασφάλιση , εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλα, 2006 Τριανταφυλλάκης Γεώργιος, Εφαρμογές Εμπορικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, έκδοση 2007, 3Β Bennett Howard, The Law of Marine Insurance Act, Oxford, 2006 Clarke Balkom and Soyer Baris, The Insurance Act 2015, Informa Law from Routledge, 2017 Rhidian Thomas, The Modern Law of Marine Insurance volume 4, Informa Law from Routledge, 2017

20 «Ioannides κατά Blackburn», 1874 LR 9 QB 531-538
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνική ΟλΑΠ 6/1990, Νόμος ΕφΑθ 2135/1987, Νόμος ΑΠ 739/2003, Νόμος ΕφΘεσσ. 1835/2003, Νόμος ΕφΑθ 5400/2004, Νόμος Αγγλική «The Grecia Express» (2002), Lloyd’s Rep. 88 «Ioannides κατά Blackburn», 1874 LR 9 QB «The Game Boy» (2004), Lloyd’s Rep. 238


Κατέβασμα ppt "ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google