Καταμηνιοσ κυκλοσ Η ωοθήκη παρουσιάζει σημαντικές λειτουργίες γαμετογένεσης, οι οποίες σχετίζονται με την ορμονική δραστηριότητα της ωοθήκης. Στη γυναίκα οι γονάδες είναι σχετικά ανενεργείς κατά την διάρκεια της παιδικής ηλικίας, κατά την περίοδο δηλαδή της ταχείας ανάπτυξης και ωρίμανσης. Κατά την εφηβεία οι ωοθήκες αρχίζουν να εμφανίζουν μια περίοδο κυκλικής λειτουργίας, που διαρκεί συνολικά 30 με 40 έτη. Η κυκλική αυτή λειτουργία ονομάζεται έμμηνος κύκλος ή καταμήνιος κύκλος λόγω των τακτικών περιοδικών επεισοδίων αιμορραγίας, η οποία και συνιστά την πλέον εμφανή εκδήλωση της ωοθηκικής λειτουργίας. Αργότερα στη ζωή, η ωοθήκη αδυνατεί να ανταποκριθεί στη διέγερση από τις γοναδοτροπίνες που εκκρίνονται από την πρόσθια υπόφυση και η επακόλουθη διακοπή περιοδικής εμφάνισης εμμήνου ρύσεως καλείται εμμηνόπαυση.
Καταμηνιοσ κυκλοσ Ο μηχανισμός, που είναι υπεύθυνος για την έναρξη της ωοθηκικής λειτουργίας κατά την εφηβεία, θεωρείται ότι είναι νευρικής αρχής. Θεωρείται ότι η ωρίμανση κέντρων του εγκεφάλου συμβάλλει στην απόσυρση των ανασταλτικών δράσεων επί των υποθαλαμικών νευρώνων που επικρατούν κατά την παιδική ηλικία, γεγονός που επιτρέπει την κατά ώσεις παραγωγή της GnRH από τους εν λόγω νευρώνες στον κατάλληλο βαθμό. Η GnRH ακολούθως διεγείρει την απελευθέρωση της FSH και της LH. Αρχικά, απελευθερώνονται μικρές ποσότητες FSH και LH κατά τη διάρκεια της νύχτας και οι περιορισμένες ποσότητες οιστρογόνων που εκκρίνονται από τις ωοθήκες αρχίζουν να προκαλούν ανάπτυξη του μαστού. Τελικά, οι FSH και LH εκκρίνονται τόσο κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας, γεγονός που οδηγεί στην έκκριση υψηλότερων ποσοτήτων οιστρογόνων και προκαλεί περαιτέρω αύξηση του μαστού, μεταβολές στην κατανομή του λίπους και ραγδαία επιτάχυνση της ανάπτυξης που καταλήγει στην σύγκλειση των επιφύσεων των μακρών οστών. Οι παρατηρούμενες μεταβολές στην λειτουργία των ωοθηκών κατά τη διάρκεια της εφηβείας καλούνται γοναδαρχή.
Καταμηνιοσ κυκλοσ Περίπου 1 χρόνο μετά την γοναδαρχή παράγεται πλέον ικανή ποσότητα οιστρογόνων για να προκαλέσει μεταβολές στο ενδομήτριο και περιοδική εμφάνιση αιμορραγίας (εμμήνου ρύσεως). Μετά τους λίγους πρώτους ακανόνιστους κύκλους, οι οποίοι μπορεί να μην συνοδεύονται από ωοθυλακιορρηξία, εγκαθίσταται η φυσιολογική κυκλική λειτουργία.
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΘΗΛΕΟΣ Η ωοθήκη παρέχει τους γαμέτες για τη γονιμοποίηση, ενώ παράλληλα συνθέτει και ορμόνες για την ανάπτυξη και διατήρηση τόσο των δευτερογενών χαρακτηριστικών του θήλεος όσο και της υπόλοιπης αναπαραγωγικής οδού. Η ωοθήκη αποτελείται από σφαιρικά θυλάκια καθηλωμένα σε στηρικτικό ιστό (στρώμα), ο οποίος περιβάλλεται από μία μεμβράνη (την ινώδη κάψα). Κάθε θυλάκιο περικλείει και έναν γαμέτη (ωοκύτταρο, ωάριο). Όλα τα ωάρια σχηματίζονται κατά την πρώτη εμβρυϊκή ζωή, ενώ συγχρόνως αρχίζει και η μείωση. Η τελευταία αυτή διαδικασία, ωστόσο, διακόπτεται στην πρώτη μειωτική διαίρεση. Αρχικά παράγονται περίπου 7 εκατομμύρια ωάρια, αλλά ένα μεγάλο ποσοστό αυτών υποστρέφει πριν την γέννηση και κατά τη διάρκεια της πρώτης παιδικής ηλικίας. Μέχρι την έναρξη της ήβης έχουν απομείνει γύρω στα 400.000 ωάρια, εκ των οποίων μόλις το 0.1% (δηλαδή 400) θα φτάσει στην ωορηξία. Τα υπόλοιπα υποστρέφουν εντός της ωοθήκης, πορεία που έχει ολοκληρωθεί έως το 50ο έτος της ηλικίας.
