Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΓεώργιος Λόντος Τροποποιήθηκε πριν 6 χρόνια
1
Βασικές αρχές και διακρίσεις του ρωμαϊκού δικαίου
Αθηνά Δημοπούλου, Ρωμαϊκό Δίκαιο
2
Ερμηνευτικές αρχές του δικαίου
"Δικαιοσύνη είναι η σταθερή και μόνιμη βούληση να απονέμεις στον καθένα αυτό που του αναλογεί. (1) Οι αρχές του δικαίου είναι: να ζεις έντιμα, να μην βλάπτεις τον άλλο, να αποδίδεις στον καθένα αυτό που του αναλογεί. (2) Η επιστήμη του δικαίου είναι η εξοικείωση με τα Θεία και τα ανθρώπινα πράγματα, η επίγνωση του τι είναι δίκαιο και τι άδικο." Ουλπιανός, D
3
Από το ειδικό στο γενικό
Οι Ρωμαίοι νομικοί εκκινούν από την ανάλυση προβλημάτων που ανακύπτουν στην πράξη, αναζητώντας τις ορθότερες λύσεις. διαμορφώνουν λεπτές νομικές διακρίσεις (όπως την έννοια της επιμέλειας ή αμέλειας) και καταλήγουν στη διαμόρφωση ορισμένων βασικών γενικών νομικών εννοιών, κανόνων και αρχών. Τις αρχές αυτές επιχειρούν συστηματικά να συσχετίσουν μεταξύ τους, σε συγκερασμό των διαφορετικών νομικών απόψεων, ώστε από το ειδικό, να καταλήξουν σε έναν κοινώς αποδεκτό γενικό κανόνα. οι γενικές αρχές και οι αφηρημένες νομικές έννοιες, εξειδικευόμενες κατά περίπτωση, επιτρέπουν την αναζήτηση των δικαιότερων λύσεων υπό τις εκάστοτε ισχύουσες συνθήκες.
4
Στις κατευθυντήριες αρχές αυτές είναι εμφανής η επιρροή και της ελληνικής φιλοσοφίας
Οόταν αποκρυσταλλώνονται, καθοδηγούν τη διαμόρφωση του θετού δικαίου από τους αυτοκράτορες και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης από τους δικαστές. Οι ίδιες αρχές χρησιμοποιούνται για την αναλογική εφαρμογή του δικαίου (περιορισμένα) ή ως ερμηνευτικοί κανόνες σε περίπτωση αμφιβολίας, Επιτρέπουν για παράδειγμα να υιοθετηθεί η πιο ήπια ερμηνεία ενός αυστηρού κανόνα δικαίου.
5
Καλή πίστη (bona fides).
Η καλή πίστη (bona fides), και το αντίθετό της, η mala fides ή δόλος (dolus malus), διαμορφώνονται ως θεμελιώδεις έννοιες για το δίκαιο των συναλλαγών, ήδη πριν την εποχή του Κικέρωνα. = έννοια της εντιμότητας, της ευθύτητας και της εμπιστοσύνης που πρέπει να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των συναλλασσομένων. Έχει θρησκευτικές καταβολές Συνδέεται με το ius gentium, αφού η εμπιστοσύνη μεταξύ ξένων αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για τη σύναψη εμπορικών σχέσεων.
6
Αντικειμενική - υποκειμενική
Ως αντικειμενική καλή πίστη εκφράζει την εντιμότητα κατά την τήρηση των υποσχέσεων και των συμβατικών δεσμεύσεων. Ως υποκειμενική, εκφράζει την πεποίθηση του ατόμου ότι ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο, ορθά και χωρίς να παραβιάζει δικαιώματα του άλλου μέρους.
7
ΣΥΝΑΙΝΕΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ
Η καλή πίστη επηρέασε τη διαμόρφωση ειδικών κατηγοριών συμβάσεων, η σύναψη των οποίων βασίζεται μόνον στη συναίνεση των μερών και όχι σε κάποιον τύπο, καθώς και των αντίστοιχων δικών (iudicia bonae fidei), στις οποίες ο δικαστής έπρεπε να λάβει υπ’ όψιν της το στοιχείο της εντιμότητας και ευθύτητας των μερών κατά την εκτέλεση των συμβατικών τους δεσμεύσεων. Η πραγμάτωση της προστασίας της γινόταν με την προσθήκη από τον Πραίτορα στη formula, π.χ., της οδηγίας προς το δικαστή "ex bona fide condemna". Με τον τρόπο αυτό, εάν π.χ. υπήρχαν εκατέρωθεν οφειλές, ο δικαστής μπορούσε προβεί σε συμψηφισμό, καταδικάζοντας τον εναγόμενο μόνον στο υπερβάλλον.
