Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

Η παρουσίαση φορτώνεται. Παρακαλείστε να περιμένετε

ΑΓΡΙΜΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Παρουσίαση με θέμα: "ΑΓΡΙΜΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ"— Μεταγράφημα παρουσίασης:

1 ΑΓΡΙΜΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

2 ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ

3 Κουκουβάγια ή γλαύκα ονομάζεται κάθε μέλος της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα, η οποία ανήκει στην ομοταξία των Πτηνών και περιλαμβάνει περίπου 200 είδη αρπακτικών και στην πλειονότητά τους νυκτόβιων πουλιών. Κατανέμονται σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής και έχουν αναπτύξει αξιόλογες προσαρμογές στη νυχτερινή διαβίωση. Διακρίνουμε δυο οικογένειες γλαυκών: την οικογένεια των Τυτονιδών η οποία περιλαμβάνει λιγοστά (16) είδη, και την οικογένεια των Στριγγιδών όπου ανήκουν τα περισσότερα είδη κουκουβάγιας.

4 Ανατομικά χαρακτηριστικά
Οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερη μορφή, η οποία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτες προσαρμογές στις ανάγκες ενός νυκτόβιου θηρευτή. Έχουν μακριές και στρογγυλεμένες φτερούγες, κοντή ουρά και ένα δυσαναλόγως μεγάλο κεφάλι με ένα δισκοειδές μεγάλο πρόσωπο. Τα ράμφη τους είναι κυρτά και γαμψά. Όλες οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερα οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής και της οράσεως. Τα μάτια είναι τοποθετημένα μπροστά, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται στερεοσκοπική όραση, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο σε κάθε θηρευτή, ώστε να μπορεί να κάνει σωστή εκτίμηση αποστάσεων και ταχυτήτων. Τα όργανα της ακοής είναι τοποθετημένα ασύμμετρα στο κεφάλι του πτηνού και η διαμόρφωση του προσώπου είναι τέτοια, ώστε να κατευθύνει τα ακουστικά κύματα στους ακουστικούς πόρους. Πάρα πολλές γλαύκες έχουν στην κορυφή της κεφαλής χαρακτηριστικές τούφες, οι οποίες ονομάζονται αντία. Τα αντία αποτελούνται από φτερά και δεν έχουν καμία σχέση με την ακοή. Η λειτουργία τους δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί. Οι γλαύκες έχουν σε σχέση με το σωματικό τους βάρος δυσαναλόγως μεγάλη επιφάνεια πτερύγων. Σε συνδυασμό με το μαλακό και πυκνό πτέρωμα επιτυχγάνουν έτσι μια σχεδόν απολύτως αθόρυβη πτήση.

5 ΑΡΚΟΥΔΑ

6 Η καφέ αρκούδα είναι παμφάγο θηλαστικό ζώο, είδος αρκούδας (ίσως το γνωστότερο) που μπορεί να φτάσει σε μάζα από 170 μέχρι 300 κιλά. Υποείδος της είναι η Αρκούδα γκρίζλι, διάσημη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην Ελλάδα, η καφέ αρκούδα υπάρχει κυρίως στη δυτική και βορειοδυτική Ελλάδα ωστόσο ο πληθυσμός της είναι περιορισμένος. Γενικότερα, συναντάται στην Ασία, την Ευρώπη, την Βόρεια Αμερική και τα όρη της βόρειας Αφρικής.

7 Εξελικτική πορεία Μέσα από μια πορεία εξέλιξης και επιβίωσης διάρκειας 35 εκατομμυρίων χρόνων, η καφέ αρκούδα, ζώο ιδιαίτερα προσαρμοστικό, εξαπλώθηκε από την τούνδρα της Αλάσκας και τις στέπες της Ασίας ως τα δρυοδάση των μεσογειακών χωρών. Η καφέ αρκούδα ως το 15ο αιώνα, ζούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η καταστροφή των βιοτόπων της και το κυνήγι της που έχει απαγορευτεί εδώ και δύο δεκαετίες περίπου, είναι οι κύριες αιτίες της σταδιακής εξαφάνισης της από τις περισσότερες χώρες. Σήμερα ζει σε μικρούς αποκομμένους πληθυσμούς και κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Στη Γαλλία έχουν απομείνει περίπου δέκα ενώ στην Ισπανία και την Ιταλία περίπου από πενήντα. Στην Ελλάδα εώς το 17ο αιώνα, η αρκούδα ζούσε ακόμη και στην Πελοπόννησο, σήμερα έχει περιοριστεί στη βόρεια Πίνδο και την κεντρική Ροδόπη. Ο πληθυσμός της δεν ξεπερνά τα 150 άτομα και αποτελεί το νοτιότερο τμήμα του Βαλκανικού πληθυσμού που δεν ξεπερνά τα άτομα. Παρόλα αυτά είναι από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φυσική σύνδεση των πληθυσμών της καφέ αρκούδας στα Βαλκάνια θα αυξήσει τις πιθανότητες επιβίωσης του είδους και στην Ελλάδα.

