Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2019.

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2019."— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2019

2 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΝΟΥ – ΣΩΜΑΤΟΣ (THE MIND BODY PROBLEM) – Μάρτιος 6&13 2018
Gilbert Ryle, The Concept of Mind (H έννοια του νου), 1949 (απόδοση στην ελληνική: Γ. Μαραγκός) Παραδείγματα από την σύγχρονη επιστήμη (Μοριοβιολογία, νευροεπιστήμη κ.λπ.) 3. R. Descartes, 1596 – 1650, L. Wittgenstein 1889 – 1951, J. Searle , N. Humphrey 1943 – 4. John Searle, Νους, Εγκέφαλος, Επιστήμη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1992 5. Άννα Λάζου, Τα ψυχολογικά γεγονότα ως αντικείμενα επιστήμης, Σημειώσεις στο μάθημα της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας, Αθήνα, 1995 ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ – Μάρτιος 20 & Από τον Locke ως τον Davidson: Locke, Frege, Carnap, Wittgenstein, Sellars, Austin, Quine, Davidson Willard v. Orman Quine (1908 – 2000) Donald Davidson (1917 – 2003) και η θεωρία της ριζικής ερμηνείας (radical interpretation) Ο ανώμαλος μονισμός του D.Davidson ΠΡΑΞΗ (praxis) ΚΑΙ ΔΡΑΣΗ (action) Απρίλιος 17 & Το θέμα της πράξης (πρόθεσης)  Richard J. Bernstein, Praxis and Action, Duckworth, London 1972 Ομιλιακά ενεργήματα – Πράξεις λόγου John Langshaw Austin (1911 – 1960) John R. Searle ( ) Ομιλιακό ενέργημα (speech act) ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ Απρίλιος 30 & Μάιος Ο John Searle για την συνείδηση Αριστοτέλης, Hegel, Wittgenstein και οι ψυχο-λειτουργιστές O HEGEL ΚΑΙ Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Μάιος 22 & Ιούνιος Η συνείδηση ως αυτοσυνειδησία Συμπληρωματική Βιβλιογραφία: Ά. Λάζου, Άνθρωπος ο Δημιουργός, εκδ. Αρναούτη, Αθήνα 2016 _____,Ο John Locke και το Δοκίμιο για την Ανθρώπινη Νόηση, εκδ. Αρναούτη, Αθήνα 2015 Συλλογικό έργο, Η φαινομενολογία του πνεύματος του Γκ. Β. Φ. Χέγκελ, Αλεξάνδρεια, 2009 Έγελος, Φαινομενολογία του νου, μετ. Γιώργος Φαράκλας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2007 2

3 1.ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΝΟΥ – ΣΩΜΑΤΟΣ (THE MIND BODY PROBLEM)
Τέσσερεις λογικές δυνατότητες της σχέσης Ν – Σ: 1. Το σώμα (συμπεριλαμβανομένου και του εγκεφάλου) είναι υλική οντότητα 2. Ο νους είναι μη υλική οντότητα 3. Η ύλη αλληλεπιδρά μόνο με την ύλη 4. Νους και σώμα αλληλεπιδρούν Ο Descartes αναζητούσε τη σύνδεση του νου με το σώμα μέσω της επίφυσης (pituitary gland), η οποία, περιληπτικά, δημιουργεί την αλληλεπίδραση μεταξύ των σκέψεων(=Ψυχικά προϊόντα) και του σώματος. Στις «Meditations περί της πρώτης φιλοσοφίας» είχε γράψει «Δεν βρίσκομαι απλώς στο σώμα μου, όπως ο ναύτης στο πλοίο. Είμαι πολύ στενά δεμένος μαζί του, συμμεμειγμένος με αυτό». Άλλες δυϊστικές απόψεις: Παραλληλισμός – Επιφαινομεναλισμός Μονιστικές απόψεις: Ιδεαλισμός, Υλισμός (Παραδοσιακός – Σύγχρονος – Αναγωγικός – Αποκλειστικός) Η σχέση νου – σώματος υπό το πρίσμα της αναλυτικής φιλοσοφίας: Λογικισμός Gotlob Frege: αντι-ψυχολογισμός & αντι-εμπειρισμός: ότι οι σκέψεις δεν είναι ψυχολογικές ή υποκειμενικές καταστάσεις, και είναι δυνατό (και σύνηθες) δύο διαφορετικά υποκείμενα μπορούν να κάνουν την ίδια σκέψη. Bertrand Russell: ουδέτερος μονισμός, εμπνευσμένος από τον James, σύμφωνα με τον οποίο τα sensibilia ή οι Αισθήσεις, όπως το έθεσε στο «The Analysis of Mind» [1921], έχουν έναν ουδέτερο ρόλο κατά τον οποίο και τα νοητά και τα υλικά αντικείμενα θα πρέπει να είναι λογικά κατασκευασμένα. George Edward Moore: ανασκευή του ιδεαλισμού: εισάγει μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ γνώσης του ότι μια πρόταση είναι αληθής και γνώσης της ορθής ανάλυσης μιας πρότασης Ludwig Wittgenstein (Πρώιμος – Ύστερος Wittgenstein) : η γλώσσα είναι η ολότητα των προτάσεων και όχι των λέξεων και η βάση του νοήματος στη γλώσσα είναι πάντοτε η πρόταση και όχι η απομονωμένη λέξη. Αποδίδεται λοιπόν νόημα σε ότι λέμε μόνο εάν αυτά συνιστούν την εικόνα ενός γεγονότος & ακόμα και για τις πλέον προσωπικές και πνευματικές σκέψεις μας χρησιμοποιούμε ως μέσο μια γλώσσα η οποία δεν μπορεί να αποκοπεί από τη δημόσια και σωματική της έκφραση Gilbert Ryle: Η σκέψη δεν αποτελεί μια απλή αλληλεπίδραση σώματος και εγκεφάλου αλλά μια πολυπλοκότερη λειτουργία που περιλαμβάνει τη φαντασία, τη διορατικότητα, την αφαιρετικότητα και πολλά ακόμη & όταν κάποιος αναφέρεται στα περιεχόμενα του νου, δεν αναφέρεται σε νοητικά συμβάντα αλλά σε προδιαθέσεις του ατόμου να φερθεί με συγκεκριμένο τρόπο αν υπάρξουν και οι αντίστοιχες περιβαλλοντικές συνθήκες. 3

4 Gilbert Ryle, The Concept of Mind (H έννοια του νου), 1949
(απόδοση στην ελληνική: Γ. Μαραγκός) «Yπάρχει έτσι ανάμεσα στον νου και στην ύλη μια αντιδιαμετρική αντίθεση που συχνά προβάλλεται ως εξής. Tα υλικά αντικείμενα έχουν θέση σε ένα κοινό πεδίο, γνωστό με το όνομα «χώρος», και ό,τι συμβαίνει σε ένα σώμα σε μια περιοχή του χώρου συνδέεται μηχανικά με ό,τι συμβαίνει σε άλλα σώματα σε άλλες περιοχές του χώρου. Aπό την άλλη, τα νοητικά συμβάντα εκδηλώνονται σε απομονωμένα πεδία, γνωστά με το όνομα «νους», και, αν εξαιρεθεί ίσως η τηλεπάθεια, δεν υπάρχει άμεση αιτιακή σύνδεση ανάμεσα σε ο,τι συμβαίνει σε έναν νου και σε ό,τι συμβαίνει σε έναν άλλο. Mόνο μέσω του δημόσιου φυσικού χώρου μπορεί ο νους ενός ατόμου να επηρεάσει τον νου ενός άλλου. Tόπος του νου είναι ο ίδιος ο νους και στον εσωτερικό βίο του ο καθένας από μας διάγει σαν φασματικός Pοβινσόν Kρούσος. Oι άνθρωποι μπορούν να δουν, να ακούσουν και να σπρώξουν ο ένας το σώμα του άλλου, είναι όμως ανεπανόρθωτα τυφλοί και κωφοί όσον αφορά το τι γίνεται στον νου των άλλων και αδυνατούν να δράσουν επ’ αυτού.» 4

5 Prof. Dr. Wieland B. Huttner
Παραδείγματα από την σύγχρονη επιστήμη Prof. Dr. Wieland B. Huttner Max Planck Institute of Molecular Cell Biology and Genetics, Dresden Following the traces of evolution: Max Planck Researchers find a key to the reproduction of brain stem cells Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Max Planck ανακάλυψαν το κλειδί που εξηγεί την αναπαραγωγή των εγκεφαλικών βλαστικών κυττάρων, ακολουθώντας τα ίχνη μιας μακροχρόνιας εξελικτικής διαδικασίας του ανθρώπινου εγκεφάλου.

6 Οι επιστήμονες εντοπίζουν τον εγκεφαλικό επεκτατικό γονίδιο στους ανθρώπους. Για να μάθετε ποια θα ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτή την ανάπτυξη του μεγέθους του νεοφλοιού (neocortex), οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Max Planck άρχισαν να διερευνούν τα γονίδια που ενεργοποιούνται ή εκφράζονται κατά την ανάπτυξη του φλοιού. Η περιοχή του εγκεφάλου που προσέλκυσε το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τη μελέτη τους ήταν ο νεοφλοιός, ο οποίος - όπως λέει και το όνομά του - είναι η νεότερη προσθήκη στον εγκέφαλό μας. Στον άνθρωπο, αυτό το τμήμα του εγκεφαλικού φλοιού είναι γεμάτο με περίπου 100 δισεκατομμύρια κύτταρα και είναι το κέντρο της υψηλότερης γνωστικής λειτουργίας. Από την εμφάνιση του σε έναν πρόγονο των θηλαστικών πριν από περίπου 250 εκατομμύρια χρόνια, έχει επεκταθεί και ενεργοποιηθεί στα πρωτεύοντα, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στους ανθρώπους. Στα τρωκτικά, ωστόσο, η ανάπτυξή του ήταν συγκριτικά σχετικά στατική. Παρόλο που φαίνεται ότι αυτό το γονίδιο μπορεί να ήταν βασικός παράγοντας στην επέκταση του νεοφλοιού, πρέπει να υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν στις μοναδικές πνευματικές ικανότητές μας. February 27, 2015 | by Justine Alford

7 ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΩΝ ΔΕΛΦΩΝ Στον αντίποδα της βιοεξελικτικής
προσέγγισης του εγκεφάλου, ο ανθρώπινος πολιτισμός παρέχει πολλά διαφορετικά παραδείγματα από το χώρο του μύθου, της θρησκείας και της τέχνης, όπου η νόηση και ο εγκέφαλος παρουσιάζονται με μια πολύπλοκη και πολυδιάστατη μορφή και χρήση κι εξακολουθούν ακόμη να μελετώνται, ως εξαιρετικά και ανεξήγητα φαινόμενα.

