Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΕ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΕ ΈΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΔΡ Δημήτριος Βουγιούκας
2
Ο ανταγωνισμός στον οικονομικό χώρο
Ο ανταγωνισμός ερμηνεύεται ως μία δράση, μία διεκδίκηση για κτήση και διατήρηση πελατείας και ισχύος μέσα στην αγορά Διεξάγεται λοιπόν και εξελίσσεται μέσα σε αγορά, δηλαδή σε ένα χώρο συνάντησης της προσφοράς και της ζήτησης. Επομένως, απαιτεί σύστημα ελεύθερης οικονομίας/οικονομίας της αγοράς και όχι σχεδιαζόμενη οικονομία Διεξάγεται ανάμεσα σε επιχειρήσεις που δρουν είτε στο ίδιο επίπεδο (οριζόντιος ανταγωνισμός), είτε σε διαφορετικό επίπεδο (κάθετος ανταγωνισμός) της αλυσίδας παραγωγής-διανομής. Εξ ορισμού λοιπόν προϋποθέτει την ύπαρξη περισσότερων φορέων που να διεκδικούν θέση υπεροχής στην αγορά. Επικρατεί η αντίληψη ότι δια μέσου της οικονομικής ελευθερίας εξασφαλίζεται η ευχέρεια επιλογής των καταναλωτών και η ευημερία τους
3
Διάκριση ανάμεσα σε τέλειο και αποτελεσματικό ανταγωνισμό
Υπήρξε μία διαφορετική προσέγγιση ανάμεσα στις οικονομικές σχολές και τους θεωρητικούς της οικονομίας Αρχικά υποστηρίχθηκε ένα μοντέλο απόλυτης αυτορρύθμισης της αγοράς στηριγμένο στον τέλειο ανταγωνισμό. Ο τέλειος ανταγωνισμός προϋποθέτει μεγάλο αριθμό πωλητών-αγοραστών, ανυπαρξία μονοπωλίων, ομοιογένεια αγαθών, πολύ καλή ενημέρωση καταναλωτών Πρόκειται για ένα μοντέλο ιδεατό. Ο ανταγωνισμός συνήθως είναι ατελής, λόγω εμποδίων εισόδου στην αγορά, αδυναμίας της αγοράς να αυτορρυθμιστεί, ύπαρξης μονοπωλίων και ολιγοπωλίων Αυτό που επιδιώκεται λοιπόν είναι ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός που στηρίζεται στην οικονομική πραγματικότητα Για να επιτευχθεί ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός χρειάζεται ένα νομοθετικό πλαίσιο και μια ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους, ώστε η συμπεριφορά και απόδοση των επιχειρήσεων να είναι η καλύτερη δυνατή.
4
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Η πολιτική ανταγωνισμού διατυπώνει τους στόχους που τα κράτη επιθυμούν να επιτύχουν. Περιγράφει τους τρόπους αντιμετώπισης των απειλών κατά του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς Το δίκαιο ανταγωνισμού επιδιώκει την εφαρμογή των στόχων αυτών, την υλοποίηση της πολιτικής ανταγωνισμού
5
ΓΕΝΙΚΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Προστασία ελευθερίας της οικονομικής δραστηριότητας Προστασία αποτελεσματικού ανταγωνισμού Προστασία ανταγωνιστών Βελτίωση ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών Μείωση τιμών Προστασία και ευημερία καταναλωτών Οικονομική πρόοδος και ανάπτυξη Ελευθερία των συμβάσεων Δημιουργία θέσεων εργασίας Ενίσχυση καινοτομίας και τεχνολογική πρόοδος Κοινωνική ευημερία
6
Διάκριση κλάδων στο Δίκαιο Ανταγωνισμού
Δύο κλάδοι που εξυπηρετούν καταρχήν διαφορετικούς ειδικούς στόχους και διαφορετικές ανάγκες Υπάγονται σε διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο Και στις δύο περιπτώσεις η προστασία αφορά τον ανταγωνισμό ως θεσμό Επιδιώκεται σε κάθε περίπτωση η προστασία της οικονομικής ελευθερίας Υποστηρίζεται ότι ο ένας κλάδος συμπληρώνει και αποτελεί συνέχεια του άλλου Οι δύο κλάδοι του δικαίου του ανταγωνισμού στηρίζονται σε μία κοινή αρχή, αυτή της ελευθερίας του εμπορίου και της βιομηχανίας, η οποία αναλύεται στην ελευθερία του επιχειρείν και στην ελευθερία του ανταγωνισμού Το δίκαιο ανταγωνισμού ως ενιαίο δίκαιο αποτελεί μέρος τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου δικαίου
7
Δίκαιο Αθέμιτου Ανταγωνισμού
Σκοπός είναι η διατήρηση του ανταγωνισμού σε θεμιτά πλαίσια Προστατεύεται η επιχείρηση από τις αθέμιτες πρακτικές των ανταγωνιστών της Τέτοιες πρακτικές αποτελούν οι αθέμιτες συγκριτικές ή παραπλανητικές διαφημίσεις, η αθέμιτη απόσπαση προσωπικού, η δυσφήμιση ανταγωνιστή, κτλ. Καταδικάζεται λοιπόν ο ανεξέλεγκτος, εκτός θεμιτών ορίων ανταγωνισμός. Προστατεύονται κυρίως ιδιωτικά συμφέροντα. Η οικονομική ελευθερία σε αυτή την περίπτωση προστατεύεται ως ατομικό δικαίωμα έναντι αθέμιτων πρακτικών ανταγωνιστών
8
Δίκαιο Ελεύθερου Ανταγωνισμού
Οι κανόνες που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον κλάδο έχουν στόχο την προστασία του ίδιου του ανταγωνισμού προς εξασφάλιση της οικονομικής ελευθερίας Σε αυτή την περίπτωση δεν καταδικάζεται η ακραία εκδήλωση του ανταγωνισμού αλλά η απειλή του Ελέγχονται και απαγορεύονται οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές (συμπράξεις, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, συγκεντρώσεις…) Επιδιώκεται η διατήρηση ανταγωνιστικών συνθηκών στην αγορά Προστατεύονται κυρίως συλλογικά συμφέροντα Η απαγόρευση των περιορισμών του ανταγωνισμού είναι απαραίτητη για την προστασία της ελευθερίας του επιχειρείν.
9
Σημαντική θέση του Δικαίου Ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση
Οι πρώτες Κοινότητες (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ) είχαν στόχο τη δημιουργία μίας κοινής (εσωτερικής) αγοράς, στην οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων θα ήταν ελεύθερος και ανόθευτος. Η Συνθήκη της Λισσαβόνας δεν επέφερε ουσιώδεις τροποποιήσεις στο Δίκαιο Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης Απλά, στο νέο άρθρο 3, παρ. 3 ΣΕΕ, το «καθεστώς ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς» παραχώρησε τη θέση του στην «άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς». Το υπ’αριθμόν 27 Πρωτόκολλο σχετικά με την Εσωτερική Αγορά και τον Ανταγωνισμό προβλέπει ότι η «εσωτερική αγορά ...περιλαμβάνει σύστημα που εξασφαλίζει ότι δεν στρεβλώνεται ο ανταγωνισμός»
10
Σημασία Δικαίου Ανταγωνισμού της ΕΕ
Το δίκαιο του ελεύθερου ανταγωνισμού αποτελεί ένα από τα βασικότερα σημεία του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Αν και έμμεσα το ενωσιακό δίκαιο αφορά και στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού, επιδρά άμεσα στον τομέα του ελεύθερου ανταγωνισμού Ο ελεύθερος ανταγωνισμός αποτελεί εγγύηση για την ομαλή λειτουργία της Εσωτερικής Αγοράς και την αποτελεσματική εφαρμογή των ελευθεριών κυκλοφορίας και εγκατάστασης Θα πρέπει να επισημανθεί όμως ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός δεν αποτελεί αυτοσκοπό Το δίκαιο ανταγωνισμού της ΕΕ έχει επηρεάσει στη διαμόρφωσή τους τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών Χάρις στις αρχές της άμεσης εφαρμογής και της υπεροχής, το ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού έχει ευρεία εφαρμογή
11
Σύνδεση με άλλες πολιτικές της ΕΕ
Το ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού συνδέεται σε μεγάλο βαθμό και με άλλες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της διαδικασίας ενοποίησης της Ευρώπης Η πολιτική ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού μαζί με τη βιομηχανική πολιτική της ΕΕ αποτελούν συμπληρωματικά μέσα για την τεχνολογική ανάπτυξη και την ανταγωνιστική οικονομία Διασφαλίζει ότι οι αγορές παρέχουν το σωστό περιβάλλον για καινοτομία Απελευθέρωση στρατηγικών τομέων, όπως αυτός των μεταφορών και της ενέργειας Στενά συνδεδεμένο με το δίκαιο προστασίας των καταναλωτών Σημαντική επίδραση στις πολιτικές περιφερειακής ανάπτυξης, αλιείας και γεωργίας και προστασίας του περιβάλλοντος.