8 Η Βιολογία της Καφέ Αρκούδας
Η αρκούδα είναι η συνέχεια μιας πανάρχαιης ζωής. Με τον πολιτισμό της Ελλάδας, τη συνδέουν μύθοι, παραδόσεις και ιστορίες. Είναι ζώο που δεν έχει φυσικούς εχθρούς. Ο μοναδικός εχθρός της είναι ο άνθρωπος. Είναι το μεγαλύτερο χερσαίο θηλαστικό της Ευρώπης, με μεγάλη μυϊκή δύναμη, ιδιαίτερα στο λαιμό και στα άκρα. Έχει τριγωνικό κεφάλι, κυκλικά μικρά αυτιά και μικρά μάτια. Διαθέτει δόντια με αναπτυγμένους τους κυνόδοντες και τους γομφίους. Η ουρά της είναι πολύ κοντή και κρύβεται από τη γούνα της, τα πόδια της καταλήγουν σε πέντε δάχτυλα εφοδιασμένα με καμπυλωτά νύχια. Έχει άριστη ακοή και όσφρηση όμως λιγότερο καλή όραση (βλέπει αρκετά καλά σε απόσταση 80 μέτρων αλλά δεν είναι ικανή να διακρίνει άνθρωπο στα 300 μέτρα). Η αρκούδα βαδίζει πατώντας σε όλο το πέλμα των ποδιών της (ανήκει δηλαδή στα πελματοβάμονα ζώα) και μπορεί να τρέξει με ταχύτητα χιλιόμετρα την ώρα. Το ύψος ενός ενήλικου ζώου στον τράχηλο μπορεί να φτάσει τα 1.10 μέτρα, ενώ το συνολικό μήκος κυμαίνεται μεταξύ 1.70 και 2.20 μέτρα. Το ενήλικο θηλυκό ζυγίζει από 60 ως 120 κιλά, ενώ το ενήλικο αρσενικό είναι συνήθως πιο μεγαλόσωμο και το βάρος του κυμαίνεται από 110 ως 250 κιλά. Γενικά το βάρος της αρκούδας δεν είναι ποτέ σταθερό. Το φθινόπωρο γίνεται μέγιστο εφόσον το ζώο αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες λίπους για να καλύψει τις ανάγκες του κατά την περίοδο του χειμέριου ύπνου, ενώ την άνοιξη έχει το ελάχιστο βάρος αφού όλο το λίπος έχει ήδη καταναλωθεί κατά τη διάρκεια του χειμέριου ύπνου. Η αρκούδα ζει περίπου 20 με 25 χρόνια και δεν είναι εκ φύσεως επιθετικό ζώο. Μπορεί βέβαια όπως κάθε αμυνόμενο ζώο να εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά για εκφοβισμό. Όταν σηκώνεται στα πισινά της πόδια δεν εκδηλώνει επιθετική διάθεση, η κίνηση αυτή είναι ανιχνευτική και έχει απλά σκοπό να αυξήσει το οπτικό της πεδίο.

9 Τροφή Καφέ αρκούδα που μόλις έχει πιάσει έναν σολωμό. Η αρκούδα είναι ζώο παμφάγο με προτίμηση στις τροφές φυτικής προέλευσης και έχει ανάγκη από μεγάλες ποσότητες τροφής. Τρέφεται με όλων των ειδών τους διαθέσιμους καρπούς του δάσους: Βατόμουρα, άγρια κορόμηλα, κεράσια, μήλα, αχλάδια, σμέουρα, καρπούς σορβιάς, αγριοφράουλες, βελανίδια, καρπούς οξιάς αλλά και βολβούς, ρίζες και χόρτα. Συμπληρώνει το διαιτολόγιο της με μέλι, μικρά και μεγάλα θηλαστικά, έντομα, μυρμήγκια, βατράχια, σαλιγκάρια, ψάρια και χελώνες. Μια πιο αναλυτική προσέγγιση της σύστασης του διαιτολογίου της, δείχνει τη σαφή επικράτηση των τροφών φυτικής προέλευσης (84%) έναντι των τροφών ζωικής προέλευσης (16%).

10 Χειμέριος ύπνος Μία από τις αξιοπερίεργες φάσεις του βιολογικού κύκλου της αρκούδας είναι ο χειμέριος ύπνος που διαφέρει ουσιαστικά από τη γνωστή χειμερία νάρκη που χαρακτηρίζει άλλα είδη θηλαστικών όπως ο σκαντζόχοιρος για παράδειγμα. Οι βασικότερες διαφορές είναι: Κατά τη χειμέρια νάρκη η θερμοκρασία του σώματος του ζώου πλησιάζει τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος (σχεδόν 0 °C), οι καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός ελαττώνονται δραματικά και το ζώο ξυπνά ανά διαστήματα για να αποβάλει ούρα και κόπρανα. Κατά το χειμέριο ύπνο η θερμοκρασία του σώματος της αρκούδας ελαττώνεται κατά ένα βαθμό περίπου σε σχέση με την κανονική (38 °C), οι καρδιακοί παλμοί και ο αναπνευστικός ρυθμός δεν ελαττώνονται δραματικά και το επίπεδο εγρήγορσης είναι υψηλότερο από ότι στη χειμέρια νάρκη, γι' αυτό η αρκούδα ξυπνάει πολύ εύκολα όταν ενοχληθεί στη φωλιά της. Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι η αρκούδα δεν αποβάλλει ούρα ή κόπρανα γιατί τα ανακυκλώνει ο οργανισμός της. Ο χειμέριος ύπνος είναι ένας ακόμα τρόπος προσαρμογής της αρκούδας στις αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος όπου ζει. Είναι ουσιαστικά ο μόνος τρόπος επιβίωσης για ένα μεγαλόσωμο παμφάγο θηλαστικό κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μια ακόμα βασική λειτουργία είναι η προστασία των ευάλωτων νεογνών, εφ' όσον γεννιούνται μέσα στη φωλιά υπό ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας σαν να είναι ένα είδος θερμοκοιτίδας.

11 Κίνδυνοι - Απειλές Η φόνευση της καφέ αρκούδας, είτε λόγω πρόκλησης ζημιών σε παραγωγικές μονάδες (κτηνοτροφικά ζώα, μελίσσια, καλλιέργειες), είτε τυχαία φόνευση κατά το κυνήγι ή σκόπιμη φόνευση για τρόπαιο ή σύλληψη των μικρών κ.λ.π. Η υποβάθμιση ή η απώλεια των βιοτόπων της καφέ αρκούδας λόγω αλόγιστης διάνοιξης δασικών δρόμων, απρογραμμάτιστης και αλόγιστης υλοτομίας και πυρκαγιών. Ο κατακερματισμός της γεωγραφικής κατανομής του είδους και η συρρίκνωση των συνδετικών περιοχών της κατανομής της καφέ αρκούδας σε εθνική ή διασυνοριακή κλίμακα λόγω υλοποίησης μεγάλων τεχνικών έργων οι οποίες στερούνται τις αναγκαίες περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Η ελλιπής ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού που εκλαμβάνει την παρουσία του είδους ως απειλή στην περιουσία των παραγωγών και την ανθρώπινη ασφάλεια.

