Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
1
ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΑΙΜΑ
3
Η ΦΥΣIOΛOΓΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΑΓΓΕΙΑΚΟ ΤΡΑΥΜΑ
Ένας τραυματισμός του αγγειακού συστήματος (κόψιμο ή τρύπημα) πυροδοτεί μια περίπλοκη σειρά από αλληλεπιδράσεις μεταξύ αιμοπεταλίων, ενδοθηλιακών κυττάρων και των διαδοχικών διεργασιών της πήξης. Αυτά τα φαινόμενα έχουν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό θρόμβου από αιμοπετάλια και ινώδες.
4
Α. Σχηματισμός του Θρόμβου
Ο σχηματισμός του θρόμβου προϋποθέτει ενεργοποίηση και συσσώρευση των αιμοπεταλίων, που ακολουθούνται από το σχηματισμό θρομβίνης (πρωτεάση του ορού που καταλύει την παραγωγή ινώδους). Ο ρόλος των αιμοπεταλίων: Τα αιμοπετάλια αντιδρούν στον τραυματισμό των αγγείων με διεργασίες "ενεργοποίησης", οι οποίες περιλαμβάνουν τρία στάδια: προσκόλληση στο σημείο της βλάβης, απελευθέρωση ενδοκυπάριων κοκκίων και συσσώρευση των αιμοπεταλίων.
5
Ο ρόλος του ινώδους: Η τοπική ενεργοποίηση των αλληλοδιάδοχων αντιδράσεων της πήξης από παράγοντες που απελευθερώνει ο τραυματισμένος ιστός και τα αιμοπετάλια, καταλήγει στο σχηματισμό θρομβίνης. Στη συνέχεια, η θρομβίνη καταλύει τη μετατροπή του ινωδογόνου σε ινώδες, το οποίο ενσωματώνεται μέσα στο θρόμβο. Οι επακόλουθες διαπλοκές των νημάτων του ινώδους σταθεροποιούν το θρόμβο και σχηματίζουν ένα αιμοστατικό πήγμα.
6
Θρόμβοι και έμβολα: Το πήγμα που προσκολλάται στο αγγειακό τοίχωμα λέγεται θρόμβος, ενώ το ενδαγγειακό πήγμα που κυκλοφορεί ελεύθερο μέσα στο αίμα, ονομάζεται έμβολο. Επομένως, ο αποκολλημένος θρόμβος μετατρέπεται σε έμβολο. Τόσο οι θρόμβοι όσο και τα έμβολα είναι επικίνδυνα, γιατί μπορούν να φράξουν τα αιμοφόρα αγγεία και να στερήσουν στους ιστούς το οξυγόνο και τα θρεπτικά συστατικά.
7
Β. lνωδόλυση Κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του αιμοπεταλιακού θρόμβου, ενεργοποιείται τοπικά η ινωδολυτική οδός. Το πλασμινογόνο μετατρέπεται ενζυματικά σε πλασμίνη (ινωδολυσίνη), από ενεργοποιητές του πλασμινογόνου που υπάρχουν στον ιστό.
8
ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ
Η εξωτερική μεμβράνη των αιμοπεταλίων περιέχει ποικιλία υποδοχέων, που λειτουργούν ως αισθητήρες (sensors), ικανοί να αντιδρούν σε φυσιολογικά ερεθίσματα, που προέρχονται από το πλάσμα.
9
Α. Χημικά ερεθίσματα που εμποδίζουν την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων
Αυξημένα επίπεδα προστακυκλίνης: Σε ένα φυσιολογικό, ακέραιο αγγείο, τα αιμοπετάλια κυκλοφορούν ελεύθερα, αφού η ισορροπία μεταξύ των χημικών σημάτων δείχνει, ότι το αγγειακό σύστημα δεν έχει υποστεί βλάβη. Μειωμένα επίπεδα θρομβίνης και θρομβοξανών στο πλάσμα: Η μεμβράνη των αιμοπεταλίων περιέχει υποδοχείς, που μπορούν να προσδένουν θρομβίνη, θρομβοξάνες και εκτεθειμένο κολλαγόνο.