12
1η Βασική Προϋπόθεση Εφαρμογής Κανόνων Ανταγωνισμού ΕΕ: Ύπαρξη επιχείρησης
Το δίκαιο του ανταγωνισμού και στις δύο πτυχές του (αθέμιτου και ελεύθερου) έχει ως άμεσους αποδέκτες τις επιχειρήσεις Οι κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ αφορούν πρακτικές επιχειρήσεων (συμπράξεις, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, συγκεντρώσεις) ή τη χορήγηση οικονομικών πλεονεκτημάτων από τα κράτη προς τις επιχειρήσεις (κρατικές ενισχύσεις) Το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν κάνει διάκριση ανάμεσα σε εμπορικές και μη εμπορικές επιχειρήσεις Η έννοια της επιχείρησης αποσυνδέεται επίσης από θεσμό της νομικής προσωπικότητας καλύπτοντας έτσι και τις πρακτικές φυσικών προσώπων. Ερμηνεύεται κατεξοχήν σε συνάρτηση με τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα που τη χαρακτηρίζουν.
13
Έννοια Επιχείρησης Η έννοια της επιχείρησης δεν δίδεται από τις διατάξεις του Δικαίου της ΕΕ (ούτε από τις διατάξεις εθνικών δικαίων) Ο πυρήνας της έννοιας είναι οικονομικός Το Δικαστήριο της ΕΕ έδωσε μία ευρεία ερμηνεία Η έννοια της επιχείρησης καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτείται (ΔΕΕ C-41/90, Höfner u. Elsner κατά Macrotron Gmbh [1991] ECR I-1979) Πρόκειται για δραστηριότητα που κατά κανόνα ασκείται έναντι ανταλλάγματος. Αντιδιαστέλλεται από τις συναλλαγές χωρίς οικονομική αξία. Τα ελεύθερα επαγγέλματα μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιχειρήσεις (δικηγόροι στην υπόθεση ΔΕΕ C-309/99, Wouters [2002] ECR I-1577). Πρόκειται για υπηρεσίες πνευματικού ή τεχνικού χαρακτήρα που βασίζονται σε υψηλού επιπέδου προπαρασκευαστική εκπαίδευση, ασκούνται κατόπιν αδείας και οργανώνονται με επαγγελματικούς συλλόγους στους οποίους το κράτος παρέχει κανονιστική αρμοδιότητα και πειθαρχική εξουσία.
14
Δημόσιοι φορείς-Άσκηση δημόσιας εξουσία
Το γεγονός ότι μια οντότητα λειτουργεί υπό δημόσια εξουσία δεν εμποδίζει την εφαρμογή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ (ΔΕΚ C-102/01 P, Aeroports de Paris κατά Επιτροπής) Δεν συμβιβάζεται προς την έννοια της επιχείρησης η άσκηση δραστηριότητας υπό τη μορφή δημόσιας εξουσίας, με συνέπεια η οντότητα που δρα υπό την ιδιότητά της, ως δημόσιας αρχής να μην εμπίπτει στους κανόνες περί ανταγωνισμού. Υπόθεση Eurocontrole (C-364/92 – SAT Fluggesellschaft (Eurocontrol): δημόσιος φορέας που ασκεί δημόσια εξουσία. Δεν εμπίπτουν οι δράσεις του στους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ Εφαρμογή της διάκρισης μεταξύ κυριαρχικής και συναλλακτικής διοίκησης. Κριτήριο είναι η φύση της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Είναι αδιάφορο η μορφή και το καθεστώς του φορέα Απαραίτητο σε φορείς που ασκούν παράλληλες δραστηριότητες να γίνεται διαχωρισμός των δραστηριοτήτων που είναι οικονομικές από αυτές που σχετίζονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας Η οικονομική δραστηριότητα διακρίνεται επίσης από δραστηριότητες κοινωνικού χαρακτήρα (ΔΕΚ C-159/91, Poucet & Pistre). Αποκλείονται οργανισμοί παροχής υπηρεσιών κύριας κοινωνικής ασφάλισης
15
Αυτονομία οικονομικής δράσης -Ουδετερότητα νομικού καθεστώτος
Καλύπτει κάθε οντότητα, ανεξάρτητα από τη νομική της μορφή ή το ιδιοκτησιακό της καθεστώς Η οποία φέρει πλήρη ανάληψη των οικονομικών κινδύνων Καλύπτει κάθε οντότητα που πραγματώνει οικονομικό-εμπορικό σκοπό Δεν αποτελούν επιχειρήσεις οι εμπορικοί αντιπρόσωποι, οι οποίοι ενεργούν επ’ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου Δεν αποτελούν ανεξάρτητες επιχειρήσεις οι θυγατρικές εταιρείες που εξαρτώνται πλήρως από τις μητρικές Μία μητρική εταιρεία και η θυγατρική που της ανήκει σε ποσοστό μεγαλύτερο από 50%, αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση (ΓενΔΕΕ T-228/97, Irish Sugar [1999] ECR II-2969) Ένας όμιλος εταιριών αντιμετωπίζεται ως ενιαία επιχείρηση, όταν υπάρχει κοινός έλεγχο (ΔΕΕ 170/83, Hydrotherm κατά Andreoli [1984] ECR 2999) Στην σχέση τους με τον εργοδότη τους, οι εργαζόμενοι δεν είναι επιχειρήσεις και ενεργούν για λογαριασμό του εργοδότη τους ως μέρος της επιχείρησης (ΔΕΕ C-22/98, Bécu και λοιποί [1999] ECR I-5665) Οι συνδικαλιστικές ενώσεις των εργαζομένων δεν συνιστούν ενώσεις επιχειρήσεων διότι τα μέλη τους δεν είναι ανεξάρτητοι επαγγελματίες.
16
2η Βασική Προϋπόθεση Εφαρμογής Κανόνων Ανταγωνισμού ΕΕ: Επηρεασμός ενδοενωσιακών συναλλαγών
Το κριτήριο του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών αποτελεί αυτόνομο κριτήριο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας Η έννοια του εμπορίου περιλαμβάνει το σύνολο των οικονομικών συναλλαγών Ο όρος αυτός αποβλέπει να προσδιορίσει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ Ένωσης και κρατών μελών Μία πρακτική επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών όταν έχει συνέπειες στις διασυνοριακές οικονομικές δραστηριότητες μεταξύ δύο τουλάχιστον κρατών μελών Το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν ασχολείται με συμφωνίες μεταξύ φορέων της αγοράς που κατέχουν μικρό μερίδιο αγοράς και έχουν ασήμαντο αποτέλεσμα στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στον ανταγωνισμό. Ο επηρεασμός θα πρέπει λοιπόν να είναι «αισθητός».
17
Επηρεασμός ενδοενωσιακών συναλλαγών
Σε αντίθεση με τον ενωσιακό έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, ο οποίος όπως θα δούμε στηρίζεται σε συγκεκριμένο αντικειμενικό κριτήριο (κύκλο εργασιών), στην περίπτωση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ το κριτήριο του επηρεασμού του ενδοενωσιακού εμπορίου στηρίζεται σε ένα πλέγμα στοιχείων, τόσο νομικών όσο και πραγματικών Επηρεασμός σημαίνει διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής των εμπορικών ροών μεταξύ των κρατών μελών Μία συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου κράτους μέλους που έχει ως αντικείμενο τη στεγανοποίηση της εθνικής αγοράς και τον αποκλεισμό από αυτήν επιχειρήσεων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη είναι προφανές ότι καλύπτει το διασυνοριακό στοιχείο Στην υπόθεση Pronuptia (ΔΕΚ 161/84 ) το Δικαστήριο έκρινε ότι ρήτρες σχετικά με τον καταμερισμό αγοράς μεταξύ παραχωρητή και παραχωρησιούχων ή μεταξύ παραχωρησιούχων, οι οποίες περιλαμβάνονται σε συμβάσεις παραχωρήσεως εκμεταλλεύσεως διανομής και οι οποίες παρεμποδίζουν παραχωρησιούχους να εγκατασταθούν σε άλλο κράτος μέλος, είναι ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.
18
Αρμοδιότητα της ΕΕ Άρθρο 3 ΣΛΕΕ: Η Ένωση έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στους ακόλουθους τομείς: ……… β) θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι αναγκαίοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς Άρθρο 26 : Η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών.
