Κατέβασμα παρουσίασης
Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε
ΔημοσίευσεΚητώ Αλαφούζος Τροποποιήθηκε πριν 7 χρόνια
1
Γλωσσολογια και ανθρωπολογια: βιοι παραλληλοι (και αποκλινοντεσ)
Ο προβληματισμοσ για τη μελετη της γλωσσικησ σημασιασ Κωστασ κανακησ Πανεπιστημιο αιγαιου, τμημα κοινωνικης ανθρωπολογιας & ιστοριας, Εκδήλωση για τον Θ. Παραδέλλη, Μυτιλήνη 19/5/2017
2
εισαγωγικα Παίρνοντας ως βάση μας το “The problem of meaning in primitive societies” του Malinowski –και τη θέση του ότι η δομή της γλώσσας καθρεφτίζει τις «πραγματικές κατηγορίες» που προκύπτουν από την καθημερινή πρακτική σε σχέση με το περιβάλλον (2013: 297), επιχειρώ να καταδείξω τους παράλληλους βίους της ανθρωπολογίας και της γλωσσολογίας, ειδικά με αναφορά στη γλώσσα, η οποία μέχρι τα 1920, διερευνήθηκε συστηματικά στα πλαίσια της ανθρωπολογίας, ενώ στη συνέχεια ανθρωπολογία και γλωσσολογία πήραν διαφορετικούς δρόμους, όπως φαίνεται από τις διαφορές στα ομώνυμα έργα (Language) του Sapir (1921) και του Bloomfield (1933) τα οποία και θεωρούνται εμβληματικά του χάσματος. Ο Sapir (1929) επιμένει σε μια εθνογραφικά εμπνεόμενη θεώρηση της γλώσσας, ενώ ο Bloomfield εδραιώνει την εκδοχή του αμερικανικού στρουκτουραλισμού που θεωρείται η αμεσότερη επιρροή στο έργο του Chomsky, το οποίο κατέληξε να ταυτιστεί με την κυρίαρχη γλωσσολογία, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Ωστόσο, ο Sapir εμπνέει σταθερά έκτοτε τόσο την ανθρωπολογική σκέψη για τη γλώσσα όσο και τις πραγματολογικές γλωσσολογικές θεωρήσεις που σημάδεψαν εξίσου το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα:
3
Πιο συγκεκριμένα: την θεωρία των γλωσσικών πράξεων των Austin (1962) και Searle (1969), τη θεωρία των υπονοημάτων του Grice (1975) αλλά και το ευρύτερο ρεύμα της γνωσιακής γλωσσολογίας (πρβλ. Lakoff 1987, langacker 1987) που επιμένει σε ένα μοντέλο ανάλυσης με βάση τη γλωσσική χρήση (“usage-based model”, πρβλ. Langacker 1989) ως τις μέρες μας και συνομιλεί, τελικά, εκ νέου με τις κοινωνικές επιστήμες (βλ., π.χ., τη θεωρία της πρακτικής του Βourdieu (1980), της οποίας ωστόσο προϋπάρχει, κλπ.). Από την άλλη μεριά, για την ανθρωπολογία το γλωσσολογικό έργο του Malinowski σηματοδοτεί τη συγκρότηση της γλωσσολογικής ανθρωπολογίας που βασίστηκε στο αξίωμα ότι «η γλωσσολογία δίχως ανθρωπολογία είναι στείρα, η ανθρωπολογία δίχως γλωσσολογία είναι τυφλή» (Hockett 1973), παρότι οι ρίζες αυτής της λογικής μπορούν να αναζητηθούν και στο έργο των Humboldt και Herder. Έκτοτε ο κλάδος αυτός αναπτύσσεται στην Αγγλία (Firth) και τις ΗΠΑ (Boas, Sapir), ενώ στη Γαλλία, μέσω του Μ. Mauss, δημιουργείται μια άλλη παράλληλη σχολή που οδηγεί στους C. Lévi-Strauss και P. Bourdieu.