10
Με την κατάληψή του, καθένας απ' αυτούς τους τύπους υποδοχέων πυροδοτεί μια σειρά αντιδράσεων, που καταλήγουν στην απελευθέρωση ενδοκυττάριων κοκκίων μέσα στην κυκλοφορία και, τελικά, στη συσσώρευση των αιμοπεταλίων. Στο ακέραιο και φυσιολογικό αγγείο, τα επίπεδα θρομβίνης και θρομβοξανών στην κυκλοφορία είναι χαμηλά και το ανέπαφο ενδοθήλιο καλύπτει το κολλαγόνο, που βρίσκεται στις υπενδοθηλιακές στιβάδες. Οι αντίστοιχοι υποδοχείς των αιμοπεταλίων δεν είναι κατειλημμένοι και παραμένουν ανενεργοί. Συνεπώς, δεν ξεκινάει η ενεργοποίηση και συσσώρευση αιμοπεταλίων.
11
Β. Χημικά σήματα που προάγουν τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων
Μειωμένα επίπεδα προστακυκλίνης: Τα ενδοθηλιακά κύτταρα που έχουν υποστεί βλάβη συνθέτουν λιγότερη προστακυκλίνη, με αποτέλεσμα την τοπική ελάττωση των επιπέδων της προστακυκλίνης. Εκτεθειμένο κολλαγόνο: Μέσα σε δευτερόλεπτα από τον αγγειακά τραυματισμό, τα αιμοπετάλια προσκολλώνται και καλύπτουν το εκτεθειμένο κολλαγόνο των υπενδοθηλιακών στιβάδων. Οι υποδοχείς στην επιφάνεια του αιμοπεταλίου ενεργοποιούνται και απελευθερώνονται κοκκία των αιμοπεταλίων, που περιέχουν διφωσφορική αδενοσίνη (ΑDΡ) και σεροτονίνη. Αυξημένη σύνθεση θρομβοξανών: Η ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων από τη θρομβίνη, το κολλαγόνο και το ΑDΡ καταλήγει στην απελευθέρωση αραχιδονικού οξέος από τα φωσφολιπίδια της μεμβράνης.
12
Η ΠΗΞΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ Η διεργασία της πήξης που παράγει τη θρομβίνη αποτελείται από δύο αλληλοσυνδεόμενες οδούς-το ενδογενές και το εξωγενές σύστημα. Και τα δύο συστήματα περιλαμβάνουν μία ακολουθία ενζυματικών αντιδράσεων, με τις οποίες μετατρέπονται διαδοχικά διάφοροι παράγοντες του πλάσματος (προένζυμα) στις ενεργές (ενζυματικές) μορφές τους, παράγοντας τελικά θρομβίνη. Η θρομβίνη παίζει καθοριστικό ρόλο στην πήξη του αίματος (υπεύθυνη για την παραγωγή του ινώδους, ενεργοποιεί τον παράγοντα ΧLLL απαραίτητο για τη σταθεροποίηση και τη διασταυρούμενη σύνδεση των μορίων του ινώδους, ενεργοποιεί τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων).
13
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΩΝ
Οι αναστολείς της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων μειώνουν το σχηματισμό ή τη δράση των χημικών σημάτων, που προάγουν τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων.
14
1. Ασπιρίνη (Aspirin) Αναστέλλει τη σύνθεση της θρομβοξάνης Α2 από το αραχιδονικό οξύ στα αιμοπετάλια. Η ανασταλτική ενέργεια είναι ταχεία και φαίνεται ότι λαμβάνει χώρα στην πυλαία κυκλοφορία. Η ασπιρίνη χρησιμοποιείται σήμερα στην προφυλακτική θεραπεία της παροδικής εγκεφαλικής ισχαιμίας καθώς και για να μειωθεί η επίπτωση του υποτροπιάζοντος εμφράγματος του μυοκαρδίου. Συνιστάται μία εφάπαξ δόση φόρτισης με mg ασπιρίνης και στη συνέχεια καθημερινή δόση των mg. Ο χρόνος αιμορροής παρατείνεται, γεγονός που προκαλεί επιπλοκές, οι οποίες περιλαμβάνουν αυξημένη συχνότητα αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου καθώς και γαστρεντερικής αιμορραγίας, ειδικά με υψηλότερες δόσεις του φαρμάκου.