8 Η Πλατωνική Ακαδημία (Πομπηία, α΄ αι. μ.Χ.).
Η φιλοσοφία εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί μια αντίθετη στην αυστηρά φυσικοεπιστημονική αναγωγιστική αντίληψη για τον νου, πηγή θεωριών που επιμένουν στο αυτοτελές και ανεξήγητο του νου έναντι των όποιων υλιστικά και φυσιοκρατικά προσανατολισμένων αντιλήψεων.

9 Στην νεότερη εποχή ο Descartes στους Διαλογισμούς του, θέτει στο προσκήνιο της φιλοσοφικής εξέτασης του νου την οπτική του πρώτου προσώπου, την προτεραιότητα επομένως της ατομικής προσωπικής αντίληψης για την πραγματικότητα και τον κόσμο, έναντι κάθε άλλης μορφής γνωστικής προσπάθειας. Με αυτόν τον τρόπο εκκίνησε μια στάση προς τη γνώση που χαρακτηρίζεται μέχρι σήμερα από την αμφισβήτηση των αυθεντιών και την ελευθερία της προσωπικής άποψης σε όλα τα θέματα που ταυτίζεται πλέον μέχρι σήμερα με το έργο της φιλοσοφίας : ο σκεπτικισμός, η αντίσταση στον αυταρχισμό των εξουσιών, η αμφισβήτηση του αλάθητου της αυθεντίας και η ελεύθερη ματιά του καλλιτέχνη δημιουργού. Ludwig Wittgenstein, John Searle & Nicholas Humphrey τρείς εκπρόσωποι της σύγχρονης φιλοσοφικής κριτικής προς τον θετικισμό και την απόλυτη ισχύ ενός γνωστικού κοσμοειδώλου που παρουσιάζεται ως κυρίαρχο από τις επιστημονικές και αναγωγιστικές θεωρίες του νου. René Descartes, John Searle Ludwig Wittgenstein Nicholas Humphrey

10 καταστάσεις – πεποιθήσεις, σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες κ.λπ.
John Searle, Νους, Εγκέφαλος, Επιστήμη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1992 Έλλογος, ελεύθερος, νοήμων εαυτός vs κόσμος της επιστήμης, αποτελούμενος από άνοα, χωρίς νόημα, ουδέτερα σωματίδια: “Πώς μπορεί ο άνευ νοήματος κόσμος να περιέχει νοήματα;” και “Οι περισσότερες από τις υλιστικές αντιλήψεις για το νου – μπηχεβιορισμός, λειτουργισμός, φυσικαλισμός, αρνούνται έμμεσα ή άμεσα ότι υπάρχουν εγγενώς συνειδητές υποκειμενικές νοητικές καταστάσεις – αυτό που εννοούμε συνήθως όταν λέμε νου – μη αναγώγιμες σε ο,τιδήποτε υλικά απτό στοιχείο του σύμπαντος.” Υποστηρίζει ωστόσο ότι υπάρχει απλή λύση στο υποτιθέμενο ζήτημα της σχέσης σώματος – νου, και μάλιστα συμβατή λύση και με όσα γνωρίζουμε από την νευροφυσιολογία και με την κοινή αντίληψη για τις νοητικές καταστάσεις – πεποιθήσεις, σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες κ.λπ. «Αρκετές δεκαετίες μετά από την συνθετική ανθρωπολογία του Scheler, κατά τον όψιμο 20ό αιώνα, σε παρόμοια συμπεράσματα για την ανθρώπινη ταυτότητα καταλήγει ο John Searle, όταν επιχειρεί να αντιπαρατεθεί στον εμπειριστικό δυισμό σώματος – νου αλλά και τον φυσικοεπιστημονικό αναγωγισμό, με την βιο–πραγματιστική θεωρία του. Ο Searle προσεγγίζει τη νοημοσύνη από την οπτική του πρώτου προσώπου, ως συνειδητή κατανόηση: «Η έννοια με την οποία επεξεργάζομαι την πληροφορία, όταν σκέπτομαι, είναι η έννοια σύμφωνα με την οποία είμαι, συνειδητά ή μη, αφοσιωμένος σε κάποιες νοητικές λειτουργίες, αλλά ο υπολογιστής δεν επεξεργάζεται καν την πληροφορία αφού δεν διαθέτει νοητικές λειτουργίες». Εξηγεί ότι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν έχει νοητικές καταστάσεις, απλά και μόνο επειδή προσομοιώνει και μιμείται τα τυπικά χαρακτηριστικά λειτουργιών της ανθρώπινης νόησης. Αντίθετα, για να εξηγήσουμε «την παρουσία βιολογικών φαινομένων, όπως την ενσυνείδητη κατανόηση μιας πρότασης ή την ενσυνείδητη οπτική εμπειρία μιας παράστασης, απαιτείται η κατανόηση των σωματικών – φυσιολογικών διαδικασιών που παράγουν αυτά τα φαινόμενα». (Βλ. J. Searle, Νους, Εγκέφαλος και επιστήμη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1984, σελ. 48 και J. Searle, Ανακαλύπτοντας ξανά το νου, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1992, σελ. 250.: Επομένως, η οπτική εμπειρία είναι ένα συγκεκριμένο ενσυνείδητο γεγονός που παράγεται στον εγκέφαλο από ειδικές, ηλεκτροχημικές, βιολογικές επεξεργασίες, γεγονός το οποίο όμως «δεν μπορούμε να το συγχέουμε με τον τυποποιημένο χειρισμό συμβόλων στον ψηφιακό υπολογιστή, γιατί είναι σαν να συγχέουμε την πραγματικότητα με το μοντέλο». Ό.π., σελ. 253). Απόσπασμα του βιβλίου Ά. Λάζου, Άνθρωπος ο δημιουργός, Αθήνα 2016, σελ. 141 – 142. 10

11 2. Άννα Λάζου, Τα ψυχολογικά γεγονότα ως αντικείμενα επιστήμης, Σημειώσεις στο μάθημα της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας, Αθήνα, 1995 Κριτική εισαγωγή σε τρεις εκδοχές στην επίλυση του προβλήματος της σχέσης σώματος – νου: α) ενδοσκόπηση, β) φυσικός μπηχεβιορισμός, γ) λογικός μπηχεβιορισμός. Συγκριτική παρουσίαση των τάσεων δ) του αναγωγιστικού φυσικισμού (φυσικοεπιστημονισμού), ε) του λειτουργισμού, στ) της νοητικής αναπαράστασης και η), των αντιλήψεων των Quine / Davidson που εμπνέονται από μια συγκεκριμένη φιλοσοφική προσέγγιση της γλώσσας που προβάλλει τον γλωσσικό ορίζοντα των νοηματικών αναφορών ως μεταφορών ως καθοριστικό των συγκροτημένων θεωριών για το νου και τη σχέση σώματος – νου, ενώ την επιστήμη ως το πρότυπο της φυσικοποιημένης εμπειρικής γνώσης που παρέχει τις βεβαιότητες για τον κόσμο: α) Ενδοσκόπηση: Η ανθρώπινη νόηση είναι μια άυλη οντότητα που δεν απαιτεί σωματική ενσάρκωση για τις λειτουργίες της και οι έννοιες με τις οποίες ασχολείται η ψυχολογία, τεκμηριώνονται με εσωτερική παρατήρηση ψυχολογικών, μη φυσικών επομένως καταστάσεων. β) Φυσικός (αναγωγιστικός) μπηχεβιορισμός: Οι ψυχολογικές προτάσεις πρέπει να ανάγονται σε φυσικές περιγραφές, γιατί αυτές πρέπει να θεωρούνται περισσότερο θεμελιώδεις από τις πρώτες. γ) Λογικός μπηχεβιορισμός: Ο μόνος τρόπος να επαληθεύσουμε προτάσεις που περιγράφουν ψυχολογικά γεγονότα είναι να τις «μεταφράσουμε» σε περιγραφές της σωματικής συμπεριφοράς και των φυσικών συμβάντων: να ορίσουμε κριτήρια γνωσιμότητας των ψυχολογικών μας καταστάσεων που να δικαιολογούν τη δυνατότητα αντικειμενικής προσέγγισής τους από τη γλωσσική κοινότητα. 11