8
Aequitas Κέλσος: “ius est ars boni et aequi”. (equity) - "επιείκεια"
εκφράζει την ιδέα της ακριβοδίκαιης και αμερόληπτης απονομής της δικαιοσύνης (iustitia), η οποία αποδίδει “αυτό που αναλογεί στον καθένα”. Συνδέεται με την έννοια του φυσικού δικαίου (ius naturale) και απηχεί επιρροή της ελληνικής ρητορικής. Συνοψίζει την ρωμαϊκή αντίληψη για το πώς πρέπει να εφαρμόζεται και να ερμηνεύεται το δίκαιο, δηλαδή αντιμετωπίζοντας τις ίδιες περιπτώσεις όμοια και τις ανόμοιες διαφορετικά.
9
Όχι ισότητα ενώπιον του νόμου
Αν και την υπονοεί, η aequitas δεν ταυτίζεται με την έννοια της ισότητας, καθώς οι Ρωμαίοι δεν αναγνωρίζουν την ισότητα όλων ενώπιον του νόμου, αλλά διαφορετικά δικαιώματα σε διαφορετικές κατηγορίες προσώπων, που το καθένα όμως, εντός του νομικού πλαισίου που του αναλογεί, έπρεπε να αντιμετωπίζεται με ίσο τρόπο. Η aequitas αποτελεί έκφραση των ηθικών και κοινωνικών αντιλήψεων κάθε εποχής. Αποτελεί κατ' ουσίαν την εφαρμογή της κοινής λογικής (naturalis ratio) στο δίκαιο, κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Καθοδηγούσε τους νομικούς κατά την άσκηση κριτικής ή την έκφραση αμφιβολιών για τον δίκαιο χαρακτήρα κάποιου κανόνα δικαίου.
10
Ius honorarium Κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής της aequitas υπήρξε το ius honorarium, το δίκαιο που διαμορφώθηκε από τις παρεμβάσεις των Πραιτόρων στην απονομή της δικαιοσύνης, μέσω των οποίων διόρθωναν την αυστηρότητα του ius civile, προκειμένου να εξυπηρετήσουν την ουσιαστική δικαιοσύνη και να μην αδικήσουν κανένα μέρος.
11
Φιλανθρωπία (humanitas).
ηθική επιταγή εμπνεόμενη από τη στωική φιλοσοφία επιτάσσει την εφαρμογή του δικαίου με γνώμονα τον άνθρωπο εμφανίζεται τόσο σε νομικά κείμενα όσο και σε αυτοκρατορικές διατάξεις. Επιτάσσει για παράδειγμα να συμπεριφερόμαστε με πραότητα στους ατυχήσαντες οφειλέτες. Επί Χριστιανών αυτοκρατόρων η φιλανθρωπία αποκτά μεγάλη σημασία, καθώς οι νόμοι αναφέρονται στην “φιλανθρωπία” του αυτοκράτορα που εκδίδει τη διάταξη (humanitas nostra). Υπό την επιρροή και των χριστιανικών ιδεών, συναφείς έννοιες, όπως οι pietas (ευσέβεια), η caritas (επιμέλεια), η benignitas (καλοκαγαθία), η clementia (επιείκια), εμπλουτίζουν το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ιδίως το οικογενειακό, κληρονομικό και ποινικό.
12
Humanitas: Στις Εισηγήσεις του Ιουστινιανού, ορίζεται ότι, αν ένας οφειλέτης έχει ήδη δώσει στους πιστωτές του όλη την περιουσία του και αποκτήσει κάτι αργότερα, οι πιστωτές του μπορούν να στραφούν εναντίον του μόνον για "ό,τι μπορεί να πληρώσει" (id quod facere potest), γιατί η πρακτική της εκ νέου απογύμνωσής του από κάθε περιουσία είναι απάνθρωπη (inhumanum). Inst
13
Συμφέρον (utilitas). Ως συμφέρον (utilitas) νοείται:
το ιδιωτικό (utilitas privatorum), που αποτελεί κριτήριο για τη θέσπιση προνομίων για ειδικές κατηγορίες προσώπων (όπως οι ανήλικοι ή παράφρονες) το δημόσιο (utilitas publica-communis), ο σκοπός που επιδιώκει το δίκαιο για το γενικό καλό, που θεωρείται ότι πρέπει να υπερτερεί των ιδιωτικών συμφωνιών. Οι παρεμβάσεις του Πραίτορα στο δίκαιο γίνονται “proptem utilitatem publicam”.
14
Regulae iuris. Στις ως άνω αρχές καταφεύγουν συχνά οι νομικοί για την ερμηνεία του θετού δικαίου και οι Πραίτορες για την συμπλήρωση των κενών του, αλλά και κατά την εφαρμογή των δικονομικών κανόνων. Ορισμένες γενικές και αφηρημένες αρχές δικαίου που απορρέουν από το έργο των Ρωμαίων νομικών ή από αυτοκρατορικές διατάξεις, αποκρυσταλλώνονται υπό την μορφή νομικών αποφθεγμάτων (regulae iuris). Πολλά από αυτά χρησιμοποιούνται ευρέως ακόμα στο σύγχρονο δίκαιο, για να υποδηλώσουν μία κοινά αποδεκτή νομική αρχή.
15
Regulae iuris Αudiatur et altera pars – ας ακουσθεί και η άλλη πλευρά.
