Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ο Ήλιος ο Κύριος Φωτούλης Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ο Ήλιος ο Κύριος Φωτούλης. Ζούσε ψηλά στον ουρανό και κάθε μέρα που έβγαινε, φώτιζε με τις πελώριες και λαμπερές του ακτίνες, ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν πολύ όμορφος και πολύ δυνατός, όμως ο καημενούλης έμενε συνέχεια μόνος του και στεναχωριότανε. Κοίταζε δεξιά του, δεν έβλεπε κανένα. Κοίταζε αριστερά του, τίποτα.
Λίτσα Νίτσα Ρένια -Αχ, συγνώμη αλλά δε σας γνώρισα, ξέχασα τα γυαλιά μου σήμερα. Τι κάνετε τώρα; -Να, εδώ με τα κορίτσια πίνουμε το πρωινό μας καφεδάκι και λέμε τα νέα μας. Θέλετε να έρθετε να μας κάνετε παρέα; Τότε ο Κ. Φωτούλης ζήλεψε και σκέφτηκε να τις φωνάξει για να του κάνουν παρέα Ξάφνου κοιτάει προς τα κάτω, στη θάλασσα και τι να δει; Η Λίτσα η Δροσουλίτσα, η Νίτσα η Σταγονίτσα και η Ρένια η Νερένια, να κάθονται και να απολαμβάνουν το καφεδάκι τους όλες μαζί. -Εεε!!! Κυρία δροσουλίτσα, εσείς είστε εκεί κάτω; -Ναι κύριε Φωτούλη, εγώ είμαι μαζί με τις φιλενάδες μου, δε με γνωρίσατε;
-Κορίτσια τι λέτε πάμε; Καιρό έχουμε να τον επισκεφτούμε. Λίτσα Νίτσα Ρένια -Κορίτσια τι λέτε πάμε; Καιρό έχουμε να τον επισκεφτούμε. -Ναι!!! Ναι!!! Πάμε, είπαν όλες μαζί. -Είστε έτοιμες; Κρατηθείτε γερά και ξεκινάμε!!! Πετάμε!!! Ουουου!!! -Αχ βρε κορίτσια, πολύ θα το ήθελα αλλά είναι ακόμα νωρίς, οι άνθρωποι με χρειάζονται για τις δουλειές τους και δεν μπορώ να φύγω. Θέλετε να ανεβείτε εσείς; -Μα κύριε Φωτούλη είστε πολύ μακριά, δεν μπορούμε να ανέβουμε μόνες μας τόσο ψηλά, απάντησε η μικρή Νίτσα η Σταγονίτσα. -Καλέ γι’αυτό ανησυχείτε; Θα σας ρίξω εγώ τις ακτίνες μου, θα πιαστείτε καλά και θα σας τραβήξω με όλη μου τη δύναμη.
Νίτσα Λίτσα Ρένια Ο Ήλιος ήταν πολύ χαρούμενος που τώρα είχε παρέα, γελούσε και έπαιζε συνέχεια. Μόλις έφτασαν η Λίτσα η Δροσουλίτσα, η Νίτσα η Σταγονίτσα και η Ρένια η Νερένια, άρχισαν αμέσως το παιχνίδι με τον κύριο Φωτούλη.
Νίτσα Λίτσα Ρένια Χωρίς να το καταλάβουν όμως οι ώρες περνούσαν και ο κύριος Φωτούλης αισθανόταν πολύ κουρασμένος, εξάλλου είχε έρθει η ώρα να πάει για ύπνο. Τότε χαιρέτησε ευγενικά τις φίλες του και πήγε να ξαπλώσει. Εκείνες τώρα σκέφτονταν τι θα κάνουν, αφού κι αυτές είχαν αρχίσει να κουράζονται.
Νίτσα ΦΟΥΛΗΣ Ρένια ΑΚΗΣ Λίτσα Μετά από λίγο βλέπουν να έρχονται ο Φούλης ο Συννεφούλης και ο Άκης ο Συννεφάκης. Μόλις έφτασαν κοντά τους τα συννεφάκια αναρωτήθηκαν τι έκαναν εκεί οι σταγονίτσες μόνες τους. -Ήρθαμε να κάνουμε παρέα στον κύριο Φωτούλη, παίξαμε, φάγαμε αλλά τώρα νιώθουμε πολύ κουρασμένες και δεν ξέρουμε που να περάσουμε αυτή τη νύχτα; -Δροσερές μου κυρίες, τι κάνετε εδώ;
ΦΟΥΛΗΣ Νίτσα Ρένια ΑΚΗΣ Λίτσα -Αχ, σας ευχαριστούμε πολύ καλά μας συννεφάκια. Καλό βράδυ και θα τα πούμε το πρωί. -Θέλετε να σας φιλοξενήσουμε εμείς; Έχουμε αρκετό χώρο για να κοιμηθείτε μέσα στα συννεφάκια μας. Μισό λεπτό να ξεκλειδώσω την πορτούλα. Ορίστε περάστε και όνειρα γλυκά.
Λίτσα Ρένια ΦΟΥΛΗΣ Νίτσα ΑΚΗΣ -Νίτσα, σήκω από αυτό το κρεβάτι. Εγώ θα κοιμηθώ εδώ. -Όχι, εγώ θα κοιμηθώ εδώ, απάντησε η Λίτσα. -Νομίζετε. Δικό μου είναι, φώναξε δυνατά η Ρένια η Νερένια. Εκείνες, μόλις μπήκαν μέσα άρχισαν αμέσως να καβγαδίζουν, να τσακώνονται και να σπρώχνει η μία την άλλη, γιατί δεν μπορούσαν να διαλέξουν κρεβάτι.