12 ΑΛΕΠΟΥ

13 Η αλεπού είναι ανώτερο θηλαστικό, που ανήκει στην οικογένεια Κυνίδες
Η αλεπού είναι ανώτερο θηλαστικό, που ανήκει στην οικογένεια Κυνίδες. Το πιο γνωστό είδος είναι η Κόκκινη αλεπού , της οποίας το τρίχωμα είναι κοκκινωπό, με μαυριδερά το πίσω μέρος των αυτιών της και το μπροστινό μέρος των ποδιών της, ενώ το άκρο της ουράς της είναι πάντα λευκό. Εξωτερικά μοιάζει λίγο με τον σκύλο, αλλά η ουρά της είναι πολύ πιο φουντωτή και το τρίχωμά της πιο πυκνό, ενώ και το ρύγχος της πιο μακρόστενο. Το μεγαλύτερο είδος είναι η κόκκινη αλεπού, η οποία φτάνει σε μήκος έως και τα 90 εκατοστά και ζυγίζει κιλά. Το εντυπωσιακό είναι ότι η ουρά της φτάνει σε μήκος έως και τα 60 εκατοστά, δηλαδή είναι αρκετά μεγάλη συγκριτικά με το σώμα της. Στα περισσότερα είδη, τα πόδια της είναι κοντά και λεπτά και έτσι η ουρά της χρησιμεύει και σαν μέσο ισορροπίας. Όλα τα είδη αλεπούδων είναι παμφάγα. Το διαιτολόγιό τους αποτελείται σε μεγάλο ποσοστό από ασπόνδυλα. Ωστόσο, καταναλώνουν και τρωκτικά, λαγούς, κουνέλια και άλλα μικρά θηλαστικά, καθώς και ερπετά (όπως φίδια), αμφίβια, χόρτα, μούρα ενώ δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση και σε καρπούς (φρούτα), ψάρια, πτηνά, αυγά, σκαθάρια, έντομα και όλα σχεδόν τα είδη μικρών ζώων. Τα περισσότερα είδη δείχνουν μεγάλη προσαρμοστικότητα σε πολλά διαφορετικά είδη τροφής και κατά μέσο όρο καταναλώνουν 1 κιλό τροφής την ημέρα. Όλες οι αλεπούδες έχουν την χαρακτηριστική συνήθεια να θάβουν (συνήθως με φύλλα, χώμα ή χιόνι) υπολείμματα τροφής όταν έχουν περίσσευμα, για να τα φάνε αργότερα.

14 ΛΥΚΟΣ

15 Ο Λύκος είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγων
Ο Λύκος είναι θηλαστικό της τάξης των Σαρκοφάγων . Έχει κοινή καταγωγή με τον σκύλο και θεωρείται πρόγονος όλων των ειδών σκύλων που υπάρχουν σήμερα. Οι λύκοι ήταν κάποτε άφθονοι και κατοικούσαν σε όλη σχεδόν τη Βόρεια Αμερική, την Ευρασία και τη Μέση Ανατολή, και έως πριν λίγους αιώνες ήταν το θηλαστικό με τη μεγαλύτερη γεωγραφική εξάπλωση στη Γη. Σήμερα, για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν με την εξάπλωση και τη δραστηριότητα του ανθρώπου, που συνεπάγεται την καταστροφή των τόπων διαβίωσης των λύκων, αλλά και το εκτεταμένο κυνήγι εναντίον τους, οι λύκοι υπάρχουν μόνο σε ένα πολύ μικρό κομμάτι της προηγούμενης ζώνης εξάπλωσής τους. Όντας είδος κλειδί αποτελεί συστατικό του οικοσυστήματος, στο οποίο τυπικά ανήκει. Η μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων τα οποία χρησιμοποιούν οι λύκοι υποδεικνύει την προσαρμοστικότητά τους ως είδος και περιλαμβάνει δάση, βουνά, τούνδρες, τάιγκες και λιβάδια. Αναφέρονται ως απειλούμενο είδος, εξαιτίας της δραστικής μείωσης του πληθυσμού του σε διάφορες περιοχές του κόσμου.

16 Προτιμά τα μεσαία έως μεγάλα υψόμετρα και απαντάται συχνά σε διάσελα, αλλά ενίοτε και σε πεδινές περιοχές που γειτονεύουν με δάση. Στη διατροφή του περιλαμβάνονται μικρά ζώα, καρποί, ενίοτε ακόμα και αγροτικά ζώα. Δεν έχει μόνιμη κατοικία και κινείται διαρκώς σε αναζήτηση περιοχών που του εξασφαλίζουν τροφή. Κυνηγά συνήθως τη νύχτα, ενώ την ημέρα κρύβεται σε υπόγειες στοές ή κοιλότητες βράχων. Ζει σε οικογενειακές ομάδες ή ευρύτερες ομάδες οικογενειών, τις αποκαλούμενες αγέλες, κυρίως για θηρευτικούς λόγους, αλλά και για την ακόμα καλύτερη ανατροφή των μικρών. Πυρήνας της αγέλης είναι το αναπαραγωγικό ζευγάρι. Κάθε αγέλη κινείται σε αυστηρά καθορισμένη περιοχή, την οποία οριοθετεί το κυρίαρχο αρσενικό, ο αρχηγός της αγέλης, μέσω της ούρησης. Στην Ελλάδα, οι αγέλες των λύκων περιλαμβάνουν συνήθως 6 ή 7 μέλη και σχεδόν ποτέ δεν υπερβαίνουν τα 13 με 15 μέλη. Σε ορισμένες χώρες πάντως, ενδέχεται να υπάρξουν και μεγαλύτερες και μάλιστα στην Αλάσκα έχουν καταγραφεί ακόμα και αγέλες 30 ατόμων. Ανεξάρτητα όμως από τον αριθμό των μελών, κοινό γνώρισμα σε όλες τις αγέλες είναι η υψηλού επιπέδου κοινωνική οργάνωση.