16
2. Τικλοδιπίνη (Tίclopidine)
Δρα επίσης ως αναστολέας της συσσώρευσης των αιμοπεταλίων, αλλά με μηχανισμό διαφορετικό από αυτόν της ασπιρίνης. Αναστέλλει την οδό του ΑDΡ που σχετίζεται με τη σύνδεση των αιμοπεταλίων με το ινωδογόνο και μεταξύ τους. Έχει αποδειχθεί, ότι μειώνει τη συχνότητα του θρομβωτικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Μετά την λήψη της από το στόμα, συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με πρωτεΐνες του πλάσματος και υφίσταται ηπατικό μεταβολισμό. Μπορεί να προκαλέσει παρατεταμένη αιμορραγία, ενώ η πιο σημαντική ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η ουδετεροπενία.
17
3. Διπυριδαμόλη (Dipyridamole)
Αγγειοδιασταλτικό των στεφανιαίων. Χρησιμοποιείται για την προφυλακτική θεραπεία της στηθάγχης. Συνήθως χορηγείται σε συνδυασμό με ασπιρίνη. Αυξάνει τα ενδοκυπάρια επίπεδα του cAMP αναστέλλοντας την κυκλική νουκλεοτιδική φωσφοδιεστεράση. Τα ελάχιστα στοιχεία που είναι σήμερα διαθέσιμα, δείχνουν ότι η διπυριδαμόλη ενισχύει πολύ λίγο την αντιθρομβωτική δράση της ασπιρίνης. Σε συνδυασμό με τη βαρφαρίνη αναστέλλει αποτελεσματικά τις εμβολές από τεχνητές βαλβίδες της καρδιάς.
18
ΑΝΤΙΠΗΚΤΙΚΑ Δύο τύποι φαρμάκων χρησιμοποιούνται, για να παρεμποδίζουν την πήξη του αίματος: η ηπαρίνη και οι ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ.
19
Ηπαρίνη (Heparin) Ενέσιμο, ταχείας δράσης αντιπηκτικό. Για εμπορικούς σκοπούς, παραλαμβάνεται με εκχύλιση από έντερο χοίρου ή πνεύμονα βοοειδών. Θεραπευτικές χρήσεις: Περιορίζει την επέκταση του θρόμβου, παρεμποδίζοντας το σχηματισμό του ινώδους. Είναι το μείζον αντιθρομβωτικό φάρμακο, για τη θεραπεία της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και της πνευμονικής εμβολής. Στην κλινική πράξη χρησιμοποιείται προφυλακτικά, για να εμποδίσει τη μετεγχειρητική φλεβική θρόμβωση, σε ασθενείς που έχουν υποστεί εκλεκτικές εγχειρήσεις, καθώς και στην οξεία φάση του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
20
Φαρμακοκινητική: Απορρόφηση: Πρέπει να χορηγείται παρεντερικώς, είτε με βαθιά υποδόρια ένεση είτε ενδοφλεβίως, διότι δε διαπερνά εύκολα τις μεμβράνες. Απομάκρυνση: Στο αίμα συνδέεται με διάφορες πρωτεΐνες, οι οποίες εξουδετερώνουν τη δραστικότητά της και μπορούν να δημιουργήσουν αντοχή στο φάρμακο. Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αιμορραγικές επιπλοκές, αντιδράσεις υπερευαισθησίας, θρομβοκυτταροπενία. Αντενδείξεις: Αντενδείκνυται σε ασθενείς που έχουν υπερευαισθησία σ' αυτή ή παρουσιάζουν αιμορραγικές διαταραχές, σε αλκοολικούς και σε ασθενείς που έχουν εγχειρηθεί στον εγκέφαλο, στα μάτια ή στο νωτιαίο μυελό.