19
Παράλληλες αρμοδιότητες ΕΕ – Κρατών μελών
Οι ενωσιακοί κανόνες ανταγωνισμού καταρχήν δεν αντικαθιστούν τους εθνικούς – Παράλληλες αρμοδιότητες (εκτός από περιπτώσεις όπως ο έλεγχος συγκεντρώσεων ή ο έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων, όπου υπάρχουν αποκλειστικές αρμοδιότητες της ΕΕ) Διαμόρφωση κανόνων κατανομής αρμοδιοτήτων, με σκοπό την αποφυγή των συγκρούσεων που θα μπορούσαν να προκληθούν από την παράλληλη εφαρμογή τους από την Επιτροπή και τις Εθνικές Αρχές και τα δικαστήρια Η κυριαρχία του δικαίου της ΕΕ επεκτείνεται σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων Δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ
20
Αρμοδιότητες Αρχών Η εφαρμογή του δικαίου ανταγωνισμού της ΕΕ δεν είναι αποκλειστικότητα των ευρωπαϊκών αρχών Καταρχήν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι το πλέον αρμόδιο όργανο για να επιβάλλει την εφαρμογή των κανόνων του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού Για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, υπάρχουν παράλληλες αρμοδιότητες Οι εθνικές αρχές και οι εθνικοί δικαστές είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν το δίκαιο της ΕΕ σε υποθέσεις όπου διαπιστώνουν ότι επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών
21
Πηγές Δικαίου Ανταγωνισμού της ΕΕ
Τα άρθρα της Συνθήκης ( ΣΛΕΕ) Το παράγωγο δίκαιο : Οι Κανονισμοί Οι πιο σημαντικοί : Ο Κανονισμός 1/2003 για την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 και Ο Κανονισμός 139/2004 για τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων Οι ομαδικές απαλλαγές (πχ κανονισμός 330/2010 για κάθετες συμφωνίες) Δικαστικές Αποφάσεις : Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ανακοινώσεις και κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής Οι αποφάσεις της Επιτροπής Οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής Άλλα έγγραφα
22
Οι τέσσερις βασικοί άξονες της ενωσιακής νομοθεσίας
Απαγόρευση των αντιανταγωνιστικών συμπράξεων και απαλλαγή μόνο εκείνων που ωφελούν τις αγορές και τους καταναλωτές (άρθρο 101 ΣΛΕΕ) Απαγόρευση της καταχρηστικής εκμετάλλευσης δεσπόζουσας θέσης (άρθρο 102 ΣΛΕΕ) Έλεγχος των συγκεντρώσεων μεταξύ των επιχειρήσεων (κανονισμός 139/2004) Έλεγχος των κρατικών ενισχύσεων (άρθρα ΣΛΕΕ) Οι τρεις πρώτοι άξονες αποτελούν το ιδιωτικό τμήμα, που αποτελεί αντικείμενο μελέτης της θεματικής μας ενότητας, ενώ οι κρατικές ενισχύσεις εμπίπτουν στο δημόσιο τμήμα του δικαίου ανταγωνισμού της ΕΕ
23
Αρνητικές συνέπειες συμπράξεων
Οι επιχειρήσεις πρέπει να δρουν αυτόνομα στην αγορά σε συνθήκες ανταγωνισμού Ο καθορισμός της εμπορικής και τιμολογιακής πολιτικής τους πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ανταγωνιστικής πίεσης που δέχονται καθώς και της ανάγκης να κερδίσουν το καταναλωτικό κοινό με την καλύτερη προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών Η εκ των προτέρων συνεννόηση των επιχειρήσεων μπορεί να εξουδετερώσει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό , να περιορίσει την οικονομική ελευθερία και τη δράση τους, να συρρικνώσει τις δυνατότητες επιλογής των καταναλωτών
24
Αρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ Απαγόρευση των συμπράξεων
Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται: α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,· β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων, γ) στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,· δ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδυνάμων παροχών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, ε) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
25
Έννοια σύμπραξης Ο όρος «σύμπραξη» δεν περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ Αποτελεί μία έννοια-σύνολο που περιλαμβάνει τις επιμέρους μορφές συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και που δύνανται να πλήξουν τον ελεύθερο και αποτελεσματικό ανταγωνισμό Αυτές είναι : οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και οι εναρμονισμένες πρακτικές
26
Συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων (ΙΙ)
Μία συμφωνία κατά το δίκαιο ανταγωνισμού δεν είναι απαραίτητα μία έγκυρη σύμβαση κατά το αστικό δίκαιο. Δεδομένης της παράνομης φύσεώς τους κάποιες συμφωνίες/συμπράξεις συνάπτονται προφορικά και με έμμεσο τρόπο. Θεωρείται ότι υφίσταται συμφωνία αν συντρέχει σύμπτωση βουλήσεως δύο επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως εγγράφου ή προφορικού τύπου. Η «συμφωνία κυρίων», με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν να τηρήσουν ορισμένη συμπεριφορά μπορεί να αποτελέσει συμφωνία κατά το άρθρο 101. Η δέσμευση που προκύπτει είναι ηθική και όχι νομική, αρκεί όμως για να δείξει τη σύμπτωση βουλήσεων. Η κοινή βούληση μπορεί να προκύπτει από τη σιωπηρή συναίνεση των μερών σε μέτρα που υιοθετεί ή συστάσεις που απευθύνει ο προμηθευτής.
27
Συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων (ΙΙ)
Μία συμφωνία κατά το δίκαιο ανταγωνισμού δεν είναι απαραίτητα μία έγκυρη σύμβαση κατά το αστικό δίκαιο. Δεδομένης της παράνομης φύσεώς τους κάποιες συμφωνίες/συμπράξεις συνάπτονται προφορικά και με έμμεσο τρόπο. Θεωρείται ότι υφίσταται συμφωνία αν συντρέχει σύμπτωση βουλήσεως δύο επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως εγγράφου ή προφορικού τύπου. Η «συμφωνία κυρίων», με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν να τηρήσουν ορισμένη συμπεριφορά μπορεί να αποτελέσει συμφωνία κατά το άρθρο 101. Η δέσμευση που προκύπτει είναι ηθική και όχι νομική, αρκεί όμως για να δείξει τη σύμπτωση βουλήσεων. Η κοινή βούληση μπορεί να προκύπτει από τη σιωπηρή συναίνεση των μερών σε μέτρα που υιοθετεί ή συστάσεις που απευθύνει ο προμηθευτής.