17 ΑΓΡΙΟΓΟΥΡΟΥΝΟ

18 Ο αγριόχοιρος ή αγριογούρουνο είναι ο άγριος πρόγονος των εξημερωμένων χοίρων.
Το αγριογούρουνο ζει και αναπαράγεται σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, κάτω από τον 58ο βόρειο παράλληλο, στην βόρεια Αφρική, στην κεντρική και νότια Ασία. Έχει εισαχθεί επίσης με επιτυχία στη βόρεια Αμερική και την Αυστραλία. Στην Ελλάδα υπήρχε σχεδόν παντού από χιλιάδες χρόνια, ενώ σήμερα συναντάται στη Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και στη νήσο Σάμο. Έχει επίσης επανεισαχθεί από τις Κυνηγετικές Οργανώσεις με μεγάλη επιτυχία στην Πελοπόννησο και πολύ πρόσφατα έγινε εισαγωγή του στη νήσο Λέσβο, συγκεκριμένα στο όρος Όλυμπος του νησιού. Είναι είδος δασόβιο. Ζει στα πυκνά θαμνώδη δάση πλατύφυλλων, δρυός, καστανιάς και οξιάς. Συχνά όμως μετακινείται για αναζήτηση τροφής σε ελώδης εκτάσεις, σε γεωργικές καλλιέργειες που συνορεύουν με δάση ή ακόμα σε μεγάλα υψόμετρα το καλοκαίρι στην αλπική ζώνη. Ζει κατά μέσο όρο 10 χρόνια, σε σπάνιες περιπτώσεις φτάνει όμως και παραπάνω από 15. Σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα κιλά. Έχει πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση και ακοή ενώ η όρασή του είναι περιορισμένη, αντιλαμβάνεται κυρίως την κίνηση και όπως τα περισσότερα θηλαστικά δεν βλέπει τα χρώματα. Το τρίχωμα του αποτελείται από δύο ειδών τρίχες, το κυρίως τρίχωμα είναι τρίχες μακριές, σκληρές και αραιές ενώ το πυκνό υπόστρωμα είναι τρίχες μαλακές και κοντές για να το προφυλάσσουν από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Το τρίχωμα αλλάζει δυο φορές το χρόνο, τον Οκτώβριο και τον Μάιο. Ο χρωματισμός του ποικίλλει ανάλογα τις εποχές, τις τοπικές γενιές και τον τόπο διατροφής του, από καφεκόκκινος, γκρι έως μαύρος. Είναι πολύ δυνατό ζώο και όταν τρέχει μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα έως 40 km/h παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του.

19 Ο αγριόχοιρος είναι παμφάγο ζώο
Ο αγριόχοιρος είναι παμφάγο ζώο. Τρέφεται κυρίως με βελανίδια, κάστανα, διάφορα φρούτα και καρπούς, ρίζες και βολβούς τα οποία βγάζει σκάβοντας το έδαφος. Η επιδρομές του είναι συχνές σε καλλιέργειες πατάτας, παντζάρια και καλαμπόκια, ιδίως όταν οι καρποί είναι σε γαλακτώδη ακόμα μορφή. Το διαιτολόγιο συμπληρώνεται με μύκητες (μανιτάρια), σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες εντόμων, έντομα, αμφίβια, ερπετά, τρωκτικά, αυγά εδαφόβιων πτηνών αλλά και ψοφίμια. Τα ψοφίμια είναι όμως συχνά πτώματα ζώων φορέων της τριχινιάσεως, ασθένειας που μεταδίδεται στον άνθρωπο, γι' αυτό το κρέας του αγριόχοιρου πρέπει να βράζεται καλά.

20 ΣΚΙΟΥΡΟΣ

21 Σκίουρος ή βερβερίτσα είναι το κοινό όνομα μικρού θηλαστικού της οικογένειας Σκιουρίδες. Το όνομα αυτό προέρχεται από την ελληνικές λέξεις σκιά και ουρά. Συνήθως η λέξη χρησιμοποιείται για να κατονομάσει ζώα του γένους Σκίουρος (Sciurus) και Ταμιασκίουρος. Αυτά τα τυπικά μέλη της οικογένειας είναι τρεις σκίουροι με μεγάλες φουντωτές ουρές, που απαντώνται στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική. Παρόμοια γένη υπάρχουν και στην Αφρική. Ωστόσο, στις Σκιουρίδες περιλαμβάνονται επίσης οι ιπτάμενοι σκίουροι, και σκίουροι εδάφους όπως οι κυνόμυες και οι μαρμότες. Τα πιο συνηθισμένα είδη σκίουρου είναι ο Σκίουρος Αλεπού (S. niger - Σκίουρος ο μαύρος), ο Ανατολικός Γκρι Σκίουρος (Σκίουρος της Καρολίνας), ο Δυτικός Γκρι Σκίουρος (Σκίουρος ο φαιός), ο Σκίουρος του Ντάγκλας (Ταμιασκίουρος του Ντάγκλας) και ο Αμερικάνικος Κόκκινος Σκίουρος (Ταμιασκίουρος του Χάντσον). Υπάρχουν πάνω από 270 αναγνωρισμένα είδη. Το πιο γνωστό χαρακτηριστικό του σκίουρου είναι η μακριά φουντωτή ουρά, που σε μερικά είδη έχει μήκος περίπου ίδιο του κορμιού του. Τα πισινά του πόδια είναι σχετικά μεγάλα και το ζωάκι μπορεί άνετα να κάθεται πάνω τους με τα μικρά μπροστινά να κρατάνε καρπό ή άλλο αντικείμενο. Τα μπροστινά όσο και τα πισινά πόδια εξοπλίζονται με μικρά αλλά δυνατά νύχια κατάλληλα για σκάψιμο στο έδαφος και σκαρφάλωμα σε δέντρα.