12 2. Άννα Λάζου, Τα ψυχολογικά γεγονότα ως αντικείμενα επιστήμης, Σημειώσεις στο μάθημα της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας, Αθήνα, 1995 (συνέχεια) δ) Φυσικοεπιστημονισμός (φυσικισμός): Ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές του φυσικισμού, μια γενικά αποδεκτή θέση αποτελεί η παραδοχή ότι ο μόνος τρόπος να εξηγηθεί η ύπαρξη μιας ψυχολογικής εμπειρίας/κατάστασης είναι να ταυτισθεί με μια εγκεφαλική λειτουργία, γνωστή με φυσικές, μηχανιστικές επιστημονικές εξηγήσεις και νόμους. Τρία άρθρα που δημοσιεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50 συνιστούν το υπόβαθρο της φυσικιστικής αντιμετώπισης της σχέσης σώματος – ψυχής: α) U.T. Place, “Is Consciousness a Brain Process”, British Journal of Psychology 47, 1956, σελ. 44 – 50, β) H. Feigl, “The Mental and the Physical”, Minnesota Studies in the Philosophy of Science 2, 1958, σελ. 370 – 497, γ) J.J. Smart, “Sensations and Brain Processes”, Philosophical Review 58, 1959, σελ * Αντιρρήσεις στο φυσικιστικό αναγωγισμό εκφράζονται σε σχέση με την υπόσταση και εξήγηση φαινομένων, όπως η συνείδηση ή και με την ίδια την επιστημολογική υφή της φυσικιστικής περιγραφής κι εξήγησης των ψυχονοητικών καταστάσεων /φαινομένων ή εμπειριών. ε) Λειτουργισμός: Διαφοροποιείται από τον φυσικιστικό αναγωγισμό υποστηρίζοντας ότι ένα ψυχολογικό γεγονός κατανοείται μόνο σε σχέση με άλλα παρόμοια φαινόμενα, όπως και με την παρατηρήσιμη εξωτερική συμπεριφορά. Ορίζεται επομένως από το λειτουργικό (functional) τους ρόλο μέσα σε μια σύνθετη περιγραφή των παραγόντων της ανθρώπινης δραστηριότητας. Παρέχει δε μια εξελιγμένη εκδοχή της αιτιακής εξήγησης που προτείνουν οι υλιστικές θεωρίες των D. Lewis (“An Argument for the Identity Theory”, 1966) και D. Armstrong (A Materialist Theory of Mind, 1968). Οι H. Putnam και J. Fodor αποτελούν βασικούς εκπροσώπους του ρεύματος αυτού: H. Putnam, “Minds and Machines”, 1960 και J. Fodor, “Psychological Explanation”, Ο λειτουργισμός επιτρέπει την αναλογική ομοιότητα των ψυχολογικών λειτουργιών με τα υπολογιστικά συστήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών, και την αποσύνδεση της έννοιας της λειτουργίας από αυτήν της υλικής σύστασης προηγούμενων αιώνων. Βλ. H. Putnam, “Philosophy and our Mental Life”, 1973 (μετάφραση Ά. Λάζου). * Από αυτά το α) και το γ) έχουν μεταφρασθεί από τον Γ. Μαραγκό στα Κείμενα Φιλοσοφίας του Νου και το γ) από τον Π. Νομικό στο τεύχος σημειώσεων Τα Ψυχολογικά Γεγονότα ως αντικείμενα Επιστήμης, της Ά. Λάζου (1995). 12

13 2. Άννα Λάζου, Τα ψυχολογικά γεγονότα ως αντικείμενα επιστήμης, Σημειώσεις στο μάθημα της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας, Αθήνα, 1995 στ) Νοητική αναπαράσταση: Η ψυχή είναι μια υπολογιστική μηχανή, με την έννοια ότι τα περιεχόμενα και οι λειτουργίες της ισοδυναμούν με σειρά περιγράψιμων εσωτερικών αναπαραστάσεων, που απεικονίζονται με τις γλώσσες των υπολογιστών, κατά το πρότυπο των σύγχρονων εξελίξεων στο χώρο της γνωστικής ψυχολογίας. Απομένει να δειχθεί ο αληθοφανής και πειστικός τρόπος κατανόησης των αναπαραστατικών δυνατοτήτων των υπολογιστικών μηχανών προκειμένου να θεωρηθούν εύλογα μοντέλα τρόπων ή παραδειγμάτων ψυχονοητικής αναπαράστασης στον εγκέφαλο. Βλ. D. Dennett, «Forms of Mental Representation”, 1983 (μετάφραση Στ. Γερογιωργάκη). ζ) Ψυχοφυσική ταυτότητα: οι ψυχολογικοί όροι περιγράφουν το ίδιο ακριβώς γεγονός που περιγράφουν και οι φυσικοί – που σημαίνει ότι τα ψυχολογικά γεγονότα δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ξεχωριστή τάξη οντοτήτων ή συμβάντων ούτε σχετίζονται με τα φυσικά, με έναν ιδιαίτερο καθορίσιμο τρόπο (π.χ. με προτάσεις που περιγράφουν νευροφυσιολογικές καταστάσεις ή συμπεριφορές), αλλά αποτελούν περιγραφές ενός και του αυτού πράγματος που περιγράφουν και οι φυσικές περιγραφές και εξηγήσεις. Εδώ το πρόβλημα έγκειται στο να ορισθούν οι λογικές σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών προτάσεων, όπως και μεταξύ αυτών και των πραγμάτων/καταστάσεων/γεγονότων που αναφέρονται. Οι θεωρίες ψυχοφυσικής ταυτότητας προϋποθέτουν συγκεκριμένες αντιλήψεις για τη γλωσσανάλυση και το νόημα, συγκεκριμένες θεωρίες νοήματος – ενώ υποστηρίζουν φυσικιστικές θεωρίες τύπου Armstrong, Place, Feigl και Smart, αλλά και λειτουργιστικές ή υπολογιστικές θεωρίες (Putnam, Dennett). Οι Quine και Davidson επεξεργάζονται αυτές τις θεωρίες εμπλουτίζοντάς τις με τη γλωσσοφιλοσοφική ανάλυση πράξης και προθετικότητας και τη συζήτηση προβλημάτων νοήματος και αναφοράς που επισημαίνονται σε αυτά τα πεδία. Βλ. D. Davidson, “Mental Events”, 1980 (μετάφραση Ά. Λάζου). η) Quine / Davidson: Η προσέγγισή τους στο θέμα σχέσης σώματος - νου και των ψυχονοητικών γεγονότων προϋποθέτει τις μετά τον Wittgenstein συζητήσεις στα ζητήματα της προθετικότητας, της θεωρίας νοήματος από τη σκοπιά της λογικής ανάλυσης της γλώσσας. Βλ. Ά. Λάζου, «Η φυσικοποιημένη επιστήμη και ο σκεπτικισμός για τα ψυχονοητικά γεγονότα» , 1995. 13

14 Σε τι συνίσταται το νόημα; Από τον Locke έως τον Davidson: το νόημα
3. Γλώσσα & Νόημα Η γλώσσα θεωρείται ως σύμπλεγμα αφηρημένων αντικειμένων που καθορίζεται από περιορισμένο κατάλογο εκφράσεων ή λέξεων, κανόνων για την κατασκευή νοηματικών εναλλαγών ή αλληλοπλοκών των εκφράσεων ή των προτάσεων και της σημασιολογικής ερμηνείας των νοηματικών εκφράσεων που βασίζονται σε σημασιολογικά χαρακτηριστικά των ατομικών λέξεων. Η έννοια της γλώσσας εξαρτάται από έννοιες όπως όνομα, κατηγόρημα, αναφορά, νόημα και αλήθεια, πράγματα που δεν τα λαμβάνουμε υπόψη μας όταν μιλάμε ή χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, αλλά μόνο όταν την θεωρητικοποιούμε. Δηλαδή τότε μιλάμε για ομιλιακή ή γλωσσική συμπεριφορά. Σε τι συνίσταται το νόημα; Το νόημα μιας έκφρασης συνίσταται σε αυτό που επιτελούμε και επιτυγχάνουμε εκφέροντας αυτή την έκφραση σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Περιγραφή όλου του πραξεολογικού πλαισίου αναφοράς. ο ζήτημα του γλωσσικού νοήματος βρίσκεται λοιπόν στην ερμηνεία ή εξήγηση του όλου πλαισίου. Από τον Locke έως τον Davidson: το νόημα Ο Locke αναφέρει ότι το νόημα μιας λέξης συνίσταται στη νοητική οντότητα, την ιδέα που τη συνδέουμε με αντικείμενα του περιβάλλοντος κόσμου και με άλλες ιδέες (νοητικές οντότητες). Ο Frege θεωρεί ότι η αναφορά ενός κυρίου ονόματος: «Αριστοτέλης» είναι κάποιο αντικείμενο, ενώ η σημασία του «μαθητής του Πλάτωνα και δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου» θέτει μια συνθήκη, την οποία πρέπει να εκπληρώνει ένα αντικείμενο ώστε να συνιστά την αναφορά του. Ο Carnap διδάσκει ότι η αναφορά ενός γενικού όρου ή κατηγορήματος είναι κάποιο σύνολο πραγμάτων, ενώ η σημασία του συνίσταται στην αντίστοιχη ιδιότητα. Δηλαδή η αναφορά του κατηγορήματος «άνθρωπος» είναι το σύνολο των ανθρώπων, ενώ η σημασία του είναι η ιδιότητα του ανθρώπου. 14

15 Willard v. Orman Quine (1908 – 2000)
Η κριτική του Quine στρέφεται σε θεωρίες που συγκροτούν το νόημα βάσει εντασιακών οντοτήτων (intensional entities), με τρόπους δηλαδή με τους οποίους νοούμε τον κόσμο και όχι με γεγονότα του κόσμου καθαυτά. Aντιμάχεται τις φιλοσοφικές θεωρίες που υποστασιοποιούν το νόημα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η “μετάφραση” της φυσικής γλώσσας σε καθολική γλώσσα – σύστημα καθολικών αληθειών - είναι ακαθόριστη: Οι παρατηρησιακές προτάσεις που συγκροτούνται από την εμπειρία είναι οδηγός για ενδεχόμενη «μετάφραση» παρόλο που βασίζονται και σε γνωσιακή αυθαιρεσία. Bάσει δε του συνόλου των εμπειρικών δεδομένων ένας μεταφραστής μπορεί να κατασκευάσει περισσότερες από μία εξίσου έγκυρες μεταφράσεις μιας γλώσσας. Ο Quine θεωρεί ότι η μετάφραση είναι ακαθόριστη, δεν προσδιορίζεται επαρκώς από τα δεδομένα με αποτέλεσμα να μεταφράζουμε μια γλώσσα με πολλούς έγκυρους τρόπους. Συναινετικός (λογικός) συμπεριφορισμός, αξιοπιστία στα εμπειρικά δεδομένα που διατυπώνονται από παρατηρησιακές προτάσεις είναι στοιχεία της θεωρίας της μεταφραστικής απροσδιοριστίας του Quine. Έτσι ο ριζικός μεταφραστής βασίζει τη μετάφρασή του αποκλειστικά σε φυσικά δεδομένα, και μάλιστα σε αληθή και πλήρη δεδομένα. Η άγνοια της υπό μετάφραση γλώσσας, των προσώπων που τη μιλούν και της κοινωνίας στην οποία ανήκουν αποδεικνύει ότι τα δεδομένα είναι αποκλειστικά φυσικά. Η δε απροσδιοριστία που θα προκύψει δεν θα οφείλεται σε γνωσιολογικούς παράγοντες, όπως η έλλειψη κάποιων γνώσεων ή το εσφαλμένο άλλων, αλλά στο ότι τα γεγονότα, όλες οι φυσικές αλήθειες, δεν αρκούν για να προσδιορίσουν μία και μόνη έγκυρη μετάφραση. QUINE 15