Cogitationis poenam nemo meretur -– το φρόνημα δεν τιμωρείται. Consensus facit legem -– η συναίνεση είναι δεσμευτική. De lege ferenda -– κατά το ορθό (θετέο) δίκαιο. De lege lata -– κατά το ισχύον δίκαιο. De minimis non curat lex -– ο νόμος δεν ασχολείται με τα επουσιώδη. Error, qui non resistitur approbatur -– σφάλμα το οποίο δεν αποκρούεται, γίνεται δεκτό. Ex aequo et bono -– σύμφωνα με το δίκαιο και το ορθό Ex dolo malo actio non oritur -– από το δόλο δεν μπορεί να προκύψει αγωγή. Ex turpi causa non oritur actio -– από ανήθικη αιτία δεν προκύπτει αγωγή. Exceptio probat regulam -– η εξαίρεση επαληθεύει τον κανόνα. Executio legis non habet injuriam -– η εκτέλεση του νόμου δεν προξενεί βλάβη. Ignorantia juris non excusat -– η άγνοια δικαίου δεν συγχωρείται. Impossibilium nulla obligatio est -– περί των αδυνάτων ουδεμία υποχρέωση υπάρχει. In testamentis plenius testatoris intentionem scrutamur -– στις διαθήκες αναζητούμε προσεκτικά την αληθή βούληση του διαθέτη. Injuria non excusat injuriam -– η αδικία δεν δικαιολογεί την αδικία. Judex est lex loquens -– ο δικαστής είναι ο ομιλών νόμος. Judex non reddit plus quam quod petens ipse requirit -– ο δικαστής δεν επιδικάζει περισσότερα απ' όσα ζητά ο ίδιος ο αιτών.
16
Jura novit curia -– το δικαστήριο γνωρίζει το δίκαιο (μη ρωμαϊκό).
Justitia nemini neganda est -– κανείς δεν πρέπει να αποκλείεται από τη δικαιοσύνη. Leges posteriores priores contrarias abrogant -– οι μεταγενέστεροι νόμοι καταργούν τους αντίθετους προγενέστερους. Lex posterior derogat priori -– ο μεταγενέστερος νόμος υπερισχύει του προγενέστερου. Lex prospicit not respicit -– ο νόμος ρυθμίζει για το μέλλον, όχι αναδρομικά. Lex specialis derogat legi generali -– ο ειδικός νόμος υπερισχύει του γενικού νόμου. Ne bis in idem -– όχι δύο φορές το ίδιο (αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου). Nemo auditur propriam turpitudinem allegans -– ουδείς εισακούεται επικαλούμενος την ιδία αυτού φαυλότητα. Nemo bis punitur pro eodem delicto -– κανείς δεν καταδικάζεται δις για το ίδιο έγκλημα. Nemo contra factum suum venire potest -– κανείς δεν μπορεί να αντιφάσκει με τις πράξεις του. Nemo plus iuris ad alium transferre potest quam ipse habet -– κανείς δεν μπορεί να μεταβιβάσει περισσότερα δικαιώματα από όσα ο ίδιος έχει. Nemo pro parte testatus, pro parte intestatus decedere potest -– ουδείς κληρονομείται εν μέρει εκ διαθήκης, εν μέρει εξ αδιαθέτου. Nemo judex in causa propria -– κανείς δεν πρέπει να είναι δικαστής στην δική του υπόθεση. Nemo punitur pro alieno delicto -– κανείς δεν τιμωρείται για ξένο έγκλημα. Non omne quod licet honestum est - – ό,τι επιτρέπεται δεν είναι και έντιμο. Νulla poena sine lege -– καμία ποινή χωρίς νόμο. Num quam est fidelis cum potente societas – συνεταιρισμός με ισχυρό δεν έχει εμπιστοσύνη. Obiter dictum -– ειρήσθω εν παρόδω (παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση).
17
Onus probandi -– το βάρος απόδειξης.
Pacta sunt servanda -– οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται (μη ρωμαϊκό) Prior tempore potior iure -– ο χρονικά πρότερος υπερισχύει κατά το δίκαιο. Prius quam exaudias ne iudices – πριν ακούσεις, μην δικάσεις. Probatio vincit praesumptionem – η απόδειξη κατισχύει του τεκμηρίου. Qui non improbat, approbat – όποιος δεν ανταποδεικνύει, συνομολογεί. Prior tempore potior jure – ο χρονικά προηγούμενος έχει ισχυρότερο δικαίωμα. Semel heres, semper heres – άπαξ κληρονόμος, ες αεί κληρονόμος. Sublata causa, tollitur effectus – αρθείσας της αιτίας, αίρονται οι συνέπειες. Superficies, solo cedit – τα υπερκείμενα οίκει τοις υποκειμένοις. Res judicata – δεδικασμένο. Salus populi (patriae) suprema lex esto – η σωτηρία του λαού (της πατρίδας) είναι υπέρτατος νόμος. Transit terra cum onere – η γη μεταβιβάζεται με τα βάρη της. Ubi jus ibi remedium est – όπου υπάρχει δικαίωμα, υπάρχει ένδικο μέσο. Utile per iniutile non vitiatur – το έγκυρο μέρος δικαιοπραξίας δεν συμπαρασύρεται από το άκυρο. Vigilantibus non dormientibus jura subveniunt – το δίκαιο βοηθά όσους αγρυπνούν, όχι όσους κοιμούνται. Volenti non fit injuria – ο συναινών δεν αδικείται. Voluntas reputatur pro facto – - η βούληση προκύπτει από τις πράξεις.