21
Βαρφαρίνη (Warfarin) Τα κουμαρινικά αντιπηκτικά, τα οποία περιλαμβάνουν τη βαρφαρίνη και τη δικουμαρόλη (dicumarol) οφείλουν τη δράση τους, στην ικανότητά τους να ανταγωνίζονται τις λειτουργίες της βιταμίνης Κ ως συμπαράγοντα. Θεραπευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιήθηκε αρχικά σαν ποντικοφάρμακο Σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως στην κλινική πράξη, ως ένα από του στόματος αντιπηκτικό. Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με τη χρησιμότητα των ουσιών αυτών σε κλινικές καταστάσεις, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου και η αρθροπλαστικήτου ισχίου.
22
Φαρμακοκινητική: Απορρόφηση: Το νατριούχο άλας της βαρφαρίνης απορροφάται ταχέως και πλήρως μετά τη χορήγησή του από το στόμα. Κατάληξη: Τα προϊόντα του μεταβολισμού της βαρφαρίνης είναι ανενεργά και, μετά από σύζευξη με γλυκουρονικό οξύ, απεκκρίνονται στα ούρα και στα κόπρανα. Ανεπιθύμητες ενέργειες: Αιμορραγικές διαταραχές, αλληλεπιδράσεις με φάρμακα, νοσηρές καταστάσεις. Αντενδείξεις: Το φάρμακο αυτό δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται κατά την εγκυμοσύνη, γιατί είναι τερατογενετικό και μπορεί να προκαλέσει έκτρωση.
23
ΘΡΟΜΒΟΛΥΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ Η οξεία θρομβοεμβολική νόσος σε επιλεγμένους ασθενείς μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη χορήγηση ουσιών, που ενεργοποιούν τη μετατροπή του πλασμινογόνου σε πλασμίνη (πρωτεάση που υδρολύει το ινώδες και επομένως διαλύει τους θρόμβους). Η θρομβολυτική θεραπεία είναι ανεπιτυχής περίπου στο 20% των αποφραγμένων αρτηριών και το 15% περίπου αυτών που έχουν διανοιχτεί, αποφράσσονται εκ νέου.
24
Κοινά χαρακτηριστικά των θρομβολυτικών ουσιών
Δράσεις: Δρουν είτε άμεσα είτε έμμεσα μετατρέποντας το πλασμινογόνο σε πλασμίνη, η οποία με τη σειρά της διασπά το ινώδες, διαλύοντας έτσι το θρόμβο. Χορήγηση: Χορηγούνται συχνά ενδοφλεβίως, γιατί η οδός αυτή είναι γρήγορη, φθηνή και δεν ενέχει τους κινδύνους του καθετηριασμού. Θεραπευτικές χρήσεις: Χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα στο οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, στην περιφερική αρτηριακή θρόμβωση και εμβολή και για τη διάλυση πηγμάτων σε καθετήρες και αναστομώσεις. Ανεπιθύμητες ενέργειες: Η αιμορραγία είναι η κύρια ανεπιθύμητη ενέργεια. Αντενδείκνυνται σε ασθενείς με τραύματα σε επούλωση, σε εγκύους, σε ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή σε μεταστατικό καρκίνο.
25
Αλτεπλάση (Alteplase, tPA)
Σήμερα παρασκευάζεται μέσω της τεχνολογίας του ανασυνδυασμένου DNA. Θεραπευτικές χρήσεις: Οι εγκεκριμένες χρήσεις της είναι η θεραπεία του εμφράγματος του μυοκαρδίου, της μαζικής πνευμονικής εμβολής και του οξέος ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου. Ανεπιθύμητες ενέργειες: Μπορεί να συμβούν αιμορραγικές επιπλοκές, που περιλαμβάνουν γαστρεντερικές και εγκεφαλικές αιμορραγίες.
26
Στρεπτοκινάση (Streptokinase)
Είναι μια εξωκυττάρια πρωτεΐνη που απομονώνεται από θρεπτικούς ζωμούς, στους οποίους έχουν καλλιεργηθεί β-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι της ομάδας C. Θεραπευτικές χρήσεις: Έχει εγκριθεί για χρήση σε οξεία πνευμονική εμβολή, εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση, οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, αρτηριακή θρόμβωση και αποφράξεις αναστομώσεων. Ανεπιθύμητες ενέργειες: αιμορραγικές διαταραχές και υπερευαισθησία.