28
Μονομερής Συμπεριφορά/Συμφωνία στις κάθετες σχέσεις
Η μονομερής συμπεριφορά μίας επιχείρησης δεν αποτελεί συμφωνία(αυτή μπορεί να ελεγχθεί με βάση το άρθρο 102 ΣΛΕΕ, εφόσον η συγκεκριμένη επιχείρηση διαθέτει δεσπόζουσα θέση στην αγορά) Υπάρχει συμφωνία κατά τη διάταξη του άρθρου 101αν υπήρξε αποδοχή έστω και σιωπηρή από άλλες επιχειρήσεις στα πλαίσια της συνεργασίας τους Η κοινή βούληση μπορεί να συνάγεται τόσο από ρήτρες της οικείας σύμβασης (πχ, διανομής) όσο και από τη συμπεριφορά των μερών (σιωπηρή συναίνεση σε συστάσεις του προμηθευτή)
29
Δεν εμπίπτουν στην έννοια της συμφωνίας του 101
Ορισμένες μορφές συνεργασίας εξαιρούνται καθώς δεν επιφέρουν σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού, κυρίως λόγω του χαμηλού μεριδίου αγοράς που κατέχουν οι επιχειρήσεις (συμφωνίες ήσσονος σημασίας/de minimis) Συγκεκριμένες συνεργασίες δεν συνιστούν συμφωνία με την έννοια του 101, παρόλο που αποτελούν συμβάσεις για το κοινό δίκαιο. Τέτοιες είναι οι ενδοομιλικές συνεργασίες. Οι θυγατρικές που εντάσσονται σε όμιλο ή οι συνδεδεμένες μεταξύ τους εταιρίες μπορούν να εκληφθούν ως τμήματα μίας ενιαίας οικονομικής οντότητας και δεν αποτελούν ανεξάρτητα κέντρα λήψης αποφάσεων
30
Ένωση επιχειρήσεων Ευθύνη δεν έχουν μόνο τα μέλη μιας ένωσης, αλλά και η ίδια η ένωση. Η αθέμιτη σύμπραξη μπορεί να λάβει χώρα μέσω της απόφασης μιας ένωσης επιχειρήσεων Ο όρος «Ένωση Επιχειρήσεων» είναι αρκετά γενικός : εμπορικοί σύλλογοι, συνεταιρισμοί, επαγγελματικές οργανώσεις, σωματεία ¨....αποτελείται από επιχειρήσεις του ιδίου κλάδου και είναι επιφορτισμένη με την εκπροσώπηση των κοινών συμφερόντων τους... (Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Leger στην υπόθεση ΔΕΕ C-309/99, J.C.J Wouters) Ένας οργανισμός δημοσίου δικαίου ή επιφορτισμένος με την άσκηση δημόσιας εξουσίας δύναται να θεωρηθεί ένωση επιχειρήσεων
31
Απόφαση ένωσης επιχειρήσεων
Η απόφαση ερμηνεύεται ευρέως : κάθε έκφραση βουλήσεως, αρκεί να επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα την εμπορική συμπεριφορά των μελών της ένωσης, Απόφαση θεωρείται το ίδιο το καταστατικό ή ο εσωτερικός οργανισμός της ένωσης Δεν αποκλείεται η σωρευτική συμμετοχή σε μία παράβαση τόσο της ένωσης όσο και των μελών της. Για να θεωρηθεί υπαίτια η ένωση της παράβασης και να της επιβληθεί κύρωση θα πρέπει να αποδειχθεί ότι είχε αυτοτελή συμπεριφορά σε σχέση με αυτή των μελών της Υπόθεση Τσιμέντου (Τ-25/95, Cimenteries/Commission) : Δεν παραβιάζεται η αρχή ne bis in idem με την επιβολή κυρώσεων τόσο στην ένωση όσο και στα μέλη της
32
Εναρμονισμένη Πρακτική
Αποτελεί δημιούργημα του δικαίου ανταγωνισμού για αν διευρύνει το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του 101 ΣΛΕΕ, επιτρέποντας την καταστολή αντιανταγωνιστικών μορφών συμπαιγνίας μεταξύ επιχειρήσεων που δεν συνιστούν συμφωνίες Δυσχέρεια στην διάκριση ανάμεσα σε εναρμονισμένη πρακτική και παράλληλη συμπεριφορά ( είναι θεμιτό ο ανταγωνιστής να παρατηρεί τη συμπεριφορά των άλλων και να προσαρμόζει τη δική του) ¨...μία μορφή συντονισμού που, χωρίς να φθάνει κατά κυριολεξία στην σύναψη συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών.¨ (ΔΕΕ 48/69 και 51/69 έως 57/69, ICI κατά Επιτροπής) Εξασφαλίζεται έτσι ότι, όταν οι επιχειρήσεις συνεργάζονται χωρίς να υπάρχει κανενός είδους συμφωνία, αλλά μόνο στη βάση της κοινής αντίληψης, η συγκεκριμένη σύμπραξη εμπίπτει στο άρθρο 101(1)
33
Κριτήρια ύπαρξης Εναρμονισμένης Πρακτικής (Ι)
Άμεση ή έμμεση επαφή Κάποιο είδος συναίνεσης - Ανταλλαγή πληροφοριών - Μονομερής γνωστοποίηση - Δημόσιες ανακοινώσεις Επακόλουθη συμπεριφορά στην αγορά
34
Κριτήρια ύπαρξης Εναρμονισμένης Πρακτικής (ΙΙ)
Να υπάρχει συνδυασμός δύο στοιχείων : Από την ατομική συμπεριφορά κάθε επιχείρησης να δίδεται η εικόνα κοινής δραστηριότητας και να υπάρχει η βούληση προς εναρμόνιση ¨ Ναι μεν ένας παραλληλισμός συμπεριφοράς δεν μπορεί από μόνος του να προσδιορίσει μια εναρμονισμένη πρακτική, μπορεί όμως να αποτελέσει σημαντική ένδειξη όταν καταλήγει σε όρους ανταγωνισμού που δεν ανταποκρίνονται στους φυσιολογικούς όρους της αγοράς, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των προϊόντων, της σπουδαιότητας του αριθμού των επιχειρήσεων και του όγκου της εν λόγω αγοράς.¨ (ΔΕΕ 48/69, ICI κατά Επιτροπής) Δυσχέρεια και στη διάκριση συμφωνίας/εναρμονισμένης πρακτικής. Συχνά η Επιτροπή χαρακτηρίζει μία συνεργασία ως «συμφωνία ή/και εναρμονισμένη πρακτική», χωρίς να αποσαφηνίζεται ποια από της δύο πρόκειται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Πρόκειται για επικαλυπτόμενες έννοιες.
35
Παρεμπόδιση, περιορισμός, νόθευση ανταγωνισμού
Το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν ασχολείται με συμφωνίες μεταξύ φορέων της αγοράς που κατέχουν μικρό μερίδιο αγοράς και έχουν ασήμαντο αποτέλεσμα στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και στον ανταγωνισμό Οι αντιανταγωνιστικές συνέπειες οφείλουν να συνιστούν αντικείμενο ή αποτέλεσμα των κρινόμενων συμφωνιών Διακρίνονται συμφωνίες και περιορισμοί σε οριζόντιο και σε κάθετο επίπεδο Οριζόντιες συμφωνίες : μεταξύ περισσότερων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο παραγωγής διανομής (συμφωνίες μεταξύ παραγωγών, μεταξύ διανομέων…) Κάθετες συμφωνίες : μεταξύ επιχειρήσεων που δρουν σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής διανομής (συμφωνία μεταξύ παραγωγού και διανομέα)
36
Άρθρο 101 § 3 ΣΛΕΕ : εξαιρέσεις
Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες: — σε κάθε συμφωνία ή κατηγορία συμφωνιών μεταξύ επιχειρήσεων, — σε κάθε απόφαση ή κατηγορία αποφάσεων ενώσεων επιχειρήσεων, και — σε κάθε εναρμονισμένη πρακτική ή κατηγορία εναρμονισμένων πρακτικών, η οποία συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει, και η οποία: α) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών· και β) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού επί σημαντικού τμήματος των σχετικών προϊόντων.
37
Άρθρο 101 ΣΛΕΕ : Στάδια αξιολόγησης
Αξιολόγηση σε 2 στάδια Κατά το πρώτο στάδιο αξιολογείται κατά πόσον μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων είναι σε θέση να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ χωρών της ΕΕ, έχει αντιανταγωνιστικό αντικείμενο ή πραγματικά ή δυνητικά αντιανταγωνιστικά αποτελέσματα. Το άρθρο 101 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ εξετάζεται μόνον όταν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων περιορίζει τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 101 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ. Σε περίπτωση μη περιοριστικών συμφωνιών δεν είναι ανάγκη να εξετασθούν τα τυχόν οφέλη που προκύπτουν από τη συμφωνία. Κατά το δεύτερο στάδιο, που υφίσταται μόνον εφόσον διαπιστώνεται ότι μια συμφωνία περιορίζει τον ανταγωνισμό, εξετάζεται αν από τη συμφωνία προκύπτουν ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα και κατά πόσον αυτά υπερισχύουν έναντι των δυσμενών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων. Αυτή η στάθμιση των υπέρ και των κατά του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων διεξάγεται αποκλειστικά στο πλαίσιο του άρθρου 101 παράγραφος 3 ΣΛΕΕ.
38
Άρθρο 102 ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 82 της ΣΕΚ)
Είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της εσωτερικής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.
39
102 ΣΛΕΕ (συνέχεια) Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως:
α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής, β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών,· γ) στην εφαρμογή ανίσων όρων επί ισοδυνάμων παροχών έναντι των εμπορικώς συναλλασσομένων, με αποτέλεσμα να περιέρχονται αυτοί σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό, δ) στην εξάρτηση της συνάψεως συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσομένων, προσθέτων παροχών που εκ φύσεως ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.
40
Στόχος Νομοθέτη Διατήρηση ανταγωνιστικών δομών στην αγορά
Προστασία λειτουργίας ανταγωνισμού Διασφάλιση χαμηλών τιμών και υψηλής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών και δυνατότητα επιλογής καταναλωτών. Διασφαλίζονται καλύτερα σε καθεστώς ανταγωνισμού παρά μονοπωλίου. Η ευημερία των καταναλωτών αποτελεί απώτερο πολιτικό στόχο, ο οποίος είναι αφηρημένος, δηλ. δεν χρειάζεται να αποδειχθεί συγκεκριμένη καταναλωτική ζημία για να διαγνωσθεί παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ ΔΕΕ (C-52/09, C-95/04P, C-468/06…): «το άρθρο 102 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αφορά μόνο την πρακτική που δύναται να προκαλέσει άμεση ζημία στους καταναλωτές, αλλά και τις πρακτικές που τους προκαλούν ζημία πλήττοντας τη λειτουργία του ανταγωνισμού».