4
Παρά το γεγονός της συνεχούς απομάκρυνσης της γλωσσολογίας από την ανθρωπολογία οι δύο κλάδοι άλλοτε αλληλοεπηρεάζονται και άλλοτε στεγανοποιούνται, ενώ κατά καιρούς συγκλίνουν με βάση την πραγματολογική (cum σημασιολογική) διάσταση της γλώσσας στην κοινωνία. Βασικό παράδειγμα στην ανθρωπολογία αποτελεί η της γλώσσας της μαγείας του Τambiah (1990) και το πέρασμα από την πρώτη στρουκτουραλιστική και ημιφορμαλιστική εκδοχή του πρώτου κύματος της γνωσιακής ανθρωπολογίας (Goudenough 1956) στη σύγχρονη εκδοχή της (πρβλ. Lakoff και Langacker) και τη θεωρία της ενσωμάτωσης. Αν λοιπόν στις αρχές του 20ου αιώνα η γλωσσολογία και ανθρωπολογία πήραν γενικά χωριστούς δρόμους, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στη συνέχεια η ίδια η φύση του γλωσσικού φαινομένου επέβαλε μία (μερική έστω) εκ νέου σύγκλιση, στο βαθμό που επιζητούμε θεωρήσεις της γλώσσας που θα λαμβάνουν εξίσου υπόψη τόσο την οντολογική όσο και τη λειτουργική της διάσταση, δηλαδή τη διάκριση μεταξύ του τι πράγμα είναι η γλώσσα και τι πράγματα κάνουμε με τη γλώσσα
5
Γλωσσα και σημασια στην ανθρωπολογία και τη γλωσσολογία
Στις αρχές του 21ου αιώνα είναι πλέον σαφές ότι η μελέτη της γλώσσας δεν μπορεί να περιμένει απαντήσεις για το οντολογικό ερώτημα από την («αυτόνομη») γλωσσολογία και για το λειτουργικό από την («αυτόνομη») ανθρωπολογία θεωρώντας ότι προσεγγίζει έτσι συνολικά το πολυπλοκότερο σύστημα κατηγοριοποίησης διαθέσιμο στον άνθρωπο. Τα τρία σχετικά πρόσφατα εγχειρίδια γλωσσικής ανθρωπολογίας / ανθρωπολογικής γλωσσολογίας (Duranti 2006, Foley 2006, Ottenheimer 2009 [2006]) που έχω υπόψη μου κινούνται ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση: Δίνουν, χαρακτηριστικά, μεγάλη σημασία στους γλωσσικούς τύπους, ενώ ταυτόχρονα εξηγείται η χρήση τους βάσει λεπτομερών εθνογραφικών παρατηρήσεων ως κοινωνικά τοποθετημένη πρακτική. Δεδομένου ότι τα παραπάνω έργα εκκινούν από την ανθρωπολογία, ως επιστήμη αναφοράς, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει, τις τελευταίες δεκαετίες, μία σύγκλιση ενδιαφερόντων των μελετητών της γλώσσας –εφόσον παρόμοια προσέγγιση επιχειρείται πλέον και από την κοινωνιογλωσσολογία και την πραγματολογία (οι οποίες είναι ξεκάθαρα ενταγμένες στην γλωσσολογία και θα τολμούσα να πω ότι αποτελούν –πλέον– υπολογίσιμο αντίπαλο δέος στις φορμαλιστικές προσεγγίσεις του κλάδου που υπηρετώ).