18
Γάιος, Εισηγήσεις, 1.1 “Όλοι οι λαοί, οι οποίοι διέπονται από τους νόμους και τα έθιμα, εν μέρει κάνουν χρήση των δικών τους νόμων και εν μέρει προσφεύγουν στο δίκαιο που είναι κοινό για όλους τους ανθρώπους. Γιατί ό,τι κάθε λαός καθιερώνει ως νόμο για τον ίδιο είναι το ιδιαίτερό του δίκαιο και καλείται αστικό δίκαιο (ius civile), ως το ειδικό δίκαιο αυτής της πολιτείας (civitas). Όμως το δίκαιο που η φυσική λογική θεσπίζει μεταξύ όλης της ανθρωπότητας και τηρείται από όλους τους λαούς, καλείται ius gentium (δίκαιο των Εθνών), ως ο νόμος που εφαρμόζεται απ’ όλα τα έθνη. Ως εκ τούτου, οι Ρωμαίοι κάνουν εν μέρει χρήση του δικού τους δικαίου και εν μέρει αυτού που είναι κοινού για όλους τους ανθρώπους.”
19
Α. Ius civile - ius gentium
20
O όρος ius civile θα ταυτιστεί στις νεώτερες γλώσσες με την έννοια του αστικού δικαίου (droit civil, Zivilrecht, diritto civile, civil law), υπό την έννοια του δικαίου που ρυθμίζει τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις. Αυτό ανάγεται στη διαδικασία πρόσληψης του Ρωμαϊκού Δικαίου από τους μελετητές του Μεσαίωνα. Kαθώς αυτοί ενδιαφέροντο κυρίως για την πρακτική εφαρμογή του, εστίαζαν κυρίως στους κανόνες που ρύθμιζαν τις ιδιωτικές σχέσεις.
21
Ιus gentium: δημόσιο διεθνές δίκαιο;
Στον ορισμό του Γάιου για το τί είναι το ius gentium, συνυπάρχουν η έννοια του φυσικού και του διεθνούς δικαίου, τις οποίες δεν όρισε επακριβώς η ρωμαϊκή νομική θεωρία. Ο Πομπώνιος αποδίδει στο ius gentium την έννοια του δικαίου που διέπει τις σχέσεις μεταξύ κρατών, δηλαδή το δημόσιο διεθνές δίκαιο κατά τη σύγχρονη ορολογία. Οι σχέσεις των Ρωμαίων με τα ξένα κράτη διέπονται είτε από το (διεθνές) δίκαιο του πολέμου, είτε από διμερείς συμβάσεις συμμαχίας. Με αυτές οι Ρωμαίοι εγγυώνται στους συμμάχους την ανεξαρτησία τους, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, και τους αναγνωρίζουν ορισμένα προνόμια, μεταξύ των οποίων τα συναφή με την δυνατότητα προσφυγής στα ρωμαϊκά δικαστήρια.
22
Συνθήκη συμμαχίας Ρώμης-Μήθυμνας
O δήμος των Μηθυμναίων, δεν θα επιτρέπει στους εχθρούς και αντιπάλους του δήμου των Ρωμαίων να διέλθουν μέσω της δικής του χώρας και αυτής την οποία ελέγχει ο δήμος των Μηθυμναίων με δημόσια απόφαση ληφθείσα κατά κακή πίστη, ώστε να διεξάγουν πόλεμο κατά του δήμου των Ρωμαίων και όσων άρχει ο δήμος των Ρωμαίων, και σε αυτούς ούτε όπλα, ούτε χρήματα, ούτε πλοία δεν θα παράσχουν, με δημόσια απόφαση ληφθείσα κατά κακή πίστη. Ο δήμος των Ρωμαίων, δεν θα επιτρέπει στους εχθρούς και τους αντιπάλους του δήμου των Μηθυμναίων, να διέλθουν μέσω της δικής του χώρας και αυτής την οποία ελέγχει ο δήμος των Ρωμαίων, με δημόσια απόφαση ληφθείσα κατά κακή πίστη, ώστε να διεξάγουν πόλεμο κατά του δήμου των Μηθυμναίων και όσων άρχει ο δήμος των Μηθυμναίων. Ούτε θα χορηγήσουν στους εχθρούς όπλα, ούτε χρήματα, ούτε πλοία, με δημόσια απόφαση ληφθείσα κατά κακή πίστη. Εάν κάποιος κηρύξει πρώτος πόλεμο κατά του δήμου των Μηθυμναίων, τότε ο δήμος των Ρωμαίων θα συνδράμει το δήμο των Μηθυμναίων, κατά το μέτρο του εφικτού. Εάν κάποιος κηρύξει πρώτος πόλεμο στο δήμο των Ρωμαίων, τότε ο δήμος των Μηθυμναίων θα συνδράμει προσηκόντως το δήμο των Ρωμαίων κατά το μέτρο του εφικτού, σύμφωνα με τις συνθήκες και τους όρκους του δήμου των Ρωμαίων και του δήμου των Μηθυμναίων. Εάν δε κάποιος θελήσει να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι από την παρούσα συνθήκη με κοινή απόφαση, η απόφαση να ληφθεί με δημόσια απόφαση αμφοτέρων. Όσα δε τυχόν προστεθούν, να καταγραφούν στη συνθήκη, όσα δε αφαιρεθούν από τη συνθήκη, να διαγραφούν .