27
Ανιστρεπλάση (Anistreplase)
Σύμπλοκο ανισοϋλιωμένου πλασμινογόνου και ενεργοποιητής της στρεπτοκινάσης (APSAC) παρασκευάσθηκε in vitro, για να βελτιώσει την κινητική του συμπλόκου στρεπτοκινάσης-πλασμινογόνου. Όπως και με άλλες θρομβολυτικές ουσίες, μια επιπλοκή είναι η αιμορραγία, όπως και οι αρρυθμίες και η υπόταση.
28
Ουροκινάση (Urokinase)
Ένζυμο ικανό να προκαλεί άμεση αποδόμηση του ινώδους και του ινωδογόνου. Απομονώθηκε αρχικά από ανθρώπινα ούρα, όμως σήμερα παραλαμβάνεται από καλλιέργειες ανθρώπινων εμβρυϊκών νεφρικών κυττάρων. Είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της σοβαρής πνευμονικής εμβολής και της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης. Οι αιμορραγικές επιπλοκές είναι οι πιο σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες αυτής της φαρμακολογικής θεραπείας.
29
ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑIΜΟΡΡΑΓΙΩΝ
Τα αιμορραγικά προβλήματα μπορεί να προέρχονται από παθολογικές καταστάσεις, όπως είναι η αιμοφιλία ή μπορεί να είναι συνέπειες ινωδολυτικών καταστάσεων, που είναι δυνατό να παρουσιασθούν μετά από εγχειρήσεις στο γαστρεντερικό σύστημα ή μετά από προστατεκτομή.
30
Αμινοκαπροϊκό οξύ και τρανεξαμικό οξύ
Και οι δύο παράγοντες είναι συνθετικοί και εμποδίζουν την ενεργοποίηση του πλασμινογόνου. Πιθανή ανεπιθύμητη ενέργεια είναι η ενδαγγειακή θρόμβωση. Θειική πρωταμίνη (Protamine sulfate) Ανταγωνίζεται τα αντιπηκτικά αποτελέσματα της ηπαρίνης. Προέρχεται από σπέρμα ψαριού ή όρχεις και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε αργινίνη, γεγονός που εξηγεί την αλκαλική της αντίδραση. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν αντιδράσεις υπερευαισθησίας, όπως επίσης δύσπνοια, ερυθρότητα προσώπου, βραδυκαρδία και υπόταση Βιταμίνη Κ (Vitamin Κ) Η ανταπόκριση στη βιταμίνη Κ είναι αργή και απαιτεί περίπου 24 ώρες, εάν απαιτείται επείγουσα αιμόσταση, πρέπει να χορηγείται πρόσφατο κατεψυγμένο πλάσμα.
31
ΦΑΡΜΑΚΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΙΜΙΩΝ
Ως αναιμία ορίζεται η κατώτερη του φυσιολογικού συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στο πλάσμα, που αντιστοιχεί σε ελαττωμένο αριθμό κυκλοφορούντων ερυθρών αιμοσφαιρίων ή σε παθολογικά χαμηλή ολική περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης ανά μονάδα όγκου αίματος. Ένας μεγάλος αριθμός φαρμάκων μπορεί να δράσει τοξικά στα κύτταρα του αίματος, στην παραγωγή της αιμοσφαιρίνης ή στα ερυθροποιητικά όργανα, και, μ' αυτό τον τρόπο, να προκαλέσει αναιμία. Επιπλέον, τροφικές αναιμίες προκαλούνται από διαιτητικές ελλείψεις ουσιών [για παράδειγμα, σιδήρου, φυλλικού οξέος, βιταμίνης 812 (κυανοκοβαλαμίνης)] απαραίτητων για τη φυσιολογική ερυθροποίηση.