16 2005 μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο, Χρήστος Μαρσέλλος
Wilfrid Sellars, Εμπειρισμός & Φιλοσοφία του Νου (1963), εκδόσεις Εστία, 2005 μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο, Χρήστος Μαρσέλλος Από την εισαγωγή του R. Rorty: Γύρω στο 1950 αρχίζει μετάβαση στην επόμενη μορφή αναλυτικής φιλοσοφίας που συνήθως αποκαλείται «μεταθετικιστική», πέρα από τον εμπειρισμό και τον ορθολογισμό της προηγούμενης φάσης. Η νέα τάση θα ολοκληρωθεί γύρω στο 1970, και θεωρείται αποτέλεσμα της σύνθετης αλληλεπίδρασης πολλών παραγόντων και δυνάμεων. Τα έργα W.v.O.Quine, Two Dogmas of Empiricism, 1951, L. Wittgenstein, Philosophische Untersuchungen, Οξφόρδη 1953, μτφ. Φιλοσοφικές Έρευνες, εκδ. Παπαζήση, 1974, W. Sellars, Empiricism and the Philosophy of Mind, 1956 έπαιξαν καθοριστικό ρόλο γι’ αυτήν την μετάβαση. Ο W.v.O. Quine προκάλεσε και καθιέρωσε αμφιβολίες όσον αφορά στην έννοια της «αναλυτικής αλήθειας» και στην (κατά Carnap και Russell) ταύτιση της φιλοσοφίας με τη «λογική ανάλυση της γλώσσας». Το όψιμο έργο του Wittgenstein - που ο Strawson αποκάλεσε «εχθρότητα προς την αμεσότητα», πυροδότησε την μελλοντική δυσπιστία προς τις παραδοσιακές εμπειριστικές ερμηνείες απόκτησης της γνώσης. Ο Sellars, έπαιξε όμως σπουδαίο ρόλο στην κατάρρευση της θεωρίας των αισθητηριακών δεδομένων (sense data) εμπειριστικής προέλευσης. Η επίθεση του Sellars στον «μύθο του δεδομένου» άσκησε μεγάλη επίδραση στην Αμερική (και όχι στη Βρετανία) πείθοντας τους φιλοσόφους ότι υπάρχει κάτι πολύ εσφαλμένο σε έναν «φαινομεναλισμό» σαν αυτόν πού επαγγελλόταν ο Ayer. Στο έργο του Science and Metaphysics (Routledge, Λονδίνο 1967) και στην πιο σημαντική από τα υπόλοιπα έργα του συλλογή δοκιμίων, στον τόμο Science, Perception and Reality (Routledge, Λονδίνο 1963) - ο οποίος περιέχει το Ο εμπειρισμός και η φιλοσοφία του νου- όπως και τα Essays in Philosophy and its History, Reidel, Dordrecht, 1974, εξέθεσε ιδέες πολύ διαφορετικές από τις αντιπροσωπευτικές του αναλυτικού ρεύματος τονίζοντας μάλιστα ότι «η φιλοσοφία χωρίς την ιστορία της φιλοσοφίας είναι, αν όχι τυφλή, τουλάχιστον χαζή». Έτσι μπήκε στην διαδικασία να βγάλει την αναλυτική φιλοσοφία από το χιούμειο στάδιό της και να την εισαγάγει στο καντιανό. 16

17 μετάφραση , σημειώσεις, επίμετρο, Χρήστος Μαρσέλλος (συνέχεια)
Wilfrid Sellars, Εμπειρισμός & Φιλοσοφία του Νου (1963), εκδόσεις Εστία, 2005 μετάφραση , σημειώσεις, επίμετρο, Χρήστος Μαρσέλλος (συνέχεια) Από την εισαγωγή του R. Rorty: O Sellars, σαν τον Wittgenstein, αντίθετα από τον Kant, ταύτιζε την κατοχή μιας έννοιας με την ικανότητα χρήσης μιας λέξης. Γι’ αυτόν η κατοχή γλώσσας είναι προαπαιτούμενο της συνειδητής εμπειρίας. «Ο Locke, ο Berkeley και ο Hume έσφαλλαν όταν πίστευαν ότι «γνωρίζουμε προσδιορισμένα είδη... από το γεγονός και μόνο ότι έχουμε αισθήσεις και εικόνες» (Εμπειρισμός και Φιλοσοφία του νου, § 28). Σε σύγκλιση με τον Wittgenstein των Φιλοσοφικών ερευνών υποστηρίζει: «Το ουσιώδες είναι ότι, χαρακτηρίζοντας ένα επεισόδιο ή μια κατάσταση ως γνωστικά, δεν δίνουμε μια εμπειρική περιγραφή του επεισοδίου αυτού ή αυτής της καταστάσεως· τα τοποθετούμε στον λογικό χώρο των λόγων, της δικαιολόγησης και του να είναι κανείς σε θέση να δικαιολογεί αυτό που λέει» (ό.π. § 36). Με άλλα λόγια, η γνώση δεν μπορεί να διακριθεί από μια ορισμένη κοινωνική πρακτική-την πρακτική του να δικαιολογεί κανείς τις αποφάσεις του στους συνανθρώπους του. Δεν αποτελεί προϋπόθεση αυτής της πρακτικής, αλλά υπάρχει συγχρόνως με αυτήν. 17

18 και η θεωρία της ριζικής ερμηνείας (radical interpretation)
Donald Davidson (1917 – 2003) και η θεωρία της ριζικής ερμηνείας (radical interpretation) Ο Davidson συνεχίζει τον προβληματισμό γύρω από την ακαθοριστία της μετάφρασης του Quine και υποστηρίζει ότι τόσο η ερμηνεία της γλώσσας, όσο και η ερμηνεία των πράξεων είναι ακαθόριστες, δηλαδή ανεπαρκώς προσδιορισμένες από τα εμπειρικά δεδομένα. Επεκτείνει τη θεωρία του Quine προς την κατεύθυνση της ερμηνείας των πράξεων και την απόδοση πεποιθήσεων, επιθυμιών, προθέσεων, φόβων, ελπίδων, και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι βάσει του συνόλου των δεδομένων ένας ερμηνευτής μπορεί να κατασκευάσει περισσότερες από μία εξίσου έγκυρες ερμηνείες των λεκτικών εκφορών και των πράξεων ενός ατόμου. Η θεωρία νοήματος που υποστηρίζει έχει δύο συναρτήσεις, μια θεωρία αλήθειας και μια θεωρία ριζικής μετάφρασης. Η αλήθεια της πρότασης δίνεται από την αλήθεια των μερών της (κατά Tarski σύμβαση αλήθειας): Η πρόταση «Το χιόνι είναι άσπρο» είναι αληθινή, εάν και μόνο εάν το χιόνι είναι άσπρο (υλική συνθήκη). Βλ. του ιδίου A. Tarski, “The Semantic Conception of Truth and the Foundations of Semantics” (1944). Η υπόθεση αυτή που συνιστά το κριτήριο αλήθειας μιας σειράς προτάσεων μιας τυπικής γλώσσας, εφαρμόζεται στην περίπτωση του Davidson (Truth and Meaning, 1967) και στον ορισμό νοήματος των φυσικών γλωσσών, επισημαίνοντας τη σημασία της εμπειρικής απόδειξης των όρων μιας γλώσσας για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ πραγματικής και αφηρημένης /τυπικής γλώσσας. Ο Davidson βασίζεται στη συνέχεια στην αλληλεπίδραση τουλάχιστον δύο ομιλητών – εξηγητών, γιατί μόνο αυτή η διαμοιβή εξασφαλίζει αντικειμενικότητα και οριοθέτηση για το γλωσσικό νόημα. Το ίδιο βεβαίως συμβαίνει και για τις περιπτώσεις καταστάσεων του νου, όπως την πεποίθηση και την πρόθεση. Ενώ μαζί με τον S. Kripke συντάσσεται ενάντια στη δυνατότητα ύπαρξης ιδιωτικής γλώσσας, ωστόσο διαφοροποιείται ως προς την κοινοτιστική ερμηνεία αυτού του επιχειρήματος, δεν υιοθετεί δηλαδή μια ερμηνεία που θα υποστήριζε ότι «το μόνο που χρειάζεται για να νομιμοποιηθούν οι βεβαιότητές μας, είναι να υπάρχουν σχετικά προσδιορίσιμες καταστάσεις κάτω από τις οποίες είναι βεβαιώσιμες και ότι το παιχνίδι της βεβαίωσης τους έχει ένα ρόλο στη ζωή μας. Καμιά υπόθεση ότι γεγονότα της πραγματικότητας αντιστοιχούν σε αυτές τις βεβαιώσεις δεν είναι απαραίτητη» (S. Kripke, Wittgenstein on Rules and Private Language, 1982 και C. Wright, Wittgenstein on the Foundations of Mathematics,1980) σε συνέχεια της σκέψης του ύστερου Wittgenstein.    Στη συνέχεια ο Davidson υποστηρίζει μια εμπλουτισμένη θεωρία ερμηνείας της ανθρώπινης συμπεριφοράς εφαρμόζοντας αρχές της ριζικής απροσδιοριστίας της μετάφρασης του Quine, με την αναφορά σε πράξεις, πεποιθήσεις και προθέσεις, υπό την προϋπόθεση ύπαρξης δύο συνομιλητών που αλληλοκατανοούνται στη βάση της αναλόγου συμπεριφοράς του καθενός σε παρόμοιες περιστάσεις. Η γνώση που είναι απαραίτητη γι΄ αυτό μπορεί να αποκτηθεί κατά τη διαδικασία της ερμηνείας συνδυάζοντας τους συσχετισμούς εκφράσεων και νοήματος που κάνουν οι ομιλητές εν όσω επικοινωνούν, χωρίς να είναι απαραίτητη η προκατανόηση αυθαίρετων νοημάτων (προθέσεων κλπ) του κάθε υπό ερμηνεία ομιλητή. Εν προκειμένω είναι απαραίτητη η αναφορά σε ένα εννοιοπρακτικό πλαίσιο ή πεδίο για την ολοκλήρωση ενός ερμηνευτικού σχεδίου. 18