23
Αρχή της προσωπικότητας του δικαίου
Έως τις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, μόνον το 1/3 περίπου των κατοίκων της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έχει την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Οι Ρωμαίοι αναγνωρίζουν την αρχή της προσωπικότητας του δικαίου, οι έννομες σχέσεις κάποιου διέπονται από το δίκαιο όχι του τόπου διαμονής του, αλλά της ιθαγένειάς του. Αυτό σήμαινε στην πράξη ότι π.χ. ο Αθηναίος πολίτης θα κληρονομείτο σύμφωνα με το αθηναϊκό δίκαιο. Το ρωμαϊκό ius civile δεν θεωρείται ιεραρχικά ανώτερο, ούτε εφαρμόζεται στους λοιπούς λαούς της αυτοκρατορίας, αλλά αποτελεί ένα ανάμεσα σε περισσότερα συστήματα δικαίου που, πριν την καθολική απονομή της ρωμαϊκής πολιτείας το 212 μ.Χ., συγκροτούν το ρωμαϊκό νομικό πλουραλισμό.
24
Ρύθμιση σχέσεων Ρωμαίων και ξένων.
Η σημαντικότερη πρακτική σημασία του ius gentium υπήρξε η ρύθμιση των εννόμων σχέσεων μεταξύ ιδιωτών, Ρωμαίων και ξένων (peregrini). Η εντυπωσιακή νομική προστασία που απολαμβάνουν οι ξένοι στη Ρώμη απορρέει από ένα συνδυασμό παραγόντων: την πρώιμη συμβίωση των Ρωμαίων με τους λαούς που κατακτούν, το συμφέρον του εμπορίου, το πολιτικό όφελος της Ρώμης και τη διάδοση φιλοσοφικών αντιλήψεων όπως ο Στωικισμός, που, ήδη πριν το Χριστιανισμό, διδάσκει την ισότητα των ανθρώπων
25
Praetor peregrinus Όταν οι ξένοι συναλλάσσονταν με τους Ρωμαίους, δεν μπορούσαν να κάνουν χρήση των τυπικών και περίπλοκων δικαιοπραξιών του ius civile και δεν είχαν πρόσβαση στα ρωμαϊκά δικαστήρια, παρά μόνον αν έβρισκαν έναν Ρωμαίο πολίτη ως προστάτη. Για την προστασία τους δημιουργείται το 242 π.Χ. το αξίωμα του Praetor Peregrinus, ο οποίος θα έχει καταλυτικό ρόλο στην αποκρυστάλλωση του ius gentium, του εφαρμοστέου δικαίου στις περιπτώσεις διαφορών, στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα διαφορετικής ιθαγένειας. Πιθανώς αντίστοιχη υπήρξε η συμβολή των Διοικητών των επαρχιών. Το ius gentium διαμορφώθηκε, μέσα από το Ήδικτο του Praetor Peregrinus και τα Ήδικτα των Διοικητών των επαρχιών, ως ένα σύνολο “διεθνών” κανόνων που ρύθμιζαν τις ιδιωτικές διαφορές, με τους κανόνες αυτούς να εφαρμόζονται επί διαφορών μεταξύ ξένων ή μεταξύ Ρωμαίων και ξένων.
26
Η βέλτιστη διεθνής πρακτική.
Για το ακριβές περιεχόμενο του ius gentium δεν γνωρίζουμε πολλά, καθώς μετά την επέκταση της ρωμαϊκής ιθαγένειας το 212 μ.Χ. στο σύνολο σχεδόν των κατοίκων της αυτοκρατορίας, έπαυσε να εφαρμόζεται και για το λόγο αυτό δεν σώζονται σχετικές πληροφορίες. Πιθανώς επρόκειτο για δίκαιο κατά βάση ρωμαϊκό, σε απλοποιημένη όμως μορφή, χωρίς την τυπικότητα του ius civile. Κάλυπτε ιδίως ζητήματα δικαίου των συναλλαγών (και άλλα, πλην του κληρονομικού δικαίου και του δικαίου των προσώπων).