6
Η γλωσσική σημασiα καtα malinowski
Δύσκολα θα μπορούσε να την προτροπή του Malinowski για εξίσωση του τι σημαίνει μια γλωσσική έκφραση με το τι κάνουν οι άνθρωποι όταν τη χρησιμοποιούν (πρβλ. Malinowski 2013[1926], 1935). Έχει, θεωρώ, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σταθούμε στις απόψεις του Malinowski (2013 [1923]: 267). Για τη γλωσσική σημασία στις «πρωτόγονες», κατά τη διατύπωσή του, γλώσσες: Analysis of a savage utterance, showing the complex problems of meaning which lead from mere (δική μου έμφαση) linguistics into the study of culture and social psychology. Ενώ έχει ενδιαφέρον η εστίαση στην πράξη της εκφώνησης (και το εκφώνημα) η αναφορά στη γλωσσολογία δεν αντιστοιχεί στο έργο των ερευνητών της γλώσσας την ίδια εποχή (βλ., π.χ., Sapir 1921)
7
Difference in the linguistic perspectives which open up before the Philologist who studies dead, inscribed languages, and before the Ethnographer who has to deal with a primitive living tongue, existing only in actual utterance (δική μου έμφαση). Ι. Η γλωσσολογία (εμφατικά) δεν είναι φιλολογία και δεν μελετά νεκρές ή γραπτές γλώσσες. ΙΙ. Δεν υπάρχουν τέτοιες γλώσσες –η γλωσσική χρήση προϋποθέτει νοητικές αναπαραστάσεις του κώδικα σε κάθε περίπτωση (εξ ου και η ατυχής διάκριση μεταξύ γλωσσών σε πρωτόγονες και μη). Language in its primitive function (δική μου έμφαση) to be regarded as a mode of action, rather than as a countersign of thought. Analysis of a complex speech-situation among savages. The essential primitive uses of speech: speech-in-action, ritual handling (δική μου έμφαση) of words, the narrative, ‘phatic communion’ (speech in social intercourse). Ι. Η θεώρηση της γλώσσας ως μορφή δράσης αναγνωρίζεται μόνο για τις πρωτόγονες και όχι για όλες της γλώσσες.
8
ΙΙ. Κατ’ επέκταση, η τελετουργική χρήση της γλώσσας αλλά και η φατική λειτουργία αποδίδεται εμμέσως μόνο σε εκείνες. ΙΙΙ. Ίσως αυτή η οπτική της γλώσσας-ως-δράσης να είχε επίπτωση στην καθυστέρηση της υιοθέτησης μιας παρόμοιας οπτικής από τη φιλοσοφία της γλώσσας και τη γλωσσολογία (πρβλ. Austin 1961, Searle 1969). The problem of Meaning in primitive languages. Intellectual formation of Meaning by apperception not primitive. […] Meaning of words (δική μου έμφαση) rooted in their pragmatic efficiency. The origins of the magical attitude towards words. Ι. Αναγνωρίζεται ότι οι λέξεις / εκφράσεις έχουν σημασία ενώ δεν αναγνωρίζεται η σημασία των γραμματικών δομών (όπως άλλωστε συνέβαινε, εν πολλοίς, και στην κυρίαρχη γλωσσολογία) ΙΙ. Η γνωσιακή γλωσσολογία και κυρίως η γραμματική των δομών (construction grammar), έχει δείξει με ενάργεια το μέγεθος αυτής της παρανόησης (βλ., π.χ., τις απόψεις του Fillmore όπως παρατίθενται στα Goldberg 1995, 2006).