41
Δεν απαγορεύεται η οικονομική ισχύς
Δεν απαγορεύεται η κατοχή ή δημιουργία δεσπόζουσας θέσης (αυτό συμβαίνει μόνο στον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, καθώς αλλάζει δομικά η αγορά), αλλά μόνο η κατάχρηση αυτής Δεν απαγορεύεται η δεσπόζουσα θέση «ακόμη κι αν αφήνει υπολείμματα ή εξασθενημένο ανταγωνισμό», ακόμα και αν οδηγεί στη δημιουργία μονοπωλίου Όμως, η επιχείρηση φέρει, ανεξάρτητα από τα αίτια που δημιούργησαν τη θέση αυτή, ιδιαίτερη ευθύνη να μη θίξει με τη συμπεριφορά της τον ουσιαστικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (βλ. Υπόθεση T-83/91, Michelin I).
42
Ειδική ευθύνη δεσπόζουσας επιχείρησης
Στην περίπτωση υπάρξεως δεσπόζουσας θέσης ο ανταγωνισμός έχει ήδη αποδυναμωθεί Αυτό έχει άμεση συνέπεια στη φύση των πρακτικών που η δεσπόζουσα επιχείρηση μπορεί να θέσει σε εφαρμογή Αυτό βεβαία δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν θα μπορεί να προστατεύσει επαρκώς τα συμφέροντά της ή ότι μη αποτελεσματικές επιχειρήσεις θα διατηρούνται και θα προστατεύονται από την ανταγωνιστική πίεση Καθοριστικό στοιχείο για τη δράση της Επιτροπής είναι η διαφύλαξη του ουσιαστικού ανταγωνισμού και όχι απλώς η προστασία των ανταγωνιστών Αυτό μπορεί φυσικά να συνεπάγεται ότι οι ανταγωνιστές που προσφέρουν λιγότερα στους καταναλωτές από πλευράς τιμών, φάσματος επιλογής, ποιότητας και καινοτομίας, θα χρειαστεί να αποχωρήσουν από την αγορά. Θα πρέπει όμως οι ενέργειές της δεσπόζουσας επιχείρησης να μην οδηγούν σε τελειωτικό περιορισμό του ήδη αποδυναμωμένου ανταγωνισμού Η πολιτική και το δίκαιο ανταγωνισμού εστιάζουν πιο πολύ στη συμπεριφορά της δεσπόζουσας επιχείρησης παρά στην ίδια την οικονομική δύναμή της.
43
Έννοια Δεσπόζουσας θέσης
Δεν προσδιορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 102 αλλά νομολογιακά. «η κατοχή θέσης οικονομικής ισχύος από μία επιχείρηση που της επιτρέπει να παρεμποδίζει τη διατήρηση ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, παρέχοντας της τη δυνατότητα ανεξάρτητων συμπεριφορών σε αξιόλογο βαθμό έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και τελικά, των καταναλωτών» (Υπόθεση 27/76, United Brands). Αυτή η έννοια της ανεξάρτητης συμπεριφοράς συνδέεται με το βαθμό του ανταγωνιστικού περιορισμού που επιβάλλεται στην εν λόγω επιχείρηση. Η δεσπόζουσα θέση υποδηλώνει ότι αυτοί οι ανταγωνιστικοί περιορισμοί δεν είναι επαρκώς αποτελεσματικοί και, συνεπώς, η σχετική επιχείρηση διαθέτει σημαντική ισχύ στην αγορά για κάποιο χρονικό διάστημα
44
Προϋποθέσεις Η επιχείρηση πρέπει να κατέχει μία κυρίαρχη θέση στη σχετική αγορά, συγκρινόμενη με τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις Η ανεξάρτητη συμπεριφορά σημαίνει ότι η επιχείρηση δεν υπόκειται στις επιπτώσεις ενός αποτελεσματικού ανταγωνισμού Η οικονομική ισχύς είναι η ισχύς επηρεασμού των τιμών αγοράς, παραγωγής, καινοτομίας, ποιότητας προϊόντων ή υπηρεσιών
45
Δυνατότητες Δεσπόζουσας Επιχείρησης
Έχει τη δυνατότητα να απομακρύνει όποτε το επιθυμεί τις άλλες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις από την αγορά ή να καθορίσει κατά τρόπο αποφασιστικό τη συμπεριφορά τους Μπορεί να τιμολογήσει τα προϊόντα της πάνω από το ανταγωνιστικό επίπεδο ή να μειώσει την παραγωγή της οδηγώντας και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις να πράξουν αναγκαστικά το ίδιο
46
Συλλογική Δεσπόζουσα Θέση
Το 102 ΣΛΕΕ απαγορεύει την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης και από περισσότερες επιχειρήσεις. Αυτή είναι συνήθως η περίπτωση του ολιγοπωλίου Η συλλογική δεσπόζουσα θέση συνίσταται στο να κατέχουν από κοινού περισσότερες επιχειρήσεις την εξουσία να υιοθετούν κοινή πολιτική και να λειτουργούν ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές τους. Σε αυτό συντελούν οι οικονομικοί δεσμοί ή τα κοινά συμφέροντα που έχουν, που τις κάνουν να λειτουργούν ως μία συλλογική οντότητα Το Γενικό Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι σε δεδομένες συνθήκες αγοράς (υψηλή συγκέντρωση, διαφάνεια και ομογένεια προϊόντων), μπορεί να δημιουργηθεί συλλογική δεσπόζουσα θέση και εξ αιτίας των «οικονομικών δεσμών που προκύπτουν από την αλληλεξάρτηση μεταξύ των μελών ενός στενού ολιγοπωλίου»
47
Κριτήρια Ύπαρξης Συλλογικής Δεσπόζουσας Θέσης
Το Δικαστήριο σε μία σειρά αποφάσεων έθεσε τα κριτήρια ύπαρξης συλλογικής δεσπόζουσας θέσης (βλ. υπόθεση Τ-342/99, Airtours/Επιτροπή). Οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να είναι επαρκώς συνδεδεμένες μεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα τα κριτήρια ύπαρξης είναι τα εξής : Δυνατότητα του κάθε μέλους του ολιγοπωλίου να πληροφορείται τη συμπεριφορά των άλλων μελών και να ελέγχει κατά πόσο εφαρμόζεται η κοινή πολιτική Δυνατότητα συντήρησης σιωπηρού ανταγωνισμού, δηλ. ο συντονισμός να είναι ανθεκτικός στο χρόνο και να μην υπάρχει κίνητρο ώστε τα μέρη να αποκλίνουν από την κοινή συμπεριφορά Η αντίδραση πραγματικών και δυνητικών ανταγωνιστών και καταναλωτών να μην μπορεί να αναιρέσει τα αποτελέσματα της κοινής συμπεριφοράς των εμπλεκόμενων μερών
48
Η σχετική αγορά Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης εξαρτάται από την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς (relevant market). Δεν μπορεί να νοηθεί δεσπόζουσα θέση χωρίς μία αγορά επί της οποίας η συγκεκριμένη επιχείρηση την κατέχει. Η οριοθέτηση της σχετικής αγοράς επιτρέπει να μετρηθεί η ισχύς μίας (ή και περισσότερων επιχειρήσεων) και να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις μίας αντιανταγωνιστικής πρακτικής. Επιτρέπει να προσδιοριστούν οι πραγματικοί ανταγωνιστές, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και να τις εμποδίσουν να ενεργούν ανεξάρτητα από τις πιέσεις που επιβάλλει ο πραγματικός ανταγωνισμός Ο ορισμός της αγοράς καθιστά δυνατό, μεταξύ άλλων, να υπολογιστούν τα μερίδια αγοράς, τα οποία προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δύναμη στην αγορά για την αξιολόγηση μιας δεσπόζουσας θέσης Η αγορά αποτελεί δηλαδή το πλαίσιο, το χώρο εντός του οποίο ασκείται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων. Όσο πιο στενά προσδιορίζεται, τόσο πιο εύκολα αποδίδεται σε επιχείρηση η ιδιότητα της δεσπόζουσας θέσης η έννοια της σχετικής αγοράς διαφέρει από τις άλλες έννοιες της αγοράς που χρησιμοποιούνται συχνά σε άλλα πλαίσια. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν συχνά τον όρο «αγορά» προκειμένου να προσδιορίσουν την περιοχή στην οποία πωλούν τα προϊόντα τους, ή, γενικότερα, τη βιομηχανία ή τον τομέα στον οποίο ανήκουν.