27
Στην πράξη, όταν ανέκυπτε ένα νέο ζήτημα, ο Praetor Peregrinus:
μάλλον προσάρμοζε κατά την επίλυση της διαφοράς τους κανόνες του ius civile ή υιοθετούσε τις κοινά αποδεκτές διεθνείς πρακτικές και τα έθιμα των συναλλαγών που επικαλούντο οι διάδικοι, στο μέτρο που δεν τα έκρινε αντίθετα με την προσωπική του – ρωμαϊκή- – περί δικαίου αντίληψη και την κοινή λογική.
28
Το “διεθνές” δίκαιο που αναδύθηκε με τον τρόπο αυτό αποτελούσε ένα σύνθετο σύστημα δικαίου, βασιζόμενο στην βέλτιστη διεθνή πρακτική αλλά και στον πυρήνα του δικαίου (ius) όπως το αντιλαμβάνονταν οι Ρωμαίοι Eνα δίκαιο συνώνυμο με την έννοια του “bonum et aequum” (αγαθού και επιεικούς) κατά τον περίφημο ορισμό του Κέλσου. Καθώς προέρχεται από διαφορετικούς νομικούς πολιτισμούς, το ius gentium διακρίνεται για την ευρύτητα, ευελιξία και ανεκτικότητά του, αποτελώντας το κοινό -–νομικό- – σημείο επαφής του πολιτισμένου κόσμου.
29
Αλληλεπιδράσεις. Το ius gentium διεύρυνε τους ορίζοντες του Ρωμαϊκού Δικαίου, καθώς εφαρμόστηκε παραλλήλως επί όλων των λαών της αυτοκρατορίας. Λειτουργούσε με γνώμονα την ασφάλεια των συναλλαγών, εστιάζοντας στην ουσία και όχι στον τύπο, ώστε να υπηρετείται η ταχεία επίλυση των διαφορών διεθνούς εμπορίου. Η εφαρμογή του ius gentium από τους Πραίτορες είχε ως συνέπεια την αλληλεπίδραση ξένων νομικών θεσμών στο ius civile και την χαλάρωση της αυστηρότητάς του.
30
Μεταβίβαση κυριότητς Η μεταβίβαση της κυριότητας στους περισσότερους λαούς γινόταν με την παράδοση της νομής του πράγματος και την καταβολή του τιμήματος Τρόπος πολύ απλούστερος από τις τυπικές ρωμαϊκές δικαιοπραξίες της mancipatio και in iure cessio που χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά οι Ρωμαίοι. Η traditio (παράδοση της νομής δυνάμει κάποιας νόμιμης αιτίας), προοδευτικά θα γενικευτεί ως τρόπος μεταβίβασης της κυριότητας και στη ρωμαϊκή πρακτική, οδηγώντας σε εξαφάνιση της δύσχρηστες αυτές δικαιοπραξίες.
31
Η καλή πίστη στις συναλλαγές
Η έννοια της καλής πίστης (bona fides) διαμορφώνεται πρωτίστως στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών, εν όψει των ιδιαίτερων πρακτικών δυσκολιών που ενέχει η συμφωνία με έναν ξένο. Η εκτέλεσή της εν πολλοίς από την εμπιστοσύνη και εντιμότητα που θα επιδείξουν τα μέρη = ΚΑΛΗ ΠΙΣΤΗ. Η καθιέρωσή της ως αναγκαίο στοιχείο των συναλλαγών οδηγεί στην αναγνώριση από το ius civile των άτυπων συναινετικών συμβάσεων, που διέπονται από την καλή πίστη.
32
Φυσικό δίκαιο (ius naturale)
Το φυσικό δίκαιο για τους νομικούς της κλασικής περιόδου δεν ανάγεται στη σφαίρα του θετού δικαίου. Ως φυσικό δίκαιο (ius naturale) αντιλαμβάνονταν ένα είδος ηθικού κώδικα τον οποίο κάθε άνθρωπος -– ανεξαρτήτως ιθαγένειας- – μπορούσε να προσεγγίσει διαισθητικά μέσω της λογικής. Αποτελούσε εν ολίγοις το ιδεώδες του δικαίου. Ο Πραίτορας προσπαθούσε να συμμορφώνεται προς τις επιταγές του φυσικού δικαίου, της έμφυτης δηλαδή αντίληψής του περί το δίκαιο. Η έννοια ανάγεται στην ελληνική φιλοσοφία και ιδίως αυτή των Στωικών περί φύσης και απηχεί την πεποίθηση περί ύπαρξης ορισμένων γενικών κανόνων ανώτερης ηθικής αξίας.
33
Ο Κικέρων, όπως και ο Γάιος αργότερα, θεωρεί το φυσικό δίκαιο συνώνυμο με το ius gentium, μία αντίληψη που τροφοδοτεί η διαπίστωση των Ρωμαίων ότι σε διαφορετικές έννομες τάξεις συναντούμε πολλά κοινά στοιχεία, παρόμοιες νομικές έννοιες και αντίστοιχες νομικές λύσεις. Όμως, οι δύο έννοιες δεν ήταν ταυτόσημες: οι Ρωμαίοι νομικοί αναγνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι ο θεσμός της δουλείας, που αποτελούσε μία διεθνώς καθιερωμένη πρακτική του αρχαίου κόσμου (ius gentium), δεν υπάρχει στη φύση (ius naturale), όπου όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι.