22 Σπάνια είναι ολόλευκοι οι σκίουροι.
Το χρώμα του σκίουρου διαφέρει ανάλογα με το είδος, με τα πιο συνηθισμένα χρώματα το μαύρο, το κόκκινο, το γκρίζο και το καφέ στην πλάτη και το λευκό στην κοιλιά. Οι σκίουροι έχουν διπλό τρίχωμα, το εσωτερικό είναι πυκνό κι απαλό στην αφή, ενώ το εξωτερικό αποτελείται από μακριές σκληρές τρίχες. Ο σκίουρος έχει αμυγδαλωτά σκούρα προεξέχοντα μάτια, σχετικά μεγάλα για το μέγεθος του κεφαλιού του, με αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Τα τριγωνικά του αυτιά είναι στητά και σε μερικά είδη έχουν τούφες στην κορυφή τους. Το ρύγχος του είναι μικρό και λήγει σε στρογγυλή μύτη. Οι μεγαλύτεροι σκίουροι, οι μαρμότες, φτάνουν μέχρι 8 κιλά, ενώ οι μικρότεροι, που βρίσκονται στη δυτική Αφρική, έχουν βάρος μόλις 15 γραμμάρια.

23 ΕΛΑΦΙ

24 o ελάφι είναι ζώο θηλαστικό, μηρυκαστικό, που ανήκει στην οικογένεια των ελαφιδών και στην τάξη των αρτιοδακτύλων. Είναι όμορφο, λεπτόσωμο, με κοντό καστανόχρωμο μαλακό τρίχωμα. Το κεφάλι του είναι μικρό, με ρύγχος μυτερό. Έχει μεγάλα όμορφα μάτια και λεπτά ευκίνητα πόδια. Το αρσενικό έχει στο κεφάλι του κέρατα μεγάλα με διακλαδώσεις που ανανεώνονται κάθε χρόνο και μοιάζουν με φύλλα πλατιά. Ζει σε πυκνά δάση ζευγαρωτά ή πολλά μαζί (αγέλες) και τρέφεται με χλόη, χόρτα ή και με τη φλούδα από τους κορμούς των μικρών δέντρων, τους οποίους επίσης καταστρέφει τρίβοντας επάνω τα κέρατά του, όταν είναι η εποχή να αλλάξει το δέρμα του. Το ελάφι συναντάται σε πολλές παραλλαγές (με κέρατα ή χωρίς, μεγαλόσωμο ή μικρόσωμο, με ουρά ή χωρίς, με χαυλιόδοντες ή όχι με μεγάλα ή μικρά αυτιά κλπ.) σε όλο τον κόσμο εκτός από την Αφρική και την Αυστραλία. Στην Αμερική είναι μεγαλόσωμα, στην Κίνα μικρόσωμα χωρίς κέρατα, στην Ιάβα και Σουμάτρα μεγάλα με κοντά κέρατα, στην Ευρώπη μέτρια κλπ.

25 Το κοινό ελάφι, που το συναντάμε στα περισσότερα μέρη της Ευρώπης και της Μικράς Ασίας, έχει μήκος ως 2,30 μ. και ύψος ως 1,50 μ. και ζυγίζει ως 100 κιλά. Έχει σπάνια ευκινησία και τρέχει πολύ γρήγορα κάνοντας πηδήματα μέχρι 8 μέτρα. Ζει γύρω στα 40 με 50 χρόνια. Στον τόπο μας συναντιέται στον Όλυμπο, στα βουνά της Ηπείρου και σε μερικά ορεινά μέρη της Μακεδονίας. Έχει εχθρούς όλα τα αρπακτικά ζώα και τον άνθρωπο. Το μόνο όπλο για την άμυνά του είναι το γρήγορο τρέξιμό του και οι οξύτατες αισθήσεις του. Το θηλυκό του, που δεν έχει κέρατα, γεννά μια φορά το χρόνο (κάθε 10 μήνες) 1 ως 2 ελαφάκια που τα θηλάζει και τα αγαπά πολύ. Το ζευγάρι είναι τόσο αγαπημένο μεταξύ του που αν τύχει να σκοτωθεί το ένα, το άλλο είναι δυνατό να πεθάνει από λύπη και μαρασμό, έχοντας περιπλανηθεί πολλές μέρες. Το κυνηγούν για το νοστιμότατο και ευκολοχώνευτο κρέας του, που είναι ανεκτίμητο για τους αρρώστους. Επίσης για το δέρμα του που χρησιμοποιείται για ενδύματα και κάθε λογής δερμάτινα είδη. Τα κέρατά του είναι πολύτιμα για την κατασκευή λαβών διάφορων αντικειμένων (πιρουνιών, μαχαιριών, μπαστουνιών κλπ.) καθώς και για κόλλα και ζελατίνα. Παλιότερα αποτελούσαν μια απ' τις σπουδαιότερες πρώτες ύλες για την παραγωγή αμμωνίας. Σήμερα το κυνήγι του έχει απαγορευτεί, γιατί το είδος σπανίζει στον τόπο μας.

26 ΣΚΑΝΤΖΟΧΟΙΡΟΣ

27 Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους, που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει σκληρές με κερατίνη. Τα αγκάθια αυτά δεν έχουν δηλητήριο και, μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν από το ζώο. Καθώς ο σκαντζόχοιρος μεγαλώνει, κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του, χάνει τα απαλά αγκάθια που είχε κατά τη γέννησή του και τα αντικαθιστά με μεγαλύτερα και σκληρότερα. Τα αγκάθια τα χάνει και από στρες ή ασθένεια. Ο λαιμός, το πρόσωπο και η κοιλιά του σκαντζόχοιρου καλύπτονται από μαλακές τρίχες που έχουν χρώμα κιτρινωπό ή λευκωπό. Τα πόδια του έχουν δάχτυλα που καταλήγουν σε νύχια δυνατά και γαμψά. Οι σκαντζόχοιροι βγάζουν διάφορες φωνές, και δεν επικοινωνούν μόνο με γρυλλίσματα και ρουθουνίσματα, αλλά και με δυνατά τσιρίγματα (ανάλογα με το είδος). Το θηλυκό είναι λίγο πιο παχύ και πιο μακρύ από το αρσενικό και έχει πιο μακρύ ρύγχος (φυλετικός διμορφισμός).Όλοι οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι, παρότι διάφορα είδη μπορεί να βγαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας.Οι σκαντζόχοιροι του δάσους έχουν σχετικά λίγους εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και φίδια, τα μικρότερα είδη όπως ο μακρώτις σκαντζόχοιρος έχουν ως επιπλέον εχθρούς τις αλεπούδες, τους λύκους και τις μαγκούστες. Όλοι οι άγριοι σκαντζόχοιροι μπορούν να πέσουν σε χειμέρια νάρκη, αν και δεν το κάνουν όλοι. Το αν θα το κάνουν εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αφθονία του φαγητού και το είδος τους.