9
The problem of grammatical structure
The problem of grammatical structure. Where to look for the prototype of grammatical categories. ‘Logical’ and ‘purely grammatical’ explanations rejected. Existence of Real Categories in the primitive man’s pragmatic outlook, which corresponds to the structural categories of language. Βλ. παραπάνω Επίσης, η αντιδιαστολή «λογικού/γραμματικού» με το «πραγματικό» προϋποθέτει έναν ισομορφισμό γλώσσας και δράσης ο οποίος παρότι εν μέρει παρών (πρβλ. εικονικότητα), σε καμία περίπτωση δεν καθορίζει τη γλωσσική δομή. Π.χ. ο αναδιπλασιασμός, τύπου πολύ-πολύ ή σιγά-σιγά δεν έχει μόνο μία σημασιολογική λειτουργία: το σιγά-σιγά σημαίνει πολύ συχνότερο ‘σταδιακά’ από ό,τι ‘πολύ σιγά’. Ο Malinowski (1935) αναλύει εκτενέστερα τις απόψεις του με βάση συγκεκριμένα εθνογραφικά δεδομένα. Ωστόσο αυτές δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά από το παλαιότερο θεωρητικό του έργο, εφόσον στον πυρήνα τους παραμένει όχι απλώς καχυποψία αλλά γενικευμένη ανυπομονησία όσον αφορά το πολύπλοκο (και τεχνικά ιδιαιτέρως απαιτητικό) γλωσσικό τυπικό. Τα επιλεγμένα παραθέματα είναι χαρακτηριστικά:
10
Malinowski (1935:3-5) THE linguistic problem before the ethnographer is to give as full a presentation of language as of any other aspect of culture. Were it possible for him to reproduce large portions of tribal life and speech through the medium of a sound film, he might be able to give the reality of the culture in much greater fullness and the part played by language within it. But even this medium would not dispense him from a good deal of additional interpretation and commentary. For, as we shall see in the course of our theoretical argument and of its practical applications, language differs from other aspects of culture in one respect : there is much more of the conventional or arbitrary element in the symbolism of speech than in any other aspect of manual and bodily behaviour. Αυτό δεν είναι παρά επιφαινόμενο μιας βαθύτερης διαφοράς: η γλώσσα είναι φορέας κάθε όψης του πολιτισμού (και όχι το αντίθετο). In dealing with language at the pre-literate stage, the ethnographer is faced by another difficulty. The speech of his people does not live on paper. It exists only in free utterance between man and man. Verba volant, scripta manent. The ethnographer has to immobilise the volatile substance of his subject-matter and put it on paper. Καμία γλώσσα δεν διάγει βίο επί χάρτου. Είτε έχει γραφή είτε όχι. Αυ΄το το σημείο συνδέεται και με την (δίκαιη) επιμονή του Μ. μεταξύ ζωντανών και νεκρών γλωσσών καθώς και γραπτής και προφορικής γλώσσας (παρά τη σχετική παρανόηση της δουλειάς που κάνουν οι γλωσσολόγοι).
11
Από την άλλη μεριά στα 1935 αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο, δεδομένης της οριστικής ρήξης που έχει επέλθει, εν τω μεταξύ, στην άλλη όχθη του ατλαντικού μεταξύ ανθρωπολογίας και γλωσσολογίας (πρβλ. Τον αμερικανικό δομισμό του Βloomfield). Παρομοίως, δύσκολα θα μπορούσε ο σημερινός γλωσσολόγος να αρκεστεί τις θεμελιώδεις μεν, αλλά σαφώς ξεπερασμένες σήμερα, προτροπές της πρώιμης γλωσσολογικής έρευνας για τη γλωσσική σημασία: την εστίαση σε διακριτικά χαρακτηριστικά (features; componential analysis) στη μελέτη της γλωσσικής σημασίας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένα συμφραζόμενα: περίσταση επικοινωνίας, συμμετέχοντες, πλαίσιο, κ.ά. (Πρβλ. Hymes 1974, Κανάκης 2007).
12
Αντι Συμπερασματων Παρά τις διαφορετικές τους πορείες μετά τις αρχές του 20ου αιώνα η ανθρωπολογία και η γλωσσολογία είχαν αξιοσημείωτα παρόμοιες πορείες –αν και με διαφορά χρόνου. Οι διαφορετικές οπτικές που υιοθέτησαν ως προς τη γλώσσα είναι σε μεγάλο βαθμό απόρροια της εστίασης της πρώτης το λειτουργικό ερώτημα και της δεύτερης στο οντολογικό. Άργησε πολύ η όποια σύζευξη των δύο. Χρειάστηκε η θεωρία των γλωσσικών πράξεων του Austin (1961) και του Searle (1969), που προέκυψαν ως αντίδραση στο φορμαλισμό της ΓΜΓ του Chomsky, όπως άλλωστε και οι κλάδοι της πραγματολογίας και της κοινωνιογλωσσολογίας μετά τα 1960. Ακόμη σήμερα, η γλωσσολογία δεν ομοφωνεί ως προς τη μελέτη της γλωσσικής σημασίας (όπως άλλωστε δεν είναι και η ανθρωπολογία).