49
Διάσταση σχετικής αγοράς
Η σχετική αγορά ορίζεται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εν λόγω προϊόντος και με αναφορά σε μια οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή στην οποία διατίθεται στο εμπόριο και όπου οι συνθήκες του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς ώστε να είναι σε θέση να απολαμβάνουν το παιχνίδι της οικονομικής δύναμης της εν λόγω επιχείρησης Αγορά του προϊόντος : «Η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται». Γεωγραφική Αγορά : «Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές, διότι στις εν λόγω περιοχές οι όροι του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά».
50
Αγορά Προϊόντος Η προσέγγιση της αγοράς προϊόντος εντοπίζεται στην εναλλαξιμότητα μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών που είναι υπό εξέταση, δηλαδή ο βαθμός κατά τον οποίο τα συγκεκριμένα προϊόντα ή υπηρεσίες μπορούν να εναλλαχθούν με άλλα. Τρεις είναι κυρίως οι περιορισμοί στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις λόγω ανταγωνισμού : δυνατότητα υποκατάστασης από την πλευρά της ζήτησης, από την πλευρά της προσφοράς και δυνητικός ανταγωνισμός Μεγάλη σημασία δίδεται από τις αρχές ανταγωνισμού στη ζήτηση. Η υποκατάσταση από πλευρά της ζήτησης αποτελεί το πλέον άμεσο και αποτελεσματικό μέσο ελέγχου των προμηθευτών ενός δεδομένου προϊόντος, ειδικά όσον αφορά στις αποφάσεις τους για τον καθορισμό των τιμών
51
Γεωγραφική Αγορά Μπορεί να είναι εθνική, περιφερειακή, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια Είναι η περιοχή στην οποία οι συνθήκες του ανταγωνισμού που ισχύουν για το συγκεκριμένο προϊόν είναι όμοιες για όλες τις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις
52
Προσδιορισμός Δεσπόζουσας Θέσης
Αφού οριστεί η σχετική αγορά, οι αρχές ανταγωνισμού προχωρούν στον προσδιορισμό της δεσπόζουσας θέσης της εταιρείας, με βάση ένα σύνολο στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου και του μεριδίου της αγοράς που κατέχει, αλλά και την τεχνολογική πρόοδο, φραγμούς για τους δυνητικούς νεοεισερχόμενους, κλπ Μια δεσπόζουσα θέση είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων οι οποίοι, αν εξεταστούν χωριστά, δεν έχουν αναγκαστικά καθοριστική σημασία
53
Μερίδια αγοράς Τα μερίδια αγοράς παρέχουν ένα χρήσιμο πρώτο δείκτη για την Επιτροπή σχετικά με τη διάρθρωση της αγοράς και τη σχετική σπουδαιότητα των διαφόρων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μικρά μερίδια αγοράς αποτελούν εν γένει μια αξιόπιστη ένδειξη για την απουσία σημαντικής ισχύος στην αγορά όσο υψηλότερο είναι το μερίδιο αγοράς και όσο μεγαλύτερη είναι η χρονική περίοδος που κατέχεται το μερίδιο αυτό, τόσο πιθανότερο είναι να συνιστά σημαντική προκαταρκτική ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης
54
Κατάχρηση Έννοια αντικειμενική
Για να έχει εφαρμογή το άρθρο 102 ΣΛΕΕ πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάρχει μια σχέση μεταξύ της δεσπόζουσας θέσης και της εικαζόμενης καταχρηστικής συμπεριφοράς. Δεν υπάρχει δυνατότητα εξαίρεσης/απαλλαγής στο 102, όπως με τις συμπράξεις σύμφωνα με 101, παρ.3
55
Βασικές Διευκολύνσεις
Η αναγνώριση της υπαγωγής των αεροδρομίων στους ενωσιακούς κανόνες ανταγωνισμού συνδέθηκε ιδιαίτερα με την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και τη θεωρία των «βασικών διευκολύνσεων». Η θεωρία αυτή αφορά σε επιχειρήσεις οι οποίες λόγω της δραστηριότητας ή της θέσης τους απολαμβάνουν μία μονοπωλιακή κατάσταση στον τομέα της διαχείρισης μίας βασικής υποδομής Τέτοια περίπτωση μπορεί να είναι η εκμετάλλευση δικτύων από δημόσιες επιχειρήσεις καθώς και η περίπτωση κατοχής δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας
56
Βασικές Διευκολύνσεις (συνέχεια)
Η εταιρεία που διαθέτει ένα τέτοιο πλεονέκτημα δεν μπορεί να το εκμεταλλευτεί καταχρηστικά εμποδίζοντας την πρόσβαση ακόμα και σε ανταγωνίστριες επιχειρήσεις που εξαρτώνται από αυτό ή επιβάλλοντας υπέρογκες απαιτήσεις για τη διάθεσή του Θα πρέπει βέβαια να υπάρχει πραγματική αδυναμία πρόσβασης και έλλειψη εναλλακτικής λύσης. Δηλαδή, μία επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλεστεί την άρνηση ή τις υπερβολικές απαιτήσεις του φορέα που εκμεταλλεύεται μία υπηρεσία ή υποδομή ώστε να δικαιολογήσει την αδυναμία της ή την απροθυμία της να καλύψει το κόστος δημιουργίας μίας ανάλογης υποδομής (βλ. C-7/97, Oscar Bronner) Κάτι τέτοιο θα ήταν παραβίαση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων και του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και θα μπορούσε να αποθαρρύνει κίνητρα για επενδύσεις
57
Τακτικές αποκλεισμού: Ληστρικές τιμές/predatory pricing
η Επιτροπή παρεμβαίνει γενικά όταν υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μία δεσπόζουσα επιχείρηση ασκεί τακτική εξόντωσης υφιστάμενη οικειοθελώς ζημίες ή αποποιούμενη κέρδη σε βραχυπρόθεσμη βάση (τακτική αποκαλούμενη «θυσία»), προκειμένου να προκαλέσει το βέβαιο ή πιθανό αποκλεισμό ενός ή περισσοτέρων από τους πραγματικούς ή δυνητικούς ανταγωνιστές της, με σκοπό να ενισχύσει ή να διατηρήσει την ισχύ της στην αγορά, βλάπτοντας κατ' αυτό τον τρόπο τους καταναλωτές Η εταιρεία έχει ισχυρή ικανότητα να μειώσει τις τιμές της, τουλάχιστον προσωρινά, κάτω από το μέσο μεταβλητό κόστος παραγωγής. Οι μικρές επιχειρήσεις, δεν έχουν την ίδια αντοχή και αναγκάζονται να αποσυρθούν, ακόμα και να κηρύξουν πτώχευση. Προτιμούν να αφήσουν την αγορά πριν να είναι πολύ αργά.
58
Συνδυασμένες πωλήσεις
Μία δεσπόζουσα εταιρεία ενδέχεται να επιχειρήσει τον αποκλεισμό των ανταγωνιστών της με πρακτικές δέσμευσης ή δεσμοποίησης. Η «δέσμευση» αναφέρεται συνήθως σε καταστάσεις στις οποίες οι πελάτες που αγοράζουν ένα προϊόν (το δεσμεύον προϊόν) υποχρεώνονται να αγοράσουν και ένα άλλο προϊόν από τη δεσπόζουσα επιχείρηση (το δεσμευμένο προϊόν). Η δέσμευση μπορεί να εφαρμοστεί σε τεχνική ή συμβατική βάση Η «δεσμοποίηση» αναφέρεται συνήθως στον τρόπο που τα προϊόντα προσφέρονται και κοστολογούνται από τη δεσπόζουσα επιχείρηση. Στην περίπτωση της αμιγούς δεσμοποίησης, τα προϊόντα πωλούνται μόνο από κοινού και σε καθορισμένες αναλογίες. Στην περίπτωση της μεικτής δεσμοποίησης, που συχνά αναφέρεται ως έκπτωση πολλαπλών προϊόντων, τα προϊόντα διατίθενται και μεμονωμένα, αλλά το άθροισμα των τιμών μεμονωμένης πώλησης είναι υψηλότερο από την τιμή δεσμοποίησης. Η δέσμευση και η δεσμοποίηση αποτελούν κοινές πρακτικές και αποσκοπούν στην παροχή καλύτερων προϊόντων ή προσφορών στους πελάτες με οικονομικά αποδοτικότερους τρόπους Ωστόσο, μία επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση σε μία (ή περισσότερες) αγορά προϊόντος δέσμευσης ή δέσμης (που αναφέρεται ως η δεσμεύουσα αγορά) μπορεί να βλάψει τους καταναλωτές ακολουθώντας τις εν λόγω πρακτικές, δεδομένου ότι αποκλείει από την αγορά τα άλλα προϊόντα που αποτελούν μέρος του προϊόντος δέσμευσης ή δέσμης (αναφερόμενη ως η δεσμευμένη αγορά) και έμμεσα τη δεσμεύουσα αγορά.