28 Ο σκαντζόχοιρος είναι σχεδόν παμφάγος
Ο σκαντζόχοιρος είναι σχεδόν παμφάγος. Τρώει έντομα, σαλιγκάρια, βατράχια, αυγά, φίδια, κουφάρια, μανιτάρια, χόρτα, ρίζες, μούρα, πεπόνια και καρπούζια Οι σκαντζόχοιροι έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής σχετικά με το μέγεθός τους (ένα ποντίκι ζει 2 έτη και ένας μεγάλος αρουραίος 3-5 έτη). Τα μεγαλόσωμα είδη σκαντζόχοιρου ζουν 4-7 χρόνια ελεύθερα (μερικά έχουν αναφερθεί ότι ζουν έως και 16 χρόνια). Τα μικρόσωμα είδη ζουν ελεύθερα 2-4 χρόνια και 4-7 χρόνια σε αιχμαλωσία. Στην αιχμαλωσία ζουν περισσότερο επειδή δεν υπάρχουν εχθροί και η δίαιτα είναι ελεγχόμενη. Η αναπαραγωγη του σκαντζοχοιρου γινεται την ανοιξη , η περίοδος κύησης είναι ημέρες. Στην αρχή του καλοκαιριού, το θηλυκό γεννά 3-6 μικρά (3-4 γεννούν τα μικρά είδη, και 5-6 τα μεγαλύτερα). Τα μικρά έχουν μέγεθος 6 εκατοστά, το χρώμα τους είναι λευκό γκριζωπό και τα αγκάθια τους είναι κοντά και μαλακά. Υπάρχουν πολλές ασθένειες που είναι κοινές στους σκαντζόχοιρους, και συχνά είναι θανατηφόρες, όπως καρκίνος, ασθένειες του ήπατος, καρδιαγγειακές ασθένειες, και σύνδρομο του τρεμουλιαστού σκαντζόχοιρου.Τα αυτοκίνητα αποτελούν σοβαρή απειλή για τους σκαντζόχοιρους. Πολλές φορές τους πατούν ενώ εκείνοι προσπαθούν να διασχίσουν το δρόμο. Αλλά ο μεγαλύτερος εχθρός του σκαντζόχοιρου ειναι ο άνθρωπος με τα εντομοκτόνα. Οι σκαντζόχοιροι που τρώνε έντομα γεμάτα εντομοκτόνο παρουσιάζουν πεπτικά προβλήματα και τελικά πεθαίνουν.

29 Όλοι οι σκαντζόχοιροι μπορούν να τυλιχτούν σε σφιχτή μπάλα, και με τη βοήθεια υποδόριων μυών να κάνουν τα αγκάθια τους να πεταχτούν προς τα έξω. Πάντως, η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου προστασίας εξαρτάται από τον αριθμό των αγκαθιών, και καθώς μερικοί σκαντζόχοιροι της ερήμου έχουν εξελιχθεί ώστε να μεταφέρουν λιγότερο βάρος, είναι πιθανότερο να προσπαθήσουν να διαφύγουν τρέχοντας ή ακόμα και να επιτεθούν στον εισβολέα, τρυπώντας τον με τα αγκάθια τους, και ν' αφήσουν τη μέθοδο της μπάλας ως τελευταία λύση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικοί εχθροί για διαφορετικά είδη: ενώ οι σκαντζόχοιροι του δάσους έχουν σχετικά λίγους εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και φίδια, τα μικρότερα είδη όπως ο μακρώτις σκαντζόχοιρος έχουν ως επιπλέον εχθρούς τις αλεπούδες, τους λύκους και τις μαγκούστες. Όλοι οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι, παρότι διάφορα είδη μπορεί να βγαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας ο σκαντζόχοιρος κοιμάται, είτε κάτω από κάποιο βράχο ή θάμνο ή σε μια τρύπα στο χώμα. Μερικά είδη μπορεί να έχουν διαφορετικές συνήθειες, αλλά οι περισσότεροι σκαντζόχοιροι σκάβουν καταφύγια στο χώμα. Όλοι οι άγριοι σκαντζόχοιροι μπορούν να πέσουν σε χειμέρια νάρκη, αν και δεν το κάνουν όλοι. Το αν θα το κάνουν εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αφθονία του φαγητού και το είδος τους. Η διαδικασία έχει ως εξής: Το φθινόπωρο, στρώνουν μια φωλιά με βρύα και φύλλα κάτω από ένα δένδρο και πέφτουν σε χειμερία νάρκη, που διαρκεί ως το Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Η θερμοκρασία του σώματος τους στην περίοδο αυτή πέφτει στους 5,5 βαθμούς C. Οι σκαντζόχοιροι βγάζουν διάφορες φωνές, και δεν επικοινωνούν μόνο με γρυλλίσματα και ρουθουνίσματα, αλλά και με δυνατά τσιρίγματα (ανάλογα με το είδος).