19 Ο ανώμαλος μονισμός του D.Davidson
Το γεγονός είναι ότι κατά το επιχείρημά μας, ένας ερμηνευτής δεν έχει απλώς γνώσεις για το άτομο που ερμηνεύει και για την κοινωνία στην οποία ανήκει, τις οποίες χρησιμοποιεί στην πράξη, αλλά επιπλέον δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτές τις δύο αρχές αν δεν έχει αυτές τις γνώσεις. Έτσι, η χρήση αυτών των αρχών δεν αποτελεί καν μια θεωρητική δυνατότητα αν δεν συνοδεύεται από τη χρήση των αντίστοιχων γενικών γνώσεων. Oι θεωρίες της ριζικής «μετάφρασης» (Quine) και ριζικής «ερμηνείας» (Davidson) βρίσκονται στο επίκεντρο πολλών συζητήσεων, γύρω από τη γλώσσα, το νόημα και την προθετικότητα (intentionality) – πράξη (action theory). Ο ανώμαλος μονισμός του D.Davidson Άννα Λάζου, Τα ψυχολογικά γεγονότα ως αντικείμενα επιστήμης, Σημειώσεις στο μάθημα της Φιλοσοφικής Ψυχολογίας, Αθήνα, 1995 (συνέχεια από τη διαφάνεια 11 ) Ο Davidson υποστηρίζει μια δική του εκδοχή ατομικής ψυχοφυσικής ταυτότητας (token identity)* που είναι γνωστή ως ανώμαλος μονισμός : Όλα τα γεγονότα, όπως τα υλικά αντικείμενα, είναι οντολογικά ουδέτερα, μπορούν επομένως να περιγραφούν με διάφορους τρόπους και τούτο σημαίνει ότι η φύση του ψυχολογικού συνίσταται ουσιαστικά στα λογικά και σημασιολογικά χαρακτηριστικά της ψυχολογικής γλώσσας. Η ανάλυση αυτών των χαρακτηριστικών καταλήγει στο ότι οι ψυχολογικές περιγραφές και γενικεύσεις δεν μπορούν να συστήσουν ένα σύστημα νόμων με απόλυτη ισχύ. Αυτές οι βασικές θέσεις σε συνδυασμό με άλλες παραδοχές για την έννοια της πράξης, τη φύση των αιτιακών σχέσεων, τη σχέση ελευθερίας της βούλησης κι αιτιοκρατικών νόμων καθώς και η θεωρία για την ακαθοριστία της μετάφρασης κι ερμηνείας στο θέμα του νοήματος της γλώσσας, συνιστούν τον ανώμαλο μονισμό. Κυρίως στο έργο του Essays on Actions and Events, Clarendon Press, Oxford, 1980, σελ. 207 – 239. Η θεωρία του αποτελεί μια σύνθεση θεμάτων φιλοσοφίας της γλώσσας, της πράξης και του νου. 19

20 Παρακάτω συνοψίζουμε τις θέσεις του ανώμαλου μονισμού του D. Davidson:
- Αιτιακές σχέσεις: σχέσεις που συνδέουν γεγονότα χωρίς να εμπλέκουν κατ’ ανάγκην αιτιοκρατικούς νόμους, Πράξεις: γεγονότα – ουδέτερα σημασιολογικά συστατικά του αντικειμενικού κόσμου, περιγράψιμα α) με ψυχολογικούς, μη νομοειδείς όρους και β), με όρους φυσικών νομοειδών περιγραφών («Actions, Reasons and Causes»,1963). 1) Κάθε ψυχολογικό γεγονός ταυτίζεται με ένα αντίστοιχο φυσικό, χωρίς υποδήλωση νόμων που ανάγουν το ένα στο άλλο (ατομική ή κατά το δείγμα ψυχοφυσική ταυτότητα). 2) Δεν ισχύουν αιτιακοί νόμοι που συνδέουν το ψυχολογικό με το φυσικό, ή ψυχολογικά γεγονότα μεταξύ τους. 3) Ισχύουν χρήσιμες για την επικοινωνία γενικεύσεις ψυχολογικού ή ψυχοφυσικού χαρακτήρα. 4) Μεταξύ μεμονωμένων ψυχολογικών και φυσικών γεγονότων επικρατεί αιτιακή αλληλεπίδραση. 5) Η αιτιότητα καθίσταται νομολογική (νομοειδής) για ορισμένου τύπου περιγραφές των γεγονότων, στην προκειμένη περίπτωση νομολογικές εξηγήσεις επιτρέπουν οι φυσικές περιγραφές των γεγονότων. 6) Οι ψυχολογικές προτάσεις/περιγραφές εμφανίζουν την λογική αδυναμία καθορισμού του ψυχολογικού αντικειμένου (η αλήθειά τους είναι ανεξάρτητη από την αλήθεια των αναφορών τους), Οι ψυχολογικοί όροι χαρακτηρίζονται από αναφορική αδιαφάνεια. 7) Οι ψυχολογικές περιγραφές μπορούν να εξηγήσουν μια πράξη (ένα φυσικό γεγονός) μόνο υπό την προϋπόθεση μια ψυχολογικής συνάφειας, ενός ολικού υπόβαθρου (αίτημα ορθολογικότητας του ανθρώπινου πεδίου). 8) Σύμφωνα με την αρχή της ακαθοριστίας (απροσδιοριστίας) της μετάφρασης κατά Quine, αμφισβητείται η λογική ισοδυναμία δύο διαφορετικών περιγραφών για το ίδιο αντικείμενο (γεγονός) κι επομένως οι ψυχολογικές περιγραφές/ προθετικές εξηγήσεις δεν ισοδυναμούν – άρα δεν ανάγονται σε – με φυσικές περιγραφές. 9) Διακρίνεται η αιτιακή σχέση μεταξύ δύο γεγονότων από τον αιτιακό υπερκαθορισμό των νόμων. Η πρώτη αφορά σε ατομικά γεγονότα (φυσικά ή ψυχολογικά), ο δεύτερος σε φυσικές περιγραφές γεγονότων και όχι σε ψυχολογικές. 10) Εάν δεν ισχύουν ψυχολογικοί ή ψυχοφυσικοί επιστημονικοί νόμοι, τότε κατά λογική συνέπεια, η ύπαρξη φυσικών νόμων υπαγορεύει στο ατομικό επίπεδο, την ταύτιση ενός μεμονωμένου ψυχολογικού γεγονότος με ένα αντίστοιχο φυσικό. 20