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΘΗΛΕΟΣ Οι κυριότερες ορμόνες που παράγονται στην ωοθήκη είναι τα οιστρογόνα (κυρίως οιστραδιόλη, αλλά επίσης και οιστρόνη και οιστριόλη) και προγεστερόνη, ενώ η σύνθεσή τους ρυθμίζεται από τον υποθαλαμο- υποφυσιακό άξονα. Άλλες πεπτιδικές ορμόνες της ωοθήκης επηρεάζουν και αυτές την έκλυση γοναδοτροπίνης, ενώ ορισμένες από εκείνες που δρουν μόνο στην υπόφυση είναι: Η ινχιμπίνη, η οποία εκλεκτικά αναστέλλει την έκκριση FSH. Η ακτιβίνη, η οποία εκλεκτικά διεγείρει την έκκριση FSH. Ο κατασταλτικός παράγοντας της έκκρισης των γοναδοτροπινών, ο οποίος εκλεκτικά αναστέλλει την έκκριση της LH.
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΘΗΛΕΟΣ Οι αρχέγονοι θηλυκοί γαμέτες, τα ωογόνια, μετατρέπονται ήδη κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής (3ος-5ος μήνας) σε ωοκύτταρα Ι τάξεως. Το καθένα από αυτά περιβάλλεται κατόπιν από μονόστοιβο κυβικό επιθήλιο και έτσι δημιουργούνται τα καλούμενα άωρα ή πρωταρχικά ωοθυλάκια με διάμετρο 40- 60 μm. Τα πρωταρχικά ωοθυλάκια μετατρέπονται ακολούθως σε πρωτογενή ωοθυλάκια, που αντιστοιχούν στην αμέσως επόμενη βαθμίδα εξελίξεως και περιέχουν μεγαλύτερα ωάρια τα οποία καλύπτονται από υψηλό κυλινδρικό επιθήλιο. Ήδη από την παιδική ηλικία και με ταχύτερο ρυθμό κατά την ήβη, ένας αριθμός από πρωτογενή ωοθυλάκια εξελίσσεται προοδευτικά προς την κατεύθυνση των δευτερογενών (ωριμαζόντων) ωοθυλακίων. Σε αυτά το ωάριο έχει μεγαλύτερο όγκο (διάμετρος μέχρι 130 μm) και περιβάλλεται από 3- 4 κυτταρικές στιβάδες (κοκκώδης υμένας του ωοθυλακίου). Κατά την περαιτέρω εξέλιξη προς το τριτογενές ωοθυλάκιο δημιουργείται ένας χώρος, το άντρο, ο οποίος παρεμβάλλεται ανάμεσα στο ωάριο και τον κοκκώδη υμένα και είναι γεμάτος από ένα διαφανές έκκριμα πλούσιο σε οιστρογόνα, το ωοθυλακικό υγρό. Το ωάριο στηρίζεται σε ένα παχύτερο τμήμα του κοκκώδους υμένα, τον ωοφόρο δίσκο. Τα ωοθυλάκια αυτά είτε εξελίσσονται προς τα πλήρη γρααφιανά (τριτογενή) ωοθυλάκια, που στη συνέχεια υφίστανται την ωοθυλακιορρηξία , είτε υποστρέφουν και εκφυλίζονται, δηλαδή εμφανίζουν το φαινόμενο της ατρησίας.
ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΘΗΛΕΟΣ Το ωοθυλακικό υγρό περιέχει επίσης (εκτός από οιστρογόνα) προγεστερόνη, FSH, LH, ινχιμπίνη (ανασταλτίνη), οξυτοκίνη, αυξητικούς παράγοντες, ενδορφίνες καθώς και ενεργοποιητή του πλασμινογόνου. Ο τελευταίος αυτός δραστηριοποιείται με την επίδραση της LH κατά την ωοθυλακιορρηξία με αποτέλεσμα την παραγωγή του πρωτεολυτικού ενζύμου πλασμίνης. Η πλασμίνη δρα άμεσα στο τοίχωμα του ωοθυλακίου και διεγείρει την παραγωγή κολλαγενασών που διασπούν το πλέγμα συνδετικών ινών και οδηγούν στη ρήξη του θυλακίου. Στην ως άνω διαδικασία συμβάλλουν και άλλοι παράγοντες, όπως οι προσταγλανδίνες PGE2 και PGF2. Ειδικότερα, η PGE2 δρα αγγειοδιασταλτικά και διευκολύνει παράλληλα την έξοδο πλάσματος προς το ωοθυλακικό υγρό. Έτσι, προκαλείται απότομη αύξηση του υγρού εντός του ωοθυλακίου, πράγμα που προωθεί τη ρήξη του στην περιοχή του δημιουργηθέντος ύβου.