30 Παρότι ανήκει στην οικογένεια των εντομοφάγων, ο σκαντζόχοιρος είναι σχεδόν παμφάγος. Τρώει έντομα, σαλιγκάρια, βατράχια, αυγά, φίδια, κουφάρια, μανιτάρια, χόρτα, ρίζες, μούρα, πεπόνια και καρπούζια. Ο αφγανικός σκαντζόχοιρος, όταν ξυπνάει από τη χειμέρια νάρκη τρέφεται βασικά με μούρα. Περιστασιακά έχουν ειδωθεί σκαντζόχοιροι να ψάχνουν για σκουλίκια μετά τη βροχή. Παρότι οι σκαντζόχοιροι του δάσους, οι πιο γνωστοί στους Ευρωπαίους, είναι κυρίως εντομοφάγοι, αυτό δεν ισχύει απαραίτητα για τα άλλα είδη. Σε περιοχές όπου ζουν άγριοι σκαντζόχοιροι, συχνά τους καλοδέχονται στους κήπους ως φυσικά παρασιτοκτόνα. Πολλοί άνθρωποι αφήνουν έξω φαγητό για να τους δελεάσουν. Παρότι οι σκαντζόχοιροι παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη, τρώνε με όρεξη τυρί, γάλα και γενικότερα γαλακτοκομικά προϊόντα, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουν. Ο αφρικανικός πυγμαίος σκαντζόχοιρος πάντως μπορεί να φάει μια μικρή μερίδα τυριού κότατζ ως συμπλήρωμα στο διαιτολόγιό του. Οι γατοτροφές και σκυλοτροφές είναι καλύτερες από τα γαλακτοκομικά (για τον σκαντζόχοιρο), αλλά συχνά έχουν και οι δυο πολύ υψηλό ποσοστό λιπαρών και πολύ χαμηλό ποσοστό πρωτεινών. Είναι καλύτερα να αφήνουμε στον σκαντζόχοιρο μια μικρή λιχουδιά, ώστε να του μένει πολλή όρεξη για τα παράσιτα του κήπου.

31 ΑΪΤΟΣ

32 Ο Αετός, είναι αρπακτικό ημερόβιο πτηνό της τάξης των Αετομόρφων
Ο Αετός, είναι αρπακτικό ημερόβιο πτηνό της τάξης των Αετομόρφων . Τα περισσότερα μέλη κατατάσσονται στην οικογένεια Αετίδες, ειδικά όμως στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, στους αετούς συμπεριλαμβάνεται και ο Ψαραετός της οικογένειας Πανδιονίδες. Οι Αετοί είναι κοσμοπολιτικά πτηνά, με εξάπλωση σε όλες τις ηπείρους, αν και τα περισσότερα είδη, βρίσκονται στην Ευρασία. Αντίθετα, τα λιγότερα είδη -μόνο 2- βρίσκονται στη Β. Αμερική. Οι Αετοί είναι μεγάλα, σωματώδη αρπακτικά πουλιά, με βαρύ κεφάλι και ράμφος και, σχετικά βραχύ λαιμό. Ακόμα και τα μικρότερα μέλη, όπως ο Σταυραετός (Aquila pennata), έχουν μεγέθη ανάλογα με εκείνο μιας Γερακίνας (Buteo buteo). Γενικά, με εξαίρεση τους κόνδορες και κάποιους γύπες του Παλαιού Κόσμου, οι περισσότεροι είναι μεγαλύτεροι από οποιoδήποτε άλλο αρπακτικό πτηνό. Το μικρότερο είδος Spilornis klossi, ζυγίζει μόλις 450 γραμμάρια και έχει μήκος 40 εκατοστά, ενώ τα μεγαλύτερα είδη αναφέρονται παρακάτω. Όπως όλα τα αρπακτικά πουλιά, έχουν πολύ μεγάλο και βαρύ ράμφος με ισχυρό άγκιστρο για τον τεμαχισμό σάρκας από τη λεία τους, ενώ η ραμφοθήκη στερείται εγκοπής ή οδοντικής προεξοχής (διαφορά από τα γεράκια). [7] Το πτέρωμα είναι τις περισσότερες φορές σκουρόχρωμο (σταχτί, καφετί ή μαυριδερό), με πιο ανοιχτόχρωμη την κάτω επιφάνειά του. Οι πτέρυγες είναι μεγάλες και αποστρογγυλευμένες (όχι οξύληκτες και δρεπανοειδούς σχήματος όπως στα γεράκια. Η ουρά κυμαίνεται σε μέγεθος από κοντή έως μακριά και, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, φέρει παράλληλες ραβδώσεις και μία τελική σκούρα λωρίδα στην άκρη της.

33 ΛΑΓΟΣ

34 Ο λαγός ο κοινός (αρχ. ελλ. : «λαγωός», λατ. ονομ
Ο λαγός ο κοινός (αρχ. ελλ.: «λαγωός», λατ. ονομ.: «Lepus») είναι τρωκτικο φυτοφάγο θηλαστικό, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των λαγιδών. Το μήκος του φτάνει τα 75 εκ. και η ουρά του τα 8 εκ. Το βάρος του φτάνει τα 4-6 κιλά. Το τρίχωμά του αποτελείται από κοντές τρίχες σαν μαλλί και μακριές σαν στάχυα. Αλλάζει χρώμα ανάλογα με την εποχή και το περιβάλλον, και είναι γρήγορο και ευκίνητο ζώο. Τρέχει με 70 χιλιόμετρα την ώρα αλλά ποτέ σε ευθεία, ώστε να παραπλανεί τους διώκτες του. Μπορεί να πηδήξει πάνω από 5 μέτρα. Κατοικεί σε εύφορες πεδιάδες και δασώδεις βουνοπλαγιές αλλά έχει παρατηρηθεί και σε υψόμετρα έως 1500 μ. Την φωλιά του την κατασκευάζει σε μικρό βάθος το καλοκαίρι και μεγαλύτερο τον χειμώνα. Είναι μάλλον νυκτόβιο ζώο, και τρέφεται με λαχανικά και τεύτλα. Την φωλιά του την κατασκευάζει σε μικρό βάθος το καλοκαίρι και μεγαλύτερο τον χειμώνα. Γεννά 4 φορές τον χρόνο 1-4 μικρά, μετά από εγκυμοσύνη που διαρκεί 30 περίπου μέρες. Τα μικρά γεννιούνται με τρίχωμα και ανοιχτά μάτια, θηλάζουν 5-6 ημέρες και έπειτα αφήνονται στην τύχη τους. Αν επιβιώσουν, γίνονται ενήλικα άτομα σε 15 μήνες. Ο λαγός ψάχνει την τροφή του τη νύχτα και κρύβεται στα σπαρτά, τους θάμνους και κάτω από μεγάλες πέτρες, ενώ του αρέσει να ροκανίζει και τον φλοιό των δέντρων.