14
Έχει όμως σημασία για το γλωσσολόγο να αναγνωρίσει τη συμβολή της ανθρωπολογικής σκέψης και της εθνογραφικής οπτικής στη μελέτη της γλώσσας (ιδίως δε του Sapir) Όσο και να αναγνωρίσει ο ανθρωπολόγος τους κινδύνους της μάλλον απλοϊκής προσέγγισης της γλώσσας ως δράσης χωρίς αναφορά στο τυπικό μέρος (πράγμα που περίπου ισοδυναμεί με την θέση ότι η γλώσσα απλώς συνοδεύει μία πράξη που θα μπορούσε να επιτελεστεί ούτως ή άλλως). Αντίθετα, και οι δύο θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι εφόσον διά του λόγου επιτελούμε πράξεις καλά θα κάνουμε Α. να εστιάσουμε στην πολύπλοκη συνάρθρωση γλωσσικής και μη γλωσσικής πρακτικής και Β. να μην ξεχνούμε ότι η εκφώνηση λόγου επιτελεί de facto πράξεις.
15
Βιβλιογραφικεσ αναφορεσ
Austin, J. L How to Do Things with Words. 2nd edition. In J. O. Urmson & M. Sbisà (eds.). Cambridge, ma: Harvard University Press. Boas, F Handbook of American Indian languages, Vol. 1. Bureau of American Ethnology, Bulletin 40. Γουόσινγκτον: Government Print Office (Smithsonian Institution, Bureau of American Ethnology). Bourdieu, P Le sens pratique. paris: Éditions de minuit. Bloomfield, L A set of postulates for the study of language. Language 2.3: Bloomfield, L Language. Νέα Υόρκη: Henry Holt. Grice, H. P Logic and conversation. In P. Cole & J. L. Morgan (eds.), Syntax and Semantics 3: Speech Acts. New york: Academic Press, Goldberg, A. E constructions: A construction grammar approach to argument structure. Chicago: university of Chicago press. Goldberg, A. E constructions at work: the nature of generalization on language. Oxford: oxford university press. Goodenough, W. H Componential analysis and the study of meaning. Language 32.1: Hockett, C. F Man’s Place in Nature. New york: McGraw-Hill.
16
Hymes, D Foundations in Sociolinguistics: An Ethnographic Approach. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Κανάκης, Κ Εισαγωγή στην πραγματολογία: Γνωστικές και κοινωνικές όψεις της γλωσσικής χρήσης. Αθήνα: Εικοστός Πρώτος. Lakoff, G Women, Fire, and Dangerous Things: What Categories Reveal about the Mind. chicago: University of Chicago Press. Langacker, R. W Foundations of Cognitive Grammar: Theoretical Prerequisites, Vol. 1. Στάνφορντ: Stanford University Press. Malinowski, B [1923, 1946]. Supplement I: The problem on meaning in primitive societies. Στο C. G. Sandulescu (επιμ.), The Meaning of Meaning: A Study of the Influence of Language upon Thought and the Science of Symbolism. Βουκουρέστι: Contemporary Literature Press, Διαθέσιμο ηλεκτρονικά στη διέυθυνση Malinowski, B Tilling the Soil and of Agricultural Rites in the Trobriand Islands. Vol. 2: The Language of Magic and Gardening. London: Unwin Bros Ltd. Ottenheimer, H. J [2006]. The Anthropology of Language: An Introduction to Linguistic Anthropology. Belmont, CA: Wadsworth. Sapir, E. 1921: Language: An Introduction to the Study of Speech. Νέα Υόρκη: Harcourt Brace. Sapir, E The status of linguistics as a science. Language 5: Searle, J. R Speech acts: An essay in the philosophy of language. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press. Tambiah, S. J Magic, Science and Religion and the Scope of Rationality. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press.
17
Ευχαριστώ για την προσοχή σας!
Παρόμοιες παρουσιάσεις
© 2024 SlidePlayer.gr Inc.
All rights reserved.