59
Μορφές Συγκεντρώσεων (με βάση τον κανονισμό 139/2004)
από τη συγχώνευση δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ή τμημάτων προηγουμένως ανεξαρτήτων επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει όταν οι επιχειρήσεις ενσωματώνονται σε μία νέα και παύουν να υπάρχουν ως ξεχωριστές νομικές προσωπικότητες. Το ίδιο συμβαίνει με την απορρόφηση μίας επιχείρησης από άλλη. από την άμεση ή έμμεση εξαγορά, από ένα ή περισσότερα άτομα(που κατέχουν ήδη τον έλεγχο τουλάχιστον μιας επιχείρησης) ή από πολλές επιχειρήσεις που αποκτούν τον έλεγχο μιας ή περισσοτέρων άλλων επιχειρήσεων. Η μεταβολή του ελέγχου θα πρέπει να είναι μόνιμη ώστε να συνεπάγεται δομική αλλαγή της αγοράς. από τη δημιουργία μίας κοινής επιχείρησης που λειτουργεί ως αυτόνομη οικονομική οντότητα (full-function joint ventures). Η δημιουργία κοινής επιχείρησης που δεν διαθέτει λειτουργική αυτονομία ελέγχεται και πάλι από το δίκαιο ανταγωνισμού, αυτή τη φορά όμως όχι ως συγκέντρωση, αλλά ως σύμπραξη στη βάση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ
60
Διαφοροποίηση από εταιρικό δίκαιο
Η έννοια της συγκέντρωσης στο δίκαιο ανταγωνισμού δεν ταυτίζεται απόλυτα με αυτή του εταιρικού/εμπορικού δικαίου Δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει εξαφάνιση νομικής προσωπικότητας. Μπορούμε να έχουμε συνένωση επιχειρήσεων όταν ακόμα διατηρούν χωριστά τη νομική τους προσωπικότητα όμως δημιουργούν μία ενιαία οικονομική ενότητα Τέτοια είναι η περίπτωση δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων που καθιερώνουν με σύμβαση μία κοινή οικονομική διαχείριση ή υιοθετούν τη δομή μίας εταιρείας εισηγμένης σε δύο χρηματιστήρια Αρκεί η υποβολή επιχειρήσεων σε ένα μοναδικό έλεγχο Συγκέντρωση έχουμε από τη στιγμή που de jure ή de facto αλλάζει δομικά ή αγορά με συρρίκνωση των ανταγωνιστών Απαραίτητο για την ύπαρξη de facto συγκέντρωσης είναι η ύπαρξη μόνιμης και ενιαίας οικονομικής διαχείρισης Οι επιχειρήσεις που είναι μέλη ομίλου, με την έννοια των συνδεδεμένων επιχειρήσεων (μητρική-θυγατρικές) και προχωρούν σε συγχώνευση δεν θεωρούνται ότι συγκεντρώνονται με την έννοια του κανονισμού. Αυτή η διαδικασία θεωρείται απλά αναδιάρθρωση του ομίλου
61
Απόκτηση ελέγχου Έλεγχος : δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της δραστηριότητας μίας επιχείρησης Η Δυνατότητα αυτή απορρέει κυρίως από : Δικαιώματα κυριότητας ή χρήσης επί του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης Δικαιώματα ή συμβάσεις που παρέχουν δυνατότητα καθοριστικού επηρεασμού της σύνθεσης, των συσκέψεων ή των αποφάσεων των οργάνων μίας επιχείρησης Συνήθως η απόκτηση ελέγχου επιτυγχάνεται μέσω απόκτησης μετοχών Δικαιώματα αρνησικυρίας (veto)για τη λήψη αποφάσεων επιχειρηματικής στρατηγικής μπορούν να οδηγήσουν σε κατάσταση κοινού ελέγχου Η απλή ύπαρξη μετοχών με δικαίωμα εξαγοράς (option) της πλειοψηφίας των μετοχών μίας επιχείρησης δεν συνεπάγεται τη στοιχειοθέτηση συγκέντρωσης εκτός και αν δεν υπάρχει αμφιβολία για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος
62
Αποκλειστικός ή κοινός έλεγχος αποκτάται, σύμφωνα με την Επιτροπή, όταν :
Αποκτάται το 39% του κεφαλαίου, το οποίο επιτρέπει ένα αποτελεσματικό έλεγχο Αποκτάται το 25,1% του κεφαλαίου με δικαίωμα βέτο στο διοικητικό συμβούλιο για τις σημαντικές αποφάσεις Αποκτάται το 20% των μετοχών με δικαίωμα αύξησής του μέχρι 50% Αυξάνεται το ποσοστό 20,94% σε 25,96%, δεδομένου ότι το υπόλοιπο των μετοχών ήταν διασκορπισμένο στο κοινό Αλλαγές που επιφέρουν προσωρινή μεταβολή του ελέγχου δεν συνιστούν συγκεντρώσεις
63
Κοινές επιχειρήσεις Όλες οι λειτουργικά αυτόνομες κοινές επιχειρήσεις αποτελούν συγκεντρώσεις, ανεξαρτήτως του αν είναι πιθανόν να υφίσταται συντονισμός της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς των ιδρυτικών εταιρειών Για τη διαπίστωση της λειτουργικής αυτονομίας, μία κοινή επιχείρηση πρέπει να διαθέτει διοίκηση για τις καθημερινές λειτουργίες της και πρόσβαση σε επαρκείς πόρους (οικονομικούς, ανθρώπινο δυναμικό, περιουσιακά στοιχεία) για να είναι σε θέση να διεξάγει τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες σε καθημερινή βάση Δεν θεωρείται λειτουργικά αυτόνομη η κοινή επιχείρηση, αν αναλαμβάνει μόνο μία ειδική λειτουργία στο πλαίσιο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων των ιδρυτικών εταιρειών της, χωρίς να έχει δική της πρόσβαση ή λειτουργία στην αγορά
64
Αποτελέσματα-Συνέπειες Συγκεντρώσεων
Οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις μπορούν να γίνουν πιο αποτελεσματικές και ανταγωνιστικές Μπορούν να μειώσουν το κόστος τους Ειδικά για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν συχνά μονόδρομο προκειμένου να επιβιώσουν και να ανταγωνιστούν επαρκώς αυτές που διαθέτουν δεσπόζουσα θέση Αποτελούν επίσης και ένα τρόπο εξόδου από αγορά και απόδοσης των επενδύσεων που έχει κάνει ένας επιχειρηματίας Δημιουργούν όμως συνήθως και αποσταθεροποίηση Αλλάζουν δομικά τις αγορές που δραστηριοποιούνται οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις Το πλήγμα στον αποτελεσματικό ανταγωνισμό είναι δεδομένο Δημιουργία εθνικών μονοπωλίων ή ολιγοπωλίων Άλωση της εσωτερικής αγοράς από ομίλους τρίτων χωρών Δημιουργία εμποδίων στην πρόσβαση στις αγορές από νέους ανταγωνιστές
65
Αρχικά έλλειψη ρύθμισης σε κοινοτικό επίπεδο
Τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ (τα παλιά άρθρα 81 και 82 ΕΚ) δεν έκαναν καμία αναφορά στις συγκεντρώσεις. Τα περισσότερα κράτη μέλη αρνούνταν να παραχωρήσουν εξουσίες στην Επιτροπή για οργάνωση ευρωπαϊκού ελέγχου των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, καθώς θεωρούσαν αυτές συνυφασμένες με τις εθνικές οικονομίες τους και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους.
66
Η σημασία της νομολογίας Continental Can
Ερμήνευσε κατά τέτοιο τρόπο το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (πρώην 86 ΕΟΚ και 82 ΕΚ), ώστε να θεωρείται καταχρηστική η εξαγορά από μία δεσπόζουσα επιχείρηση άλλων ανταγωνιστών. Επιβεβαίωσε τη θέση της Επιτροπής, που είχε θεωρήσει ότι η εταιρεία Continental Can είχε εκμεταλλευτεί καταχρηστικά τη δεσπόζουσα θέση της παίρνοντας τον έλεγχο ενός από τους κύριους δυνητικούς ανταγωνιστές της, πράγμα που ενίσχυσε τη δεσπόζουσα θέση της κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο ανταγωνισμός ως προς τα σχετικά προϊόντα εξέλειπε στην πράξη σε ένα σημαντικό τμήμα της κοινής αγοράς Όμως αυτή η ερμηνεία περιοριζόταν σε ένα έλεγχο εκ των υστέρων, δημιουργώντας ανασφάλεια στις επιχειρήσεις και αδυνατώντας να προστατέψει αποτελεσματικά μία αγορά που θα άλλαζε δομικά.