21 4. Το θέμα της πράξης (πρόθεσης) Richard J
4. Το θέμα της πράξης (πρόθεσης)  Richard J. Bernstein, Praxis and Action, Duckworth, London 1972 (μεταφρασμένο απόσπασμα) «Μια γρήγορη ματιά στα φιλοσοφικά περιοδικά και τα βιβλία που εκδόθηκαν τη δεκαετία του ’60 θα αποκάλυπτε ότι η θέση και η φύση της δράσης, και οι σχετικές έννοιες όπως η πρόθεση, ο σκοπός, η τελεολογία, το κίνητρο και οι αιτίες, αποτελούσαν το προσκήνιο της φιλοσοφικής συζήτησης. Εξετάζοντας τη γραμματεία που υπήρξε θεμελιώδης στην εξέλιξη της αναλυτικής φιλοσοφίας, ίσως να ανακάλυπτε έκπληκτος ότι υπάρχουν ελάχιστες άμεσες αναφορές στη φύση της ανθρώπινης δράσης ως φιλοσοφικού προβλήματος. Γιατί τέθηκε η έρευνα της δράσης στην περιφέρεια της φιλοσοφικής συζήτησης τις πρώτες μέρες της αναλυτικής φιλοσοφίας; Ποιες δυσκολίες, προβλήματα, ενοράσεις και στρατηγικές οδήγησαν στην αυξανόμενη σημασία της; Αυτά τα ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν με διαφορετικούς τρόπους. ………………………………. Ο τελικός σκοπός μου είναι να κατανοήσω και να υπολογίσω τη συμβολή της αναλυτικής φιλοσοφίας στη μελέτη της ανθρώπινης δράσης. Αλλά πρώτα, θα βοηθούσε να προχωρήσουμε λίγο προς το κέντρο της συζήτησης ώστε να πάρουμε μια γενική ιδέα των θεμάτων που έχουν τεθεί στο προσκήνιο των πρόσφατων ερευνών. Στο Εκατό χρόνια φιλοσοφίας, ο Passmore παρουσιάζει ένα γενικευμένο σκαρίφημα ενός επιχειρήματος το οποίο έχει επαναληφθεί και αναπτυχθεί σε διάφορες παραλλαγές στη μετα-βιτγκενσταϊνική γραμματεία στον τομέα της φιλοσοφικής ψυχολογίας και της φιλοσοφίας του νου. Έχει ως εξής: υπάρχει διαφορά μεταξύ των κινήσεων του σώματος, όπως η ανάκλαση του γονάτου, και των ενεργειών ενός ατόμου, ή της ‘συμπεριφοράς’. Η συμπεριφορά δεν μπορεί ποτέ να οριστεί με όρους σωματικών κινήσεων, καθόσον ακριβώς η ίδια ομάδα κινήσεων μπορεί να παρουσιαστεί σε αρκετά διαφορετικά είδη συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, οι ίδιες σωματικές κινήσεις λαμβάνουν χώρα όταν κάποιος ειδοποιεί ότι πρόκειται να στρίψει αριστερά και όταν δείχνει ένα αντικείμενο στη βιτρίνα ενός καταστήματος, κι ωστόσο πρόκειται για αρκετά διαφορετικές εκδηλώσεις συμπεριφοράς. Ο ψυχολόγος μπορεί να εξηγήσει τις σωματικές κινήσεις με αιτιακούς όρους, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Πράγματι, η συμπεριφορά δεν διαθέτει αιτίες [causes] (John Passmore, A Hundred Years of Philosophy). Για να εξηγήσουμε μια συμπεριφορά, υπό αυτήν την άποψη, σημαίνει να δώσουμε έναν λόγο [reason] γι’ αυτήν, να αναφέρουμε τον σκοπό ή τον στόχο της, ή να δείξουμε τους κανόνες που τη διέπουν. (Πρόκειται, φυσικά, για διαφορετικές αλλά συγγενείς διαδικασίες.) Εφόσον η συμπεριφορά είναι ουσιαστικά κανονιστική, υποστηρίζουν οι νέοι τελεολόγοι, είναι λογικά αδύνατο να εξηγήσουμε πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι εάν περιοριστούμε στην απλώς περιγραφική γλώσσα της φυσικής επιστήμης. Δεν υπάρχει τρόπος να αναχθούμε από τη γνώση της φυσιολογίας, όσο εξονυχιστική κι αν είναι αυτή, στο ότι υπάρχει ένας κανόνας στην κοινωνία μας για το ότι ένα εκτεταμένο χέρι σημαίνει «πρόκειται να στρίψω δεξιά». Οπότε είναι αδύνατο να εξηγήσουμε με όρους φυσιολογίας μια συγκεκριμένη εκδήλωση συμπεριφοράς ώστε να συμφωνεί με αυτόν τον κανόνα. Όλες οι μείζονες έννοιες και προτάσεις στο παραπάνω απόσπασμα απαιτούν περαιτέρω ανάλυση και δικαιολόγηση. Αργότερα θα εξετάσω τους ισχυρισμούς που έγιναν εδώ με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά θέλω να σημειώσω ότι αυτό το επιχείρημα και άλλα που σχετίζονται στενά με αυτό έχουν χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξουν ισχυρισμούς όπως αυτοί: υπάρχει μια σαφής διχοτομία μεταξύ του φυσικού κόσμου των κινήσεων και του ανθρώπινου κόσμου των δράσεων ή της συμπεριφοράς· 21

22 4. Το θέμα της πράξης (πρόθεσης) συνέχεια
… ότι οι τύποι των εξηγήσεων και των περιγραφών που απαιτούνται για την ερμηνεία της ανθρώπινης δράσης είναι κατηγορικά διαφορετικοί από εκείνους που χρησιμοποιούνται στις φυσικές επιστήμες· και, ότι το ιδεώδες της ενότητας των επιστημών που οραματίζονται οι φυσικαλιστές, οι υλιστές (και διάφορες άλλες παραλλαγές αναγωγιστών) –μια ενότητα διά της οποίας όλες οι ψυχολογικές έννοιες και οι ψυχολογικοί νόμοι που απαιτούνται για να ερμηνευτεί η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορούν να αναχθούν ή να μεταφραστούν σε μια γλώσσα της φυσικής επιστήμης– αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Αυτό το ‘ιδεώδες’ βασίζεται στη στρεβλή αντίληψη περί της διαφορετικής φύσης της ανθρώπινης δράσης και του εννοιολογικού πλαισίου με το οποίο περιγράφουμε και εξηγούμε την ανθρώπινη δράση. Έχει υποστηριχθεί ότι το λάθος των αναγωγιστών δεν είναι μόνο ότι αναπτύσσουν μια λανθασμένη εμπειρική υπόθεση, αλλά ότι υπεραμύνονται ενός ιδεώδους το οποίο είναι ‘λογικά αδύνατο’. Για κάποιους από τους πιο μαχητικούς υπερασπιστές αυτού του ‘νέου’ προσανατολισμού, έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση η ίδια δυνατότητα ύπαρξης της κοινωνικής επιστήμης. Θέλω να εξετάσω αυτούς τους φιλόδοξους ισχυρισμούς προσεκτικά. Εάν είναι σωστοί, αμφισβητούν ένα από τα πιο ισχυρά και σημαντικά παραδείγματα στη φιλοσοφία –που έχει παίξει προεξέχοντα ρόλο στην ιστορία της σύγχρονης φιλοσοφίας και έχει διατυπωθεί με πολύ σθένος, σαφήνεια και πειθώ από τους περισσότερους φιλοσόφους που έθεσαν τα θεμέλια του αναλυτικού κινήματος. Μπορούμε να του δώσουμε το όνομα ‘αναγωγιστικό’ παράδειγμα. Ο κόσμος, η γλώσσα, το νόημα ή η γνώση (αναλόγως την οπτική γωνία που επιλέγουμε) θεωρούνται ότι συνίστανται από ένα σύμπλεγμα εντέλει θεμελιωδών, απλών στοιχείων. Το έργο της φιλοσοφικής ανάλυσης είναι να απομονώσει και να κατηγοριοποιήσει τα βασικά απλά στοιχεία και να δείξει πώς τα πάντα μπορούν να αναχθούν (ή να μεταφραστούν) σε αυτά. Ονομάζω αυτό ‘παράδειγμα’ επειδή θέλω να απομονώσω τα πιο γενικά και αφηρημένα χαρακτηριστικά του τα οποία έχουν πάρει οντολογικές, επιστημολογικές και γλωσσικές μορφές στην ιστορία της φιλοσοφίας.* Το επιχείρημα που παρουσίασε ο Passmore αμφισβητεί μία εκδοχή του αναγωγιστικού παραδείγματος, την πεποίθηση ότι ‘ιδεωδώς’ οτιδήποτε μπορούμε νόμιμα να περιγράψουμε και να εξηγήσουμε σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά ή δράση μπορεί, καταρχήν, να περιγραφεί και να εξηγηθεί με όρους «σωματικών κινήσεων», ή «της απλώς περιγραφικής γλώσσας που παρέχει η φυσική επιστήμη». Αλλά ο σκοπός του παραθέματος ήταν να αμφισβητήσει όχι μόνο αυτή την εκδοχή του αναγωγισμού, αλλά οποιαδήποτε εκδοχή του αναγωγιστικού παραδείγματος εφαρμόζεται στην περιγραφή και εξήγηση της ανθρώπινης δράσης». *Η ακριβής σημασία της ‘αναγωγής’ και των διάφορων τύπων αυτής έχει αποδειχθεί ένα από τα πιο πολύπλοκα και άπιαστα ζητήματα της αναλυτικής φιλοσοφίας. Για μια βοηθητική ανασκόπηση των προβλημάτων που περιλαμβάνει, ειδικότερα όπως αναφέρεται στην ψυχολογία, βλ. Merle B. Turner, Philosophy and the Science of Behavior, Chapters 11, 12. 22