34
Φυσικές ενοχές Ο Ουλπιανός θεωρεί το φυσικό δίκαιο ως "αυτό που η φύση διδάσκει σε όλα τα ζώντα", απόρροια του οποίου είναι θεσμοί όπως ο γάμος μεταξύ ανδρός και γυναικός, η τεκνοποιία και η ανατροφή των παιδιών. Το φυσικό δίκαιο έχει πάντως μικρή πρακτική αξία για τη ρωμαϊκή νομική επιστήμη, καθώς οι Ρωμαίοι νομικοί δεν υποστηρίζουν ότι, ως ηθικά ανώτερο και διαχρονικό, μπορεί να υπερισχύσει των θετών κανόνων δικαίου, ούτε αναγνωρίζουν την ύπαρξη θεμελιωδών “ατομικών δικαιωμάτων” κοινών για όλους τους ανθρώπους. Κυρίως, προβληματίζονται σε σχέση με το τι είναι “φυσικό”, ως μεθοδολογικό εργαλείο, προκειμένου για να καταλήξουν σε πρακτικές λύσεις. Η “φύση” των πραγμάτων αποτέλεσε τη βάση δημιουργίας ορισμένων νομικών κατηγοριών και κανόνων, ιδίως στο εμπράγματο δίκαιο (όπως, για την τιθάσευση των άγριων ζώων, την αδυναμία κυριότητας επί της θάλασσας ή τους “φυσικούς” τρόπους κτήσης κυριότητας). Επίσης, αποτέλεσε τη βάση για την αναγνώριση των "φυσικών ενοχών", με αφορμή τις συναλλαγές που κατά φυσικό τρόπο μπορούσαν στην πράξη να συνάψουν πρόσωπα όπως οι δούλοι, τα οποία στερούντο κατά το θετό δίκαιο δικαιοπρακτικής ικανότητας.
35
Δημόσιο-ιδιωτικό δίκαιο
Οι Ρωμαίοι νομικοί υιοθετούν τη διάκριση μεταξύ: Δημοσίου δικαίου (ius publicum), που διέπει την οργάνωση του κράτους και αφορά το δημόσιο συμφέρον του Ρωμαϊκού λαού (populus romanus) και Ιδιωτικού δικαίου (ius privatum), που διέπει τις ιδιωτικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών και τα ιδιωτικά συμφέροντα.
36
Κανόνες αναγκαστικού δικαίου
Κατά τον Παπινιανό: "Το δημόσιο δίκαιο δεν μπορεί να τροποποιηθεί με συμφωνίες μεταξύ ιδιωτών" (αντίστοιχος ο κανόνας του άρθρου 3 ΑΚ) Ταυτίζεται επομένως με κανόνες αναγκαστικού δικαίου ή δημοσίας τάξεως (ius cogens) που αντιδιαστέλλονται προς τους κανόνες ενδοτικού δικαίου (ius dispositivum). Μέρος του δημοσίου δικαίου θεωρείται και το ποινικό δίκαιο, όπως και το δίκαιο της θρησκείας (ius sacrum), η οποία αποτελεί δημόσια υπόθεση.
37
Γενικό - ειδικό δίκαιο. Το δίκαιο διακρίνεται σε γενικό (ius generale)
Ειδικό (ius speciale), το οποίο ρυθμίζει ειδικές κατηγορίες προσώπων ή καταστάσεων, και εξαιρετικό (ius singulare) που ρυθμίζει εξαιρετικές περιπτώσεις.
38
Προνόμια. Αρχικά ο όρος privilegium χρησιμοποιείται, για να υποδηλώσει τις επ'ανδρί νομοθετικές ρυθμίσεις (σήμερα θα τις ονομάζαμε "φωτογραφικές ρυθμίσεις"), οι οποίες απαγορεύονται από τον Δωδεκάδελτο. Αργότερα ο όρος θα ταυτισθεί με το προνόμιο που χορηγείται σε ορισμένο πρόσωπο ή κατηγορίες προσώπων, όπως π.χ. οι προνομιούχοι δανειστές (privilegiarii), που υπέχουν ιδιαίτερη θέση έναντι άλλων. Ενίοτε μπορούσε να συνίσταται και σε δυσμενέστερη μεταχείριση (privilegium odiosum).