32
Σίδηρος Είναι αποθηκευμένος στα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου με τη μορφή της φερριτίνης [ένα σύμπλοκο σιδήρου-πρωτεΐνης]. Η έλλειψη οφείλεται σε οξεία ή χρόνια απώλεια αίματος, σε ανεπαρκή πρόσληψη, κατά τη διάρκεια περιόδων ταχύτερης ανάπτυξης στα παιδιά ή σε γυναίκες που χάνουν πολύ αίμα με την έμμηνο ρύση ή σε έγκυες γυναίκες. Διαιτητικά συμπληρώματα με θειικό σίδηρο απαιτούνται για τη διόρθωση της έλλειψης. Γαστρεντερικές διαταραχές, που προκαλούνται από τοπικό ερεθισμό, είναι οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες των συμπληρωμάτων σιδήρου.
33
Φυλλικό οξύ (Folic acid)
Η κύρια χρήση του είναι στη θεραπεία στερητικών καταστάσεων, που ανακύπτουν λόγω χαμηλών επιπέδων αυτής της βιταμίνης. Η έλλειψη μπορεί να οφείλεται σε αυξημένες ανάγκες (για παράδειγμα κύηση και θηλασμός) μειωμένη απορρόφηση που οφείλεται σε παθήσεις του λεπτού εντέρου αλκοολισμό θεραπεία με φάρμακα τα οποία είναι αναστολείς της διυδροφυλλικής ρεδουκτάσης Αποτέλεσμα της έλλειψης φυλλικού είναι η μεγαλοβλαστική αναιμία. Το φυλλικό οξύ, όταν χορηγείται per os, δεν έχει γνωστή τοξικότητα.
34
Κυανοκοβαλαμίνη (Βιταμίνη Β12 Cyanocobalamine)
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης Β12 μπορεί να οφείλεται είτε σε χαμηλή διαιτητική πρόσληψη ή σε πλημμελή απορρόφηση της λόγω αδυναμίας των γαστρικών τοιχωματικών κυττάρων να παράγουν τον ενδογενή παράγοντα ή σε απώλεια της δραστικότητας του υποδοχέα, που είναι απαραίτητος για την εντερική απορρόφηση της βιταμίνης. Έλλειψη μπορούν να προκαλέσουν επίσης μη ειδικά σύνδρομα δυσαπορρόφησης ή η γαστρεκτομή. Η βιταμίνη μπορεί να χορηγηθεί είτε από το στόμα (σε διαιτητικές ελλείψεις) ή ενδομυϊκά ή βαθιά υποδόρια (σε κακοήθη αναιμία). Η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται για το υπόλοιπο της ζωής κάθε ασθενούς που πάσχει από κακοήθη αναιμία. Δεν υπάρχουν γνωστές ανεπιθύμητες ενέργειες της βιταμίνης αυτής.
35
Ερυθροποιητίνη (Erythropoietin)
Είναι μια γλυκοπρωτείνη, που παράγεται φυσιολογικά από το νεφρό και ρυθμίζει τον πολλαπλασιασμό και τη διαφοροποίηση των ερυθροκυττάρων στο μυελό των οστών. Η ανθρώπινη ερυθροποιητίνη που παράγεται με τη μέθοδο του ανασυνδυασμένου DΝΑ είναι αποτελεσματική στη θεραπεία της αναιμίας που προκαλείται από νεφρική νόσο τελικού σταδίου, της αναιμίας που παρουσιάζεται σε ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον ιό ΗΙV και της αναιμίας σε ορισμένους καρκινοπαθείς. Ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ένδεια σιδήρου και αύξηση της πίεσης του αίματος, μπορούν να εμφανιστούν.
36
ΟΥΣΙΕΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΔΡΕΠΑΝΟΚΥΤΤΑΡΙΚΗΣ ΑΝΑΙΜΙΑΣ
Πρόσφατες κλινικές έρευνες έδειξαν, ότι η υδροξυουρία (hydroxyurea) μπορεί να ανακουφίσει καλά το επώδυνο κλινικό στάδιο της δρεπανοκυπαρικής νόσου (αναιμίας). Η υδροξυουρία χρησιμοποιείται σήμερα στη θεραπεία της χρόνιας μυελογενούς λευχαιμίας και της γνήσιας πολυερυθαιμίας.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.