67
Κανονισμός 4064/1989 Προέβλεπε ένα ολόκληρο σύστημα εκ των προτέρων ελέγχου για τις συγκεντρώσεις με κοινοτική διάσταση Μία συγκέντρωση που κοινοποιούνταν μπορούσε να εγκριθεί αν δεν δημιουργούσε ή ενίσχυε μία δεσπόζουσα θέση, ως αποτέλεσμα της οποίας ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός θα παρεμποδίζονταν σημαντικά στην κοινή αγορά ή σε ένα σημαντικό τμήμα της
68
Κανονισμός 139/2004 Τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004
Τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004 Αρχή της «ενιαίας θυρίδας» Ενθαρρύνει ταυτόχρονα τη συμμετοχή των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και απλοποιεί τη διαδικασία γνωστοποίησης και έρευνας Αρμοδιότητα της Επιτροπής είναι αποκλειστική για τις συγκεντρώσεις «ευρωπαϊκής/κοινοτικής διάστασης» Οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού για συγκεντρώσεις που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 139/2004 Ο κανονισμός προβλέπει το κριτήριο της σημαντικής παρακώλυσης του αποτελεσματικού ανταγωνισμού για την αξιολόγηση των συγκεντρώσεων (σε αντίθεση με τον προηγούμενο κανονισμό που περιοριζόταν στο κριτήριο της δεσπόζουσας θέσης).
69
Κριτήρια υπαγωγής υπόθεσης στην Επιτροπή
Ευρωπαϊκή διάσταση : ο συνολικός πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών σε παγκόσμιο επίπεδο από τον σύνολο των συγκεντρωθεισών επιχειρήσεων υπερβαίνει ποσό 5 δισ ευρώ και ο συνολικός κύκλος εργασιών στην ΕΕ από τουλάχιστον δύο επιχειρήσεις που αφορά η συγκέντρωση υπερβαίνει τα 250 εκατ. ευρώ, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία μια από τις επιχειρήσεις αυτές πραγματοποιεί περισσότερο από τα δύο τρίτα του συνολικού κύκλου εργασιών της στην ΕΕ σε μία μόνο χώρα της ΕΕ
70
Δεύτερη σειρά κριτηρίων (μικρή ευρωπαϊκή διάσταση)
Ακόμα και αν τα παραπάνω ανώτατα όρια δεν έχουν επιτευχθεί, μία συγκέντρωση θεωρείται ότι έχει ευρωπαϊκή διάσταση άν: ο συνολικά πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών σε παγκόσμιο επίπεδο από όλες τις υπό εξέταση επιχειρήσεις ανέρχεται σε ποσό άνω των 2,5 δισ. Ευρώ ο συνολικά πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών σε καθεμία από τουλάχιστον τρεις χώρες της ΕΕ από όλες τις υπό εξέταση επιχειρήσεις υπερβαίνει τα 100 εκατ. Ευρώ ο συνολικά πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών σε καθεμία από τουλάχιστον τρεις χώρες της ΕΕ, μεμονωμένα από τουλάχιστον δύο υπό εξέταση επιχειρήσεις υπερβαίνει τα 25 εκατ. Ευρώ Ο κύκλος εργασιών στην ΕΕ μεμονωμένα από τουλάχιστον δύο υπό εξέταση επιχειρήσεις υπερβαίνει τα 100 εκατ. ευρώ, εκτός από την περίπτωση που καθεμία από τις υπό εξέταση επιχειρήσεις πραγματοποιεί πάνω από τα δύο τρίτα του κύκλου εργασιών της στην ΕΕ, σε μία μόνο χώρα της ΕΕ
71
Διαδικασία παραπομπής
Μία χώρα της ΕΕ μπορεί εντός προθεσμίας 15 εργασίμων ημερών από τη λήψη αντιγράφου της κοινοποίησης να δηλώσει ότι μια συγκέντρωση επηρεάζει σημαντικά τον πραγματικό ανταγωνισμό σε μια αγορά στο εσωτερικό της. Η Επιτροπή μέσα σε 65 εργάσιμες ημέρες μετά τη λήψη της κοινοποίησης της συγκέντρωσης πρέπει να αποφασίσει εάν θα εξετάσει η ίδια την υπόθεση ή θα παραπέμψει την υπόθεση ή μέρος αυτής στις αρμόδιες αρχές της συγκεκριμένης χώρας της ΕΕ (ελλείψει απόφασης, η υπόθεση θεωρείται ότι έχει παραπεμφθεί στη συγκεκριμένη χώρα της ΕΕ). Μία χώρα της ΕΕ να ζητήσει από την Επιτροπή να εξετάσει μία συγκέντρωση η οποία μολονότι δεν έχει κοινοτική διάσταση εμποδίζει σημαντικά το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η Επιτροπή χορηγεί προθεσμία 15 εργάσιμων ημερών, ώστε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ να συνυπογράψει την αρχική αίτηση. Εάν η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση παραπομπής ή άρνησης της παραπομπής, θεωρείται ότι έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνη με την αίτηση.
72
Σημαντική Παρακώληση Ανταγωνισμού
Λαμβάνονται υπόψη τα εξής στοιχεία : Η διάρθρωση όλων των σχετικών αγορών καθώς και ο πραγματικός ή δυνητικός ανταγωνισμός που υφίσταται στις αγορές αυτές Η ύπαρξη τυχόν νομικών ή πραγματικών εμποδίων εισόδου στη σχετική αγορά Η θέση των συμμετεχουσών επιχειρήσεων στη σχετική αγορά καθώς και η χρηματοοικονομική τους ισχύς Οι εναλλακτικές δυνατότητες επιλογής που έχουν οι προμηθευτές και αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών που εντάσσονται στη σχετική αγορά Η δυνατότητα πρόσβασης των προμηθευτών και των αγοραστών στις αγορές διάθεσης των αγαθών και/ή των υπηρεσιών και στις πηγές εφοδιασμού Η συμβολή της συγκέντρωσης στην εξέλιξη της τεχνικής και οικονομικής προόδου, εφόσον είναι προς το συμφέρον των καταναλωτών
73
Παρέμβαση των κρατών μελών στην οικονομική δραστηριότητα και οικονομική ενίσχυση επιχειρήσεων
Κίνδυνος στρέβλωσης ανταγωνισμού σε ενδοενωσιακό επίπεδο Υπονόμευση ισότητας ευκαιριών στο πλαίσιο της Ενιαίας Αγοράς και αρνητική επιρροή των δομών της Οι λήπτες κρατικών ενισχύσεων αποκτούν οικονομικά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών τους που δεν είναι αποτέλεσμα της ποιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών τους Οι ενισχύσεις μπορούν να δράσουν εξισορροπητικά στην αγορά Μπορούν να αμβλύνουν τις συνέπειες μίας ενδεχόμενης δυσλειτουργίας της ελεύθερης αγοράς Στηρίζουν τις παραγωγικές διαδικασίες και την εξέλιξη οικονομίας και τεχνολογίας
74
Βασική αρχή : άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ
Ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.
75
Κριτήρια ορισμού της κρατικής ενίσχυσης κατά το 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ
Χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος Το οικονομικό πλεονέκτημα να προέρχεται από κρατικούς πόρους Το πλεονέκτημα να αποτελεί προνομιακή μεταχείριση του ενισχυόμενου Ο ενισχυόμενος φορέας να αποτελεί επιχείρηση, να ασκεί δηλαδή οικονομική δραστηριότητα Η ενίσχυση να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό Η κρατική ενίσχυση να επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών
76
Ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα Ενισχύσεις για επανόρθωση ζημιών
Εξαιρέσεις : άρθρο 107 παρ. 2 και 3 ΣΛΕΕ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΝΤΑΙ Η ΔΥΝΑΝΤΑΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΟΥΝ ΟΤΙ ΣΥΜΒΙΒΑΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΣΥΜΒΑΤΕΣ : Ενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρα Ενισχύσεις για επανόρθωση ζημιών ΔΥΝΗΤΙΚΑ ΣΥΜΒΑΤΕΣ : Ενισχύσεις για οικονομική ανάπτυξη περιοχών-περιφερειακές ενισχύσεις Eνισχύσεις για την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ή για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους Ενισχύσεις οικονομικού χαρακτήρα-ενίσχυση οικονομικών δραστηριοτήτων-αναδιάρθρωση επιχειρήσεων
77
Εκσυγχρονισμός κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις
Διευκόλυνση ενισχύσεων που είναι καλά σχεδιασμένες Ενισχύσεις στοχοθετημένες σε αδυναμίες της αγοράς και σε στόχους κοινού συμφέροντος της Ένωσης Αποτροπή της σπατάλης δημοσίων πόρων Περιορισμός των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.