23 4. Το θέμα της πράξης (πρόθεσης) συνέχεια
Πολλοί από τους νέους τελεολόγους δεν ενίστανται απλώς στην αναγωγή γνησίως ψυχολογικών εξηγήσεων σε φυσιολογικές [physiological] εξηγήσεις, αλλά σε οποιαδήποτε απόπειρα αναγωγής ή μετάφρασης της γλώσσας της δράσης, της πρόθεσης, του σκοπού κλπ. σε μια λογικά πιο πρωτόγονη γλώσσα.* Ένας τέτοιος αναγωγισμός, έχει υποστηριχθεί, είναι «λογικά αδύνατος». Κατηγορηματικά, οι νέοι τελεολόγοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει κάτι μη-αναγώγιμο και διακριτό σχετικά με τη φύση της ανθρώπινης δράσης και του υποκειμένου, τέτοιο ώστε απαιτεί ένα εννοιολογικό πλαίσιο δραστικά διαφορετικό, αλλά όχι λιγότερο νόμιμο, από αυτό που χρησιμοποιούν οι φυσικές επιστήμες. Έχει ειπωθεί ότι οι αναλυτικοί φιλόσοφοι δεν ενδιαφέρονται για τα «μεγάλα» ή πρωταρχικά ερωτήματα που απασχόλησαν τους παραδοσιακούς φιλοσόφους. Μέσα στο κουβάρι των πολύπλοκων ζητημάτων που αφορούν τις ιδιότητες της ανθρώπινης δράσης, ρίχνουμε μια ματιά σε αυτό που σίγουρα έχει υπάρξει πρωταρχικό ζήτημα της φιλοσοφίας: Τι είδος πλάσματος είναι ακριβώς ο άνθρωπος; Εάν είναι δυνατόν, ακόμη και καταρχήν, να δώσουμε μια πλήρως ικανοποιητική ερμηνεία του ανθρώπου με τους όρους των εννοιών και των νόμων που παρέχουν οι φυσικές επιστήμες –ιδανικά να αφηγηθούμε όλη την ιστορία του τι είναι ο άνθρωπος με τη γλώσσα της φυσικής– τότε δεν χρειάζεται να εκφράσουμε νέα είδη εννοιών ή νόμων για να περιγράψουμε και να εξηγήσουμε την ανθρώπινη δράση. Μια τέτοια οπτική είναι αναγκαία (μολονότι όχι ακόμη επαρκής) συνθήκη για να υποστηριχθεί η θέση του μηχανιστικού υλισμού ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πολύπλοκος φυσικός οργανισμός, που διαφέρει στο βαθμό πολυπλοκότητας αλλά όχι στη φύση του από άλλους φυσικούς οργανισμούς. Αλλά εάν οι νέοι τελεολόγοι μπορέσουν να αποδείξουν το επιχείρημά τους –συγκεκριμένα, ότι οι τελεολογικές έννοιες δεν είναι αναγώγιμες σε μηχανιστικές έννοιες και είναι απαραίτητες για την ερμηνεία της ανθρώπινης δράσης– τότε η θέση ότι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας πολύπλοκος φυσικός μηχανισμός είναι εσφαλμένη και γνωρίζουμε απριόρι ότι είναι εσφαλμένη. Η παραπάνω περιγραφή της διαμάχης μεταξύ των αναγωγιστών και των νέων τελεολόγων είχε στόχο να αποτελέσει μια πρώτη προσέγγιση των θεμάτων που θα αντιμετωπιστούν. Στις τεχνικές συζητήσεις τις οποίες θα διερευνήσουμε, ένα είναι το βασικό ή πρωταρχικό ζήτημα: τι είναι αυτό, εάν υπάρχει κάτι, που κάνει τον άνθρωπο διακριτό, και ειδικότερα την ανθρώπινη δράση; Μέχρι τώρα επαναπαυτήκαμε σε μια προ-αναλυτική και εποπτική κατανόηση των εννοιών-κλειδιά της συζήτησης. Χρειάζεται να οξύνουμε την κατανόησή μας γι’ αυτές τις έννοιες-κλειδιά, και ειδικότερα για την έννοια της αναγωγής. [...]» Μετάφραση Α. Μαστοράκη *Οι εκφράσεις ‘οι νέοι τελεολόγοι’ και ‘μετα-βιτγκενσταϊνικοί φιλόσοφοι’ χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστεί μια χαλαρά συνδεδεμένη ομάδα φιλοσόφων που έχουν επηρεαστεί βαθύτατα από τις Φιλοσοφικές έρευνες του Wittgenstein. Πολλοί από αυτούς εκπαιδεύτηκαν ή δίδαξαν στην Οξφόρδη. Με την εξάπλωση της αναλυτικής φιλοσοφίας, αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας φιλοσόφων μπορούν να βρεθούν σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Δεν ενδιαφέρθηκαν όλοι οι φιλόσοφοι που επηρεάστηκαν από τον Wittgenstein για την έννοια της δράσης, ούτε ενδιαφέρθηκαν όλοι για την τελεολογία. Παρ’ όλα αυτά, ο όρος ‘νέοι τελεολόγοι’ βοηθά στο να επιστήσουμε την προσοχή σε έναν διακριτό προσανατολισμό που έχει αναδυθεί στην αναλυτική φιλοσοφία τα τελευταία είκοσι χρόνια. Μιλώντας για τη «γλώσσα της δράσης, της πρόθεσης, του σκοπού κλπ.», στοχεύουμε στο να επιστήσουμε την προσοχή στον ισχυρισμό ότι το εννοιολογικό πλαίσιο ή η γλώσσα που περιλαμβάνει αυτές τις έννοιες σχηματίζει ένα διακριτό γλωσσικό στρώμα. Ένα από τα μείζονα ζητήματα των μετα-βιτγκενσταϊνικών φιλοσόφων είναι η αποσαφήνιση της λογικής γραμματικής αυτής της γλώσσας της δράσης και ο προσδιορισμός των εννοιών που είναι ουσιώδεις σε αυτή τη γλώσσα. Πρβλε El. Anscombe, Intention, 1957, G.H.Von Wright, Explanation and Understanding, 1971 et a. Βλ. Ά. Λάζου, «Marx και Wittgenstein, Η πράξη και η φιλοσοφία», 1991. 23

24 5. Ομιλιακά ενεργήματα – Πράξεις λόγου John Langshaw Austin (1911 – 1960)
Σε αντίθεση με την αναπαραστατική θεώρηση της γλώσσας από σειρά φιλοσόφων πριν από εκείνον, ο Austin έδινε διαρκώς προσοχή στην τεράστια ποικιλία του "επιτελικών" της χρήσεων, από το να δίνουμε εντολές και να υποσχόμαστε, μέχρι το να βαφτίζουμε ή να παντρευόμαστε, όπως και στις "ευτυχείς" ή "ατυχείς" κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν οι γλωσσικές μας ενέργειες. Σύμφωνα με το Austin, στην καθημερινή γλώσσα έχουν κατατεθεί όλες οι διακρίσεις και συνδέσεις που καθιέρωσαν οι άνθρωποι, σαν τα λόγια στις καθημερινές τους χρήσεις "να άντεξαν σε μια μακρά δοκιμασία επιβίωσης του ικανότερου" (How to Do Things with Words, Cambridge, MA: Harvard University Press, 1962). Είναι απαραίτητο, πρώτα απ’ όλα, να εξετάσουμε προσεκτικά την ορολογία που έχουμε στη διάθεσή μας, καταρτίζοντας μια λίστα με τις εκφράσεις που σχετίζονται με τον συγκεκριμένο τομέα: ένα είδος «γλωσσικής φαινομενολογίας» που πραγματοποιείται με τη βοήθεια του λεξικού και της φαντασίας, αναζητώντας συνδυασμούς εκφράσεων και συνωνύμων, επινοώντας πειράματα γλωσσικής σκέψης και ασυνήθιστα πλαίσια και σενάρια στοχαζόμενοι πάνω στις γλωσσικές μας αντιδράσεις σε αυτά. Η εξέταση της καθημερινής γλώσσας μας δίνει τη δυνατότητα να δώσουμε προσοχή στον πλούτο των γλωσσικών γεγονότων και να αντιμετωπίσουμε τα φιλοσοφικά προβλήματα από μια νέα χωρίς προκαταλήψεις προοπτική. Κατά τον Austin, οι λεκτικές πράξεις/ ομιλιακά ενεργήματα διακρίνονται σε: - Λεκτικό στοιχείο: Αυτό που λέει κάποιος (locutionary element) - Eνδολεκτικό στοιχείο (illocutionary element) το είδος της πράξης δηλ. υπόσχεση, συμβουλή, αίτηση, προειδοποίηση, απειλή, όρκο) -Διαλεκτικό στοιχείο (perlocutionary element) το πραγματικό αποτέλεσμα της πράξης λόγου Ο ομιλητής κάνει ποικίλα πράγματα: Λέει κάτι, κάνει κάτι καθώς μιλάει, επιφέρει ένα αποτέλεσμα μέσα από το ότι μιλάει. Δηλαδή κατά τον Wittgenstein «οι λέξεις είναι πράξεις» Όλες οι εκφράσεις δεν είναι του ίδιου τύπου, δεν έχουν τους ίδιους όρους και τις ίδιες διαστάσεις. Διακρίνονται σε συστατικές (constative) και επιτελεστικές (performative). Oι πρώτες είναι περιγραφές για πράξεις και μπορούν να θεωρούνται αληθινές ή εσφαλμένες, ενώ οι δεύτερες επιτελούν πράξεις και μπορούν να θεωρούνται πετυχημένες ή αποτυχημένες (ενορατισμός ή intuitionism). 24

25 Ομιλιακό ενέργημα (speech act)
John R. Searle ( ) Ομιλιακό ενέργημα (speech act) Ως μονάδα επικοινωνίας το ο.ε λαμβάνει χώρα εκεί όπου συγκροτούνται α) ο ομιλητής, β) ένας ακροατής, γ) αυτό που επιτελείται: η ομιλία. Κάθε μία από τις προτάσεις αποτελεί μια εκφραστική πράξη. Η μέθοδος προϋποθέτει την άποψη ότι οι πράξεις του λόγου κατανοούνται στο λειτουργικό τους χώρο που είναι το σύνολο της ανθρώπινης δράσης. Όσα λέμε και όσα κάνουμε μ’ αυτά που λέμε έχουν νόημα με μια σειρά από όρους και κανόνες που μπορούμε να αναλύουμε. Είναι οι λόγοι της πράξης και όχι οι πράξεις του λόγου. J. R. Searle, Speech Acts (1969). _____, Expression and Meaning (1979). _____, Mind, Language and Society: Philosophy in the Real World, (1998). _____, Rationality in Action (2001). Πρβλε H. P. Grice, Studies in the Way of Words (1989) (συνομιλιακό υπονόημα [conversational implicature ]). Α.P. Martinich, The Philosophy of Language (Critical Concepts in Philosophy), (1985 , 2012 [6th edition]). 25