35 ΑΓΡΙΟΚΑΤΣΙΚΟ

36 Ο αίγαγρος ή κοινά αγριοκάτσικο ( Αιξ ο αίγαγρος) είναι θηλαστικό και μηρυκαστικό ζώο, που ανήκει στην τάξη των Αρτιοδάκτυλων. Απαντάται από την Ευρώπη ως τη Μικρά Ασία και από την Κεντρική Ασία ως τη Μέση Ανατολή, σε ορεινές περιοχές. Είναι πολύ ευκίνητο ζώο και έχει μεγάλη ικανότητα να σκαρφαλώνει σε κατακόρυφες βραχώδεις πλαγιές. Τα αρσενικά ζουν μοναχικά, ενώ τα θηλυκά σε αγέλες, μέχρι 500 ζώων. Οι αίγαγροι ζουν από 12 ως 22 χρόνια. Στον ελληνικό χώρο γνωστότερο είδος είναι ο αίγαγρος ο κρητικός, αλλιώς κρι-κρι. Το αγριοκάτσικο κινδυνεύει με εξαφάνιση και για το λόγο αυτό στην Ελλάδα το κυνήγι του απαγορεύτηκε. Το αγριοκάτσικο φθάνει σε μήκος το 1,5 μ. και σε ύψος τα 80 εκ. Το θηλυκό είναι μικρότερο στο σώμα από το αρσενικό και έχει επίσης μικρότερα κέρατα. Είναι πολύ ανθεκτικό στην παγωνιά. Έχει την ιδιότητα να αλλάζει το χρώμα του τριχώματός του ανάλογα με την εποχή. Έτσι, τους καλοκαιρινούς μήνες έχει τρίχωμα ανοικτό καστανό και το χειμώνα γίνεται μαύρο ή σκούρο.

37 ΤΣΑΚΑΛΙ

38 Το χρυσό τσακάλι (Κύων ο χρυσός) ή απλά τσακάλι είναι ένα μεσαίο θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των κυνιδών. Απαντάται στην βόρεια και βορειοανατολική Αφρική, στη νοτιοανατολική και κεντρική Ευρώπη (μέχρι την Αυστρία και την Ουγγαρία), την Μικρά Ασία και τη Μέση Ανατολή. Ένας μικρός πληθυσμός τους ζει στη Σάμο, το μόνο νησί της Μεσογείου στο οποίο ζουν τσακάλια. Είναι παμφάγο και οπορτουνιστικό ζώο, με αποτέλεσμα η διατροφή να διαφέρει ανάλογα με τις εποχές του έτους. Τρέφεται με σκουπίδια, φρούτα, φυτά και μικρά ζώα, όπως αμφίβια, τρωκτικά και έντομα, ενώ μπορεί να φάει και αιγοπρόβατα. Συγγενεύει περισσότερο με το λύκο και με το κογιότ παρά με άλλα ζώα που αποκαλούνται τσακάλια. Έχουν αναγνωριστεί 13 υποείδη. Το χρυσό τσακάλι μοιάζει πολύ στο λύκο, αλλά είναι μικρότερο σε μέγεθος και ελαφρύτερο, με πιο κοντά πόδια, επιμηκυσμένο κορμό και κοντύτερη ουρά. Συνήθως έχει μήκος 60 με 100 εκατοστά, είναι δηλαδή μικρότερο από τα άλλα τσακάλια και έχει παρόμοιο μέγεθος με την κόκκινη αλεπού, χωρίς να προσμετράται η ουρά του, που έχει μήκος 20 με 30 εκατοστά. Το ύψος του στο ακρώμιο είναι 44 με 50 εκατοστά. Τα θηλυκά είναι βαρύτερα από τα αρσενικά. Το βάρος των θηλυκών τσακαλιών είναι 7 με 11 κιλά και των αρσενικών 6,3 με 15 κιλά. Το κρανίο του τσακαλιού μοιάζει με αυτό του λύκου, αλλά είναι ελαφρύτερο και λιγότερο ογκώδες. Η ρινική περιοχή είναι χαμηλότερη. Η οβελιαία και ινιακή ακρολοφία είναι αρκετά ανεπτυγμένες, όμως όχι στο βαθμό που είναι στο λύκο. Έχει μακριούς και μεγάλους κυνόδοντες, οι οποίοι είναι λεπτότεροι από αυτοί του λύκου και οι κοπτήρες είναι λιγότερο ισχυροί. Η μουσούδα του είναι πιο στενή από αυτή του λύκου.

39 Η γούνα του το χειμώνα είναι είτε κόκκινη-γκρι με μαύρους τόνους που οφείλονται σε μαύρες τρίχες, είτε ένα φωτεινότερο κόκκινο της σκουριάς. Το πρόσθιο μέρος της μουσούδας, της περιοχής γύρω από τα μάτια και το μέτωπο είναι κόκκινα της σκουριάς και ωχρά. Το πάνω μέρος του μετώπου και η ινιακή περιοχή είναι ωχρά. Πάνω από κάθε μάτι υπάρχει μια μαύρη λωρίδα. Το κάτω μέρος του σαγονιού είναι «ακάθαρτο» λευκό, Το εσωτερικό του αυτιού καλύπτεται με λευκές τρίχες. Η κοιλιά κατά μήκος της μέσης γραμμής είναι λευκή, ενώ πιο μακριά έχει όλο και περισσότερους κόκκινους τόνους. Τα άκρα είναι ωχρά κόκκινα και εσωτερικά έχουν πιο ανοικτόχρωμες αποχρώσεις. Η ουρά είναι γκρι. Η καλοκαιρινή γούνα είναι αραιότερη, με κοντύτερες τρίχες. Οι αποχρώσεις της γούνας διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή που ζουν τα τσακάλια.


Κατέβασμα ppt "ΑΓΡΙΜΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ"

Παρόμοιες παρουσιάσεις


Διαφημίσεις Google