ΦΟΥΛΗΣ Νίτσα Λίτσα Ρένια ΑΚΗΣ Στο μακρινό αυτό ταξίδι συνάντησαν και άλλες πολλές σταγονίτσες, που ο δυνατός άνεμος τις πήγαινε μία από δω και μία από κει. Έτσι οι τρεις μας φίλες χωρίστηκαν και μετά από ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι, έφτασαν στη γη. Από τις κλωτσιές και τις φωνές τους, τα σύννεφα άρχισαν να κουνιούνται και να χτυπάνε μεταξύ τους. Έτσι άνοιξαν οι πόρτες και οι τρεις φίλες, η Δροσουλίτσα, η Σταγονίτσα και η Νερένια, άρχισαν να πέφτουν σιγά σιγά στη γη σαν βροχή, η μία μετά την άλλη.
Άλλες έπεσαν πάνω σε μεγάλα κτίρια, άλλες πάνω σε ανθρώπους που έτρεχαν βιαστικοί κρατώντας τις ομπρέλες τους ανοιχτές για να μη βραχούν και άλλες πάνω στα πολύχρωμα φύλλα λουλουδιών που διψούν και αυτές τα πότισαν.
Ρένια Μαζί με τη Ρένια έπεσαν κι άλλες σταγόνες που μόλις ακούμπησαν στο έδαφος και χωρίς να το καταλάβουν, το χώμα τις ρούφηξε βαθιά μέσα στη γη. Η Ρένια η Νερένια έπεσε με δύναμη πάνω στα φύλλα ενός πελώριου δέντρου, μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος, γεμάτο πανέμορφα δέντρα και πολλά άγρια ζώα. Κάποιες σταγονίτσες ο δυνατός αέρας τις πήγε πολύ μακριά. Έφτασαν σε δάση και βουνά.
Νίτσα Η Νίτσα η Σταγονίτσα από την άλλη, έπεσε σε ένα δάσος όπου τα δέντρα δεν είχαν καθόλου φύλλα, ήταν μαύρα και γυμνά. Δεν υπήρχαν πουθενά ανθισμένα λουλούδια ούτε και ζώα. Έψαχνε από κάπου να κρατηθεί, αλλά μάταια, τίποτε δεν υπήρχε ώστε να νιώσει ασφάλεια. Ήταν μόνη της και φοβόταν πολύ και δεν έβλεπε πουθενά τριγύρω τις φίλες της.
Νίτσα Τότε η Σταγονίτσα μη μπορώντας να κρατηθεί από κάπου έπεσε στο έδαφος μαζί με τις άλλες σταγόνες και όλες μαζί, άρχισαν να κατρακυλάνε και να κατευθύνονται σαν ορμητικός χείμαρρος προς την πόλη. Στο ταξίδι αυτό έπαιρναν μαζί και όποιες σταγόνες έβρισκαν στο δρόμο τους.
Έτσι λοιπόν, ενώθηκαν όλες μαζί οι σταγονίτσες και δημιούργησαν την πλημμύρα και οι κακόμοιρες που δεν έφταιγαν σε τίποτα έκαναν πολλές ζημιές σε σπίτια, σε αυτοκίνητα, σε δρόμους και όλοι οι άνθρωποι έτρεχαν πανικόβλητοι. Πέρασαν από μέρη χωρίς καθόλου πράσινο, χωρίς δέντρα γιατί οι άνθρωποι είτε τα είχαν κόψει, είτε είχαν αφήσει τα ζώα τους να φάνε όλο το χορτάρι.
Νίτσα -Αχ σταγονίτσα μου, που να στα λέω. Πριν μερικές μέρες ένας άνθρωπος πέταξε το τσιγάρο του αναμμένο, μέσα στο δάσος, κι αυτό αμέσως άρπαξε φωτιά. Κάηκαν όλα και δεν έμεινε τίποτα, ευτυχώς κάποια ζώα πρόλαβαν να φύγουν. Τώρα όμως που δεν υπάρχουν οι ρίζες των δέντρων εσύ που θα πας; -Δεν ξέρω, έχω χαθεί και δεν είναι μαζί μου καμία από τις φίλες μου για να με βοηθήσει. -Καλό μου σπουργιτάκι, με λένε Νίτσα Σταγονίτσα και είμαι πολύ στενοχωρημένη. Δεν έχω ξαναέρθει ποτέ εδώ και φοβάμαι πολύ. Γιατί είναι όλα τόσο ξερά και παγωμένα; Πού πήγαν τα φύλλα των δέντρων, τα ζώα, ξέρεις; -Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω Σταγονίτσα μου, αλλά δεν μπορώ και πρέπει να φύγω γιατί βιάζομαι. Λοιπόν γεια σου τώρα και ελπίζω να βρεις γρήγορα τις φίλες σου. Τότε η Σταγονίτσα άρχισε να κλαίει και ξαφνικά εμφανίστηκε σε ένα κλαδάκι ένα μικρό σπουργιτάκι. -Γιατί κλαις κοριτσάκι; Τη ρώτησε.
Ρένια Λίτσα Νίτσα Κάποια στιγμή όμως σε ένα μεγάλο ποτάμι οι τρεις φίλες συναντήθηκαν ξανά, ένωσαν τα χέρια και άφησαν το δυνατό ρεύμα να τις παρασύρει με τα κύματα μακριά.
Μετά από ένα κουραστικό και πολύ μεγάλο ταξίδι οι σταγόνες που δεν μπόρεσαν να απορροφηθούν από τα δέντρα και τα λουλούδια, κατέληξαν και πάλι στη θάλασσα, εκεί από όπου ξεκίνησαν. Και τώρα όλες μαζί περιμένουν με ανυπομονησία το επόμενο τους ταξίδι, το ταξίδι της βροχής.
ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ» ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΡΙΩΤΗ ΜΑΡΙΑ, ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