39
Οι διακρίσεις των νόμων
Οι νόμοι, αναλόγως του αν περιείχαν ή όχι κύρωση, διακρίνονταν σε: Lex perfecta (τέλειος νόμος): επέφερε την ακυρότητα όσων λάμβαναν χώρα κατά παράβασή του (πρβλ. ΑΚ 178). Lex minius quam perfecta: δεν προέβλεπε ακυρότητα όσων είχαν γίνει κατά παράβασή του αλλά κύρωση ή έκπτωση από δικαίωμα. Lex imperfecta (ατελής νόμος): δεν προέβλεπε ούτε κύρωση ούτε ακυρότητα. Π.χ. Lex Cincia που απγορεύει
40
Summa divisio: η τριμερής διαίρεση του ius civile
"Όλο το δίκαιο που χρησιμοποιούμε είναι σχετικό είτε με πρόσωπα, είτε με πράγματα, είτε με αγωγές". Γάιος, Εισηγήσεις, Ιουστινιανός, Εισηγήσεις, Το δίκαιο, σύμφωνα με τις Εισηγήσεις τόσο του Γάιου όσο και του Ιουστινιανού, αφορά τρεις γνωστικές κατηγορίες: πρόσωπα, πράγματα, αγωγές. Η summa divisio της τριμερούς διάκρισης του Δικαίου, που ανάγεται στην ελληνική ρητορική, θα επηρεάσει βαθιά την μετέπειτα εξέλιξη του δικαίου. Στηρίζεται σε μία απλή λογική. Κάθε κανόνας δικαίου έχει τρεις όψεις: το πρόσωπο που επηρεάζει, το αντικείμενο που αφορά (πράγμα ή δικαίωμα) και το κατάλληλο ένδικο μέσο.
41
Δίκαιο των Προσώπων (ius quod ad personas pertinet) περιέχει τους κανόνες που ρυθμίζουν την ικανότητα δικαίου των προσώπων και τους κανόνες που διέπουν τις μεταξύ των προσώπων σχέσεις που πηγάζουν από το θεσμό της οικογένειας. Αντιστοιχεί στο σημερινό Οικογενειακό Δίκαιο. Το μεγαλύτερο μέρος του ρωμαϊκού δικαίου των προσώπων και ιδίως του οικογενειακού δικαίου, δεν έχει υιοθετηθεί από το σύγχρονο δίκαιο, αν και πολλά στοιχεία του ίσχυσαν επί μακρόν. Εντούτοις, σημαντικοί θεσμοί του συγχρόνου δικαίου, όπως η προστασία του κυοφορούμενου και η κηδεμονία των ανηλίκων, διαμορφώθηκαν στη ρωμαϊκή έννομη τάξη.
42
Δίκαιο των Πραγμάτων (ius quod ad res pertinet) περιλαμβάνει τους κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των προσώπων με τα πράγματα. αντιστοιχεί στο σημερινό: Εμπράγματο Δίκαιο, Ενοχικό Δίκαιο (καθώς οι ενοχές κατατάσσονται από τους Ρωμαίους στα ασώματα πράγματα – res incorporales) και Κληρονομικό Δίκαιο, κατά το μέρος που αφορά την κτήση πραγμάτων αιτία θανάτου.
43
Δίκαιο των Αγωγών "Μία αγωγή δεν είναι τίποτε περισσότερο, από το δικαίωμα να αναζητήσουμε μέσω της δικαιοσύνης αυτό που μας οφείλεται." Ιουστινιανός, Εισηγήσεις, 4.6pr., Κέλσος, D (ius quod ad actiones pertinet) αφορά τους τρόπους δικαστικής επιδιώξεως και προστασίας των δικαιωμάτων και ιδιαίτερα τις αγωγές, η ύπαρξη των οποίων θεωρείτο προϋπόθεση για την αναγνώριση ουσιαστικού δικαιώματος. Αποτελούσε το δίκαιο που προσδιόριζε με ποιο ειδικότερο ένδικο μέσο μπορούσε να προστατευτεί ένα ουσιαστικό δικαίωμα.
44
Δεν ταυτίζεται με την σημερινή έννοια της δικονομίας
Για τους Ρωμαίους νομικούς ήταν εξαιρετικά σημαντικό, αφού κατ' αρχάς σκέπτονταν με όρους αγωγών και όχι δικαιωμάτων, καθ' όσον προϋπόθεση για την ύπαρξη ενός ουσιαστικού δικαιώματος ήταν η ύπαρξη ενδίκου μέσου για την προστασία του. Οι αγωγές διαμορφώθηκαν ιδίως από τους Πραίτορες, μέσω της διαδικασίας per formulam, οδηγώντας στην αναγνώριση από το δίκαιο αντίστοιχων δικαιωμάτων και τύπων συμβάσεων που χρησιμοποιούντο ήδη στην πράξη.
45
ΑΚ: 5 κεφάλαια Ο Αστικός Κώδικας σήμερα διακρίνεται σε πέντε κεφάλαια: Γενικές Αρχές, Ενοχικό Δίκαιο, Εμπράγματο Δίκαιο, Οικογενειακό Δίκαιο και Κληρονομικό Δίκαιο. Η πενταμερής κατανομή της ύλης του δικαίου αποτελεί βυζαντινή εξέλιξη, όπως αποτυπώθηκε στην Εξάβιβλο του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου του 1345.
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.