26 6. Το πρόβλημα της συνείδησης (Από τη διάλεξη του Θ. Σακελλαριάδη)
Η λειτουργία της συνείδησης αποτελεί μια κομβική έννοια αναφορικά με τις νοητικές καταστάσεις και στην ιστορία της φιλοσοφίας συνδέεται με τη γνώση (Ενδεικτικές εκφορές της εντοπίζονται στην πρόταση «γνωρίζω ότι γνωρίζω», στην Πλατωνική «αληθή δόξα μετά λόγου», ή στην κατά Kant, «γνώση είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης της νόησης και της αίσθησης»). Δεν υπάρχει ένας γενικώς αποδεκτός ορισμός της συνείδησης. Συνείδηση μπορεί να σημαίνει υποκειμενική ή φαινομενική εμπειρία. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο φαίνονται τα πράγματα σε μένα κατ’ αντιδιαστολή προς τον τρόπο με τον οποίο είναι αντικειμενικά. Το πρόβλημα βρίσκεται στο πώς δημιουργούνται υποκειμενικές εμπειρίες από αντικειμενικούς εγκεφάλους. Μήπως η συνείδηση αποτελεί ένα επιπρόσθετο στοιχείο που εμείς ως ενσυνείδητα όντα το έχουμε ή είναι κάτι εγγενές και αναπτύσσεται όπως οι εξελιγμένες ικανότητες της αντίληψης, της σκέψης και της βίωσης συναισθημάτων; Η συνείδηση ως λειτουργία ή ως νοητική κατάσταση θεωρείται εδώ και δεκαετίες ως ο σκληρός πυρήνας ή το hard problem όπως αναφέρει ο David Chalmers (The Conscious Mind : 1997) των φιλοσοφικών αλλά και επιστημονικών αναζητήσεων. Ο όρος «συνείδηση» εμφανίζει ιδιαίτερη πολυσημία: Α) Ned Block (1998, The Nature of Consciousness): Υπάρχουν δύο είδη συνείδησης: Η φαινόμενη που ορίζεται και από το ερώτημα του Thomas Nagel: «Πώς είναι να είναι κάτι;» (Nagel, T. (1995) “What is it like to be a bat?” στο Βlock, N., et a. (1998) The Nature of Consciousness). Δηλαδή πρόκειται για καταστάσεις με φαινόμενες ιδιότητες. Και η συνείδηση πρόσβασης όπου το υποκείμενο έχει επίγνωση κάποιου πράγματος ή καθίσταται γνώστης κάποιου πράγματος. Δηλαδή το περιεχόμενο της συνειδητής κατάστασης μπορεί να εκφραστεί στις γλωσσικές δηλώσεις του υποκειμένου. Β) H συνείδηση είναι ένα σύστημα συμπεριφορών, μια νευροφυσιολογική λειτουργία - η λογική της καθημερινής χρήσης των εννοιών. Σύμφωνα με τους φυσιοκράτες ο όρος συνείδηση νοείται ως μια συντομογραφία της οποίας το περιεχόμενο είναι η όποια πειραματική έρευνα διενεργείται στις περιοχές της νευροφυσιολογίας και του συμπεριφορισμού (M. Bears, et a. 2001, Neuroscience: Exploring the Brain κ.ά.). Γ) Daniel Dennett (1991, Consciousness Explained): Είναι πλάνη να θεωρούμε ότι ο νους μας λειτουργεί ως ένα είδος ιδιωτικού θεάτρου. Εστιάζει τον προβληματισμό του για τη συνείδηση και στα qualia, τα οποία θεωρούνται ως άρρητες υποκειμενικές ποιότητες της εμπειρίας όπως πχ. η ερυθρότητα του κόκκινου χρώματος. Η συνείδηση είναι σύνολο «διαφωτιστικών μεταφορών». 26

27 6. Το πρόβλημα της συνείδησης Β΄ Μέρος - Ο John Searle για την συνείδηση
Μεγάλο μέρος της σύγχρονης φιλοσοφίας προσπάθησε να αρνηθεί την ύπαρξη συνείδησης, υποστηρίζοντας ότι "είναι απλώς μια ψευδαίσθηση". Ο Searle δεν συμφωνεί με αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι η φιλοσοφία έχει παγιδευτεί σε μια λανθασμένη διχοτόμηση: ότι, αφενός, ο κόσμος δεν αποτελείται από τίποτα άλλο από αντικειμενικά σωματίδια σε δυναμικά πεδία, αλλά και ότι, αντιθέτως, η συνείδηση είναι σαφώς μια υποκειμενική εμπειρία πρώτου προσώπου. Πώς λοιπόν το επιλύει αυτό; Ο Searle λέει απλά ότι και τα δύο είναι αλήθεια: η συνείδηση είναι μια πραγματική υποκειμενική εμπειρία, που προκαλείται από τις φυσικές διαδικασίες του εγκεφάλου. Ίσως ο καλύτερος όρος για να περιγράψει κανείς αυτήν τη θέση είναι ο όρος βιολογικός νατουραλισμός.. " Είναι οι ψυχικές σας καταστάσεις ταυτές με τη συμπεριφορά σας; Λοιπόν, σκεφτείτε τη διάκριση ανάμεσα στον πόνο και την συμπεριφορά του πόνου. Δεν θα επιδείξω κάποια συγκεκριμένη συμπεριφορά πόνου, αλλά μπορώ να σας πω ότι δεν έχω κανένα πόνο τώρα. Έτσι πρόκειται για ένα προφανές λάθος. Γιατί έκαναν αυτό το λάθος; Το λάθος ήταν - και μπορείτε να πάτε πίσω και να διαβάσετε ό,τι έχει γραφεί πάνω σε αυτό, μπορείτε να το δείτε ξανά και ξανά - ότι σκέφτονται πως εάν αποδεχτούμε την αναντικατάστατη ύπαρξη συνείδησης, εγκαταλείπουμε την επιστήμη. Εγκαταλείπουμε 300 χρόνια ανθρώπινης προόδου και ανθρώπινης ελπίδας και όλα τα υπόλοιπα. Και το μήνυμα με το οποίο θέλω να σας αφήσω είναι ότι η συνείδηση πρέπει να γίνει δεκτή ως ένα γνήσιο βιολογικό φαινόμενο, τόσο υποκείμενο σε επιστημονική ανάλυση όσο και οποιοδήποτε άλλο φαινόμενο της βιολογίας ή, γι' αυτό το θέμα, των άλλων επιστημών". Απόσπασμα της διάλεξης του Searle με θέμα «Consciousness & the Brain» Μετάφραση Α. Λάζου. Όπως και ο Wittgenstein, ο Searle έχει δείξει πώς μπορούμε συχνά να προοδεύουμε στη φιλοσοφία με τη διάγνωση, θεραπεία και απομάκρυνση μιας υπόθεσης που υπόκειται σε δύο φαινομενικά διαμετρικά αντίθετες απόψεις - ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε μια θέση που εκπροσωπεί τον κοινό νου. 27

28 6. Το πρόβλημα της συνείδησης - John Searle : Προεκτάσεις (συνέχεια)
Στο έργο του για τη συλλογική προθετικότητα και τον κοινωνικό κόσμο, ο Searle υποστήριξε ότι τόσο οι ακραίοι ατομικιστές όσο και οι ακραίοι κολεκτιβιστές πιστεύουν ότι θα έπρεπε να αναγάγουμε το «εμείς» στο «εγώ» για να αποφύγουμε την ιδέα συλλογικών ομάδων με ύπαρξη πέρα από τα ατομικά υποκείμενα. Απορρίπτει την ιδέα αυτή και, σε γενικές γραμμές, απορρίπτει τη δυαδική αντίθεση μεταξύ της επιμέρους υποκειμενικότητας αφενός και της διυποκειμενικότητας, συλλογικότητας, δημόσιας γλώσσας και θεσμών από την άλλη. Γι' αυτόν, η δουλειά του σε σχέση με τον νου δεν προδίδει την προηγούμενη εργασία του σχετικά με τη γλώσσα, αλλά μάλλον της παρείχε τα θεμέλιά της. Και νομίζω ότι έχει αποδείξει τη βαθιά συνέχεια του έργου του διαγράφοντας έναν πλήρη κύκλο στα μεταγενέστερά του κείμενα σχετικά με τη φιλοσοφία της κοινωνίας: με τη λήψη εννοιών τόσο από τη θεωρία των ομιλιακών ενεργημάτων, όπως κι εκείνων των συνταγματικών κανόνων και δηλώσεων και με την επέκτασή τους να μας δώσει – με τη βοήθεια της φιλοσοφίας του νου - μια γενική θεωρία των θεσμών. Πρβλε Άρθρα και αναρτήσεις του Michael Schmitz στο «Τον Searle, όπως και την ιδεαλιστική φιλοσοφική παράδοση εξ άλλου, απασχολεί η «ελευθερία του ανθρώπου» που «βρίσκεται σε ουσιαστική σύνδεση με τη συνείδηση, αφού θεωρούμε ελεύθερα μόνο τα συνειδητά όντα», διότι μόνο από παθητική πρόσληψη αντιλήψεων, ποτέ δεν θα σχηματίζαμε την ιδέα της ανθρώπινης ελευθερίας. Αντίθετα, τονίζει ότι «η χαρακτηριστική εμπειρία που μας δίνει την πίστη στην ανθρώπινη ελευθερία είναι η εμπειρία της μετοχής σε εθελούσιες, προθετικές πράξεις». Η προθετικότητα συνίσταται στις συνειδητές προθέσεις πράξεων, ενώ, «αυτό που αποκαλούμε ελεύθερη βούληση καθορίζεται από λογικές, νοητικές λειτουργίες», όπως και η συνείδηση για τον Searle είναι η αναγκαία συνθήκη για να υπάρχουν τόσο νοητικές καταστάσεις, όσο και αυτό που αποκαλούμε ανθρώπινη νοημοσύνη. Στις αντιπαρατιθέμενες ιδέες σχετικά με το πρόβλημα της σχέσης σώματος – νου, ο Searle προτείνει ως μέση οδό έναν βιολογικό νατουραλισμό, εναλλακτική λύση με την οποία αφενός μεν υπερβαίνει το δυϊσμό του Descartes, αφετέρου δε δεν αποδέχεται τον αναγωγισμό του πνεύματος στην ύλη, όπως θα ήθελε η επιστήμη. Ο ενσυνείδητος ανθρώπινος νους διανοίγει νέους ορίζοντες και για τη διερεύνηση των κοινωνικών και ψυχολογικών φαινομένων, τα οποία, ως αποτέλεσμα των ενσυνείδητων ενεργειών του ανθρώπου, έχουν και αυτά εγγενώς νοητικό χαρακτήρα. Ανακαλύπτει μέσα από την υποκειμενικότητα και την ενότητα της συνείδησής του τις διάφορες συνιστώσες της προθετικότητας που συνθέτουν την κοινωνική του συμπεριφορά.» Απόσπασμα από το Ά. Λάζου, Άνθρωπος ο Δημιουργός, 2016. Πρβλε John R. Searle, Intentionality: An Essay in the Philosophy of Mind , 1983. _____, “Collective Intentions and Actions”, 1990. ———, The Construction of Social Reality, 1995. ———, Making the Social World: The Structure of Human Civilization, 2010. ———, Seeing Things as They Are: A Theory of Perception, 2015.  28


Κατέβασμα ppt "ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΕΑΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ 2019."

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google